Ουστ, βρε όρνιο τσ’ Κλεισούρας

Ξεκινώ με κάτι άσχετο, μια σημείωση κυρίως για τον εαυτό μου: την ωραιότερη ταινία που είδα από τον καιρό του Jesse James.

Πριν περίπου δυο βδομάδες αναρωτήθηκα γιατί έχουνε τόση πέραση οι ακραίες απόψεις. Απόψε με απασχολεί η ανάγκη των ανθρώπων στα μπλόγκια να υποτιμούν, να πατρονάρουν, να επιτιμούν και πολλές φορές να σκυλοβρίζουν αγνώστους. Εδώ περιορίζομαι στα μπλόγκια, τα οποία δε θεωρώ μέσο επικοινωνίας (όπως την τηλεόραση), παρά «προεκτάσεις του εαυτού μας» με περιορισμένη δημοσιότητα (εκτός και αν αυτές τις αράδες τις διαβάζει η Χάφινγκτον — γεια σου Αριάνα! — οπότε το πράμα αλλάζει).

Πάντως, για περίπου δύο χρόνια και βάλε, έχω προσπαθήσει να τηρήσω τη συμβουλή «Άμα μου έρχεται όρεξη να το ρίξω στο μεταμπλόγκινγκ, κλείνω τον υπολογιστή» με σχετική επιτυχία. Τις λίγες φορές που επιδόθηκα σε κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘μεταμπλόγκινγκ’, το έκανα για να παινέψω το μέσο και για να δηλώσω πόσο καλά είναι που υπάρχει, πρόσφατα με αυτό το ποστ, κ.ο.κ. Αυτή η μακάρια τριακονταμηνία διακόπτεται σήμερα.

Τέλος πάντων.

Πρώτα-πρώτα το μπλογκικό βρισίδι δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Άμα γνωρίζετε ξένες γλώσσες και διαβάζετε ξενόγλωσσα μπλογκζ, θα δείτε ότι πέφτει πολύ μπινελίκωμα out there (το οποίο τελευταία μεταφράζεται ‘εκεί έξω’ κι εμένα μου ‘ρχεται λόξυγκας), ακόμα κι αν εξαιρέσει κανείς τα τρόλλια.

Βλέπει λοιπόν κανείς στα μπλόγκια έναν γενικευμένο αναμμό, μια φούντωση, ένα μένος — κάτι για το οποίο έχω ξαναμιλήσει.

Τι λένε λοιπόν κάποιοι σχολιαστές.

Μερικοί κατά τ’ άλλα ευφυείς παίρνουν αμπάριζα και μουτζώνουν με σύστημα και επιμέλεια όποιον διέρχεται από ένα φόρουμ ή ένα μπλογκ, σαν οδηγοί τον Αύγουστο σε σεατάκι χωρίς κλιματισμό. Σύμφωνα με τους σχολιαστές αυτούς, ο ένας είναι εντελώς βλάκας, τόσο απελπιστικά βλάκας ώστε πρέπει να του το επισημάνουν πάλιν και πολλάκις. Σύμφωνα με άλλους, κάποιος παραλογίζεται λόγω ιδεολογικής φλεγμονής (αριστερής, δεξιάς, χριστιανικής, αθεϊστικής, οικολογικής, φιλελεύθερης, εθνικιστικής, διεθνιστικής): αυτή η φλεγμονή όχι μόνον ακυρώνει a priori τη γνώμη του αλλά αποτελεί κι αφορμή σημαιοστολισμού του με τα γλωσσικά ισοδύναμα χρησιμοποιημένων προφυλακτικών. Άλλοι σχολιαστές αυτής της ομοταξίας διαθέτουν το εξής πρόβλημα: ακόμα και πραγματικά διανοούμενοι, σκεπτόμενοι και αντάξιοι συνομιλητές διαφωνούνε μαζί τους. Άρα διαθέτουν, δυστυχώς, αχανείς χερσότοπους αχαρτογράφητης αφέλειας και πάμπες ολόκληρες κενές κοινής λογικής μέσα στα κρανία τους: άλλωστε, ως γνωστόν, όσο πιο σοφός είσαι, τόσο πιο αποκομμένος είσαι από την πραγματικότητα. Αυτό, για παράδειγμα, ήταν ένα από τα προβλήματα του Νίκου Δήμου: όπως του επισήμαιναν κάποιοι πτυχιούχοι σχολιαστές με ηλικία κλάσμα της δικής του, ήταν αφελής και εκτός επαφής με τον πραγματικό κόσμο.

