Θαρρώ πεινώ, μα εγώ διψώ, μα δε διψώ: νυστάζω

Τι θαυμάσιος μήνας! Παρότι δεν έπεσε στάλα βροχή εδώ κάτω, ερωτικά υπήρξε πολύ ανοιξιάτικος («αυτή η άνοιξη μπορεί να κρατήσει για πάντα», που έλεγαν και οι έρμοι οι Τσέχοι το 1968, για άλλους λόγους βεβαίως). Παρότι δούλεψα σα σκυλί, δεν αποπεράτωσα ούτε κλάσμα όσων με κοιτάνε κατάματα από τη λίστα με τα κρίματα, αντίγραφα της οποίας έχω παντού (πώς είναι στο ‘Εργαστήριο του δόκτορος Μαμπούζε Καλγκάρι’, όπου ο Μαμπούζε έχει γεμίσει το κελί του τρελάδικου σημειώσεις; κάπως έτσι). Όμως εδώ γράψαμε μπόλικα (τρία ποστ ο Ρακάσα, παρακαλώ): τι σινεμά, τι αγιογραφίες, τι πόρνοι, τι θέατρο, τι αυτοσαρκασμός, τι μακεδονομαχίες, τι επέτειοι, τι meme… Ας αφήσουμε λοιπόν τον Μάρτιο με ένα γλυκό τραγουδάκι, το οποίο μού έχει κολλήσει αντικαθιστώντας το προηγούμενο.

Σας δίνω λοιπόν το πανέμορφο ‘Σαν την αγάπη την κρυφή‘, μελοποιημένα δημοτικά δίστιχα από τον Δημ. Παπαδημητρίου με την Ελ. Αρβανιτάκη. Μου έχει σφηνωθεί αρμονικά αυτή η πρώτη γεφυρούλα όπου παίζουνε μαζί κιθάρα, πιάνο και άρπα (κολπάκι που δίδαξε ο Φιλ Σπέκτορ). Δυστυχώς στη δεύτερη και στην τρίτη βάζει ο ανοικονόμητος στην ενορχήστρωση και κάτι πίφερα / σουραύλια / φλαμπούτσες και μας τα χαλάει.

*

Μπόνους: Παρότι σιχαίνομαι τον Καζαντζίδη (τα είπαμε αυτά), σας προσφέρω αυτό το τραγούδι του. Όχι όμως για καλό. Έτσι, προσοχή, μην το ανοίξετε αν

α) είσθε με τον σ. Χριστόφια (κανείς δεν παραδέχεται ότι τον ψήφισε, μα αυτό το 53% από πού βγήκε;)
β) είσθε ευαίσθητος νοσταλγός του ‘αξίου της πατρίδος’ (μια στιγμή να φτύσω) Γρίβα
γ) δεν ξέρετε ποιοι είναι οι παραπάνω κύριοι αλλά έχετε ευερέθιστα νεύρα
δ) δεν καταλαβαίνετε από ειρωνεία

Το αφιερώνω σε τρία αστέρια του κυπριακού μπλογκαρίσματος: Aceras Anthropophorum, Γιώργο Στρατή (που κωλοβαράει εσχάτως) και τον σατανικό Noullis.

Κόκκινα φανάρια

Είναι από τις λίγες φορές που δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Είπα να ασχοληθώ αργότερα με το θέμα, πρώτον για να μη γράψω εν θερμώ, δεύτερον γιατί υποθέτω ότι (δικαιολογημένα) όσοι διαβάσουν αυτό το ποστ θα με ψέξουν ότι κάπως καθυστερημένα ανακάλυψα κι εγώ το μπικ. Αλλά δεν μπορώ.

Ας αρχίσω με ‘αγανάχτηση’. Πάντα πιάνει στον τόπο μας η αγανάχτηση.

Αισθάνομαι λοιπόν αγανάχτηση σαν Έλληνας και σινεφίλ που έπρεπε να φτάσω 35 χρονών για να δω ίσως την καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γίνει ποτέ. Διευκρινίζω: η συγκλονιστική αποκάλυψη της ηλικίας μου (η οποία, είμαι βέβαιος, προκαλεί ρίγη και λιποθυμικά επεισόδια), μπορεί να είναι πραγματική μπορεί και να μην είναι. Άλλωστε ποιος είμαι εγώ; Ένας ψευδώνυμος χαβαλές χωρίς το θάρρος που συνοδεύει την παρρησία.

Έπρεπε λοιπόν να φτάσω στην ηλικία αυτή για να δω τα Κόκκινα Φανάρια. Η ταινία είναι συγκλονιστική. Γιατί κανείς δε μου το είχε πει; Γιατί στον κανόνα του ελληνικού σινεμά έχουμε άλλα κι άλλα; (ευτυχώς έχουμε τη Στέλλα)

Τα Κόκκινα Φανάρια λοιπόν.

Πρώτα-πρώτα, η ταινία είναι πανάκριβη και της φαίνεται: σωστά σκηνικά, άψογη (για ελληνική ταινία) ηχοληψία, κινηματογραφία και φωτογραφία προσεγμένες, απίστευτη προσοχή στη λεπτομέρεια (ακόμα και στις σκηνές κομπάρσων), αμερικανοί χαρακτήρες που μιλάν αμερικάνικα και γερμανοί που μιλάνε γερμανικά, σε μια κινηματογραφική βιομηχανία όπου ο Μούτσιος, ο Κομνηνός, ο Φυσσούν, ο Κατρανίδης και ο Ντίνος Καρύδης ήταν οι ξένοι για όλες τις δουλειές.

Δεύτερον, περιέχει συσσώρευση υποκριτικού ταλέντου σε βαθμό ασφυξίας. Δηλαδή εκεί μέσα ο Φούντας και ο Κατράκης είναι οι πιο αδύναμοι στο παίξιμο (για να καταλάβετε). Δεν ήξερα τίποτα για την ταινία, και καθώς εμφανίζονταν οι ηθοποιοί με πιάνανε ρίγη που μεταφράζονταν σε νευρικά γέλια. Μέχρι και ο Παπαμιχαήλ και η Ανουσάκη δίνουνε ρεσιτάλ. Επίσης, ο σκηνοθέτης, ο Βασίλης Γεωργιάδης, καταφέρνει να βάλει όλους αυτούς τους ηθοποιούς να παίξουνε μαζί κι όχι παράλληλα.

