Markab

Όχι, τίποτα δεν είναι απλό έτσι όπως το κοιτάζεις. Ναι, μπορεί οι ανθρώπινες συμπεριφορές να είναι προϊόν αλληλεπίδρασης απλών αρχών, βασικών επιθυμιών, πακτωμένων φόβων, ιδεασμών, αποστεωμένων αντιλήψεων. Αλλά το κλειδί βρίσκεται στην αλληλεπίδραση αυτών και άλλων παραγόντων, αυτή κάνει τον ψυχισμό του καθενός μας άβυσσο ή, ακόμα καλύτερα, ένα πολύπλοκο πλάσμα, σαν αυτά της θάλασσας που ριζώνουνε πάνω στα βράχια και δεν ξέρεις αν είναι ζωντανά ή αν είναι ορυκτά. Και όπως όλοι ξέρουμε, αν τα προσεγγίσεις τα πλάσματα αυτά — κοράλια, αστερίες, σπόγγους, ακόμα κι αχινούς — σαν να είναι ορυκτά, σαν να είναι βράχια ή βραχώδη, μπορεί να τα πληγώσεις ανεπανόρθωτα.

Alshain

Έχω τιμηθεί με την εμπιστοσύνη και τις εκμυστηρεύσεις πάρα πολλών ανθρώπων, εντελώς παράλογα και συνήθως αμέσως κι ανεξήγητα. Ναι, καμαρώνω γι’ αυτό.

Συμβαίνει λοιπόν το εξής: στην καθημερινή μας συναναστροφή με κοντινούς μας ανθρώπους βλέπουμε πολύ συχνά μοτίβα στη συμπεριφορά τους και κίνητρα που οι ίδιοι δεν μπορούν να διακρίνουν με ενδοσκόπηση. Βεβαίως ο εντοπισμός και η επισήμανση των μοτίβων αυτών είναι δουλειά ψυχοθεραπευτών, που σε έναν καλύτερο κόσμο θα ήτανε σαν τα γυμναστήρια: όχι μόνο για θεραπεία και αποκατάσταση αλλά και για λόγους διατήρησης καλής ψυχικής κατάστασης (ναι, οι πλούσιοι νεοϋορκέζοι ήδη χρησιμοποιούν την ψυχοθεραπεία ποζεράδικα, άλλη μεγάλη λειτουργία των γυμναστηρίων αυτή, αλλά ας μην πλατειάζουμε).

Όσοι από εμάς δε διαθέτουμε το σεβαστό ποσό για τις επισκέψεις μας σε ψυχοθεραπευτή, καταφεύγουμε λοιπόν σε φίλους με καφέ ή κάτι άλλο. Κι εκεί αρχίζει ο ίλιγγος. Ο διορατικός φίλος ενδέχεται να βλέπει το μοτίβο στη συμπεριφορά μας, ενδέχεται να προβάλλει τα δικά του ζόρια πάνω μας. Ας πούμε ότι βλέπει το μοτίβο. Ενδέχεται να πετύχει την πηγή του μοτίβου, την αιτία που προκαλεί μια άλφα συμπεριφορά, ενδέχεται να πάει να προβάλει το δικό του απωθημένο ή τη δική του, ας πούμε, κοσμοθεωρία. Ας πούμε ότι πετυχαίνει την πηγή, ότι η ερμηνεία του μοτίβου είναι ορθή. Στο τι πρέπει να γίνει κάθεται θεαματικά το σουφλέ του ψυχολογισμού — όσο καθαρτικός και αν μπορεί να γίνει. Άλλωστε, στο τι να κάνουμε κολλάν όλα, εκεί αρχίζει αυτό που λέμε ελευθερία, ευθύνη, το αχθος και η μαγκιά του να είσαι ενήλικος.

