Αποσπασματισμός

Ο τόπος είχε κιόλας αρχίσει να ξεραίνεται. Δεν είχε βρέξει για δύο μήνες – εδώ κάτω τουλάχιστον. Περίμενοντας το φανάρι κοίταξα αφηρημένα μέσα από το αυτοκίνητο τον δίποδο πύργο της Universal Life. Κοίταξα την ώρα στο καντράν. Όταν ξανακοίταξα έξω, είχε κιόλας σουρουπώσει, απότομα.

Τα πρεζόνια που περιμένουν στο μηχάνημα της Λέστερ Σκουέρ να γυρίσει η μέρα τα μεσάνυχτα, για να πάρουνε δυο φορές το ημερήσιο όριο αναλήψεων: μία στις 23:59 και μία στις 00:01.

Σιωπή στο στάδιο. Μια ολόκληρη πόλη βρίσκεται εδώ. Κάτω από τον αποσκελετωμένο θώρακα της στέγης.

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη που ’χει

Κάτσε, κάτσε, φίλε μου. Πες μου σε παρακαλώ, τι νιώθει την ανάγκη να τραγουδήσει ο ελληνικός κυπριακός λαός την ώρα του εθνικού θριάμβου; Εμβατήρια. Ποια εμβατήρια; Το Είμαι εγώ ο ναύτης του Αιγαίου με ρεφραίν Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών. Ε. Ε.

Σκοτεινοί δρόμοι. Είτε έχει ζέστη είτε κάνει κρύο είναι αδύνατο να το δεις, όπως φαίνεται η ζέστη και το κρύο σε άλλες πόλεις. Δεν μπορείς να δεις τη νύχτα ούτε το κρύο ούτε τη ζέστη, αφού δεν υπάρχουν πεζοί στους δρόμους της παλιάς πόλης, για να δεις τον ιδρώτα και το δέρμα να γυαλίζει στην υγρασία, ή παλτά και κασκόλ. Μόνον τα ελάχιστα φώτα σκονίζουν τις επιφάνειες των γέρικων κτηρίων με λίγο μουντό πορτοκαλί, ενώ πού και πού κάποιο αυτοκίνητο ανοίγει δρόμο στραβώνοντάς σε με τα φώτα του.

Για λίγους μήνες μετά τον Απρίλιο του ’03 ζήσαμε με βερολινέζικα οράματα, με παραισθήσεις μεγαλείου και ανοιχτωσιάς.

Το έτος είναι 2007. Οι Έλληνες ακόμα ψάχνουν τους Έλληνες, σκλάβοι πάντοτε των ονομάτων, λέξεων. Όμως πάλι, οι λέξεις τους έφτιαξαν, οι λέξεις θα τους ξεκάνουν.

Ο σχετικισμός στην υπηρεσία του κυνισμού.

Nóż w wodzie

Οι ερωτικές (προ)διαθέσεις μου ηταν πάντοτε κλειστών χώρων (έστω κι αν πρόκειται για αυτοκίνητα) και ασπρόμαυρες. Αυτό ταιριάζει στη διάθεσή μου, που πάντοτε αποζητά τον χειμώνα, την ησυχία, τους κλειστούς χώρους, τη νέφωση. Τέλος πάντων, χτες η μέρα ήταν ιδεώδης. Σκεφτόμουνα τη συζήτηση που είχα με τον Θας στην καφετέρια απέναντι από το σπίτι μου. Μου μίλαγε για τον ζωικό ακαδημαϊσμό μου («ζωικό»; άρα ιδανικά στεγασμένο στα Βουστάσια) και για αυτό που ο ίδιος εκλαμβάνει ως αντίθεση μεταξύ του Αισθητικού και του Πολιτικού. Πιστεύει ότι οι Έλληνες ιστολογούντες πέρασαν απότομα από την αναζήτηση του Αισθητικού (και τη συζήτηση γύρω από αυτό) στον διάλογο περί του Πολιτικού λόγω της εξέγερσης του Δεκεμβρίου.