Τρίτον, η κάμερα έχει διδαχθεί πολλά από το καδράρισμα και από την κίνηση και στον Πολίτη Κέιν (λόγου χάρη) αλλά και στο νουβέλ βαγκ. Η ταινία λειτουργεί κινηματογραφικά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που πήγε καλά εκτός Ελλάδος: κλείστε τον ήχο στον πολύχρυσο Ελ Γκρέκο και τι βλέπετε; Ωραία κάδρα. Κλείστε τον ήχο στα Κόκκινα Φανάρια και τι βλέπετε; Την ανθρώπινη κατάσταση.

Τέταρτον, η ταινία είναι οργανωμένη χωροταξικά: δεν αποτελεί απλώς μια ιστορία που ξετυλίγεται κάπου, παρά αρθρώνεται πάνω σε και γύρω από χώρους: σκάλες — ιδίως τη σκάλα του Μπαρ Φρύνη, το πάτωμα, το ταξί, τον δρόμο, το λούνα παρκ. Ποιος ανεβαίνει τη σκάλα, πώς την ανεβαίνει (ή την κατεβαίνει), ποιος κρύβεται πίσω από το μπαρ: εκεί βρίσκονται οι σπόνδυλοι του έργου.

Πέμπτον, οι διάλογοι. Εντάξει, είναι βασισμένο σε θεατρικό. Εντάξει, υπάρχει ο ποιητισμός της εποχής (για να το παίξω πετεφρής, ένας θεός ξέρει τι θα προσάπτουνε στο ύφος μας το 2048). Αλλά, φίλοι μου, οι διάλογοι συνέχονται από αληθοφάνεια και ρεαλιστική φυσικότητα (το πιο περίτεχνο και στριφνό τέχνασμα). Ειδικά για ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος παράγει κατά συρροήν ταινίες όπου οι στημένοι, ψευδοποιητίζοντες, πομπώδεις ή μπαγιάτικα ψευτομοντέρνοι διάλογοι σε κάνουν να θες να σηκωθείς όρθιος και να φασκελώνεις αλύπητα. Αλύπητα όμως.

Έκτον, η ταινία έχει χαρακτήρες. Όχι τύπους. Όχι καρικατούρες. Με στοίχειωσε η Ηρώ Κυριακάκη, η υπηρέτρια (ακόμα ανατριχιάζω — δεν μπορώ καν να γράψω γι’ αυτήν), με κατέπληξε στο τέλος ο χαρακτήρας του Φούντα, του νταβά. Όσο για τη Μαντάμ Παρί της Διαμαντίδου, ε, είπαμε, δεν είχα δει την ταινία: δε ζω και πίσω από τον ήλιο.

Έβδομον: περιεχόμενο. Η ταινία, που βγήκε το 1963, αντιμετωπίζει την πορνεία και τις πόρνες με τρόπο που δε βγάζει τον πατερναλισμό, τον οίκτο ή τη μυθοποίηση προς τα οποία τείνουνε συνήθως τα έργα που καταπιάνονται με αυτή τη θεματολογία. Έχοντας δει εκατοντάδες ελληνικές ταινίες, περίμενα στη γωνία το κήρυγμα, την τσιρίδα, τον φτηνό διδακτισμό. Πουθενά. Μπορεί και να μην πρόσεξα. Αν κάνουμε ένα άλμα στον 21ο αιώνα, βρίσκουμε λ.χ. το παιδαριώδες Hardcore (δυο μικρές βγαίνουνε στο κλαρί, η μία γίνεται σταρ γιατί είναι ξέκωλο, η άλλη τζάνκι κι ερείπιο της ζωής). Τα Κόκκινα Φανάρια, βεβαίως, έχουν την πολιτική τους (πατριαρχία, καταπίεση της γυναίκας, υποκρισία κτλ.) και διαθέτουν ξεκάθαρο ιστορικό πλαίσιο: δεν είναι απολίτικο μελό (αν είναι μελό) ούτε ανιστορικό λαβ στόρυ. Επίσης, για να δούμε πόσο πίσω έχουμε πάει. Σε μια ταινία του 1963 που έκοψε 500.000 εισιτήρια έχουμε (με ορολογία της εποχής):

α. αράπη αμερικάνο να ερωτοτροπεί με ελληνοπούλα (κατάλευκη, σαφώς). Κανένας από τους δύο δε μαθαίνουμε να κόλλησε σκουλαμέντο ή να τον τριχοτόμησε αλυσοπρίονο.

β. σκηνή όπου η Μαντάμ Παρί είναι στο τσακ να κάνει το πλακομούνι με την καινούργια, αλλά τους διακόπτει ο σωματέμπορας Φούντας. Βλέπουμε γυμνή τη μικρή Ανουσάκη και μετά ο νταβάς κλειδώνει την πόρτα και σβήνει το φως. Επειδή δεν ξέρω πώς λεγόταν το τρίο το 1963, να πω ότι αντιλαμβάνεστε την τόλμη και τη δύναμη μιας τέτοιας σκηνής τότε (ή τώρα). Για να συγκρίνουμε τη σκηνή με άλλη σκηνή στρωσίματος καινούργιας στο ελληνικό σινεμά, στο Hardcore βλέπουμε τον χοντρομαστρωπό να αλείφει έναν μαύρο όλισβο (το ντίλντο, ντε) με βαζελίνη. Τι να σου πω, ανατριχιάσαμε.

γ. ιερόδουλες να ξεκατινιάζονται (πώς θα το έλεγαν αυτό τότε;) και να βρίζονται με τσιρίδες μεταξύ τους, κάτι που οπωσδήποτε προκαλούσε τις ευαισθησίες των νοικοκυραίων (της εποχής εκείνης).