Rigel

Ο μάο με έχει πει «απενοχοποιημένα ενοχικό» και «κλειστοφοβικό της συνείδησης«. Ίσως. Πάντως δεν είμαι μελητής, δεν είμαι κανας αμλετικός τύπος που ταλαντωνεται γύρω από μια θέση ισορροπίας, καταδικασμένος στην απραξία και στην παραλυτική ακινησία. Όχι ότι δεν υποφέρω πολλές φορές από αυτή την υστερική παράλυση, σαν το γαϊδούρι του Buridan. Τις αποφάσεις μου τις παίρνω μια κι έξω, παρορμητικά θα νόμιζε κανείς, αλλά υπάρχει οπωσδήποτε προεργασία: συνειδητή κι υποσυνείδητη — που πολλές φορές την τσακώνω αμέσως μετά το ξύπνημα, εκεί μέχρι τις 11 που ξυπνάει το μυαλό και το Εγώ. Όταν όμως πάρω μια απόφαση, την ακολουθώ με πείσμα και συνέπεια, κι ας τρέμουν τα γονατά μου, κι ας μην πιάνουν τα χέρια μου, κι ας χρειάζομαι καμμιά τεκίλα. Αλλά πίσω δεν κοιτάω. Δε λέω «τι θα γινόταν αν». Δε λέω «μήπως θα έπρεπε να είχα». Προχωρώ. Όχι ότι δεν αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν ήμουνα λίγο πιο τσόγλανος, λίγο πιο τολμητίας, λίγο πιο ετοιμόλογος. Αλλά όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις με τι αξίζει να ασχοληθείς και με τι όχι, και ας σε τρώει αυτό με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθείς. Όσο μεγαλώνεις, μαθαίνεις να αφήνεσαι να τρώγεσαι. Στην καλύτερη περίπτωση, εξασκείς τον εαυτό σου στο να τολμάει και να ορμάει, γνωρίζοντας ότι παραμονεύει παντού το σφάλμα. Αυτό φυσικά συνοδεύεται από το να μη λες παπαριές στον εαυτό σου, να μη νομίζεις ότι κάτι δεν υπάρχει αν δεν το αρθρώσεις.

Mirfak

Η δίψυχη και ενίοτε πονηρή έκθεση μέσα από τα κοινωνικά μέσα είναι η έκθεση της γραφής, απλώς είναι πολύ πιο εντατική. Όποιος γράφει κινείται, άλλος λιγότερο επιδέξια, άλλος περισσότερο, μεταξύ μυθοπλασίας, ενδοσκόπησης κι εξομολόγησης, καταγραφής του τώρα, φαντασίας, αναστοχασμού, ιδεών. Όποιος γράφει δεν μπορεί να αποφύγει, και δε θέλει να αποφύγει, την ανάδυση όσων τον συνθέτουν και όσων τον βασανίζουν —  αν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών των δύο. Από την άλλη, ισχύει αυτό που είπε ο Μαρξ για την τέχνη, ότι είναι σαν την πολυθρόνα: βεβαίως έχει ελατήρια, βεβαίως και τα ελατήρια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της· όμως δε θα κάτσεις σε μια πολυθρόνα που είναι μόνο ελατήρια ή που τα ελατήριά της είναι εκτεθειμένα ή κάτω από μαξιλάρι κακορίζικο και φόδρα φτενή. Από αυτή την άποψη, ο ψυχολογίστικος τρόπος να αντιμετωπίζεις τη γραφή ή και τη σοσιαλμηντιακή παρουσία του άλλου δικαιολογείται μόνον αν σου πετάει ένα ξύλινο καφάσι με ελατήρια και σου λέει «να μια πολυθρόνα, απλώσου». Δε δικαιολογείται σε καμμία άλλη περίπτωση.

Για την Ελλάδα της αστακομακαρονάδας

μια πολύ πρόχειρη σημείωση

Αδυνατώ να καταλάβω τι διάολο κουβεντιάζουν αυτοί οι άνθρωποι που ζούνε στον πλανήτη Psychra και μας κοιτάζουν από εκεί πέρα μακριά με πολύ ισχυρά τηλεσκόπια.

