Ι.
Η Μαυρομιχάλη είναι ένας από τους αγαπημένους μου δρόμους στην Αθήνα, και στον κόσμο. Θα τα πούμε άλλη φορά για τους αγαπημένους μου δρόμους όμως. Απλώς θέλω να σας πω ότι δεν πρόκειται για μένανε απλώς για έναν δρόμο που έχω ανεβοκατεβεί πάρα πολλές φορές. Και τον έχω ανεβοκατεβεί πάρα πάρα πολλές φορές. Αν κι εσείς τον έχετε λοιπόν ανεβοκατεβεί πάρα πολλές φορές, ιδίως τη δεκαετία του 80, θα έχετε προσέξει ότι πέρα από τα νεοκλασσικά, τα ωραία διαμερίσματα, τον Φούρνο και το Άλφαβιλ, το καφενείο Πανελλήνιον κι άλλα πολλά, η Μαυρομιχάλη έχει ένα μυστήριο κτήριο, στο τετράγωνο των εκδόσεων Οδός Πανός (αλλά αυτές έχουν είσοδο από Διδότου).
Αν και το κτήριο είναι πολύ μυστήριο, αν και μοιάζει με δημόσια υπηρεσία στην οποία μπαινοβγαίνουν πολλοί, αν και έχει ένα περιστύλιο πάνω στους στύλους του οποίου τότε, τη δεκαετία του 80, υπήρχαν κορνιζωμένες αφίσες «Την ειρήνη ο Χριστός τη δίνει», αν και πρόκειται για ένα πολύ μυστήριο κτήριο, που λέτε, ποτέ κανείς λαύρος δημοσιογράφος δεν κατήγγειλε ότι εκεί έχουν έδρα σκοτεινές δυνάμεις που απεργάζονται τη διάβρωση του ορθοδόξου φρονήματος του ελληνικού λαού. Γιατί. Επειδή εκεί είναι η έδρα του σωματείου ορθοδόξου εσωτερικής ιεραποστολής ο Μέγας Βασίλειος. Δηλαδή μιάς από τις μείζονες συνιστώσες αυτού που αποκαλούμε ‘Ορθοδοξία’ τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα.
Πριν ξεκαθαρίσω τι είναι αυτή η οργάνωση σε όσους ξύνετε (δικαιολογημένα) το τριχωτό της κεφαλής σας με απορία, να σας πω λίγο για το κτήριο. Το σοβάτισμα και οι ψευδοαψίδες ‘ορθοδοξίας’, που εισήγαγε στις ελληνικές αρχιτεκτονικές πρακτικές η Ασπροβάλτα, τα ευαγή ιδρύματα μητροπόλεων και οι ξενώνες του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, είναι πρόσφατες επεμβάσεις. Τη δεκαετία του 80 το κτήριο ήταν ολόκληρο όπως η αγέλαστη (μπρουταλιστική;) μοντερνιά που ακόμα φαίνεται ακάλυπτη στα δεξιά.
Η πόρτα του κτηρίου πάντα κλείνει αμέσως μόλις ανοίξει, με έναν από τους πιο σφιχτούς επαναφορείς θυρών που μου έχουν κλείσει πόρτα στα μούτρα ποτέ. Οι άνθρωποι περνούνε σβέλτα και σιωπηλά αυτή την πόρτα ιδίως όταν έχουν κότσους και ταγιέρ, είτε μουστάκια και ρετρό κουστούμια, είτε ράσα. Τη νύχτα αράζουν στο περιστύλιο οι ευγενικές και κουρασμένες τροτέζες της Μαυρομιχάλη («Καλησπέρα σας, κύριε»). Όσοι χρησιμοποιούν το κτήριο την ημέρα δεν ξέρω πώς το βλέπουν αυτό.
Ενδεχομένως με απαξιωτική παραίτηση. Σ’ αυτό θα επανέρθουμε.