δ. οι πελάτες είναι σεξιστικά γουρούνια (λ.χ. παντρεμένοι που τους βρωμάει η κυρά τους ‘κουζινίλα’) ή λιάρδα ναυτόπουλα — όταν δεν είναι νταβατζήδες οι ίδιοι — αλλά ποτέ καρικατούρες. Έτσι, έχουμε κι έναν Γεωργίτση παθιασμένο αλλά αφελή και δειλό. Έχουμε και τον κλασικό μοναχικό πελάτη (καπετάνιο Κατράκη) που ψάχνει αυτό που πια λέμε girlfriend experience ή gfe.

Σε πιο υποκειμενικό επίπεδο, η ταινία με κατέσφαξε γιατί διαθέτει έναν τρόπο ευαισθησίας και λυρισμού που απηχεί μέσα μου, αντηχεί και με συντονίζει. Στο πρώτο τραγούδι της Καρέζη, το ρουμάνικο της βροχής, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Στο δεύτερο (με την κιθάρα), έλιωσα. Κανονικά.

Τέλος, η ταινία επεξεργάζεται την πρόκληση, τη σαγήνη, τον ερεθισμό και την επιθυμία όπως την καταλαβαίνω και όπως τη νιώθω εγώ. Έχει, συν τις άλλοις, τα φετίχ μου. Προς τις κυρίες που ενδεχομένως θα προσπαθήσουν: σημειώστε το φόρεμα με το σκίσιμο στο πλάι (και τις κάλτσες) της Καρέζη καθώς κατεβαίνει τη σκάλα, πριν τη δει ο Παπαμιχαήλ. Δηλαδή θα ήμουν οπωσδήποτε πελάτης του εν λόγω μαγαζιού φάτσα στο White Horse. Ιδίως άμα έπαιζε πότε-πότε κι ο Ζαμπέτας.

(Ερώτηση: γιατί έκτοτε τον ελληνικό κινηματογράφο τον έχει πάρει ο διάολος; Φταίει ο ηθικισμός και ο πουριτανισμός που έφεραν η χούντα και η Αριστερά του ταγαριού; Δεν ξέρω. Δε θα το συζητήσω. Απλώς απελπίζομαι που η επόμενη ταινία που λέει κάτι πραγματικά δύσκολο και δυσάρεστο είναι το Από την Άκρη της Πόλης του Γιάνναρη αν και, συγκριτικά με τα Κόκκινα Φανάρια, πάρα πολύ δειλά. Ας μην το συζητήσουμε όμως αυτό…)

Το κενό κι ο φράχτης


Όταν ήμουν μικρός χάζευα τους σχολικούς χάρτες. Οι γεωφυσικοί με μπερδεύανε γιατί δεν μπορούσα να διακρίνω τα σύνορα. Σα γνήσιο ελληνόπουλο ήθελα να έχω μια ξεκάθαρη εικόνα για το πού τελειώνει η πατρίδα μου. Οι πολιτικοί όμως χάρτες με παραμύθιαζαν: τοπωνύμια αλλόκοτα (τότε δεν ήξερα ότι τα περισσότερα ήταν πρόσφατα επινοημένα από εντεταλμένες επιτροπές), τα περίεργα σχήματα των νομών και τα χρώματά τους, η Κύπρος ένθετη κάτω δεξιά με τις πέντε επαρχίες της. Πιο πολύ από όλα με εντυπωσίαζε το μπεζ κενό που περιέβαλλε την Ελλάδα. Η θάλασσα ήτανε γαλάζια κι ομοιόμορφη, αυτό το καταλάβαινα, κι εμένα έτσι μού φαινόταν άλλωστε (ποτέ δεν την αγάπησα). Οι άλλες χώρες όμως γύρω από την Ελλάδα ήταν όλες μπεζ και απελπιστικά άδειες, με μια χούφτα πόλεις και κάποια ποτάμια (όπως ο Εργίνης στην ‘Ευρωπαϊκή Τουρκία’). Μια έρημος.

Θα μπορούσε αυτή η εικόνα των σχολικών χαρτών να είναι μια μεταφορά για την αίσθηση του να είσαι Έλληνας, τουλάχιστον της γενιάς μου: εγκάτοικος μιας όασης πολυχρωμίας, ζωής, σημασίας, χαρακτηριστικών και χαρακτήρων μεταξύ της στείρας (κατά τον Όμηρο) θάλασσας και του πιο στείρου ‘εξωτερικού’.

Το ‘εξωτερικό’. Όταν ήμουν πιτσιρικάς δεν ταξίδευε πολύς κόσμος. Ήμουνα περίεργος πώς να είναι το αχανές εξωτερικό, η μπεζ έρημος των χαρτών. Όλες οι ιστορίες όσων έρχονταν από το εξωτερικό (ο γκασταρμπάιτερ, ο παππούς μετά τη Βουλγαρία και την Πόλη, ο πολιτικός πρόσφυγας από την Τασκένδη με το φθαρμένο γκρι κουστούμι, η Σκωτσέζα δασκάλα αγγλικών, η ξαδέρφη από τη Βοστώνη, η ιρλανδή σύζυγος του κυρίου Μπάμπη) σκιαγραφούσαν ή υπαινισσόντουσαν έναν τόπο κρύο, άνοστο, αφιλόξενο, στενόχωρο, βίαιο, χαοτικό και — σίγουρα — άσχημο: την μπεζ ομοιομορφία. Την ξενιτειά, με άλλα λόγια. Μια φορά, από το τρένο, είδα ένα τοπίο αλλόκοτο, βιομηχανικό. Ρώτησα ερεθισμένος τη μάνα μου αν αυτό που βλέπω εκεί μακριά είναι το εξωτερικό. «Όχι, μόλις περάσαμε τη Μαλακάσα.» Κάποια χρόνια μετά, ήμουνα δέκα, πήγαμε στη Σάμο. Από το Ποσειδώνιο (Μουλλά-Μπραήμ) βλέπαμε την Τουρκία απέναντι. Μου έκανε εντύπωση: ήταν ακριβώς σαν τη Σάμο. Αλλά, βεβαίως, αυτά ήταν κάποτε δικά μας: του σογιού της μάνας μου, πιο συγκεκριμένα…

Η αίσθηση αυτή του να είσαι Έλληνας συντροφεύει ακόμα πολλούς. Είμαστε μια εύκρατη όαση στην άκρη της βαλκανικής των βαρβάρων και του κομμουνισμού (τότε). Ξέρουμε να ζούμε, ενώ στη Δύση πίνουν, αυτοκτονούν και πηδιούνται αδιακρίτως όλοι με όλες και όλους, για πλάκα, σαν τα ζώα. Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Γι’ αυτό και ο φράχτης που μάς περιβάλλει, τα σύνορα της χώρας, ήταν πάντα μια παχειά γραμμή στους χάρτες, ακόμα και στους γεωφυσικούς. Και στο μυαλό μας.