Δεν καταλαβαίνω πώς η συζήτηση για τη σχέση καλού γούστου (ό,τι κι αν σημαίνει) και νεοπλουτισμού, ενδιαφέρουσα και καίρια αφ’ εαυτής, μπορεί να γίνει σε μια χώρα της οποίας η αστική τάξη προέρχεται κυρίως από κοτζαμπάσηδες, τσιφλικάδες ή και από χειρότερα (κάτι δοσίλογους και collabo).

Αλλα να γίνει η συζήτηση: δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να παραδειγματίζεται όχι π.χ. με βάση το φετίχ με εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας, όπως τζιπούρες, Ερμές και μπέμπες, αλλά με βάση αστακούς, που μέχρι σχετικά πρόσφατα τους έβγαζαν από τη θάλασσα για πλάκα οι ψαράδες.

Κατά βάθος η σύνδεση εισοδήματος και καλού ‘ευρωπαϊκού’ γούστου που συνδέεται αυθαίρετα (πολύ αυθαίρετα) με την υψηλή κουλτούρα είναι είτε ελιτισμός / συμπλέγματα κατωτερότητας, είτε ιδεοληψία. Όσοι συνδέουν αμφιμονοσήμαντα καλό γούστο και παλιά λεφτά (ή κακό γούστο και νεοπλουτισμό), ακολουθούν έναν χύδην ψευδομαρξισμό που τα κάνει όλα ένα: τάξη, εισόδημα, ελεύθερη βούληση, κοινωνική θέση, γούστα, μόδες, κοινωνική κινητικότητα, δείκτες κοινωνικής αλληλεγγύης κτλ.

Αναρωτιέμαι: οι Πολίτες καταστηματάρχες που ερχόντουσαν στα χέρια για λεπτά ζητήματα όπως αν βάζεις κανέλα στους κεφτέδες και κύμινο στα φασολάκια, το έκαναν γιατί είχανε παιδεία; γιατί ήταν αστοί; επειδή είχαν καλλιέργεια κτλ.; Η απόφοιτος δημοτικού που πήγαινε να δει Πιραντέλλο πώς ερμηνεύεται από αυτούς τους μπαγλαμάδες; Τουλάχιστον στην Αγγλία «ξέρουν» ότι αν πίνεις κρασί είσαι middle class, κι ας βγάζεις 3 κι 60, κι ότι αν πίνεις ale είσαι working class, κι ας βγάζεις τα κέρατά σου. Χωρίς περαιτέρω αξιολογικές κρίσεις, πέραν των γνωστών ελιτισμών μερικών μερικών. Λέω: «ξέρουν». Εντός εισαγωγικών.

Προσδοκώντας τον σεισμό: η εκλιπούσα Κεντροδεξιά, ο θίασος και η συμμορία

Οι συγγενείς μου ήταν ή απογοητευμένοι κομμουνιστές ή κεντροδεξιοί. Υπήρχε κι ένας κρυπτοπασόκος θείος, αλλά δεν του το καταλογίζουμε του μακαρίτη γιατί ήτανε sui generis αλλά λεβεντάνθρωπος.

Η σοσιαλδημοκρατία βασίζεται σε μια φιλοσοφική επιλογή, σε μια πολιτική ουτοπία εξίσου χιμαιρική με άλλες, ή και πιο χιμαρική. Η μέθοδός της είναι το «κύμα το κύμα η πέτρα λιώνει, του ονείρου η αύρα μάς ενώνει». Η απουσία επανάστασης από το πρόγραμμά της την καθιστά ελκυστική σε όσους δεν είναι ακριβώς απελπισμένοι ή εντελώς συνειδητοποιημένοι. Είναι κάτι σαν το ‘sex with no strings attached’ των παντρεμένων που ψάχνονται: χωρίς πάθη και ταραχές, χωρίς άγριες νύχτες κτλ. Με την πίτα στο ταψί και τον σκύλο χορτάτο.

Κεντροαριστερά δεν ξέρω τι είναι.