Μέσα το κτήριο μυρίζει λίγο σαν μεγάλο δικηγορικό γραφείο και λίγο σαν παλιό σαλόνι επί της Πατησίων (ή σα σαλόνι ρετιρέ στον έβδομο της Βασιλίσσης Όλγας, Σαλονικάριοι). Το σωματείο ορθοδόξου εσωτερικής ιεραποστολής ο ‘Μέγας Βασίλειος’ ήτανε τη δεκαετία του 80 (δεν ξέρω τώρα πια) ένα πρόσχημα μέσα από το οποίο η Αδελφότης Θεολόγων ο ‘Σωτήρ’ (αυτούς μάλλον τους έχετε ακουστά) μανατζάριζε τις οργανώσεις νέων και νεανίδων του, τη ΓΕΧΑ, και άλλα πολλά. Στο τεράστιο κτήριο υπήρχανε και κάποια γραφεία στο ισόγειο που κάτι είχανε να κάνουν με τα γνωστά εκπαιδευτήρια Ελληνική Παιδεία. Διέθετε τρεις ή τέσσερις ορόφους γεμάτους κενές αίθουσες και κενά γραφεία καθώς και μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων στην οποία, όταν τράβαγες κάτι κόκκινα πετάσματα, αποκαλυπτόταν ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο που έκρυβε μιαν Αγία Τράπεζα: έτσι γινόταν παρεκκλήσιον. Αυτά τα κενά δωμάτια χρησίμευαν για εντευκτήρια των χριστιανικών ομάδων νέων του Σωτήρος / Μεγάλου Βασιλείου (τους ανεκδιήγητα αποκαλούμενους Χαρούμενους Αγωνιστάς), της ΓΕΧΑ, ενίοτε εθνικών οργανώσεων όπως η ΣΦΕΒΑ ή η ελληνοκυπριακή Δράσις-ΚΕΣ, αλλά και για εξομολογήσεις. Αυτές οι τελευταίες γίνονταν σε ηχομονωμένα γραφεία δίπλα σε αίθουσες αναμονής με τις καρέκλες τοποθετημένες τοίχο-τοίχο όπου περίμεναν καθισμένοι εκπρόσωποι του ενός φύλου μόνο, με στήσιμο που έβλεπες σε αίθουσες αναμονής παλαιομπουρδέλων (προ 1991, δηλαδή) ― Θε μου σχώρα με.
Αν η οργανωτική δομή αυτού του πνευματικού καρτέλ σάς φαίνεται ασαφής και συγκεχυμένη είναι γιατί όντως είναι. Κάποτε ρώτησα φίλο μυστακοφόρο, αφιερωμένο στο Σωτήρα: «ρε συ Εξακουστωδιανέ, ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στην αδερφότητα;» «Ε όχι δα!» απάντησε ο πρώην αθλητής. Λεπτομέρειες δεν έμαθα ποτέ, σιγά μην τις έλεγαν σ’ εμένα τον Πέρση. Ποια είναι νομικά η σχέση Μεγάλου Βασιλείου, Σωτήρος, ΓΕΧΑ και των διάφορων οργανώσεων-δορυφόρων, δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
Φυσικά τα μονολιθικά κτήρια (έχουνε κι άλλα, λ.χ. στους Αμπελοκήπους ― Βαθέος και Μεγάλου Σπηλαίου γωνία, νομίζω), οι μπερδεμένοι και αδιαφανείς (διαπλεκόμενους τους λένε τώρα) σύνδεσμοι ανάμεσα σε σωματεία, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς, σκιώδη διοικητικά συμβούλια κτλ. είναι γνωστό φαινόμενο παγκοσμίως και, τελικά. μπανάλ. Το πνευματικό καρτέλ Σωτήρ-Μέγας Βασίλειος-ΓΕΧΑ-τρέχα γύρευε έχει όμως ενδιαφέρον για τέσσερις λόγους:
α. Προετοίμασε το έδαφος (ίσως εν αγνοία του) για την ενοριοκρατία-γεροντοκρατία-δεσποτοκρατία που τείνει να εγκαθιδρυθεί στην ελλαδική Ορθοδοξία, πείθοντας γενιές και γενιές ότι Ορθοδοξία σημαίνει Παράδοσις-Ελλάδα-αγαμία.
β. Αυτό το ιδιότυπο ιδεολογικό μόρφωμα (Παράδοσις-Ελλάδα-αγαμία) έχει διαρρεύσει ευρέως, κάπως όπως τη σκαπουλάρουν τα βαρέα μέταλλα από τις χωματερές και μολύνουν υδροφόρους ορίζοντες, και έχει περάσει στη διατροφική αλυσίδα πολλών, ακόμα κι όταν δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με χριστούς κι εκκλησίες.
γ. Το καρτέλ ήταν απίστευτα δημοφιλές στον τομέα ‘εκπαίδευση των νέων’ με άκρες σε δημόσια σχολεία, στρατόπεδα, νοσοκομεία και ούτω καθεξής.