Τι εννοώ: ένας Αλβανός του νότου, γνωστός, μού έλεγε ότι επί Χότζα τούς έδειχναν τα δασωμένα βουνά πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας και τους έλεγαν για τους καημένους τους Έλληνες που πεινάνε, αφού τόση πολύτιμη γη την αφήνουνε χέρσα κι ακαλλιέργητη οι μοναρχοφασίστες που τους τυραννούν.

Έτσι είμαστε κι εμείς: ψυχολογικά μαντρωμένοι μέσα στην φράχτη, βλέπουμε μόνο το κομμάτι του έξω κόσμου που μπορούμε. Αλλά κι εκείνο το κομμάτι που βλέπουμε το παρερμηνεύουμε. Επιπλέον, ακόμα κι όταν ξεμυτάμε πέρα από τον φράχτη (ταξιδεύουμε πολύ περισσότερο πια), βλέπουμε το κενό, τη βρώμα, το έγκλημα, τον παλιόκαιρο…

Αυτά τα σκεφτόμουνα με αφορμή τις ειδήσεις από την Ελλάδα (της αξενίας, της διαφθοράς, της σκληρότητας, της φτώχειας, του στόμφου — κουτουλού, κουτουλού, κουτουλού), που παρακολουθώ εδώ και τρία χρόνια.

Κύπρος: Μνήμη και αγάπη – Με τον φακό του Sraosha IV

Προηγούμενες δόσεις:
Ι, ΙΙ, επίμετρο της ΙΙ, ΙΙΙ.

Πάμε λοιπόν.

1.
Το πρώτο χωρίς σχόλιο:

2.
Από εκεί κοντά επίσης, προσέξτε την απόδοση του ελληνικού ονόματος ‘Φρειδερίκος Γκαρσία Λόρκα’ με λατινικούς χαρακτήρες (‘Freiderikou Gkarsia Lorka’). Όπως και στην Αθήνα.

3.
Πιο κάτω βλέπετε μια φωτογραφία του κατάλληλου μερους για να αποκτήσετε κι εσείς αυτό το λουκ ‘τζίζους’ που πάντα ονειρευόσασταν.
(Για να πούμε του στραβού το δίκιο, η ορθογράφηση του ‘Χρήστος’ με ήτα είναι ορθογραφικό ταμπού, για να μη φαίνεται το ίδιο με το ‘Χριστός’. Στην Κύπρο δεν το έχουν το ταμπού αυτό.)

4.
Εδώ βλέπετε την πινακίδα του κυριλλέ εστιατορίου στην ταράτσα του κτηρίου της Τράπεζας Κύπρου στην Παλιά Λευκωσία (η Τράπεζα έχει κι ένα μαυσωλείο που δεσπόζει ενός λόφου πιο έξω). Έχει τηρηθεί η ιστοριοπρεπής ορθογράφηση με ‘ph’ αλλά, στο μεθύσι τους απάνω, αναδιπλασίασαν το ‘ne’. Ουστ, νενέκοι, ε νενέκοι.

5.
Το επόμενο χρειάζεται λίγη προσοχή. Εδώ βλέπετε την πρόσοψη ψιλικατζίδικου σε κεντρικότατο δρόμο της Λευκωσίας. Λέει ‘περίπτερο’ γιατί έτσι λέγονται τα ψιλικά εδώ. Κάτω από τη λέξη ‘περιοδικά’ έχει το εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ποιου περιοδικού; Πλησίασα μια φορά να δω και πάνω το εξώφυλλο έγραφε κάτι προστυχιές, τις οποίες όμως δεν μπορώ να αναπαραγάγω, αφού μας διαβάζει και η μαθητιώσα νεολαία. Ωστόσο συγκράτησα το όνομα του περιοδικού: ‘mPink Woman’.

Με μια απλή αναζήτηση στα δίχτυα του Διαδικτύου, βρήκα το εξώφυλλο-παρωδία, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο γραφίστας που έφτιαξε την πρόσοψη του έρμου του ψιλικατζή:

Ούτε ο γραφίστας πρόσεξε την παρωδία, ούτε ο πελάτης του, μάλλον. Πάντως, δε φαίνεται να διαμαρτυρήθηκε κανείς στον ψιλικατζή, αφού, μήνες μετά, η πρόσοψη είναι ακόμα εκεί. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι στη Λευκωσία περπατούν μόνο:
α) αλλοδαποί
β) εγώ
γ) ο γνωστός Cypriot celebrity Δημήτρης Τ.

6.
Το τελευταίο θέμα είναι λίγο κουλτουριάρικο: αυτό το σπίτι στη Λευκωσία συνοψίζει για μένα ολόκληρη την κυπριακή εμπειρία: συγκρότημα κατοικιών ντιζαϊνάτο, σχεδόν αυτό που λέμε ‘αρχιτεκτονιά’. Όμως, ατσούμπαλο, αφού με τον μονοκόμματο πάνω όροφο (μάλλον του ιδιοκτήτη) μοιάζει με το Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα. Επίσης: δίπλα στο κάλλος και στη δημιουργική χάρη του συγκροτήματος βρίσκεται η όλο σκόνη αλάνα όπου οι περίοικοι παρκάρουν τα αμάξια τους (και η οποία σύντομα θα χτιστεί). Επίσης: τα παράθυρα δεν έχουνε πατζούρια ενώ ένα μόνο μπαλκόνι έχει τέντες, σε μια χώρα όπου ο ήλιος βαράει αλύπητα. Μου εξήγησαν ότι τα πατζούρια είναι ντεμοντέ (κι ας κρατάνε τη ζέστη έξω από το τζάμι, αντίθετα λ.χ. με τις κουρτίνες). Τέλος: το αλουμίνιο, το κούφωμα φετίχ της ελληνικής επαρχίας και της Κύπρου, δεσπόζει φυσικά, με το πρόσχημα ενός, ας πούμε, μεταμοντερνιστικού κλεισίματος ματιού (θε μου σχώρα με).

