Πολιτική και νοικοκυροσύνη

Μου έκανε εντύπωση στο ντιμπέιτ των έξι αρχηγών πόσο νοικοκυραίοι φαινόντουσαν όλοι τους. Ήξεραν ότι αγωνίζονται για να αποσπάσουν τις ψήφους του λεγόμενου ‘μεσαίου χώρου’, που στην ελληνική κοινωνία ταυτίζεται με τους νοικοκυραίους. Οι νοικοκυραίοι εμπιστεύονται νοικοκυραίους.

Ο νοικοκύρης δεν είναι απαραίτητα τίμιος — αλίμονο. Τον νοικοκύρη όμως μπορείς να τον εμπιστεύεσαι άπαξ και τον εμπιστευτείς. Μετά κι αυτός δεσμεύεται απέναντί σου, αφού τον εμπιστεύτηκες. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις, όταν είσαι νοικοκύρης.

Το νοικοκυρέικο αντανακλαστικό απαντά σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, γνήσιο υποσύνολο αυτού του κομματιού είναι ο σκληρός πυρήνας της δεξιάς, ένα 20% του εκλογικού σώματος, για το οποίο, δυστυχώς, ο Παττακός είναι φυλακή και το οποίο προτιμάει ησυχία, αρβύλα, ερπύστρια, διορισμούς και παροχές από όλες αυτές τις μπούρδες που συζητάμε εμείς οι ιδεόληπτοι διανοούμενοι. Το υπόλοιπο 80% του εκλογικού σώματος ασμένως αρκείται μόνο σε διορισμούς και παροχές, ενόσω κάθε τόσο εμφανίζεται κάτι επιπλέον για να εκτονώνει την πατριωτική του περηφάνεια και να δικαιώνει το συλλογικό του υποκείμενο: Κυπριακό, ένταξη στην ΕΟΚ, όψιμος μακεδονισμός, αντιαμερικανισμός, ευρώ, Ολυμπιακοί, αντιτουρκισμός, ξενηλασία…

Ακόμα ζορίζομαι και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Μίστερ Νιντέντο κι ο Καρατζαφέρης εμπνέουν εμπιστοσύνη (ο Γιωργάκης είναι αδύνατον να εμπνεύσει οτιδήποτε που να προσεγγίζει την έννοια της εμπιστοσύνης — η απελπισία θα μας τον φέρει). Φταίει το ότι πάω με τον σταυρό στο χέρι.

Σκεφτείτε ωστόσο σαν νοικοκύρης. Ο μεν Νιντέντο εμπνέει εμπιστοσύνη λόγω του ότι όντως είναι τίμιος: δείχνει αυτό που είναι. Όπως έλεγε κι ο ανεκδιήγητος Λαλιώτης, το είναι και το φαίνεσθαί του ταυτίζονται. Το είναι του: αυτό του μετρίως μέτριου και πάντα (;) μετρημένου γόνου, του λεβέντη και καραμπουζουκλή στους τρόπους και παθητικού στα έργα. Μετράν αυτά. Κιμπαριά. Λεβεντιά. Αντριλίκι.

Όσο για τον Καρατζαφέρη, εμένα μου θυμίζει ιδιοκτήτη ταξί — που όμως το δουλεύει ακόμα γιατί ο άλλος, ο πιτσιρικάς, είναι καλό παιδί αλλά λίγο χάπατο — που κάνει και βρωμοδουλίτσες με λαθραία τσιγάρα και γυναίκες (συγγνώμη, αυτές είναι οι παραστάσεις μου). Γιατί λοιπόν τον εμπιστεύονται; Γιατί είναι λεβέντης. Άντρας. Φοράει παντελόνια. Τα λέει στα ίσια. Λίγο είναι αυτό; Κιμπαριά. Λεβεντιά. Αντριλίκι. Επιπλέον, είναι παιδί της πιάτσας, άμα θες θα σου την κάνει την εξυπηρέτηση, θα σου βρει τον καλό τον δικηγόρο, τον σωστό τον φαναρτζή. Έχει άκρες. Φαίνεται ο άνθρωπος.