Η κεντροδεξιά δεν έχει πολιτικές αρχές πάνω στις οποίες να βασίσει πρόγραμμα. Δεν είναι παρά μεσοπρόθεσμη διαχείριση που βασίζεται σε αντανακλαστικά, κυρίως στο αντανακλαστικό του συντηρητισμού, στο «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Εμπνέεται από τη μοιρολατρία, από το «καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ». Με άλλα λόγια, η κεντροδεξιά διαθέτει το μίνιμουμ πολιτικών ιδεωδών και εμφορείται από τη διάθεση να διατηρηθεί ό,τι υπάρχει: το μεν ιδεολογικά παραδεδομένο γιατί το ξέρεις και το έχεις δοκιμασμένο, το πολιτικοκοινωνικό status quo μην τυχόν κι έρθουνε χειρότερα. Άλλωστε η κεντροδεξιά ξέρει κάτι που δεν εννοεί να καταλάβει η σοσιαλδημοκρατία: τα αφεντικά και η ελίτ ούτε κατευνάζονται, ούτε απεμπολούν όσα απλώς και μόνο ποθούν. Η κεντροδεξιά ξέρει ότι ο καπιταλισμός δαγκώνει, δεν έχει ψευδαισθήσεις.

Η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή (όχι του Νιντέντο, του θειου του του ζαμπόνηρου) ήταν κεντροδεξιό κόμμα, άρα χωρίς πολιτικές αρχές (αυτό που ο κόσμος λέει ‘ιδεολογία’). Πολιτικές αρχές, νεοφιλελεύθερες, απέκτησε με τον Κώστα Μητσοτάκη (όχι τον γόνο, τον απέθαντο των Χανίων), που τη διαφήμιζε προεκλογικά ως «Φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία» (κι οι δικοί μας νομίζαν ότι λέει τον Βενιζέλο). Όταν λοιπόν απέκτησε ‘ιδεολογία’ η Νέα Δημοκρατία, άρχισε να προσελκύει, ολωσπαραδόξως, κάτι Γιακουμάτους και Παπαδόγγονες και Μιχαλολιάκους (Πειραιώς) αλλά και βασιλικούς (που μισούσαν τον Καραμανλή που τους άφησε ορφανούς κι αβασίλευτους). Παράλληλα, άρχισε να γίνεται ελκυστική σε πολλούς επισκόπους, που σήκωσαν τα μάτια από τα παγκάρια και είπανε να γίνουνε μικρομιλιετμπασήδες. Τότε περίπου έκανε και τις πρώτες εμφανίσεις του και ο Κωνσταντίνος Ντεγκρέτσια, αυτός που υπέστη το unfair treatment, στο καινούργιο τότε ιδιωτικό κανάλι Αντέννα.

Έκτοτε η ΝΔ ολισθαίνει διαρκώς προς τα Δεξιά. Καλύτερα: μετασχηματίζεται σε κόμμα δεξιό, δεξιών αρχών, με συμμαχίες και αρχές δεξιές. Με ‘ιδεολογία’, πια. Όταν λέω «Δεξιά» στην Ελλάδα, εννοώ Παπάγο και ΕΡΕ. Εννοώ μακρονήσια, γονυπετή υποταγή στο κεφάλαιο (υπαρκτό ή μη), εθνικισμό και πατριδοκαπηλία par excellence κτλ. κτλ. κτλ. κτλ.  Η διαδικασία αυτή του μετασχηματισμού ολοκληρώθηκε με την είσοδο του Βορίδη στην καθόλου πια κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Όπως κάθε δεξιό κόμμα που σέβεται τον εαυτό του, η ΝΔ απορρόφησε το φασιστικό ΛΑΟΣ και θα χρησιμοποιήσει τη ναζιστική συμμορία, με τον τρόπο που χρησιμοποιεί κανείς τους ναζί: ως πρόσχημα. Πιστεύω ότι ο διάολος θα μας πάρει ακριβώς τη στιγμή που η ΝΔ, ένας θίασος δεξιών και neocon Φαήλων και Μουρούτηδων που ακόμα θα παριστάνει το κεντροδεξιό κόμμα των απολιτίκ μικρομεσαίων, μεροκαματιάρηδων, νοικοκυραίων και αγροτών, θα αποτύχει να ζέψει τη συμμορία. Η οποία συμμορία ήδη π.χ. πουλάει προστασία, παραγκωνίζοντας σε αυτόν τον ρόλο μαφιούλες και στελέχη της ΕΛ.ΑΣ.