7 (μπόνους).
Αυτή μου την καλλιτεχνική φωτογραφία την ονομάζω:

«Εσωθήκεμε, κουμπάρε!»

Καλή βδομάδα.

Καυτός Πάγος

Η Μεγαλόνησος (για την οποία ετοιμάζω ακόμα ένα συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ) παρέχει χαρές και συγκινήσεις με το σταγονόμετρο. Άχαρος τόπος, στεγνός, σκονισμένος, δέσμιος γερόντων γλοιωδών ή ήδη μουμιοποιημένων.

Έχει όμως να προσφέρει κάτι απρόσμενα πλούσιο: θέατρο. Στο νησί ανεβαίνουν πολλά θεατρικά έργα κάθε σαιζόν, ντόπιες παραγωγές επί το πλείστον. Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της ζωής μου τις έχω δει από τις τρεις σκηνές του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου: Μήδεια της Κρίστα Βολφ, Επιτρέποντες του Μενάνδρου, Ορλάντο της Γουλφ (πειραγμένο από τη Λέα Μαλένη), Σχοινοβάτη του Ζενέ, On/Off των Μαλένη-Ροδοσθένους. Επίσης, το θέατρο Ένα (ιδιωτικό, επιδοτούμενο) ανέβασε πρόσφατα ένα πολύ δυνατό Equus και — φέτος — το Καμπαρέ με έναν θεαματικό Διομήδη Κουφτερό ως τον MC. Παράλληλα, αναδύονται νέα ταλέντα, όπως διαπιστώσαμε από τα δύο πειραματικά δραματικά χάπενινγκ της Κατερίνας Λούρα. Τέλος, έρχονται κατά καιρούς πολλές ‘μικρές’ παραστάσεις από την Ελλάδα. Από θέατρο πάμε καλά.

Φυσικά, μέσα σε μια σαιζόν μπορεί κάθε θίασος (κι είναι πολλοί) να ανεβάσει τρία με τέσσερα έργα: το κοινό είναι πεπερασμένο σε ένα υπόλειμμα κράτους με πληθυσμό 700.000. Ωστόσο τα θέατρα είναι πάντα γεμάτα, ανεξαρτήτως αν το έργο είναι ‘εύκολο’ ή ‘δύσκολο’. Π.χ. στάθηκε αδύνατο να βρω εισιτήρια για τους Έρωτες της κυρίας Μαγκουάιαρ

Κατά καιρούς ο ΘΟΚ καλεί σκηνοθέτες από την Ελλάδα για να ανεβάσουν παραστάσεις. Μερικές φορές, το αποτέλεσμα είναι παραστάσεις χωρίς ισορροπία, ενότητα ή και ειρμό. Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στον (αποικιοκρατικά) φετιχιστικό-μουσειακό ιδεασμό του μέσου Έλληνα διανοούμενου απέναντι στην Κύπρο.

Ωστόσο, αυτές τις μέρες παίζεται ο Καυτός Πάγος (Frozen) της Bryony Lavery στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ. Σκηνοθέτης, ακόμα ένας φιλοξενούμενος από την Ελλάδα, ο Τάκης Τζαμαργιάς. Το έργο παρακολουθεί τις ζωές ενός παιδεραστή φονιά, της μάνας ενός θύματός του και μιας ψυχιάτρου-νευρολόγου που μελετάει την περίπτωση του ψυχοπαθούς φονιά. Το κείμενο δραματικά δεν είναι κανένα αριστούργημα, ούτε ιδιαίτερα ζυγισμένο. Ευτυχώς, παρότι εντάσσεται στην παράδοση Sarah Kane και Caryl Churchill, δε διαθέτει επί σκηνής φρου-φρού που ταράζουν και χαράζονται στη μνήμη ακριβώς επειδή, λ.χ., δεν έχεις ξαναδεί βιασμό εφήβου επί σκηνής. Αντίθετα, η βία του έργου είναι υπόκωφη, ύπουλη, καθημερινή αλλά και εύκολη. Οι χαρακτήρες τρίβονται πάνω στο πέρασμα του χρόνου όπως τα παιδικά γόνατα πάνω στο χαλίκι. Ο τρόμος και το σοκ δε βρίσκονται ούτε σε αναπαραστάσεις ούτε σε περιγραφές βίας, παρά σε άλλα: στην όλο στοργή φωνή του παιδεραστή δολοφόνου που επιθεωρεί τη συλλογή του με παιδοφιλικές πορνοταινίες ή στην κατάψυχρη επαγγελματική επιμονή του όταν πιάνει την κουβέντα στο κορίτσι της μάνας (και θύμα του).

Ο πρώτος άθλος του Τζαμαργιά βρίσκεται στην καθοδήγηση των ηθοποιών: ο Τσουρής (δολοφόνος) και η Καμμένου-Σιαφκάλλη (μάνα) με ρούφηξαν μέσα στον ψυχισμό των αντίστοιχων χαρακτήρων, όπως περίπου στο Being John Malkovich μπαίνουμε στο καύκαλο του φαλακρού ηθοποιού, αλλά πιο αβυσσαλέα και τρομακτικά. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.

Ο δεύτερος άθλος: το χτίσιμο ενός βασανιστικού αλλά όχι καταιγιστικού ρυθμού (όπως ο ρυθμός της ίδιας της ζωής, δηλαδή), ενός ρυθμού που αναδεικνύει χαρακτήρες και ψυχισμούς και τρόμους αρχέγονους οι οποίοι αποζητούν να καθαρθούν και όχι τα ίδια συμβάντα — συμβάντα κάποτε μπανάλ ή σπαρακτικά και επιδεκτικά μελό αποδόσεων. Η τρυφερότητα αναβρύζει σε ελάχιστα σημεία στην περάσταση, αλλά σαν παρήγορη πηγούλα κι όχι σαν γλυκερή μαυροδάφνη που ζαλίζει.

