A skinny lad with tow hair stringy under a foreignlooking cap was offering her arbutus in a basket. She bought a bunch and pressed her nose in it. May woods melted like sugar against her palate. The whistle blew, gears ground as cars started to pour out of the side streets, the crossing thronged with people. Ellen felt the lad brush against her as he crossed at her side. She shrank away. Through the smell of the arbutus she caught for a second the unwashed smell of his body, the smell of immigrants, of ElIis Island, of crowded tenements. Under all the nickelplated, goldplated streets enameled with May, uneasily she could feel the huddling smell, spreading in dark slow crouching masses like corruption oozing from broken sewers, like a mob.
Σκέφτομαι αυτό το ποστάκι εδώ και βδομάδες. Για πρώτη φορά, κράτησα και σχετικές σημειώσεις. ‘Αχρηστες. Πάμε λοιπόν, κρατώντας στον νου το παραπάνω απόσπασμα, που βρήκα εκ των υστέρων.
Πριν τα Χριστούγεννα πήγα στο τοπικό εκπτωτικό σούπερ μάρκετ να πάρω πέντε πράματα. Είναι εκπτωτικό γιατί εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αγορά: φέρνει πολωνικό νεσκαφέ, ολλανδικά δημητριακά, πορτογαλικούς χυμούς, ουγγρική νιβέα, λετονικά ζιλέτ, δανέζικα μπισκότα, ισπανικές γκοφρέτες και ούτω καθεξής. Πήρα τι είχα να πάρω και στάθηκα στην ουρά για το ταμείο και είδα ότι δίπλα στις τσίχλες και τις σοκολάτες και τα παρόμοια είχανε στήσει μια προθήκη με στρινγκάκια προστυχούτσικα για μια λίρα (€1,71) το ένα. Σάρκασα από μέσα μου, ήταν όλα τους το κακό τους το χάλι. Αμέσως όμως ένας άλλος νόμος (που λέει κι ο Απόστολος Παύλος) υπερίσχυσε μέσα μου. Κοίταξα τους άλλους στην ουρά: γεωργιανές νοικοκυρές, ινδούς που αγοράζουνε ρύζι με το τσουβάλι, βούλγαρους μεροκαματιάρηδες, χτίστες από την Ουκρανία. Συνειδητοποίησα ότι ένα τέτοιο χθαμαλό και προορισμένο να ξεφτίσει και να ξεχειλώσει στρινγκάκι μπορεί να χάριζε μια ή δύο νύχτες έκστασης σε κάποια ζευγάρια που πάνω από μια λίρα δε θα είχανε να διαθέσουν για να ζήσουν τ’ όνειρο, ή απλώς μια φαντασίωση του συρμού, όπως όλοι μας λαχταρούμε. Ό,τι μου φαινόταν εμένα κωμικό κι ευτελές μπορεί για κάποιους να γινόταν, να έγινε, ερωτική έκπληξη και το κλου (‘χάιλαϊτ’ το λεν οι νέοι) μιας νύχτας, αφορμή γλυκασμού και αψιάς κλινοπάλης.
Μετά γύρισα σπίτι, έφτιαξα καφέ κι άνοιξα τηλεόραση. Η τηλεόραση τις απογευματινές ώρες είναι πλήρως καλυμμένη από μεξικάνικα εδώ. Δεν εννοώ τσίλι, μπουρίτο, τάκο — εννοώ σήριαλ. Μαλακίες. Καρικατουρίστικες ερμηνείες (ό,τι φαίνεται κάτω άπό τη μεταγλώττιση), ημίγυμνοι άντρες, μπαλκονάτες γκόμενες με το βυζί απ’ έξω (για έναν ήπιο απογευματινό αναμμό). Μετά πάλι ο άλλος νόμος μίλησε μέσα μου. Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω ό,τι δίνει χαρά κι αναψυχή (φτιαγμένο να πασάρει επίφαση ρεαλισμού στις πιο σουρεάλ κι αφηγηματικά αγκυλωμένες πλοκές) στον απλό κοσμάκη; Πόση ενέργεια, πόσα λεφτά, πόσα χρόνια απαιτούνται για να μπορέσεις να χαρείς τον Αντρέι Ρουμπλιόφ (η αγαπημένη μου ταινία); Ούτε μπορώ να υπολογίσω. Ενώ η Φλορισιέντα κι η Καρλότα κι ο Χουάν ο Ντερμπεντέρης κι η Πιπέτα η Παρθένα τι απαιτούν; Τίποτα. Προσφέρουν έλεο και φόβο, διασκέδαση και χαρακτήρες ανέλπιστα οικείους δωρεάν.
Πριν πάρουμε από τον φτωχό, αμόρφωτο και αποκλεισμένο κόσμο τα φτηνιάρικα στρινγκάκια και τα χαζά του σήριαλ, πρέπει να σκεφτούμε καλά αν πραγματικά μπορούμε να του δώσουμε ό,τι χρειάζεται για να χαρεί κάτι καλύτερο, Γιατί είμαι από αυτούς τους αντι-σχετικιστές ‘εσσενσιαλιστές’ οι οποίοι πιστεύουνε πως όντως υπάρχει κάτι ‘καλύτερο’.
Πριν κλείσω, και σε συνάρτηση με το απόσπασμα του Ντος Πάσσος: αρκεί να μείνεις άνιφτος, άπλυτος, αξύριστος, χωρίς αλλαξιές για δυο μέρες — μόνο και μόνο επειδή αποκλείστηκες σε κάποιο αεροδρόμιο μακριά από τις αλλαξιές σου και από μια ντουζιέρα — για να νιώσεις τη μυρωδιά του ξένου να αναδίδεται από το σώμα σου. Για να σιχαθείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, για να αισθανθείς αναξιοπρεπής και καχύποπτος απέναντι στον ίδιο τον εαυτό σου ενώ στέκεσαι στην ουρά του transfer desk, καθώς η αποφορά κι η απλυσιά του πρόσφυγα, του κουρελή, του μετανάστη διαχέεται από πάνω σου ανεξέλεγκτη και ποτίζει τα ρούχα σου. Για να μυρίσεις όπως μυρίζει όποιος αφήνει πίσω του ένα σπίτι για να βρει ένα μέλλον — κι ας είσαι απλώς τράνζιτ εσύ, με το ωραίο σου διαμέρισμα για τελικό προορισμό.