δ. Ευθύνεται εν πολλοίς για α) τον κανονικότατο ενοχικό ευνουχισμό και β) την ενστάλαξη δεξιών αντανακλαστικών σε χιλιάδες Έλληνες. Ούτε που θέλω να σκεφτώ τα καημένα τα κορίτσια που στέλναν οι γονείς τους στις Χαρούμενες Αγωνίστριες, ακούγονταν τρελά πράγματα…
ΙΙ.
Η παιδαγωγική μέθοδός τους αντίστοιχη με αυτή των καθολικών νεολαιών: στη σφαίρα του ιδιωτικού εμφυτεύαν ενοχή χωρίς ποτέ να μιλάν ανοιχτά για το σεξ (ή εναντίον του) και στη σφαίρα του πολιτικού καλλιεργούσαν την καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε αμφισβητεί τα καθεστηκότα. Η στάση τους όταν νουθετούσαν τα παιδιά κατά των πάρτυ, του σινεμά, της τηλεόρασης, του 98% των βιβλίων, του ποτού, του 70% της μουσικής, του καπνίσματος, του θεάτρου, των εκδρομών, των χαζοφλέρτ, των εξόδων ακόμα και σε ταβέρνες, των καφετεριών, των παρεών με πιο τσαμπουκαλεμένα και ξεβγαλμένα παιδιά, ακόμα και στα πλαίσια του να παίξεις μπάλα, και πάει λέγοντας ήτανε συνήθως η απαξίωση. Διακριτική απαξίωση.
Η στάση τους απέναντι στην πολιτική, στις απεργίες, στον κοινοβουλευτισμό, στα (εργατικά) κινήματα, σε κάθε λογής αγώνες, στα κόμματα, ήτανε απαξιωτική παραίτηση: δεν βαριέσαι, τα κόμματα χωρίζουν, η πατρίδα ενώνει. Ναι, αυτό το πρωτοάκουσα πριν είκοσι και βάλε χρόνια. Απέναντι όμως στη διακριτική απαξίωση και στην απαξιωτική παραίτηση δεν μπορείς να αρθρώσεις αντίλογο. Έτσι, τα στοχευμένα υπονοούμενά τους πάνε κατευθείαν στον πάτο, στο υποσυνείδητο, που λένε.
Αν τους πίεζες λίγο, όπως έκανα εγώ συστηματικά ως φιλοπερίεργος και μικρομέγαλος μαθητής, το έπαιρναν εσχατολογικά το θέμα: όλα αυτά, τελικά, είναι του κόσμου τούτου. Εξοικειωνόσουν εκεί μέσα τελικά, δηλαδή, με έναν ιδιότυπο καλβινίζοντα μηδενισμό, χωρίς όμως χιλιαστικά οράματα, μπαρκόουντ κι αντιχρίστους, με την ευσέβεια και την καθωσπρέπεια των νοικοκυραίων: αταξική, απολίτικη, ανερωτική.
ΙΙΙ.
Μπήκα στις μαθητικές ομάδες τους στα δώδεκα και — αντίθετα με τα περισσότερα παιδιά — με δική μου πρωτοβουλία και με δυσφορία εκ μέρους των δικών μου. Ήθελα να μάθω περισσότερα για τη Θεολογία και τα κατηχητικά μού φαινόντουσαν παιδαριώδη. Όσους γνώρισα εκεί μέσα, αφιερωμένους της Αδελφότητας και φοιτητές ομαδάρχες, στις κατασκηνώσεις και στις κυριακάτικες συνάξεις, τους άλλαζα τα φώτα. Αυτοί μάς έλεγαν ιστορίες για τα κακά της ζηλοφθονίας κι εγώ γύρναγα την κουβέντα στο αν ο Χριστός εγκρίνει την ατομική ιδιοκτησία. Ήδη στα δώδεκα ήμουνα ήδη πεπεισμένος για τρία πράγματα: ότι άλλα αυτά που μας ζητάει ο Θεός και άλλα όσα προστάζουν οι θρησκείες, ότι το σεξ είναι εξ ορισμού «καλό πράγμα» (αφού το επινόησε ο Θεός και λένε ότι είναι και πολύ ωραίο) και ότι όποιος δεν απολαμβάνει την τέχνη είναι δυστυχισμένος. Ξέρω, αφέλειες, αλλά ήμουνα μόλις δώδεκα τότε. Και μικρομέγαλο. Οπότε, σε αυτούς τους τομείς, η έκθεση στη διακριτική απαξίωση των ‘οργανωσιακών’ δεν είχε σοβαρά αποτελέσματα: απλώς έγινα ακόμα πιο δειλός με τα κορίτσια, εξιδανίκευσα ακόμα περισσότερο το σεξ και στερήθηκα τρία εφηβικά χρόνια καλό διάβασμα. Όμως σχεδόν τα κατάφεραν σε ένα πράγμα: να με κάνουνε δεξιό.