Άλλοι, θεράποντες της φόρμας, περιφέρουν τις σπάνιες κειμενοκριτικές ικανότητές τους: κατ’ αυτούς ο ένας γράφει καλά αλλά λέει βλακείες, ο άλλος γράφει χάλια γιατί δεν ξέρει να γράφει, ο τρίτος γράφει σκατά γιατί — αν και ξέρει να γράφει — γράφει σκατά. Όλοι είναι βλάκες. Ή αφελείς. Ή γράφουν άσχημα. Ή όλα μαζί. Λέω εγώ τώρα, για φανταστείτε να βγει ο Πετεφρής και να μας θάβει όλους για το πώς γράφουμε. Πλάκα θα είχε.

Και βέβαια, τα ad hominem, οι δίκες προθέσεων: προδότες, μίσθαρνοι, κιοτήδες, πουλημένοι, κακόβουλοι, υστερόβουλοι, ανακτόβουλοι. Παράνομοι, φυγόστρατοι, απόστρατοι, στρατόκαυλοι. Αντιφατικοί, καιροσκόποι, υποκριτές. Κρυπτοφασίστες, κρυπτοσιωνιστές, κρυπτορατσιστές, κρυπτοαντισημίτες, κρυπτοσεξιστές, κρυπτοεθνικιστές, κρυπτοτραμπούκοι, κρυπτοκοσμοπολίτες, κρυπτοδιεθνιστές, κρυπτοσταλινικοί, κρυπτοφιλελεύθεροι, κρυπτοαναρχικοί, κρυπτογκέι, κρυπτοφεμινιστές, κρυπτοστρέιτ, κρυπτοανοργασμικοί, κρυπτολάγνοι, κρυπτοπλούσιοι, κρυπτονεόπλουτοι, κρυπτότουρκοι, κρυπτόβλακες, κρυπτόπτωχοι, κρυπτόκωλοι, κρυόκωλοι. Και ο ολντ μπόυ, επιτομή όλων των παραπάνω. Τι να προσθέσω εδώ.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το τι σου λένε. Το πρόβλημα είναι και πώς το λένε: ειρωνεία, σαρκασμός, περιφρόνηση, λοιδωρία, απίστευτες βρισιές. Μερικοί μάλιστα θα σε τραβολογάνε σε άσκοπες και μακρόσυρτες ανταλλαγές σχολίων μέχρι να παραιτηθείς από την κόπωση (αφού εκείνοι πρέπει να λένε πάντα την τελευταία κουβέντα). Άλλοι θα πιάσουνε να σου αποδομήσουνε καταλεπτώς όσα είπες, κάνοντας διακριτικές ενέσεις παρερμηνείας και διαστρέβλωσης εδώ κι εκεί: άμα εκραγείς, εσύ φταις. Άλλοι σε πατρονάρουν: «το πτωχό, το κα-θυ-στε-ρη-μέ-νο», που έλεγε κι εκείνη η ταινία, νομίζω με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου (καλή της ώρα).