Τι θέλω να πω. ΠΑΣΟΚ ψήφισα μια φορά, για να μην έρθει ο Νιντέντο, ο οποίος έκτοτε μου φαινόταν ανίκανος. Έχω μετανιώσει πικρά που ψήφισα ΠΑΣΟΚ. Κατά τα άλλα, Συνασπισμό. Υπάρχει όμως (τουλάχιστον ένα) πρόβλημα με τον Συνασπισμό: είναι ένα κανονικό αριστερό κόμμα σε λάθος χώρα.

Ο Συνασπισμός στην ιδανική του μορφή (γκουχ) απευθύνεται σε μορφωμένους ανθρώπους που εργάστηκαν κι εργάζονται και σε φτωχούς ανθρώπους που παραδέχονται ότι είναι φτωχοί. Στη χώρα των νοικοκυραίων, ο Συνασπισμός δεν μπορεί λοιπόν να έχει κοινό. Πρέπει να φύγει λοιπόν, να πάει αλλού. Βορείως των Άλπεων και βάλε.

Σπεράντζα Βρανά

Στενοχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου της. Μία από τις ελάχιστες δημόσιες φιγούρες που δεν την έδερνε η μούρη, η καφρίλα και η πόζα που μας ακολουθούν παντού. Σαν να μην είχε να αποδείξει τίποτε σε κανένα, αντίθετα με σχεδόν όλους τους άλλους.

Ο θάνατος


στους γονείς, που αυτά δεν τα διαβάζουν, όσο είναι καιρός

Όταν ο θάνατος πάρει πρώτα πολύ κοντινό σου άνθρωπο, γίνεται — φυσικά — τραυματικό γεγονός. Αν οι ψυχές μας είναι σαν σπίτια, ο θάνατος κοντινού ανθρώπου πέφτει σαν κάτι βόμβες διάτρησης που ξεκοιλιάζουν τα πάντα και αφήνουν το κάδρο μιας πρόσοψης ή, στην καλύτερη περίπτωση, ξεκάνουν τον τέταρτο τοίχο της ψυχής, καθιστώντας την σκηνή για αγριότητες, ένα πρώην οικείο και άνετο και όλο θάλπος χώρο που έξαφνα έγινε θέατρο για να χαζεύουν την ερημιά του οι περαστικοί. Πιο άγριο πράγμα από το πένθος για αγαπημένο άνθρωπο δεν ξέρω. Έτσι, θα θυμάμαι για χρόνια το σχετικό ποστ του θας — ένα από τα λίγα κείμενα που ακόμα με κάνουν να ριγώ. Κάτι τέτοια διαβάζαμε προ τετραετίας και θέλαμε να μπλογκάρουμε σα ζουρλοί, παράφορα. Όχι παραπολιτικά εμέσματα και περισπούδαστα γαβγίσματα επηρμένων πεκινουά, τάχα μου πάνσοφων τιμητών και κριτών της οικουμένης.

Ήμουνα τυχερός. Ο θάνατος τέσσερις φορές απλώς ήλθε κι έγδαρε τους σοβάδες, έγλειψε και κάπνισε τους εξωτερικούς τοίχους, έσπασε κεραμίδια. Ήμουνα δέκα χρονών όταν χάσαμε τη γιαγιά μου, μικρότερη από την κόρη της σήμερα, μετά ήτανε σειρά της ξαδέρφης μου, μικρότερη από μένα σήμερα, μετά ήταν ο θείος, μετά από πόνο, μικρός κι αυτός, μετά ήρθε ο παππούς στα 87 και τα κορακοζώητα αδέρφια του, μετά ο άλλος παππούς, στα 94, ο γλυκύς και πράος, στου οποίου την κηδεία δεν πήγα απλώς γιατί «δεν ήθελα».