Δε συμφωνώ. Βλέπω τα δύο εξαρχής να συνυπάρχουν. Αν μάλιστα επικεντρωθεί κανείς στα μπλογκ της προκοπής — όποια θεωρεί ο καθένας τέλος πάντων μπλογκ της προκοπής, θα διαπιστώσει ότι τα δύο εναλλάσσονται με συνέπεια, όταν δεν συνυπάρχουν και δε συνυφαίνονται. Βεβαίως, η περσινή κάθοδος δημοσιογράφων από τη μια και επίδοξων δημοσιογράφων-χρονογράφων από την άλλη και η μοιραία συνάντησή τους στη μπλογκοκοινωνία έριξε το στατιστικό βάρος στο Πολιτικό, όπως το νιώθει ο καθένας, πολύ πριν την έκρηξη του Δεκεμβρίου και πάντως μετά την υπόθεση Αμαλίας Καλυβινού. Βεβαίως, η ελληνική κοινωνία ανακάλυψε τα μπλογκ την εποχή που κατέβηκαν σ’ αυτά δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, όχι τυχαία, και τα αντιμετωπίζει σαν ενημερωτικά-κουτσομπολικά φόρα. Αλλά τι να κάνουμε. Είναι η ίδια κοινωνία που σοκάρεται με τις σεξουαλικές πρακτικές, συνήθειες, τάσεις και στάσεις των «παιδιών» από 16 έως 20.

Για μένα το Αισθητικό και το Πολιτικό συναντιούνται αναπόφευκτα και συνυπάρχουν αδιαιρέτως. Άλλωστε, οι Μεγάλες Ιδέες και οι Φιλοσοφικές Συζητήσεις και τα Θεωρητικά Ζητήματα (όλα όσα τείνουμε να θεωρούμε φινετσάτες αργολογίες και κουλτουριάρικες αδολεσχίες) διηθούνται μέσα από την τρέχουσα κουλτούρα και τη διαποτίζουν αναλόγως: το σχολείο μας είναι το σχολείο του εμπειρισμού, όπου όλοι μπορούν να τα μάθουν όλα με τον ίδιο τροπο (ενδεχομένως γιατί είναι tabulae rasae), τα συμβουλευτικά αντανακλαστικά μας απέναντι στον φίλο που ζορίζεται τείνουν να είναι φροϋδίστικα, ένας ποπ μεταμοντερνισμός παρέχει την κατακλείδα των συζητήσεών μας, ενώ η ματιά μας απέναντι στο παρελθόν φοράει τα γυαλιά του ιστορικισμού — ακόμα και απέναντι στο δικό μας, το ιδιωτικό μας παρελθόν. Έτσι και το Πολιτικό ποτίζει την πράξη ακόμα και του πιο ελιτιστή και ερμητικού ‘εστέτ’ από εμάς. For better or worse.

Φάτουα Μοργκάνουα

Μπορεί κάποιος να ενημερώσει τους δυστυχείς που μεταφράζουνε με τη μανιβέλα από τα αγγλικά για τη Στερεοτυπία ότι η ‘φάτουα’ (fatwah) λέγεται φετφάς στα ελληνικά; κι ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το Ισλάμ το 1992 στο τριτοκλασάτο αγγλικό πανεπιστήμιο που σπούδασαν / σπουδάσατε / σπουδάσαμε;

Ωστόσο

Περίμενα να περάσει καιρός, να αποστασιοποιηθώ κάπως. Εκεί που πίναμε καφέ, μου λέει ο Ολντ μπόυ ότι αν το περιστατικό είχε συμβεί πριν δύο χρόνια κανείς δε θα το έπαιρνε χαμπάρι.

Λιγάκι μαζοχικά (κι ενώ το σπίτι εξακολουθεί να είναι σκαμμένο), λιγάκι για να εξακριβώσω μια λεπτομέρεια, ξαναδιάβασα τα καθέκαστα εδώ. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι κανείς δε θα έπαιρνε χαμπάρι μια δολοφονική επίθεση που συμπυκνώνει τόση αγριότητα και τόση ωμότητα (ωμότητα, που αλλιώς λέγεται ‘προμελέτη’):

«Κατόπιν της άνοιξαν με τη βία το στόμα. Την εξανάγκασαν να το πιει [το βιτριόλι].»

