Μίλαγα χτες με γνωστό μπλογκά (του οποίου του είπα να μου φέρει προμήθειες από Θεσσαλονίκη, ξέρετε, τα γνωστά ζαχαροπλαστικά χρειαζούμενα) για το έγκλημα στο Αγρίνιο.
Τρεις πρόχειρες αποσπασματικές σημειώσεις:
α) Μέρος της ιδεολογίας που διοχετεύουν το σχολείο και τα μέσα είναι πόσο αγνή είναι η (ελληνική) επαρχία. Αυτό φυσικά είναι εξόφθαλμο μύθευμα, δε χρειάζεται να φάνε τον Άλεξ λάχανο, να βιάσουν ομαδικά την ξένη κοπέλα και να σκοτώσουνε τα «σκυλιά στ’ αμπέλι» (σχεδόν κυριολεκτικά) για να το διαπιστώσουμε. Φόνοι και ξυλοφορτώματα για υπερκινητικά ορόσημα, για αλαφροπάτητες καταπατήσεις, για διώροφα-κληρονομικές γκρίζες ζώνες, για χαμένες τιμές και κλεμμένα γίδια δε γίνονται μόνο στην Κρήτη (παρατηρώ μια αναδυόμενη τάση στην ελληνική τηλεόραση να σπαν πλάκα με τους Κρητικούς ή και να αντιμετωπίζονται ως ο εξωτικός Άλλος). Ούτε τα έμαθε ο κόσμος από τον Ταραντίνο.
β) Η εν προκειμένω ιδεολογία τονίζει την αποξένωση και απομόνωση του ανθρώπου των πόλεων (σιγά τις πόλεις που έχουμε! 60% της Αθήνας και της Σαλονίκης είναι ακόμη χωριατογειτονίτσες, καμμιά φορά urban kostalexis) σε σχέση με το κοινοτικό πνεύμα αλληλεγγύης στην (αγνή) (ελληνική) επαρχία. Ωστόσο, η αποξένωση και η απομόνωση είναι — κυρίως — θέματα εσωτερικα («ψυχολογίας») και όχι ‘γεωγραφικής’ εγγύτητας.
γ) Επιπλέον, η αλληλεγγύη στην επαρχία, η οποία συνήθως εκφράζεται ως σιωπηλή συμφωνία σιωπής και απόκρυψης, είναι ένα κοινωνικό αντανακλαστικό, η αντίδραση μιας αγέλης προβάτων που συσπειρώνεται και συσσωματώνεται μπροστά στον λύκο ή (συνηθέστερα) η σκυλίσια προσποιητή μειλιχιότητα αγέλης λύκων που μόλις ξέσκισαν το θρασύ τσακάλι που ήρθε να τους παραβγεί. Γενικά στην (πρωτοτυπική) επαρχία δε νοούνται προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις, παρά μόνον εν κρυπτώ. Στην επαρχία σωπαίνεις γιατί έτσι επιβιώνει η ντόπια κοινότητα και συνεχίζει απερίσπαστη να λειτουργεί, εκκλησιάζεσαι και κοινωνείς για να ανήκεις σε αυτήν την ντόπια κοινωνία και όχι γιατί εφλέχθης αποτόμως για μέθεξη κι αλληλοπεριχώρηση. Στην επαρχία ο πλησίον σου, ο άλλος, μπορεί να είναι τόσο ξένος και τόσο κόλαση, όσο και στην πόλη. Απλώς στην πόλη δεν είναι ανάγκη να του μιλάς κιόλας, να τον προσφωνείς ‘κουμπάρο’, ‘μπάρμπα’, ‘αδερφό’, ‘φιλάρα’ ή ό,τι άλλο.