Ήμουνα τυχερός λοιπόν. Στο μεταξύ έκανα επισκευές, βαψίματά και μερεμέτια, μονώσεις κι ενισχύσεις, άλλαξα τη στέγη και στόκαρα όσα σώζονται με στοκάρισμα. Νομίζω ότι είμαι έτοιμος για τον σκληρό πυρήνα του πένθους όταν θα χτυπήσει τη στέγη. Νομίζω. Ποντάρω στην ελάχιστη βλάβη όταν έρθει η ώρα εκείνη: ίσως οι πάνω όροφοι μόνο. Ίσως η οικοσκευή. Ίσως τα πατώματα αντέξουν. Ίσως απλώς τα τζάμια θα φουσκώσουν στιγμιαία και μετά θα πέσουνε βροχή στον δρόμο, σα βροχή, σα χαλαζάκι, ίσως σε μεγάλα κομμάτια που θα συντριβούν στον δρόμο κάνοντας τους περαστικούς να σαστίσουν στιγμιαία.

Πικρότερο από το πένθος είναι η απουσία. Πιο πολύ από την απουσία, στο πένθος καίει η ενοχή: η ενοχή εκείνη που είναι η χειρότερη παρενέργεια της αγάπης. Αναρωτιέσαι αν ο άνθρωπος που έχασες ένιωσε ποτέ την αγάπη σου. Αν την ένιωσε και το ξέρεις, αναρωτιέσαι αν την ένιωσε αρκετά συχνά (και ξαφνικά το Always on my mind λέει κάτι πολύ πικρό). Αν την ένιωθε και το ήξερες, αναρωτιέσαι εάν η αγάπη σου φώτιζε τη ζωή του όπως η δική τους αγάπη — αυτόματη, αυτονόητη, αμετάβλητη, αδιαπραγμάτευτη — έκανε τη δική σου τόσο σταθερή, τόσο ελεύθερη, τόσο πλούσια και λίγο πιο όμορφη.

Η μοναξιά είναι ωραία. Τα αποτελέσματα του πένθους τελικά επιδιορθώνονται, και νέες προσόψεις ξαναχτίζονται, σχεδόν όπως οι παλιές, ίσως λίγο διαφορετικές, κάποτε καινούργιες από την αρχή. Η απουσία της αγάπης είναι η έρημος, το μέσα ερείπωμα.

Μιλάμε για πολλά ναρκωτικά…

Θα ξεκινήσω συνοψίζοντας το συμπέρασμά μου: η στάση μας απέναντι στα ναρκωτικά είναι ξεκάθαρα στάση ηθικού πανικού, οι «κραυγές αγωνίας» μας για τα ναρκωτικά είναι ο βρυχηθμός των εχθρών της ανοιχτής κοινωνίας — δηλαδή σχεδόν ολωνών μας.

Πρώτα-πρώτα, είναι πια σχεδόν αυτονόητο ότι ο ορισμός ‘ναρκωτικό’ πρέπει να περιλαμβάνει και τον καπνό, και το οινόπνευμα αλλά και τον καφέ. Ναι, λένε κάποιοι, αλλά κάπου πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή: από ‘δω κάτι να ξεδίνεις, από ‘κει τα παράνομα. Δε δέχομαι κάτι τέτοιο: από τη στιγμή που βλάπτω μόνον τον εαυτό μου και κανέναν άλλο, ας κάνω και αμόλυβδη 100άρα, ας κάνω και αμίαντο. Αλλά μόνον εμένα (γι’ αυτό και προφανέστατα είμαι υπέρ της απαγόρευσης του τσιγάρου σε δημόσιους χώρους).

Εντάξει, θα πει κάποιος, ωραία αρχή αλλά δεν πρόκειται να επιβληθεί σύντομα. Σύμφωνοι. Μέχρι τότε ποια θα είναι όμως τα κριτήρια με βάση τα οποία τραβάμε τη γραμμή;

Αν μιλάμε για αριθμό θανάτων, τότε το κάπνισμα, το οινόπνευμα, τα μπέργκερ, τα κοντοσούβλια, η χλωρίνη, οι μακαρονάδες ντελίβερι, οι μαρς και τα τουίξ, τα αυτοκίνητα, τα βρώμικα και οι τυρόπιτες θα έπρεπε να κηρυχτούν εκτός νόμου αύριο, με το χασίσι και τη μαριχουάνα να περνάνε στη νομιμότητα μαζί με τον καφέ.