Ο τρίτος άθλος του σκηνοθέτη βρίσκεται στο ότι εξισορροπεί ένα κείμενο που ακροβατεί μεταξύ δύο στόχων: από τη μια της δοκιμιακής πραγμάτευσης της ψυχοπάθειας (μέσα από μια επιστημονική ανακοίνωση της ψυχιάτρου-νευρολόγου) με τρόπο που θυμίζει λίγο το Copenhagen του Frayn, και από την άλλη της δραματικής διαπραγμάτευσης με τον πόνο, τη φρίκη και την απώλεια. Με τη σκηνοθεσία του ο Τζαμαργιάς καλύπτει τα στριφώματα που συνέχουν το μπρεχτικό-δοκιμιακό και το αριστοτελικό-καθαρτικό κομμάτι του έργου, δίνοντας στο κοινό την αίσθηση ότι μπροστά στο μάτια του ρέει ένα συνεχές δράμα, χαμένα χρόνια βίων παράλληλων, με τη συγχώρεση (αλλά και τη λύση του Ισκαριώτη) να υπερνικούν την «αντικειμενική» ματιά του επιστήμονα για να παράσχουν στο τέλος αυτό που οι αμερικάνοι αρέσκονται να αποκαλούν ‘closure’.

Εφήμερη τέχνη το θέατρο, άμα βρεθείτε ή βρίσκεστε στην Κύπρο, μη χάσετε αυτόν τον θρίαμβο του θεάτρου επί του γραπτού κειμένου που υπογράφει ο Τζαμαργιάς.

Πορνοκράτες

Θα τα πω απλά για να μην παρεξηγούμαι: Κακώς φωνάζει η Εκκλησία για το σύμφωνο. Πρέπει να μάθει ότι το κράτος είναι άλλο και η Εκκλησία άλλο. Άλλωστε νομική κατοχύρωση της ‘πορνικής’ συμβίωσης επήλθε το 1982 με τον καταραμένο πολιτικό γάμο.

Επίσης, κακώς κάκιστα παραπονιούνται και φωνάζουν όσοι διαμαρτύρονται για τη χρήση του όρου ‘πορνεία’ από τη Σύνοδο στην καταδίκη του συμφώνου. Ο όρος ‘πορνεία’ είναι πανάρχαιος τεχνικός όρος της χριστιανικής ποιμαντικής, ο οποίος στα λατινικά αποδίδεται ως fornicatio. Είναι προσβλητικός ο όρος πορνεία; Φυσικά, αφού χαρακτηρίζει μια αμαρτία. Είναι πάγια θέση της χριστιανοσύνης ότι ο έρωτας εκτός γάμου (και εντός γάμου σε πάρα πολλές περιπτώσεις) είναι κολαστέος. Και σε αυτή τη ζωή (με στέρηση μετάληψης κτλ.) και στην επέκεινα. Τελεία. Κάποιοι το συνειδητοποιούν το 2008. Κακώς: ο βασικός λόγος που ο ‘χριστιανικός’ κόσμος γυρίζει την πλάτη στη «θρησκεία της αγάπης» εδώ και 300 χρόνια δεν είναι ο Βολταίρος, ο Νίτσε ή ο Ντώκινς (χα!). Είναι γιατί δεν ανέχεται άλλο να ποινικοποιούνται οι επιθυμίες και η ανθρώπινη φύση, είναι λόγω της στανικής ταύτισης της ιδέας του έρωτα με αυτήν της γαμήλιας αγάπης.

Όσοι θέλουν να ζητήσει συγγνώμη η Σύνοδος λησμονούν δύο πράγματα:

α) Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χριστιανική εκκλησία. Και δη η πιο ‘αυθεντική’ και δυσκίνητη. Όσοι χαζοχαρούμενοι νόμισαν τη δεκαετία του ’80 ότι μπορούνε να «πορνεύουν» επειδή δεν είναι καθολικοί είναι, σε αυτό το θέμα, χαζοχαρούμενοι. Μπορεί ενδεχομένως η Μητέρα Εκκλησία να ανεχθεί («κατ’ οικονομίαν») τον αμαρτωλό που δεν έχει κόψει το εξωγαμιαίο σεξ. Αλλά πρόκειται απλώς για ‘καρτερική’ ανοχή του αμαρτωλού, για ποιμαντική τακτική της Εκκλησίας μέχρι να έρθεις στα νερά της.

β) Προσβάλλεται η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που αποκαλούνται ‘πόρνοι’ επειδή δε μετανοούν που κάνουν έρωτα; Κακώς. Προσβαλλόμαστε τα δισεκατομμύρια γουρουνοφάγων επειδή το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός μάς θεωρούνε μιαρούς (και μάς βρίζουν αναλόγως); Εάν ναι, κακώς. Πεποιθήσεις είναι αυτές… Τελικά, η βαθύτερη αγωνία για το τι λέει η Σύνοδος εδράζεται στο ότι περιμένουμε ότι η Ορθοδοξία ‘μας’ θα συμμεριστεί τις αγωνίες μας κι ότι θα συμπορευτεί με την ανθρώπινη φύση (όχι με την ‘εποχή’). Ιδίως τώρα με τον νέο Αρχιεπίσκοπο κτλ. Κακώς, κάκιστα. Να είστε κι ευχαριστημένοι που δε σας καταδικάζει στην πολυτεκνία και την έκθεση στο AIDS, όπως οι καθολικοί αδερφοί.

Σταματώ εδώ για να μην προχωρήσω σε αναλύσεις και τέτοια.

