Υπερκόπωση

Σαφώς μαζοχιζόμενος, παρακολουθώ πολιτικές ειδήσεις συστηματικά εδώ και μια βδομάδα. Είναι σαν τη δίαιτα της τουλούμπας: τρώγε τουλούμπες για δέκα μέρες-δυο βδομάδες-ένα μήνα, μέχρι να τις μπουχτίσεις. Στο μεταξύ έχεις πάρει 15 κιλά και το ζάχαρό σου έχει φτάσει στη Ζαχάρω (με Ζήτα κεφαλαίο).

Αν βαριέστε να διαβάστε το υπόλοιπο, πηγαίνετε εδώ. Μια χαρά τα λέει.

Αν δε βαριέστε, συνεχίζω.

Ι.

Είναι τελικά πολύ προβλέψιμος ο τρόπος που η εξουσία διαχειρίζεται την εξέγερση του Δεκεμβρίου. Πρώτα χαϊδολογήματα («ναι μωρέ τα τσαμένα τα παιδιά, δίκιο έχουν») αλλά και προπαγάνδα («καίγεται η Εθνική Βιβλιοθήκη, φωτιά στη Βουλή, διάρρηξη οπλοπωλείου στην Ομόνοια, πυρηνικές κεφαλές στο Ντα Κάπο» κτλ.).

Μετά ατέρμονη ανάλυση και κοζερί, μπούρου-μπούρου και αμπελοφιλοσοφίες, από αριστερότερους των εξεγερθέντων, ορθότερους των εξεγερθέντων, αδεσμευτότερους των εξεγερθέντων, ανενταχτότερους των εξεγερθέντων, αναρχικότερους του Βασιλέως. Κι από — συγγνώμη για τη λέξη — κοινούς ρουφιάνους. Είπαμε, να πουληθούμε. Ντάξει. Αλλά έχει κι η ρουφιανιά τα όριά της.

Ακολουθεί ο κατήφορος: αντεξουσιαστές, αναρχικοί (ΜΠΟΥ!) –> ταραχές, ταραξίες –> κουκουλοφόροι, κουκουλοφορία –> έγκλημα, εγκληματικότητα, εγκληματίες. Όλα στη μπετονιέρα. Καλλιέργεια φόβου και τρόμου. Σήμερα οι Δίδυμοι Πύργοι, αύριο το σπίτι σου στο Westchester. Μια στιγμή, όμως: για κάτι τέτοια δεν κοροϊδεύαμε τα αμερικανάκια το 2001; Τουλάχιστον εκείνοι είχαν έναν εχθρό (που τον σπονσοράριζαν, άλλοι κι εκείνοι). Εμείς τον κατασκευάζουμε και τον μετασκευάζουμε. Κάθε φορά και πιο αποκρουστικό, με βάση κλεφτές ματιές στο απείκασμα του εαυτού μας στον καθρέφτη (όπως πάει και το στερεότυπο «εικόνα σου είμαι κενωνία και σου μοιάζω»).

ΙΙ.

Εδώ και πέντε χρόνια ήθελα να το πω, αλλά ήθελα να κρατήσω το επίπεδο στο παλιό μπλογκ. Εδώ που είμαστε κοινόβιο, δε με νιάζει:

Πείτε στον ατάλαντο καραγκιοζοπαίχτη να πάψει να κουνάει τα χέρια του. Δε μας βγάζει συμπάθεια. Δε φαίνεται πιο λεβένταρος από όσο είναι. Ότι κι αν του είπαν οι μάγοι, τζουτζέδες και τσαρλατάνοι του που αυτοαποκαλούνται επικοινωνιολόγοι, δεν τον κάνει λαϊκότερο. Ούτε εκφραστικότερο. Κι αυτό να το ξέρει κι ο αδαής παιζοκουβαδάκιας που θα τον διαδεχτεί. Να το κάνω λιανό, πιο σλόγκαν:

Μην κουνάτε τα χέρια σας με αποφασιστικότητα και ευθύνη.
Χαμογελάστε ηλίθια σαν τον Μπλαιρ. Πείτε καμμιά άθλια μαλακία σαν τον Μπερλουσκόνι. Κοιτάξτε αλεπουδίσια το μέλλον σαν τον Πούτιν. Αλλά

Μην κουνάτε τα χέρια σας σε ορθές γωνίες με κοφτές, ρωμαλέες και αντρίκιες κινήσεις.

ΙΙΙ.

Καταλαβαίνω ότι ο έλληνας κυρίως για την πόζα ενδιαφέρεται. Είναι αυτό που οι ανθρωπολόγοι λένε face και που εξυψώνεται σε ‘κούτελο’ και ‘φιλότιμο’ και, υπό ευτυχείς συγκυρίες, σε ‘τιμή’. Μεσογειακή αρρώστια ή και ιδιοσυστασία, άμα προτιμάτε.

Καταλαβαίνω ότι τα κλαμένα μήντια, τα σπαραχτικά δελτία ειδήσεων, η καλλιέργεια πανικού για το έγκλημα και τους αλλοδαπούς δρούνε σαν λιπαντικό ώστε να έχουμε πιο ομαλή επιβολή αντιλαϊκών μέτρων που δε θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης (αλλά θα βοηθήσουν κάποιους να συνεχίσουνε να κερδοφορούν σε καιρούς λίμας και αψιλίας). Άλλωστε, είναι γνωστό: οι φτωχοί φταίνε για όλα. Οι φτωχοί πάνε κι εγκληματούν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει λεφτά για ‘ποινικολόγο’ πρώτα. Οι άσχετοι.