Έχω να προτείνω κάτι, με τον γνωστό διδακτισμό που (λέγεται ότι) με διακρίνει; (παρεμπιπτόντως, γιατί νομίζετε ότι γράφω εδώ; για να αυτοψυχαναλυθώ; με μπερδέψατε με άλλον, τότε.) Έχω:

Ηρεμήστε, αγαπητές κι αγαπητοί. Πρώτον, ελάχιστοι σας διαβάζουν: ένα μικρό υποσύνολο όσων μιλάν ελληνικά. Τι να λέμε, δηλαδή. Επίσης, όσον αφορά το ταλέντο, την ευφυία, τη σπάνια καλλιέργειά σας και τα συγκλονιστικά βιώματά σας, ε, εντάξει. Δεν είναι τόσο πελώρια, παγκόσμια και πανίσχυρα όσο νομίζετε: συνεχίστε να γράφετε αλλά μην τρελαίνεστε να αξιολογείτε τους άλλους.

Καλοκαιράκι

Αχ, ήρθες πάλι, καλοκαιράκι.

Μαζί σου φέρνεις αποπνικτική μπόχα ιδρωτίλας στις δημόσιες συγκοινωνίες· σκόνη και ζέστη· υπερκατανάλωση ρεύματος· πυρκαγιές και καμένα σπίτια, ζώα, πλαγιές· αγενείς μαστρωπούς του τουριστικού μας προϊόντος· κόσμο να κυλιέται στα καταστρώματα βρωμώντας χρόνια απλυσιά και κλιματισμένη κλεισούρα· διπλοπαρκαρίσματα και μποτιλιαρίσματα σε νησιώτικους χωματόδρομους ανοιγμένους για ενάμισυ γαϊδουράκι· εγκαύματα, θερμοπληξίες και τσούχτρες· σπατάλη καραβίδας για άνοστες, κακοφτιαγμένες και πανάκριβες αστακομακαρονάδες· τζετ σκι και σφαγμένους της οδικής μας αφροσύνης· μεθυσμένους Άγγλους και ερεθισμένους Ιταλούς· κινητά στις παραλίες· τουαλέτες που βρωμούν αφρόντιστες στα πενήντα μέτρα· μύγες και κουνούπια· νοσοκομεία γεμάτα ασθενείς και το προσωπικό με άδειες· τη φαντασίωση ότι οι δέκα μέρες στα υπερχλωριωμένα ενοικιαζόμενα κάποιου ξερόβραχου αποτελούν χαλάρωση, αποθέωση του αισθησιασμού και απελευθέρωση των αισθήσεων.

Ο Θεός μαζί μας και φέτος.

Εδώ Λιλιπούπολη

Δε μου άρεσε καθόλου η Λιλιπούπολη. Με τρόμαζαν πολύ οι φωνές (μάλλον ο Σακκάς κι η Κριεζή έφταιγαν), τα τραγούδια μού φαίνονταν αλλόκοτα, τα ονόματα των χαρακτήρων (Μπέμπαντας, Δρακατώρ, κτλ.) ήταν άνοστα

Κάσταρα-μάκι φίστιρα-κάκα

Η εφευρετικότητα με την οποία μερικοί λαοί ξέρουν να βρίζονται φαίνεται να εντυπωσιάζει τους λευκούς αμερικάνους νερντ από καταβολής διαδικτύου. Λέω «λευκούς» και «νερντ», γιατί έχω ακούσει αμερικάνους της εργατιάς να βρίζονται μεταξύ τους και μ’ έπιασε μια έπαξη για έμετο, που λένε. Όσο για τις ρητορικές παραδόσεις των Αφροαμερικανών, και σε αυτόν τον τομέα, τα πράγματα είναι γνωστά.

Ένας από τους λαούς που ξέρει να μπινελικώνεται και να ασβολώνεται είναι και ο σοφός ελληνικός (κάτι που πελιδνά κι άνευρα προσπαθεί να αποδώσει η γνωστή διαφήμιση του νέου εθνοαερομεταφορέα, και αποτυγχάνει). Κάποτε είχα αναρωτηθεί γιατί «οι Έλληνες δεν μπορούμε να συζητήσουμε ήρεμα και νηφάλια, παρά ωρυόμαστε, εξαπτόμαστε και υστεριάζουμε με την πρώτη ευκαιρία«. Εδώ και μερικές βδομάδες με απασχολεί κάτι άλλο: γιατί οι ακραίες απόψεις είναι τόσο δημοφιλείς. Όχι μόνο στην Ελλάδα ή στο αχανές ενυδρείο του ίντερνετ όπου ο καθένας πετάει μέσα μια προέκταση του εαυτού του (και νομίζει ότι θεραπεύει ένα καινούργιο γενναίο μέσο), αλλά παντού.