Δεν το χωράει το μυαλό μου πόσο χλιαρά αντιδρούμε σε μια δολοφονική επίθεση που συμπυκνώνει τόση αγριότητα και τόση ωμότητα. ‘Ωμότητα΄, όπως λέμε προμελέτη.

Ας γίνω ρητός και διδακτικός: σας προτρέπω να καταθέσετε κάτι στον λογαριασμό συμπαράστασης. Εγώ το έπραξα. Ευτυχώς είμαι ένα ανώνυμο και άσημο ανθρωπάκι, οπότε δεν μπορεί να πει κανείς ότι αυτοπροβάλλομαι.

(Μάλλον θα αργήσει ο Τ. Κονδύλης μετά συντόμου ερμηνείας.)

Καλό ΣΚ.

Σχολιασμένη έκδοση

Προσεχώς θα ποστάρω σχολιασμένη έκδοση αυτού του κειμένου.

Προς το παρόν πηδάω πάνω από τις τρύπες που μου άνοιξαν στα πατώματα οι μάστορες ψάχνοντας διαρροές. Τα έπιπλα είναι καλυμμένα από μια λευκή σκόνη. Η σκόνη μου δημιουργεί αντανακλαστικά απέχθειας σαν αυτά που οι μανάδες μας είχαν απέναντι στη λάσπη.

O Sraosha για την αρχή της νοσταλγίας (του)

Όπως υπαινισσόμουνα σχεδόν πριν τέσσερα χρόνια, οι 13 μέρες των Ολυμπιακών ήτανε για μένα ό,τι πιο κοντά έχω ζήσει στη συλλογική μαγεία (η προσωπική μαγεία δεν ποσοστώνεται), ό,τι κοντινότερο στην ουτοπία που ευαγγελίζονται, αλλά ποτέ δε θα μας δώσουν, οι επαγγελματίες πολιτικοί: μια Σουηδία που χαρούμενη μετοίκησε στον μεσογειακό νότο, μια πολυεθνική μεγαλούπολη της Δύσης που ψυλλιασμένη άνοιξε υποκατάστημα στην άκρη μιας περιφερειακής αλλά τσαχπίνας χερσονήσου.

Η δική μου ολυμπιακή ιστορία διαδραματίστηκε στους νυχτερινούς δρόμους, όπου δίναμε οδηγίες σε Αυστραλούς πού θα πάνε να γίνουν ντίρλα και σε Ολλανδούς πού είναι τα Εξάρχεια. Οι τροπές της ήταν όταν ανακαλύπταμε έναν κήπο με οπτικές ίνες στην Αρεοπαγίτου, όταν ξαφνικά πέρναγε ένα γκρουπ βραζιλιάνων οπαδών με κάτι τούμπανα μπροστά από τα μαγαζιά του Ψυρρή που τώρα στοιχειώνουν μπλαζέ ποζεράτοι δανειολήπτες. Κυρίως διαδραματίστηκε μέσα στο ΟΑΚΑ.

Όταν πήγα στο τοπικό κέντρο διαλογής, μια κοπελίτσα πήρε την αίτησή μου. Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια και μου είπε να περιμένω. Μετά από λίγο μου πρότεινε να συμμετάσχω στην ομάδα liaison (έτσι την είπε) μεταξύ ΔΟΕ και Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Λόγω métier και γλωσσομάθειας. Θα φόραγα και κουστούμι, μου το ‘δειξε κιόλας, σε φωτογραφία. Το παιδί του κολχόζ ξύπνησε τότε μέσα μου (αφού μες στο κολχόζ κανείς δεν έχει ευθύνες, ούτε θέλει) και είπα ότι θέλω να κάνω κάτι απλό ως εθελοντής, ο,τι να ‘ναι. Αρκεί να μη με ρίξουνε σε γραφείο. Ήθελα να είμαι σε αγωνιστικό χώρο. Με ρίξανε στις διαπιστεύσεις στο ΟΑΚΑ. Πέρασα αξέχαστα. Συν του ότι πήγα στην τζενεράλε της Τελετής Έναρξης… «ρε συ, ο Τιέστο είναι αυτός εκεί κάτω;» «μπαααα».

Όταν περνάω από τον σταθμό Ειρήνη δεν κοιτάω τον σκελετό δεινοσαύρου πλάι στη λίμνη. Κοιτάω αλλού.