Αν μιλάμε για σωματικό εθισμό, ότι δηλαδή πονάς και ξερνάς και στρίβεσαι φρικτά και υποφέρεις για βδομάδες όταν χτυπάς στερητικό, τότε και πάλι το χασίσι, τα τριπάκια και κάποια χάπια και το έκστασυ (νομίζω) πρέπει να νομιμοποιηθούνε, με τις γνωστές ουσίες (κόκα κι ηρωίνη) να παραμείνουν εκείθεν της νομιμότητας.

Φανταστείτε όμως τώρα ότι σκεφτόμαστε ως εξής, όπως σε γενικές γραμμές σκέφτονται όσοι είναι της καταστολής και της απαγόρευσης: με τα ναρκωτικά κολλάς. Όλη η ζωή σου περιστρέφεται γύρω από αυτά. Ο εθισμός σου καταστρέφει τη ζωή. Χωρίς να θέλω να τραγουδήσω παλαιοαναρχικές κορώνες ότι όλη η κατανάλωση είναι έτσι, κι ότι άρα είμαστε όλοι πρεζόνια, έχω τις εξής αντιρρήσεις:

Η μεγάλη πλειοψηφία όσων κάνουν ναρκωτικά δε φαίνεται να κολλάν έτσι, με εξαίρεση την πρέζα βεβαίως: όσους ξέρω να έχουνε κάνει πρέζα, έστω και μια φορά, τελείωσαν. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι που εθίζονται και καταστρέφονται κι από άλλες ουσίες — ξεκάθαρα. Από την άλλη πάλι υπάρχουν άνθρωποι που εθίζονται στην πολυφαγία και καταστρέφονται, που εθίζονται στον τζόγο και καταστρέφονται, που τους ρουφάει μέσα η «νύχτα» είτε ως κωλόμπαρα είτε ως σκυλάδικα και πουλάνε την οικογένειά τους κτλ. Και για τα τέσσερα αυτά, έχω περιπτώσεις κοντινών μου ανθρώπων. Ξέρω επίσης για ανθρώπους που τους ρούφηξε το θέατρο ή ο έρωτας και καταστράφηκαν. Με άλλα λόγια, πολλές φορές το ναρκωτικό είναι μόνο η αφορμή.

Ναρκωτικά υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν. Στο κάτω κάτω τι είναι πιο ισχυρό: ένα γάρο ή η ερωτική επιθυμία; ένα τριπάκι ή η καύλα; δυο χαπάκια ή το μεράκι; Πόση τέχνη και πόση δουλειά δημιουργική, επιστημονική ή και απλή πολύτιμη λάντζα δεν έχουνε βγει χάρη σε κάποια ουσία; πόσοι από μας δεν υπάρχουμε γιατί οι γονείς μας ήτανε φτιαγμένοι ή μεθυσμένοι; και πάει λέγοντας…

Ειλικρινά δεν ξέρω με βάση τα κοινωνικά δεδομένα και τις πραγματικότητες της Ελλάδας ποια θα ήταν η σωστότερη πολιτική. Αυτό που θέλω να δω όμως είναι το εξής: η συζήτηση για τα ναρκωτικά να γίνεται με βάση ορθολογικούς όρους, όπως έγινε κάποτε στη χώρα μας η συζήτηση για την αποποινικοποίηση της μοιχείας λ.χ., και να προχωρήσουμε σε κάποια διαχείριση του θέματος χωρίς μεταφυσικού χαρακτήρα υποστασιασμό των ναρκωτικών ως απόλυτου κακού. Άλλωστε, όπως θα σας πει κι ο Χοιροβοσκός, (απόλυτο) κακό δεν υπάρχει, είναι μη ον.