Ενδεχομένως να πρόκειται για κάποιου είδους εξελικτικό πλεονέκτημα, όπως θα έσπευδαν να αποφανθούν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι. Σε ένα πάρτυ, ας πούμε, ο άντρας που θα εκφράσει την πιο πρωτότυπη γνώμη, την πιο ακραία (ακόμα και αν είναι κοινότοπη) άποψη, που θα πει τη μεγαλύτερη μαλακία, εντυπωσιάζει τις γκόμενες και έτσι μπορεί τελικά να διαιωνίσει τα γονίδια της πρωτοτυπίας, της ακρότητας, της χατζημαλακίας. Τουλάχιστον αυτό μάς αφήνουν να πιστέψουμε κάτι ταινιάκια του συρμού. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι όσοι άντρες πετάν ατάκες Ταραντίνο ή εξυπνάδες τύπου [ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΕΞΥΠΝΑΔΑ] μένουν σαν τον Ταραντίνο τελικά: με το πουλί στο χέρι, να χαλβαδιάζουν ποδαράκια-δαχτυλάκια-πατουσίτσες και μανό, μιλώντας ασταμάτητα για σεξ. Επειδή λοιπόν το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση, ας αφήσουμε κατά μέρος τις αφελώς εξελικτικές ερμηνείες.

Γιατί λοιπόν έχουνε πέραση οι ακραίες γνώμες; Παγκοσμίως; Ας αφήσουμε κατά μέρος τη διάβρωση που προκαλεί η προπαγάνδα και η συλλογική τύφλωση της ιδεολογίας στον τρόπο που σκεφτόμαστε, αφού έχουν την ιδιότητα να μας κάνουν να βλέπουμε το μαύρο άσπρο και τανάπαλιν (έχουν οι γυναίκες ψυχή; δεν είναι η περιτομή / η γενειάδα / το ξύρισμα απαραίτητα; δεν είναι ο κομμουνισμός / καπιταλισμός ιστορική νομοτέλεια; δε μας εκδικείται η φύση προσωπικά και συστηματικά;).

Ίσως μια αλλόκοτη γνώμη να δίνει ανεξαιρέτως την εντύπωση ότι ο φορέας της είναι κάποιος με αστραφτερό πνεύμα, ίσως μια ακραία άποψη να αποτελεί εγγύηση για την αδιαμφισβήτητη ατομικότητα αυτού που την εκφράζει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μικρές κοινωνίες με συνοχή και πυκνό δίκτυο αλληλεπιδράσεων (η «κουμπαροκρατία» του Ροΐδη), ελάχιστοι εκφράζουν αποκλίνουσες γνώμες και ακραίες θέσεις, πάντα με γνώμονα την τοπική ιδεολογία — συνήθως αγροτοποιμενικών / φατριαστικών προδιαγραφών, αφού αυτό θα τους αποξενώσει από τους άλλους.

Στον αγώνα μεταξύ προσωπικότητας και κοινοτικής αλληλεγγύης, μεταξύ ατομικότητας και απολαβής των προνομίων να ζεις σε ένα κλαν, η ακραία άποψη (έστω και σφαλερή και ελλιπής ή πλανερά σχηματισμένη) είναι ένα όπλο υπέρ των μεν και εναντίον των δε. Να το πω κι αλλιώς: οι παπαριές, οι μαλακίες και οι ασύστατες κουβέντες, τα σταχυολογήματα και τα σπερμολογήματα, οι υπερφίαλες διακηρύξεις και οι ρητορικές μανίες, το φλερτ με το απόλυτο εκεί που δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτο και με τον σχετικισμό εκεί όπου ο σχετικισμός βλάπτει και διαστρεβλώνει, όλα είναι υποπροϊόντα, απόβλητα ίσως, του αγώνα του ανθρώπου να χειραφετηθεί από τη στάνη και το μαντρί.