Ήδη κι η ΝΔ έχει προκαλέσει ανήκεστες ζημιές στην Υγεία, στα εργασιακά δικαιώματα και στην εργασιακή νομοθεσία. Έχει επισφραγίσει τη χρεοκοπία και τη μνημονιακή υποτέλεια της χώρας, έχει τσαλαπατήσει τους θεσμούς με ΠΝΠ και χαρχαλεύοντας τη δικαιοσύνη, ενώ έχει ενθαρρύνει τα σώματα ασφαλείας να γίνουνε το στρατιωτικό σκέλος της ναζιστικής συμμορίας. Δεν αρκεί να συντριβεί στις επόμενες εκλογές: είναι και πολύ δύσκολο να συντριβεί γιατί εξακολουθεί να ονομάζεται «Νέα Δημοκρατία» και να ανάβει το καντηλάκι του «Εθνάρχη» που, στο κάτω κάτω νομιμοποίησε το ΚΚΕ. (Άραγε το ΚΚΕ έχει πάρει χαμπάρι τον ρόλο που παίζει σε όλη αυτή τη διαδικασία; ή στον Περισσό κοιτάν εκεί μπροστά, εκεί όπου κοιτάζουν οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν στις αφίσες;) Η ΝΔ, έτσι όπως πάμε τώρα, εκλογικώς δε θα πέσει κάτω από 20%, όποτε κι αν γίνουν εκλογές. Μην περιμένετε τις εκλογές για να τους μαυρίσετε. Άλλωστε έχει εφεδρείες. Θα υπάρχει ακόμα το λιγδερό απολειφάδι του ΠΑΣΟΚ. Επίσης, μετεκλογικά η ΝΔ θα πλευρίσει και τους ΑΝ.ΕΛ.: ανερμάτιστοι, εθνικιστές, θρησκόληπτοι, φασίζοντες (άρα σαν τη ναζιστική συμμορία, αλλά «σοβαρότεροι»), χωρίς εσωτερική ενότητα, θα έχουνε προτιμηθεί εκλογικά από τον μέσο αντινουδουϊκό κεντροδεξιό και δεξιό ψηφοφόρο (δεν είναι όλοι οι δεξιοί για τον θίασο).

Φρονώ ότι η λύση θα πρέπει να δοθεί πριν τις εκλογές. Αν ξεπεραστεί το σοκ του Φεβρουαριου του ’12 και ξανακατέβει ο κόσμος στους δρόμους. Αν υπάρξουν κινητοποιήσεις και ξεπεραστεί επιτέλους το βαθιά κεντροδεξιό αντανακλαστικό της γενικευμένης καχυποψίας, απαξίωσης και μοιρολατρίας. Όχι, δε θα μας σώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντως όχι ως αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Αν προλαβαίνουμε να μας σώσει κάτι, είναι να δείξει επιτέλους, γαμώ το κέρατό μου το τράγειο μέσα, ο κόσμος τη γροθιά του: με κινητοποιήσεις και με πορείες. Α λα τούρκα: παντού, κάθε μέρα, με πείσμα. Όσο και να τις δαιμονοποιήσουν ως οχλοκρατία, ως τρε μπανάλ και ως βαρβαρούτσικες οι εντεταλμένοι μετριοπαθείς, οι χυδαίοι προπαγανδιστές, οι ορχεολογούντες φαηλομουρούτηδες, τα λαϊκά και λόγια φερέφωνα εργολάβων και «νταβάδων» (που έλεγε κι ο Νιντέντο), οι χωμένοι και οι γόνοι κι οι ανέμελοι διανοητές πέμπτης κατηγορίας και φάλαγγας, αν σειστεί ο τόπος, κανείς Σαμαράς και κανείς Σίμος και κανείς Άδωνις δε θα θέλει στο κάτω κάτω να πάει να κάνει παρέα στον Άκη, ή χειρότερα.