Έφυγα τέσσερα χρόνια μετά αγαναχτισμένος με τη φρικτή αισθητική που διέπει όλα τα προϊόντα του καρτέλ: αφελής και άνοστη λογοτεχνία, νατουραλιστικές ζουγραφιές αισθητικής κινεζικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού / εντύπων Μαρτύρων του Ιεχωβά, ανυπόφορα τραγούδια κνίτικου ήθους και τεχνοτροπίας, «αγωνιστικές» συλλογικότητες άνευ αντικειμένου — ένα αισθητικό σύμπαν φτωχό, μίζερο και ευτράπελα κουτό. Έφυγα χωρίς να σκεφτώ κάποια βασικά πράματα, όμως. Ούτε κοίταξα πίσω.
ΙV.
Είπα ότι πήγα με δική μου θέληση. Χρόνια και χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι ανήκα σε μια μειοψηφία. Τα άλλα αγόρια (θυμηθείτε ότι τίποτε δεν γίνεται μεικτό εκεί) είχαν σταλεί πακέτο από τους γονείς τους.
Κάποια από αυτά ήταν περισσότερο παιδιά της πιάτσας, «ζωηρά» τα λέγαμε τότε. Ίσως απλώς να τα είχανε πιάσει να την παίζουνε στο μπάνιο με καμμιά από τις γυμνασιακές τσόντες ή να καπνίζουνε. Έμοιαζαν πάντως πολύ με τα παιδιά που σήμερα λέμε ‘αλβανάκια’, μόνον που τότε δεν υπήρχαν Αλβανοί, αφού οι Αλβανοί ήταν οι απρόσωποι σταλινικοί καταπιεστές των βορειοηπειρωτών αδελφών μας. Τα είχανε στείλει ν’ ακούσουνε τα λόγια του Θεού, να φρονιμέψουνε με μπάσκετ.
Άλλα ήτανε ξεκάθαρα δειλά παιδιά χριστιανικών (δηλαδή οργανωσιακών) οικογενειών. Τα κοροϊδεύαμε λίγο, ήτανε σαν να είχανε δραπετεύσει από ορφανοτροφείο της Φρειδερίκης.
Πάρα πολλά (πάνω από το θρυλούμενο 10%) ήτανε γκέι υπό άνθιση, τα είχανε στείλει οι γονείς να συναναστραφούν αγόρια, να κάνουνε φιλίες, να παίξουνε μπασκετάκι ― κι έτσι να γίνουν άντρες. Τι να πω. Πάντως αυτά τα παιδιά έγιναν τελικά γκέι (όπως το περιμέναμε). Τότε απλώς ασχολιόντουσαν με τη διακόσμηση των αιθουσών και το τραγούδι.
Υπήρχαν και περιπτώσεις παιδιών με βαριά προβλήματα συμπεριφοράς, από αυτά που δεν συναντούσες στο τότε σχολείο. Μάλλον τα έστελναν κι αυτά για να κοινωνικοποιηθούν, να ημερέψουν ακούγοντας τον λόγο του Θεού…
(Γράφοντάς τα αυτά θυμήθηκα ένα σωρό περιστατικά, τα περισσότερα από αυτά ευτράπελα.)
V.
Υπάρχουνε δύο κλασικά βιβλία για τον κόσμο των οργανώσεων: το γνωστό ‘Καταφύγιο Ιδεών’ του Γιανναρά (το οποίο αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στη δεκαετία του 60). Ένα άλλο είναι το ‘Η γέννηση του χριστιανοφασισμού στην Ελλάδα’ του Γιώργου Μουστάκη. Αυτό δεν το έχω διαβάσει, δεν ξέρω.
Ελπίζω να σας έπεισα ότι η μονολιθικότητα του κτηρίου στη Μαυρομιχάλη δεν είναι μακριά από τον πρωτοφασισμό των ιδεών που καλλιεργούνταν εκεί μέσα. Πάντως, τώρα ξέρετε τουλάχιστον πού πάνε όλοι αυτοί οι ρασοφόροι που κατηφορίζουν τρέχοντας τη Μαυρομιχάλη.