Δύσκολες υποθέσεις

Στα εικοστά μου γενέθλια περίμενα καλά δώρα. Τρελαίνομαι να μου φέρνουν δώρα αλλά ποτέ δεν μπορώ να διαλέξω όταν με ρωτάνε τι δώρο θέλω. Επίσης, από παιδί, μαραίνομαι άμα μου φέρνουνε ρούχα για δώρο. Τέλος πάντων, περίμενα πώς και πώς το δώρο του καλύτερού μου φίλου. Ο άνθρωπος έχει πελώριο ταλέντο στα δώρα. Για να καταλάβετε, για γαμήλιο δώρο μού έφερε ένα τηλεσκόπιο, που είναι με διαφορά το πιο γαμάτο δώρο που μου έχουνε κάνει ποτέ.

Χτυπάει το κουδούνι, και μπαίνει μέσα ο Γιώργος (ας τον πούμε ‘Γιώργο’: τους μισούς μου φίλους και βάλε τους λένε ‘Γιώργο’). Είμαστε τώρα στα εικοστά μου γενέθλια. Η τότε φίλη μου (νομίζω ότι, τόσα χρόνια μετά, αν τυχόν και πάρει χαμπάρι να τη λέω γκόμενα, θα στενοχωρηθεί: ε, κρίμα είναι) είχε ήδη έρθει και μου είχε αγοράσει πιθανότατα τα άπαντα του Σεφέρη, ή την Οδύσσεια στο πρωτότυπο ή δε θυμάμαι κι εγώ πια.

Βγάζει λοιπόν ο Γιώργος από μια τσάντα δισκάδικου το Σαμποτάζ της Πλάτωνος. Πανάκριβο συλλεκτικό κομμάτι τότε, καταργημένο πριν από χρόνια, ένας θεός ξέρει τι πλήρωσε για να μου το αγοράσει. Έτσι λοιπόν σάστισα, έπρεπε να ελέγξω τους μύες του προσώπου για να μη δείξουν απογοήτευση (δεν ξέρω κι εγώ τι περίμενα, αλλά αυτό σας το είπα πριν).

Έβαλα τον δίσκο να τον ακούσω την επόμενη μέρα. Με τσάντισε αμέσως και τον θυμάμαι με αποστροφή. Μια κακοχυμένη Λιλιπούπολη για ενήλικες, σαν τσιριχτά τραγουδάκια για νηπιαγωγείο παλιμπαίδων. Οπερατικές τσιρίδες και πρώιμα σύνθι, ενώ η φωνή του Παλαμήδα μου προκαλούσε αφόρητο εκνευρισμό. Οι στίχοι της Κριεζή, ας μην το συζητήσω, μεγάλη πίκρα. Το ‘Πτήση 601 για Βουδαπέστη’ ήτανε το μόνο υποφερτό τραγούδι του δίσκου, κι αυτό τέλος πάντων. Ούτε η φωνή της Γιαννάτου δεν ήταν ικανή να χρυσώσει το χάπι ή τέλος πάντων να ζαχαρώσει τον δίσκο.

Έβαλα τον πολύτιμο δίσκο στο βρακάκι και στη θήκη. Τον ξανάκουσα μετά από έξι μήνες. Μετά τον ξανάκουσα μετά από χρόνια. Εντυπώσεις απαράλλαχτες. Μόνο μετά από πολλά χρόνια κατάφερα να πω στον Γιώργο τις εντυπώσεις μου. Τον δίσκο βεβαίως τον φυλάω ακόμη σαν αυγό Φαμπερζέ.

Αυτό λοιπόν δεν είναι ένα ποστάκι για την ιστορική ή αισθητική βαρύτητα του Σαμποτάζ, για το ότι δεν αντέχω το oeuvre της Πλάτωνος ή για τα λάθη της ηχώς ή της νεότητας. Είναι ένα ποστ για πολύτιμα δώρα που δε μας αρέσουνε καθόλου.