Αντιλαμβάνομαι ότι αιώνες στέρησης, καταπίεσης και υποκρισίας έχουν καλλιεργήσει ένα ήθος που επιτρέπει στον καθένα μας να εκτονώνεται συμβολικά ή και δι’ αντιπροσώπου: είτε με το καρναβάλι, είτε με την πάλαι ποτέ τσόντα, είτε με το σκυλάδικο, είτε με τον Λαζόπουλο.

Αλλά από τίποτε από τα παραπάνω, ακόμα κι αν τα συναθροίσουμε, δεν προκύπτει ότι μπορείτε να μας κοροϊδεύετε όλους συνέχεια. Είπαμε: ή όλους για λίγο, ή μερικούς συνέχεια. Απλή λογική.

Άσχετο υστερόγραφο: Ξύπνησαν κι αυτοί.

Μοναστισμοί

Διαβάζω το Anathem και είναι ατελείωτο. Επίσης, είναι ενδιαφέρον και το πρώτο βιβλίο με τρέιλερ.

Λέω να φτιάξω ένα τρέιλερ για μένα, ένα βιντεάκι-επισκεπτήριο. Δυστυχώς πέθανε ο Don LaFontaine.

Πάντως, το τρέιλερ του Anathem μού θύμισε αυτό.

O Sraosha στην Πόλη των Καταχανάδων

Είχα να πατήσω στη Σαλονίκη χρόνια. Στο αεροπλάνο καθόμουν πίσω από μια οικογένεια ορθόδοξων Εβραίων. Ο μπαμπάς ήταν Ασκενάζης κοκκινοτρίχης. Η μαμά Σεφαραδίτισσα, μικρότερή μου αλλά αργασμένη. Η αγγελόμορφη αδερφή της Σεφαραδίτισσας πρόσεχε δύο από τα πέντε ανήψια της. Αναρωτιόμουνα γιατί ξεκίνησαν αυτοί οι άνθρωποι την εκστρατεία τους από το Τελ Αβίβ για τη Σαλονίκο. Τι περίμεναν να βρουν, τι θα έβρισκαν, πού θα πήγαιναν.

Είχα χρόνια να πατήσω στη Σαλονίκη. Η διαφορά ήτανε πολύ μεγάλη. Την τελευταία φορά που είχα πάει, η πόλη διατηρούσε κάτι από τη γοητεία και τη διακριτική βαρκελωνιά που τη χαρακτήριζε στα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αλλιώς: ακόμα περισσότερος θόρυβος, μούτρα πεσμένα αθηναίικα πλέον, αδιανόητη κίνηση (ακινησία, δηλαδή) που — συνδυασμένη με την περίφημη νωθρότητα του σαλονικιού οδηγού — μετατρέπει την πόλη σε ένα στενόμακρου σχήματος μίγμα Λος Άντζελες και Καΐρου. Η πόλη είναι πια πέρα από φρακαρισμένη. Πέρα από πήχτρα. Είναι πέρα από το έμφραγμα. Μάλλον κατά κάποιον τρόπο πεθαίνει. Κι ίσως είναι αργά και για μετρό πια. Το χειρότερο από όλα είναι πια τα τριπλοπαρκαρίσματα παντού. Παντού. Παντού γεμάτο Μαλακομομπίλ του κάθε Μαλάκαμαν. Παντού.

Για να μη φανεί ότι παριστάνω τον συγκοινωνιολόγο, εντάξει, υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν στον Βορρά (έτσι αποκαλούσε ο πατέρας μου την πόλη και κάποιους κατοίκους της): καλό φαΐ, χορταστικές γυναίκες (αμάν, σαν Πανίκας ακούγομαι τώρα), ωραία χαμόγελα (αν και σπανιότερα, όπως είπα), ωραία συνοδευτικά με τα ποτά, η Μυροβόλος Σμύρνη (στη Μόδιανο), που ανακάλυψε ο πατέρας μου το 1961 και στην οποία πάμε από οικογενειακή παράδοση. Ωραία είναι να σηκώνεις το βλέμμα και να βλέπεις τον Χορτιάτη και τα Κάστρα και την Άνω Πόλη (ο Θερμαϊκός ποτέ δε μου άρεσε). Όμορφα είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά. Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο για να (τις) χαλβαδιάζουμε και να (τις) διασκεδάζουμε. Είναι και για να ζούμε και να δουλεύουμε.

Μια και ανέφερα το όνομα του λαοφιλούς και λαοπρόβλητου παλληκαριού από τον Πόντο (και του σκιώδους αδερφού του που κινεί τα νήματα κατά τους ταξιτζήδες), νομίζω ότι αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού που όντως έχει βλάψει έναν τόπο και δεν έχει απλώς αφήσει τα πράματα να πάνε μόνα τους. Βεβαίως, λόγω εντροπίας και άλλων δεινών, όταν τα πράματα πάνε μόνα τους, πάνε κατά διαόλου, οπότε ίσως να έχω κι άδικο.

Πάντως αυτή τη φορά δεν ένιωσα τη χαρά που ένιωθα παλιά όταν περπατούσα τους δρόμους της πόλης.

(Όνειρε, έπεσε δουλειά, γι’ αυτό δεν ξανατηλεφώνησα.)

Υ.Γ. Είδα αυτό και προβληματίστηκα πολύ.