Ισπανία-Ελλάδα

Έχει εδώ μια ταινία, Hemingway and Gellhorn λέγεται. Την άφησα στη μέση, δεν είναι σπουδαία, αν και είμαι μεγάλος φαν της Νικόλ Κίντμαν, αλλά και του Κλάιβ Όουεν. Το κομμάτι που δείχνει τον ισπανικό εμφύλιο είναι τολμηρά και ανοιχτά (έτσι πως έχουμε καταντήσει πια) αντιφασιστικό και κράζει άγρια τους τότε ισαπεχιστές των «και οι δύο πλευρές προβαίνουν σε αγριότητες» κτλ. Ωστόσο το μέρος εκείνο του έργου ήταν επιδερμικό, σχηματικό και κάπως υπερβολικά στυλιζαρισμένο, πολύ μακριά από το ‘Γη κι Ελευθερία’. Είχε όμως πολλά ενσωματωμένα αποσπάσματα από ζουρνάλ της εποχής. Σε δύο από αυτά σχεδόν δάκρυσα: το ένα δείχνει τον ενθουσιασμό, την τρελή πηγαία χαρά του αντιφασιστικού αγώνα, με κάτι χωρικούς εξαθλιωμένους να χορεύουν χοροπηδώντας ενώ τρέχουνε σε έναν καρόδρομο ξοπίσω από το όχημα του κινηματογραφιστή· το δεύτερο είναι η άφιξη των διεθνών ταξιαρχιών στην υπό πολιορκία Μαδρίτη: των Γάλλων, των Καναδών, των Αμερικάνων κτλ.

Η συγκίνησή μου οφειλόταν όχι στην τελική ήττα των Δημοκρατικών και αντιφασιστών, αλλά γιατί αναλογίστηκα ότι οι Μήδοι επιτέλους εδιάβησαν παρά τον τόσο ενθουσιασμό και βούληση, ότι ο μιαρός φασίστας δικτάτορας φονιάς παραμένει εν πολλοίς στο απυρόβλητο, ότι η Ισπανία ενταφιάστηκε μέχρι το 1975 και, όταν βγήκε από το κιβούρι, δεν ήταν κάτι που θα περιέγραφες αναστημένο παρά ελαφρώς βρυκοζόμπι, με τη σημαία των Βουρβώνων και τους ίδιους τους Βουρβώνους, με την Εκκλησία καβάλα, με έναν επαρχιωτισμό ανάρμοστο για την πηγή μιας παγκόσμιας κουλτούρας και γλώσσας, με φτώχεια ατελείωτη, με εκμετάλλευση κτλ. Μόνο τη δεκαετία του ’90 άρχισε να ξανανθίζει η Ισπανία. Σκεφτείτε: περίπου εξήντα χρόνια χαμένα. Για μια χώρα που πολέμησε τον φασισμό και μαζί της πολέμησαν τόσοι. Αναλογίστηκα τι μοίρα και πόσες δεκαετίες μέσα στο κιβούρι περιμένουν την ασυνάρτητη Ελλάδα, που καθόλου ενθουσιωδώς δεν πολεμάει πια τον φασισμό, που εξελίσσεται σε κοινοβουλευτική αυταρχία ομαλότατα και χωρίς αντίσταση, που πάντα καβάλα την είχε την Εκκλησία (και καμώνεται φαρισαϊκά ότι η δική της εκκλησία δεν είναι ὥσπερ αἱ λοιπαὶ τῶν ἐκκλησιῶν, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί), που μέσα σε τρία χρόνια απώλεσε κράτος Πρόνοιας, (το όποιο) κύρος θεσμών, ελευθερίες και δικαιώματα, εργατικό δίκαιο.

Καλή σας νύχτα.

Ράσελ, τυριά, give them Paine

Τελειώνω όπου να ‘ναι την Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Ράσελ. Έχω να απολαύσω βιβλίο τόσο πολύ από τον καιρό που διάβασα το Underworld του De Lillo. Επίσης, διαβάζοντάς το όχι στα 20, όπως θα ήταν αναγκαίο για κάθε άνθρωπο που καμώνεται ότι έχει βγάλει Φιλοσοφική Σχολή, αλλά πολύ αργότερα, συνειδητοποιώ τα ύπουλα χαντάκια και βαθιά ξεροπήγαδα αμορφωσιάς πάνω μου, άσε κάτι πουρνάρια και σκίνα όλο ημιμάθειες και πασαλείμματα.

