Διαβάζω και καταλαβαίνω.
Διαβάζω και εμβαθύνω.
Βρίζω σε ποστ του ολντμπόυ επιθυμώντας να βγω ψεύτης.
Διαβάζω και καταλαβαίνω.
Διαβάζω και εμβαθύνω.
Βρίζω σε ποστ του ολντμπόυ επιθυμώντας να βγω ψεύτης.
Ετοίμαζα ένα ποστ με αφορμή το κείμενο της Σχινά για το σεξ στην αμερικανική λογοτεχνία.
Επίσης είχα στον νου μου να γράψω για τον Ian McEwan, με αφορμή ένα κείμενο για το τελευταίο του μυθιστόρημα Solar.
Έχει όμως πέσει αρκετή δουλειά και δεν ασχολήθηκα. Κάποια στιγμή κάθησα να φάω μεσημεριανό. Αρχίζει μια διαφήμιση στην ΕΡΤ sat. «A! Ήθελα να σου πω γι’ αυτό.», είπε η συμβία.
Ήτανε μια διαφήμιση (που δε βρίσκεται με τίποτε στο youtube) στην οποία το ελληνικό δημόσιο ισχυρίζεται ότι «η Ελλάδα δεν είναι εγκλωβισμένη» και μας καλεί, εμάς της διασποράς, της ομογένειας κτλ., να καταθέσουμε στον λογαριασμό αλληλεγγύης για την απόσβεση του δημοσίου χρέους στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Τέλειωσα το φαγητό, έφαγα ένα κομμάτι πάστα φλώρα που έφτιαξε χτες η συμβία και κάθησα να γράψω αυτό το ποστάκι.
αλλά σημείωμα.
Παραπονιόμουν εδώ ότι ο καθένας λέει το κοντό και το μακρύ του κι ότι δεν έχει και καμμιά αντίληψη του ότι λέει παπαριές. Κι αναρωτιόμουν ο κακομοίρης πώς και γιατί.
Τρία χρόνια μετά μου έφεξε κι εμένανε. Γιατί «η γνώμη του ειδικού δεν είναι απλώς ‘ισοβαρής’ με του οποιουδήποτε, είναι υποδεέστερη«; Πώς «μπορεί κανείς να επικαλεστεί την Αυθεντία με τους πιο αδόκιμους (και αδόκητους) τρόπους»;
Είναι πολύ απλό: οι περισσότερες δημόσιες συζητήσεις στην Ελλάδα ενορχηστρώνονται ώστε να διεξάγονται μεταξύ άσχετων και, πάρα πολλές φορές, μεταξύ γενικώς αγράμματων.
Και, φυσικά, οι περισσότερες δημόσιες συζητήσεις απευθύνονται σε ηθικολόγους αγράμματους με παραισθήσεις μεγαλείου ή και σύμπλεγμα καταδίωξης. Ας όψεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα που μας μαθαίνει αρχαία (;) κι αποστήθιση, να γράφουμε εκθεσούλες, να περνάμε (;) εξετάσεις και να συλλέγουμε πτυχία.
Να μας πάρει ο διάολος, να τελειώνουμε με το μεγάλο χιμαιρικό πρότζεκτ του δυτικού πολιτισμού που λέγεται «νέος ελληνισμός». Αρκούν 250 χρόνια φούμαρα: ό,τι χτίστηκε, χτίστηκε. Να γίνουμε κι εμείς η μικρομεσαία χώρα που είμαστε, με τις παραδόσεις μας, με τις ευαισθησίες μας, με τις μαλακίες μας, με τα δικά μας.
Εντάξει, θα βγει πάλι ο καλός μου φίλος να μου πει ότι σιγά-σιγά μετατρέπομαι σε Σεφέρη (μακριά από πάνω μας! φτου φτου κακό!), αλλά εάν μου έλεγε κάποιος πριν πέντε ή δέκα χρόνια ότι όλα θα μου πηγαίνουν καλά (δόξα Σοι ο Θεός) και ότι θα νιώθω δυστυχισμένος από το τι γίνεται στην Ελλάδα, θα κακάριζα στα γέλια. Εάν επίσης μου έλεγε ότι θα μίλαγα με την τηλεόραση σαν τη γιαγιά μου που μπινελίκωνε την κακιά στρίγγλα όταν έβλεπε Εσμεράλδα και Σκλάβα Ιζάουρα, ε, θα τον μούτζωνα.
Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι.
