Ήτανε, και είναι, ντυμένη είτε φτωχικά είτε σαν κόρη οικογένειας θρησκευάμενης — ακόμα δεν ξέρω ποιο από τα δύο, αλλά νομίζω και τα δύο. Τον καιρό που πρωτομετακομίσαμε στη γειτονιά πέρναγε πολλές ώρες στο γωνιακό μαγαζάκι της κυρα-Ελένης (ψυγείο Έβγα, τσιγάρα, αναψυκτικά): όταν πήγαινα για κανα θέλημα την έβρισκα συνήθως εκεί. Δεν ξέρω τι συζητούσε με την κυρα-Ελένη, ίσως απλώς να την άφηνε να κάθεται στο σκαμνάκι κοντά της για παρέα. Δεν ξέρω. Αργότερα έκλεισε το μαγαζάκι της η κυρα-Ελένη, πήρε σύνταξη, και δε βλέπαμε τόσο συχνά το κορίτσι με το βγαλμένο μάτι, συνήθως να περνάει μπροστά από το σπίτι πηγαίνοντας μάλλον στο δικό της. Πρέπει να μένει πολύ κοντά στους δικούς μου. Καμμιά φορά σταματούσε στον καινούργιο μανάβη στη γωνία και ψιλοκουβέντιαζε, στον Αλβανό μανάβη, όπου πολλοί ακόμα δεν πάνε, γιατί είναι Αλβανός. Μετά έφυγα από τη γειτονιά και την ξέχασα τελείως, μέχρι προχτές.
Τον καιρό που έμενα στη γειτονιά αναρωτιόμουν για την ερωτική ζωή αυτού του κοριτσιού. Προχτές σχεδόν βεβαιώθηκα, έτσι όπως την κοίταξα αφ’ υψηλού, ότι δεν πρέπει να υπάρχει, τουλάχιστον όχι όπως την ονειρεύονται τα κορίτσια. Είναι ένα με τρία χρόνια μεγαλύτερή μου, αλλά από ψηλά φαινόταν ακριβώς όπως πριν 25 χρόνια. Θυμήθηκα ότι τότε μου θύμιζε εκείνο το εντεκάχρονο παράλυτο κορίτσι στη Σάμο, την ύπαρξη του οποίου οι γονείς της, στενοί φίλοι συγγενών μου, είχανε καταφέρει να κρύψουν από τα μάτια του κόσμου για χρόνια — την είδαμε τυχαία το 1982, παρκαρισμένη μέσα στο οικογενειακό αμάξι να περιμένει ήσυχα να λήξει μια κοινή οικογενειακή εκδρομή.
Δεν ξέρω τι σημαίνουν αυτά. Τίποτε μάλλον.
Το σοκ της μη ζωής. Χειρότερο ακόμη όταν επιβάλλεται από φύση και ανθρώπους. Πώς όλα γυρνάνε ανάποδα μέσα σου όταν το βλέπεις – η φρίκη να παλεύει με την ανήμπορη(;)ενοχή σου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Όταν το πρωτοδιάβασα δεν ήξερα ότι θα μου εντυπωθεί τόσο, αλλά τελικά αυτό το τσιτάτο με συνοδεύει κάθε φορά που νιώθω αυτό το σύνθετο συναίσθημα απελπισίας για την ανθρώπινη φύση, φρίκης και αποστροφής: «Κι έφτασε κάτω απ' τη γη η αποστροφή μου για την ανθρώπινη φύση. Κι έπειτα θυμήθηκα το κύμα και το ρομπότ. Η μηχανή και η φύση ποτέ δε θα μου προκαλούσαν εμετό. Μόνο ο άνθρωπος.»
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αρχές Ιουλίου έβλεπα ένα ντοκυμαντέρ για τον Πύργο των Κρανίων στη Νις της Σερβίας. Μόλις είχα σηκωθεί από βαρύ μεσημεριανό ύπνο, η ώρα που είμαι ευάλωτος, και η αποστροφή και φρίκη που ένιωσα με ξύπνησε άγρια. Μετά ο ξεναγός είπε κάτι που με έκανε να νιώσω πραγματική φρίκη που δεν έσβησε παρά μετά από μέρες, ότι δηλαδή κάποια κρανία λείπουν γιατί πήγαιναν οι γονείς των νεκρών και τα ξεκόλλαγαν για να τα θάψουν. Αρρώστησα στη σκέψη.Ήθελα να το εντάξω αυτό στο ποστ, αλλά μου φάνηκε αφόρητος ο υπόρρητος (;) διδακτισμός της αντίθεσης ανάμεσα σε γονείς που θρηνούν νεκρά παιδιά τους και σε γονείς που (έστω και συμβολικά) απαρνιούνται τα ζωντανά αλλά λαβωμένα παιδιά τους.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!