Το πρωί που κατούραγα αναρωτήθηκα γιατί όταν ήμουνα φοιτητής διδάχτηκα μια εισαγωγή στη φιλοσοφία του γνωστού χουντικού και παγκοσμίως άγνωστου Κωσταρά, ένα ζαβομεταφρασμένο άτσαλο κολλάζ μάλλον λογοκλεμμένων αποσπασμάτων, και όχι μια διασκευασμένη μετάφραση του Ράσελ. Οι απαντήσεις είναι προφανείς: ο καθηγητής εισέπραττε δικαιώματα από κάθε αντίτυπο που πούλαγε, ο Ράσελ αντιμετωπίζει κριτικά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους λοιπούς Έλληνες θεούς. Ο Ράσελ γράφει στρωτά και μετρημένα και είναι αντιναζιστής, το βιβλίο βγήκε το 1945. Τέλος, αν σε διακρίνει η αμβλύνοια που ευδοκιμούσε (και ακόμα και τώρα δεν απειλείται με εξαφάνιση) στη «συντηρητική» Φιλοσοφική Σχολή του Αθήνησι πανεπιστημίου, θα νομίσεις ότι ο Ράσελ είναι μαρξιστής. Άλλωστε ήτο συνοδοιπόρος του Λαμπράκη.

Έπλυνα τα χέρια μου και σκέφτηκα ότι ο Ράσελ μισεί τον ναζισμό και φοβάται τον σταλινισμό. Τους θεωρεί εξίσου τρομακτικούς αλλά πιστεύει ότι έχουνε πολύ διαφορετικές φιλοσοφικές καταβολές, επίσης ότι εκφράζουνε διαφορετικές ποιότητες. O Bertrand Arthur William Russell, 3rd Earl Russell, Order of Merit, Fellow of the Royal Society, με το γνωστό ψύχραιμο ύφος λόρδου (έχω γνωρίσει μόλις δύο στη ζωή μου και ήτανε ζωντανά στερεότυπα) και την ευγένεια ενός ψύχραιμου και μετριοπαθούς ανθρώπου βρίσκει τρόπο να σε πάει από τον Έγελο στο αστυνομικό κράτος του Χίτλερ και πίσω, να σου μιλήσει για τον ρομαντικό ελιτισμό και πώς σε βγάζει στον αντισημιτισμό. Διαβάζεις για τον Χομπς (αν θυμάμαι καλά) και σου λέει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά με μετριοπάθεια. Είναι μετριοπαθής. Αλλά όχι ισαπεχιστής.

Αργότερα, οδηγούσα άκουγοντας ένα αγαπημένο μου τραγούδι και συνοδευόντάς το πολύ φάλτσα. Κάτι δε μου άρεσε στη σκέψη ότι ο Ράσελ είναι μετριοπαθής. Δεν είναι μετριοπαθής. Ο άνθρωπος που αναθεματίζει την καταστροφική επίδραση της χριστιανικής θρησκείας, που κατακεραυνώνει τον αγνωστικισμό ως ασυναρτησία, που κάνει ένα από τα απολαυστικότερα θαψίματα στον Πλάτωνα (τι ‘Πλάτωνος φαρμακεία’ λέμε τώρα), στον Καντ (μέχρι παρεξηγήσεως) και στον Έγελο (πολλή απόλαυση), ο συνεπής ειρηνιστής, αυτός που έγραψε ένα κεφάλαιο όλο αγάπη για τον Σπινόζα, που πήγε φυλακή ως αντιρρησίας συνείδησης στον Α’ Παγκόσμιο αλλά κήρυξε τη συντριβή του ναζισμού στον Β’, ο «σεξομανής και έκφυλος» — αυτός μετριοπαθής; Σε καμμία περίπτωση.