[Πάντα στα πλαίσια του να βοηθάμε τα αναρίθμητα ανώνυμα θύματα του μαθήματος της έκθεσης: χειραφέτηση δε σημαίνει άρνηση της αγάπης και των κοινωνικών σχέσεων. Αυτός που θέλει να αναδείξει την ατομικότητά του και να ‘ξεχωρίσει’ από την αγέλη της 12μελούς οικογένειας, του σογιού, του χωριού, του κλαν, της φατρίας, της φυλής, θέλει συν τοις άλλοις να αντικαταστήσει τον βιολογικό (και άρα και κοινωνικό) εξαναγκασμό του γάμου και της ενδο-φατριακής συντροφίας με τις προσωπικά επιλεγμένες σχέσεις, με τη δοκιμή και πλάνη στις προσωπικές σχέσεις, με τύπους και τρόπους σχέσεων πέραν του βιο-κοινωνικού καθορισμού: γι’ αυτό από καταβολής πόλεων οι άνθρωποι συρρέουνε στις πόλεις, όχι (μόνο) γιατί πεινάνε.]

Κοτετσόσυρμα

Πήγε ο Μίστερ Νιντέντο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης παράνομων προσφύγων στη Σάμο. Αυτό είναι το καλό, άλλο καλό δεν έχουμε.

Όλη την ώρα που έκανε δηλώσεις ζητώντας την ίδρυση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής (ώστε να έχουμε ανοιχτά τα τουριστικά στα νησιά και το χειμώνα), στο πλάνο βλέπαμε τρία παιδάκια να τον κοιτάνε πίσω από ένα κοτετσόσυρμα. Καταλαβαίνω ότι είναι αναγκαίο το κοτετσόσυρμα: πρέπει να σταβλίσουμε τους παράνομους αποτελεσματικά. Αλλά κι αυτοί των δημοσίων σχέσων, ας τον βάλουνε τον Κωστάκη να κάνει δηλώσεις με φόντο κάτι άλλο: τα παιδάκια πίσω από το κοτετσόσυρμα δημιουργούν ‘αρνητικούς συνειρμούς’ (που λέει κι ο Ρουσσό, ο Τεό Ρουσσό όχι ο Ζαν-Ζακ) στους νοικοκυραίους ψηφοφόρους.

Αχ, αυτή η ΝουΔού, αχ!

Μία ροπή

Ποτέ δεν είχα πολλούς φίλους. Είμαι κατά βάθος βόρειος σ’ αυτό: δύσκολα κάνω φίλους, αλλά άμα με κερδίσουν, με κέρδισαν για πάντα. Όταν δε με χάνουν είτε γιατί χάνομαι ή γιατί τους τρελαίνω, δηλαδή. «Χαλεπόν συνείναι» (από τα αρχαία που μελετούσε για τη Γ’ Λυκείου) με είχε πει κάποτε η γοητευτική Λίζα Κ.

Έτσι, τις φιλίες τις τιμώ. Η δυσκολία όμως παραμένει. Μάλιστα, όσο προχωρεί η μέση ηλικία, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεκινήσω καινούργιες, τόσο πιο πολύτιμες μου μοιάζουνε.