Σαν υποσημείωση: το επιχείρημα ότι ο ‘ελεύθερος έρως’ καταδικάζεται γιατί μπορεί να γίνει πηγή αποξένωσης (!), πόνου και δυστυχίας είναι τουλάχιστον αφελές και σίγουρα υποκριτικό: καταδίκασε ποτέ καμμιά εκκλησία το χρήμα ή τον θεσμό του κράτους;

and the home of the brave

Προοίμιο

Ας αφήσουμε κατά μέρος τις κυβερνήσεις και τα κράτη. Ας προσπαθήσουμε να δούμε τους ανθρώπους και την κοινωνία καθ’ εαυτά. Θα προσπαθήσω να κάνω κάποιες γενικές παρατηρήσεις για την ιδιοσυγκρασία των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων. Αυτές οι παρατηρήσεις ξεκινούν από πολλές πηγές. Θα συζητήσω δύο. Δεν πρόκειται ούτε για επιστήμη, ούτε για σοβαρή μελέτη: το πέταγμα και το ξέσκασμα ενός ανθρώπου που δουλεύει και σαββατοκύριακα είναι, σήμερα έκλεισα επτάωρο. Από καλό έχω πατηθεί να ποστάρω, νομίζετε;

αόρατος θίασος να περνά

Η πρώτη πηγή, το ‘νέο’ αμερικανικό σινεμά. Έχετε παρατηρήσει πόσες κολοσσιαίες ταινίες έχουν βγει από την Αμερική τελευταία; Ιδίως το No Country for Old Men είναι μια ταινία μπεργκμανικών ρυθμών, ταρκοφσκικής νοοτροπίας, σαρακοστιανής πλοκής, γκονταρικού μοντάζ κι ασ’-τα-να-πάνε διαλόγων. Μια ταινία που με στοίχειωσε. Και προηγήθηκαν (τυχαία παραθέτω από μνήμης) και πάμπολλα μικρά διαμάντια όπως το Monsters Ball, το Syriana, ο Επίμονος Κηπουρός, το Seraphim Falls (‘Εχθροί για πάντα’), η παραληρηματική εισαγωγή του Michael Clayton. Το αμερικανικό σινεμά θριαμβεύει, καλλιτεχνικά εννοώ: ακόμα και οι χωμένοι μέσα στο σύστημα αδερφοί Κοέν βγάζουν ταινίες μεγάλες και ‘δύσκολες’ μέχρι και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κάνουν ευρωπαϊκό σινεμά ενώ στην Ευρώπη ψάχνουμε τις ανεξάρτητες παραγωγές με το κλεφτοφάναρο όταν δεν υφιστάμεθα κουρελούδες τύπου ‘Ελ Γκρέκο, ο ζωγράφος του Θεού’, ντενεκέδες όπως ‘η Βασιλεία των Ουρανών’ και ιλουστρασιόν κατηχητικά όπως το ‘Νησί’ . Οι Ευρωπαίοι θέλουν εικαστικά όμορφα κάδρα και την Ιζαμπέλ Υπέρ, οι Αμερικάνοι κάνουν σινεμά — διαβάστε το Σμιλεύοντας τον Χρόνο του Ταρκόφσκι και θα δείτε τι εννοώ. Μέχρι κι ο Φον Τρίερ έχει πλεόν χάσει τη μπάλα. Κινηματογραφικά, ό,τι καλύτερο έχει να δείξει η Ευρώπη είναι αμερικάνικο πια. Το άξεστο Λάτιο μάς τη φόρεσε, και κινηματογραφικά.

anything goes

Η δεύτερη πηγή, οι φίλοι. Έχω αμερικανούς φίλους και πολλούς αμερικανούς γνωστούς. Επειδή είμαι ένας χολερικός-μελαγχολικός ευρωπαίος, τους βλέπω απ’ έξω και μου φαίνονται ίδιοι πάνω-κάτω (όπως βλέπουν εμάς οι απωανατολίτες όλους ίδιους, και γελάνε). Πρώτα-πρώτα η αιτίαση ‘χαζοί’, ‘αμόρφωτοι’, ‘επιφανειακοί’ καταρρέει μόλις γνωρίσει κανείς, ξέρω γω, τι να πω: Ιταλούς ή Βρετανούς τουρίστες στην Ελλάδα, Γερμανούς τουρίστες στην Ιταλία, Γάλλους τουρίστες στην Ισπανία, Άγγλους τουρίστες στη Γαλλία, Ισπανούς τουρίστες στην Αγγλία… Απλώς οι Αμερικάνοι δεν ποζάρουν: είναι μαθημένοι να είναι ο εαυτός τους, που λέμε.

Ένα το κρατούμενο αυτό, η έλλειψη πόζας. Το δεύτερο, τώρα: μέρος της επιτυχίας των αμερικάνων στην προσωπική τους βιοτή είναι η ευελιξία τους. Οι Ευρωπαίοι μεγαλώνουμε με ξεκάθαρες ιδέες για το ποιοι είμαστε, ποια είναι η θέση μας. Αποζητούμε τη σταθερότητα, την παγίωση, την αποκατάσταση. Αυτό πολλές φορές οδηγεί στην αποτελμάτωση, στην πάκτωση, στη στάση. Τους Αμερικάνους τους διακρίνει μια πρωτεϊκή κινητικότητα: αλλάζουνε δουλειές, (ξανα)σπουδάζουν στα 35, στα 40, στα 50, μετακομίζουν σαν τρελοί, παντρεύονται εύκολα, γεννάνε κουτσούβελα, χωρίζουν εύκολα. Ένας κολλητός μου δούλευε για την Cisco στο Σαν Φρανσίσκο, αγόρασε σπίτι, έκανε παιδί. Μετά βρέθηκε κάτι καλύτερο στο Πόρτλαντ, ξεσηκώθηκε, έπιασε τώρα ένα δρακουλόσπιτο Νόρμαν Μπέιτς και το ανακαινίζει εκ βάθρων. Η γυναίκα του, μεσοαστή καθηγήτρια γαλλικών ξαναπήγε στο πανεπιστήμιο στα 30-παρά για να μάθει νέα τέχνη, κομπιουτερική… Άλλη φίλη αμερικάνα πέρασε από ορθόδοξη μοναχή, από βιβλιοθηκάριος, από υπάλληλος του Μουσείου Ολοκαυτώματος, από mature φοιτήτρια στο Χάρβαρντ… Άλλη γνωστή άφησε την πάτρια Φλόριντα για να δουλέψει τηλεφωνήτρια στην Καλιφόρνια μη γνωρίζοντας ψυχή. Χωρίζοντας μετακόμισε στο Φοίνιξ με τον έφηβο γιο της και τον γκόμενο. Κι άλλα πολλά παραδείγματα. Λίγο να έχετε δει τιβί, καταλαβαίνετε ότι οι αποφάσεις πίσω από αυτά και τα παρόμοια είναι αντίστοιχες ενός Έλληνα ο οποίος — ξέρω γω — μετακομίζει από χωρίου εις χωρίον στην Ελλάδα χωρίς να είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός, αλλάζει δουλειά κάθε πέντε χρόνια και δεν περιμένει χαρτζιλίκια και μπεϊμπισίτιση από τη μαμά του. Αλλά οι ευρωπαίοι παθαίνουμε παλούκωση μόλις παντρευτούμε, βρούμε δουλειά, κάνουμε παιδιά. Μόνον οι σκανδιναβοί μοιάζουν κάπως στους αμερικάνους.