Ο παππούς (συζυγος της γιαγιάς που λέγαμε) είχε ένα μόττο: «ου με πείσεις καν με πείσης», που τάραζε και αναστάτωνε την παιδική ψυχούλα μου (που λέμε). Το χρησιμοποιούσε συχνά όταν τον στρίμωχνες. Υπενθυμίζω ότι ο παππούς ήταν του γένους «Ξεροκέφαλου», Θεός σχωρέσ’ την προγιαγιά μου. Τέλος πάντων, θυμάμαι που τον ρωτούσα πώς γίνεται να μην πειστεί κάποιος ακόμα κι αν πειστεί, δεν το καταλάβαινα αυτό το πράμα. Απαντούσε ότι άμα είσαι σίγουρος για κάτι, δεν αλλάζεις γνώμη ακόμα κι αν σε πείσουνε με επιχειρήματα. Έτσι: Έλληνας: οι πεποιθήσεις πάνω από τα επιχειρήματα. Και τώρα, δεκαετίες μετά καταλαβαίνω, έτσι πιο βιωματικά, τουλάχιστον πώς συμπεριφέρεται κάποιος που δε θα πειστεί ακόμα κι αν πειστεί. Αφού η αμετανοησία και η σολιψιστική αυτοδικαίωση είναι η εθνική μας ιδεολογία. Ξεχάστε τις ορθοδοξίες και τις παραδόσεις, τέλειωσαν αυτά. Αρκεί να φταίνε πάντα οι άλλοι.
Τα υπόλοιπα, ευκόλως εννοούμενα που λέμε, παραλείπονται.
Κατανοώ βεβαίως ότι δεν πιάνω τον σφυγμό του απλού ανθρώπου, τον καημό της Ρωμιοσύνης και τον παλμό του κοσμάκη αλλά δεν είμαι ντιπ για ντιπ. Όχι. Γι’ αυτό κι αισθάνομαι κάπως άσχημα που δεν το είχα πάρει πρέφα καθόλου. Δεν εννοώ τον υποκριτικό βικτωριανισμό του Έλληνα, αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Εννοώ την ανήκεστη πείνα του Έλληνα και της Ελληνίδας. Αν κρίνω από την απίστευτη απήχηση του ντιβιντί. Δεν μπορεί όλο αυτό το τρελό το μπρουχαχά και το πανηγύρι να οφείλεται στο ότι όλος αυτός ο κόσμος (συμπεριλαμβανομένης λ.χ. της θείας της Πίτσας) ήθελε να δει ντε και καλά το γνωστό ξανθό κομοδινάκι να βατεύεται. Μάλλον άντρες και γυναίκες, Ελληνίδες κι Έλληνες, ήθελαν πώς και πώς να δούνε κάποια να το κάνει, οποιαδήποτε. Όποια να ‘ναι. Όχι γιατί δεν το κάνουν οι ίδιοι και οι ίδιες. Παρά γιατί μάλλον δεν πολυκαλοπερνάνε. Έτσι φαίνεται.
Ανάθεμα στις τηλεοράσεις στις κρεβατοκάμαρες, δηλαδή.
Είπαμε: εμείς πάντως δε φταίμε.
Ο kukuzelis με έχει κατά καιρούς ενθαρρύνει να αφοσιώνομαι περισσότερο στις στιγμές, στις λεπτομέρειες. Απόψε θα ασχοληθώ λοιπόν μόνο με λεπτομέρειες.
1.
Αυτό το κείμενο. Μιλάει για μια σημαντική λεπτομέρεια. Τελικά, η Αριστερά πρέπει να αποφασίσει για ποιους θα αγωνίζεται: τους μανδαρίνους; τους συμβασιούχους; τους απολυμένους εργάτες; Επίσης, με ποιον σκοπό; Να περνάν άνετα; Να μη χάσουν κεκτημένα; (υπάρχουν μανδαρίνοι λ.χ. διοικητικοί στη ΔΕΗ που θα έπρεπε να χάσουν πολλα κεκτημένα). Δεν μπορεί να είναι η Αριστερά τα πάντα τοις πάσι.
2.
Η αηδία που θα στείλουμε στη Γιουροβίζιον. Αηδία. Ζυγίζουμε τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς, πώς θα ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους. Κι αποφασίζουμε. Σα νευρωσικά παιδιά φορτικών γονιών. Έχουμε κολοσσιαίο σύμπλεγμα κατωτερότητας σα λαός, αναμετριόμαστε συνέχεια με το «παρελθόν μας» και βγαίνουμε λειψοί. Αντίστοιχο σύμπλεγμα, απ’ ό,τι ξέρω, έχουνε κι οι κακομοίρηδες οι Τούρκοι που μισεί, αντιπαθεί ή περιφρονεί σύσσωμη η υφήλιος (εκτός, ξέρω γω, από τους Αζέρους)· εκείνοι πάλι αναμετριούνται επανειλημμένα με την εξιδανικευμένη Δύση (η πρόσφατη, σχεδόν κωμική, συνέντευξη του Παμούκ στο περιοδικό της κυριακάτικης Καθημερινής είναι χαρακτηριστική).
3.
Θεατρικά κείμενα. Σας παρακαλώ. Έχουμε ίσως το καλύτερο θέατρο στην Ευρώπη. Μην ανεβάζετε θλιβερά κείμενα κουτών Ισπανών, Εγγλέζων, Πετσενέγων και Τολτέκων. Δεν περπατάνε. Κρίμα τους σκηνοθέτες, κρίμα τους ηθοποιούς.
4.