Είχα καιρό να μιλήσω με τον Δ.Τ. Την Κυριακή, σε ένα θλιβερό φωτογραφικό σαφάρι, πέρασα μπροστά από αυτό το σπίτι. Ο Δ.Τ. με γύρισε ένα βράδυ στη Λευκωσία μετά από κάτι ουίσκια και μου έδειχνε κατοικίες δείγματα κυπριακού μοντερνισμού. Σταθήκαμε μπροστά από αυτό το σπίτι και μου είπε ότι από παιδί τον συνάρπαζε, ότι σύντομα θα το κατεδαφίσουν κι αυτό για να χτίσουνε καμμιά μαλακία. Μάλιστα μου έλεγε πώς κινούνται οι τιβέλοπερς (το εργολαβιό) μουλωχτά και κρυφά κι αθόρυβα: εκεί που το βλέπεις το σπιτάκι, το επόμενο μεσημέρι το έχουνε φάει οι μπουλντόζες. Άλλωστε, όπως και στην Ελλάδα, για να είσαι αρχιτεκτονικό μνημείο, πρέπει να είσαι καμμιά 200αρια ετών. Το τράβηξα λοιπόν την Κυριακή μια φωτογραφία το σπιτάκι, να μας βρίσκεται, να μας μείνει έστω και ως εικόνα, ως ινδαλμα. Είπα τη Δευτέρα να τον πάρω τηλέφωνο αλλά δεν ευκαίρησα. Θα τον άρχιζα στα γνωστά: «βρήκες γκόμενα και ‘ξηφανίστηκες» (ποιος μιλάει, τώρα).

Χτες με πήρε η Μ. Μου είπε για το γεγονός. Ο μόνος πραγματικός φόβος μου: η αδόκητη και απροσδόκητη απώλεια. Όχι αρρώστεια, όχι γεράματα, παρά ένα τηλεφώνημα που θα μπορούσε να είναι παράπονα για τη γειτόνισσα, ενώ στην πραγματικότητα είναι λυγρό. Μου φάνηκε απίστευτο ότι αυτό συνέβη στον Δ.: η γνωστή ανθρώπινη αντίδραση, λένε.

Κλαίγαμε τα σπίτια με το ένθετο βότσαλο και τα ωραία γείσα, κι εδώ χάσαμε τη μητέρα του.

Αυτό το έγραψα γιατί τον σκέφτομαι. Αν πάλι θέλετε να γελάσετε (αφού ούτε τον άνθρωπο τον ξέρετε, ούτε εμένα), πηγαίνετε εδώ: σχεδόν αποκατέστησε την πίστη μου στα ελληνικά ίντερνετς.

Επίμετρο 12.VI: Πέρασα τη μέρα μου γράφοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο. Αυτή την ώρα (22:20) έχω την αίσθηση ότι μίλαγα κι έγραφα στα ναχουάτλ όλη μέρα (ναι, τα αζτέκικα, ή ‘ατζέκικα’, που τα έλεγε η δεσποινίς Σ, η φιλόλογός μας). Η κηδεία με έριξε σε έναν πηχτό εσωτερικό μονόλογο (ροή συνείδησης, μάλλον, δεν υπήρχαν αρκετά ‘λόγια’ για να μιλάμε για μονόλογο), τόσο πηχτό που δε γράφεται.

Διάβασα και τα σχόλια στο ποστ της helion που αντέγραψα τις προάλλες. Μάλλον είμαι προβληματικός και λιγουλάκι σχολαστικός που δεν ανέχομαι βία εκ μέρους καμμιάς εξουσίας που αυθαιρετεί, είτε οργανωμένης είτε αυτο-οργανωμένης (μη χε — η ‘επανάσταση’ και η ‘εξέγερση’ προϋποθέτουν αρχές κι ευθύνη, nicht wahr?), είτε ατομικής. Πολιτικά ανερμάτιστος, το δίχως άλλο.

Ευτυχώς που υπάρχει ο Χατζιδάκις, ο Λόρκα, ο Γκάτσος, η Μερσέντες Σόσα και ο Γιώργος Μίχος, οι οποίοι συναντήθηκαν εδώ.

Τώρα πάω για ύπνο.