Αυτή η πρωτεϊκή ευελιξία σχετίζεται με την πρωτοτυπία και την πολυμορφία και την παραγωγικότητα των αμερικάνων σε όλα τους. Οι άνθρωποι απλώς δεν κωλώνουν: ο αρχικαπιταλίστας Ροκεφέλερ έβαλε τον μεξικάνο αρχικομμούνη Ντιέγο Ριβέρα να του διακοσμήσει το μαγαζί, κι όχι τώρα πρόσφατα. Η προσωπική ιδεολογία των περισσότερων αμερικάνων είναι το ‘anything goes’: όλα παίζουν.

Τα είπα όλα αυτά στον φίλο μου τουπίκλην Κωνσταντίνο. Πανεπιστημιακός καθηγητής και πρώην σεφ, πρώην αλήτης γκομενάκιας χασικλής και νυν οικογενειάρχης, πρώην βαπτιστής του Νότου και νυν ορθόδοξος (αλλά άθρησκος, φυσικά), έχει ζήσει στο Παρίσι, σε διάφορα μέρη στις ΗΠΑ, στην Καλλιθέα, στη Λευκωσία. Συμφώνησε. Πρόσθεσε όμως το εξής: ακριβώς αυτή η πρωτεϊκή ιδιότητα του μέσου αμερικάνου, ο ψυχολογικός νομαδισμός του, τον οδηγεί στο να μην έχει σταθερές φιλίες ή σχέσεις: «Μόλις μετακομίσεις από κάπου, τους ξέχασες όλους και σε ξέχασαν όλοι. Όσο είσαι παρών θα σου εμπιστεύονται τα σώψυχά τους, μόλις βάλεις τα έπιπλά σου στο φορτηγάκι, διαγράφτηκες. Δεν υπάρχεις πια.»

Εκείνος προτιμάει το (βορειο)ευρωπαϊκό ντάρμα: δύσκολα κάνεις φίλους αλλά παραμένουν φίλοι για πάντα. Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ προτιμώ το βορειοευρωπαϊκό ντάρμα. Άλλωστε οι περισσότεροι φίλοι μου πια είναι από εκεί γύρω, ενώ οι τάξεις των Ελλήνων φίλων αραιώνουν. Άλλωστε, στην Ελλάδα, στο θέμα φιλία, είμαστε τελικά λίγο αμερικανάκια, ε; Για την Κύπρο ας μην πω: μετά από 6 χρόνια, μόλις τρεις άνθρωποι σώζουνε το δείγμα. Χρυσοί και οι τρεις τους, ωστόσο.

Αυτο-μώμος

13041212_10153826573254093_5477797738916371214_o
Είσοδος λιβανέζικου εστιατορίου. Ναι, εστιατορίου.

Ένα θέμα για το οποίο έχω ξαναγράψει επιδερμικά αλλά βαριέμαι να ψάξω τις παραπομπές.

Το φθινόπωρο του 1997 πήγα στη Σαλονίκη με την ταχεία των 23:59 για τη συναυλία των U2. Ήτανε μια από τις πιο αστείες και όμορφες περιπέτειες που έχω ζήσει. Φτάσαμε στο λιμάνι αφού είχε τελειώσει ο Πορτοκάλογλου κι είχανε βγει οι Ιρλανδοί. Ωραία, αξιοπρεπής και δυνατή συναυλία. Κάποια στιγμή απευθύνεται ο Μπόνο (ο φίλος του Πάπα, για τους νεώτερους που μας διαβάζουν) στο τρελαμένο κοινό: «Ώρα για πραγματικό ροκ εν ρολ τώρα!» Σκουξιές κι αλαλαγμοί. Κι αρχίζουν το Sugar Sugar. Σε μια εκτέλεση πραγματικά bubblegum. Η κοπέλα κι εγώ βάλαμε τα γέλια αλλά αμέσως μας κόπηκαν: νιώσαμε τη σιωπηρή παγωμάρα γύρω μας. Μούγκα. Αμηχανία. Κοιτούσαμε βλέμματα γύρω μας: απορημένα, σαστισμένα, σχεδόν παρεξηγημένα. Το συγκρότημα στη σκηνή κουνιόταν και χοροπηδούσε σαν τους Monkeys αλλά ο κόσμος φαινόταν να έχει πλέον σκοτοδίνες κι αναγούλες. ‘Μα γιατί το κάνουν αυτό;’

«Ο Έλληνας δεν καταλαβαίνει τον αυτοσαρκασμό, δεν τον καταλαβαίνει με τίποτα», είπε η κοπέλα.

Τόσα χρόνια μετά, έρχομαι κι εγώ να συμφωνήσω: ο σημαντικότερος παράγοντας κύρους σε αυτόν τον τόπο είναι να είσαι βαρύς και σοβαροφανής. Αν όχι να δίνεις έμφαση κι εφέ σε ό,τι κάνεις, τουλάχιστον να το προωθείς μανικά κι επίμονα, ενώ παράλληλα να βερνικώνεις και να γυαλίζεις ανελλιπώς την προς τα έξω εικόνα σου.

Προς Θεού, όπως με συμβούλευε και η μάνα μου όταν ήμουν παιδί και ο ποιητής Κ. (δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους): ποτέ μην υποτιμάς τον εαυτό σου, ποτέ μη μειώνεις το έργο σου, ποτέ μην ψέγεις την εικόνα σου. Γενικά ο αυτοσαρκασμός απαγορεύεται: άμα εσύ ο ίδιος δε σέβεσαι ό,τι κάνεις, οι άλλοι θα επαυξήσουν.

Μια συμβουλή που δυσκολεύομαι πολύ να ακολουθήσω.