Ξινά μούτρα. Δεν ξέρω εάν, όπως ισχυρίζεται ο Τσαγκαρουσιάνος, οι Αθηναίοι έχουν τα πιο ξινισμένα μούτρα της Ευρώπης. Οι Μοσχοβίτες, λ.χ., δεν πάνε πολύ πίσω. Ξέρω ότι στην πατρίδα μου η ευγένεια υποκρύπτει υστεροβουλία και το αυθόρμητο χαμόγελο και η καλή διάθεση μαρτυρούν ιδιωτεία. Δεν είναι μάλλον τυχαίο που μισούμε τους χαμογελαστούς κοσμοκράτορες.
5.
Ο κύριος Σαμαράς μίλησε για αυτοκριτική και αυτοκάθαρση του Κόμματός του. Προτείνω μια εναλλακτική ερμηνεία: το Κόμμα έκανε και κάνει ό,τι κάνει όταν το κάνει και όπως το κάνει γιατί δε γίνεται να κάνει αλλιώς. Μετά κάνει αυτοκριτική. Τζάμπα είναι. Στην πραγματικότητα, «ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε». Αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο για το Κόμμα που επί πενταετία κυβερνούσε με γνώμονα το πολιτικό κόστος και πλοηγό τις δημοσκοπήσεις.
6.
Όπου κουβαλούν το σχολείο τους μαζί τους οι Έλληνες, κουβαλάνε μοιραία και τις εμμονές τους αλλά, κυρίως, τον απομονωτισμό τους, την οργάνωσή τους σε μικρά γκέτο: είτε στα χωριά των γκασταρμπάιτερ, είτε στα εγγλέζικα κάμπους, είτε στη Μελβούρνη. Θέλουνε πάντα να νιώθουν ταμπουρωμένοι στο δικό τους τοπικό χάνι της Γραβιάς. Κι ας μην ξέρουνε που πέφτει η Γραβιά. Ούτε εγώ ξέρω.
7.
Οι ηλικιωμένοι, οι δικοί μας ηλικιωμένοι, καταδικασμένοι σε απραξία και τηλεόραση. Σε μια κοινωνία και μετά από ένα σχολείο που αποθαρρύνει οτιδήποτε δημιουργικό, ιδίως άμα είναι ευχάριστα δημιουργικό: βιβλίο, μουσική, σκίτσο — κάτι. Τουλάχιστον οι μεγαλύτερες ηλικιωμένες γυναίκες ξέρουν εργόχειρο.
Παίρνεις ένα στάνταρ τραγουδάκι των Morcheeba, το ρίχνεις πάνω στο Street Spirit και βγάζεις κάτι υποβλητικό και κάπως ψυχοβγαλτικό:
Ίσως το αγαπημένο μου mashup από τότε που το άκουσα σε ένα ταξί που έπαιζε Red FM, κούρσα νυχτερινή από τον Πειραιά.
Διάβασα το επετειακό του old boy και συνειδητοποίησα ότι συμπλήρωσα πενταετία στην ελληνική μπλογκοκοινωνία. Διαβασα το πρώτο πραγματικό μου ποστ. Μετά, το δεύτερο. Πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αντίθετα με τον old boy δεν ξέρω να σας πω για τη γραφή. Γράφω ό,τι μου κατέβει, όταν μου κατέβει, νύχτα συνήθως.
Το κάτωθι αναρτημένο είναι — παραδόξως — συμπαθητική διασκευή ενός συμπαθητικού τραγουδιού. Συμπαθητικού για μένα, όπως κάποιοι συμπαθούν τη Βίνα Ασίκη ή τη Βάνα Μπάρμπα των βιντεοταινιών (εμένα με συγκινούσε η Ρένα Παγκράτη, μου άρεσε το παραπονιάρικο νάζι της). Το βίντεο είναι έγια μόλα έγια λέσα, αλλά στο πνεύμα των ημερών: η καψούρα κι ο παραδοσιακός τουρκοκαρραλίδικος νταλκάς αποδίδονται ως ελεφρύ εσ-εν-εμ με αφέντρες στα λάτεξ και τεκνά στα δερμάτινα. Νάις.
Το βίντεο του Μαζώ φυσικά θυμίζει αυτό, αν και η Γκάγκα είναι ταλέντο και — αν υπάρχει δικαιοσύνη και mutatis mutandis, που λένε — η κοπέλα θα κάνει μια καριέρα δυόμιση φορές σαν της Μαντάνας. Κι αυτό παίζει στο πνεύμα των ημερών: Χαλασμένη Σχέση.
Όμως. Το παρακάτω τραγούδι παίζει συνέχεια μέσα στο κεφάλι μου, όταν δεν παίζει στο άιποντ.
Γράφει ο Ολντμπόυ ο Μέγας:
[…] όταν το 1999 όλη η Ελλάδα μπήκε στο χρηματιστήριο για να βγάλει λεφτά σε μια μέρα, η κερδοσκοπία ήταν προφανώς καλό πράγμα. Ένας λαός φάνηκε να μην έχει ηθικό κώλυμα να πλουτίσει χωρίς κόπο, χωρίς αξία, χωρίς έργο, με αέρα κοπανιστό. Και μπορεί πέρσι το σλόγκαν «το νόμιμο είναι και ηθικό» να λοιδωρήθηκε, αλλά τουλάχιστον δυο δεκαετίες τώρα η ηθική είχε περίπου ταυτιστεί με τη μαλακία.