Η σιωπή (λέει) είναι συνενοχή

Καρφώνει η helion εδώ:

η εκκωφαντική σιωπή των σε άλλες περιπτώσεις ευφραδέστατων αριστερόστροφων ιστολογούντων με έχει απογοητεύσει.

Πως να το πάρω ότι το σύνολο σχεδόν των μπλογκς δεν έβγαλε κιχ για τα όσα συνέβησαν σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Ρόδο; Ως αδιαφορία; Ως αμηχανία; Ως έλλειψη καθαρής κομματικής γραμμής ενώ περιμένουμε αύξηση ποσοστών; Μη και στενοχωρήσουμε τα παιδιά; Ως φόβο, μην πάει και δεν θεωρηθούμε αρκετά αριστεροί;

Δεν έχω ιδέα. Μπορεί και απλά το θέμα να μην πόναει κανέναν, πέραν όσων έχουν άμεσα να κάνουν με τον χώρο. Αυτό που ξέρω είναι πως αν τα επεισόδια τα έκαναν τίποτα προφανή εθνίκια θα είχαμε ξεσηκώσει τον κόσμο όλο δικαίως, με ζήλο και θέρμη.

Προσυπογράφω. Δεν έχω κάτι ουσιώδες να προσθέσω.

Εκ του περισσού λοιπόν: Οι αθλιότητες και οι τραμπουκισμοί των κωλόπαιδων (έχουμε υπάρξει φοιτητές, κυρίες και κύριοι, ξέρουμε ότι πρόκειται για κωλόπαιδα), οι εκβιασμοί, οι βιαιοπραγίες τους, η περιφρόνησή τους για το πανεπιστήμιο και για βασικές διαδικασίες συλλογικότητας περνάνε στο ντούκου.

Όπως λέει η helion, άμα δείρουν οι μπάτσοι (κακό χρόνο να ‘χουν) κανέναν άτυχο, σηκωνόμαστε στο πόδι, ορθώνουμε το ανάστημα σικελιανικά κι άφοβα. Άμα φάει βρωμόξυλο ένας πρύτανης και δυο μεροκαματιάρηδες, άμα καταστρέφεται περιουσία του ελληνικού λαού (στα ήδη εξαθλιωμένα και στερημένα από μέσα πανεπιστήμια — στην Κρήτη δεν έχουνε χαρτί για φωτοτυπίες), άμα κλειδαμπαρώνει μια φράξια κωλόπαιδα εκλεκτορικά σώματα γιατί έτσι γουστάρει, δεν τρέχει μία.

Προφανώς στη συνείδηση των μασκοφόρων εκδικητών που απαρτίζουμε την αριστερή μπλογκόσφαιρα, αυτά είναι τα αυγά που πρέπει να σπάσουμε για να γίνει η ομελέτα. Ποια όμως είναι η ομελέτα; του κώλου τα εννιάμερα, προφανώς.

Κι επειδή θα αρχίσουμε κουβέντες του στυλ «τι πρέπει να κάνουμε;», «τι θα έκανε ο Μπακούνιν;», «πώς το βλέπει το θέμα ο Συνασπισμός», «όλα είναι θέμα επικοινωνίας και συναλληλίας, πετί Σραοσά» κτλ., αναγκάζομαι

  1. να κλείσω τα σχόλια, έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να ξαναγράψω για κάμποσο καιρό
  2. να δηλώσω νομιμοφρόνως (για όσους δεν ξέρουν ποιος κρύβεται πίσω από τη μάσκα και κάτω από την καπελαδούρα του Sraosha — αφού για εκείνους είναι αυτονόητο) ότι είμαι από τους τελευταίους ανθρώπους που θα είχανε συμπάθεια απέναντι στα καθηγητικά κατεστημένα και το πώς (σε συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις) έχουνε μετατρέψει τα ελληνικά πανεπιστήμια από δευτεροκλασάτες απομιμήσεις των γερμανικών στη Ρώμη του 1527.