Η μετριοπάθεια, όπως γίνεται αντιληπτή σήμερα στην Ελλάδα, είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι με βάση αφηρημένα σχήματα, συνήθως διπολικά, και εκτός συμφραζομένων κάθε είδους, όχι μόνο κοινωνικών. Μάλλον όχι: μετριοπάθεια, όπως γίνεται αντιληπτή σήμερα στην Ελλάδα (επιμένω), είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι με βάση αφηρημένα σχήματα, συνήθως διπολικά, μέσα σε αυθαίρετα και μονόπαντα επιλεγμένα συμφραζόμενα. Μιλάω, λόγου χάρη, για το τυρί γενικώς. Επιλέγω να αντιπαραθέσω το ανθότυρο με την παρμεζάνα, έτσι, στην ψύχρα, γιατί το ένα είναι πολύ μαλακό και η άλλη πολύ σκληρή. Εξετάζω την κοινωνία που έβγαλε το μεν (Κάτω Κουτσούφιανη) και τη συγκρίνω αντιθετικά με την κοινωνία που έβγαλε το δε (Πάρμα, ΠΟΠ). Αναγνωρίζω την αρχοντιά κι αυθεντικότητα της παρμεζάνας, αλλά και τις πολλές χρήσεις του ανθότυρου. Με βάση την αναγκαιότητα για μεσότητα, παρά τα τριγλυκερίδια που καθιστούν όλα τα τυριά τροφή ατελή και ανθυγιεινή (το τονίζω αυτό), προκρίνω τελικά το κασέρι-πατάτα, αφού κείται στο μέσο. Τέλος.

Ο Ράσελ λοιπόν δεν εμφορείται από μετριοπάθεια. Ψύχραιμα γράφει. Ο χαβαλές, γιατί για χαβαλέ πρόκειται, κατά μερικών προσωκρατικών, του Ρουσσώ και του Καντ, η καίρια κι ανελέητη κριτική του κεκαλυμμένου μισανθρωπισμού των στωικών και του εγελιανού ολοκληρωτισμού είναι λεπτά και κομψά διατυπωμένα, αρθρωμένα με σαφήνεια αλλά χαμηλόφωνα. Τον Ράσελ τον διακρίνει κοινός νους.

Βγαίνοντας από το αμάξι θυμήθηκα έναν άλλο πολιτικό στοχαστή, founding father των Ηνωμένων Πολιτειών μα επίτηδες λησμονημένο πια, τον Τόμας Πέιν. Common Sense είναι ο τίτλος μιας από τις πιο ριζοσπαστικές μπροσούρες που έχουνε κυκλοφορήσει ποτέ, ενός κειμένου που και σαν ύφος και σαν περιεχόμενο μόνο μετριοπαθές δεν είναι. Γιατί ο κοινός νους και ο ορθός λόγος συχνά υπαγορεύουν την αντίσταση, την εξέγερση ή την ανταρσία: το ατόμικο ή συλλογικό non serviam.

Ναι, λέω ότι ο κοινός νους και ο ορθός λόγος αρκούν να σε ωθήσουν να εξεγερθείς, έστω και αν δε συνοδεύονται από ενσυναίσθηση ή από απλή συμπόνοια για τους πολλούς που αλέθονται ανάμεσα στη μυλόπετρα του πλούτου και σε αυτή της εξουσίας για να βγει το σιμιγδάλι που θα κάνει το παντεσπάνι των προνομιούχων. O κοινός νους και ο ορθός λόγος αποκαλύπτουν σε κάθε περίσταση ότι ο πατριωτισμός, η ευσέβεια, το σέβας προς την παράδοση, η σεμνότητα, η αιδημοσύνη, η μετριοπάθεια (το πιο σολιψιστικό πρόσχημα όλων τελικά, το αντικοινωνικότερο) είναι τουλάχιστον ύποπτα όταν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ελίτ, όταν ευθύνονται για τη δυστυχία και τον θάνατο των αδυνάτων. Τόσο απλά.

Deve alzarsi perpendicolarmente

Α όχι, δε χαρίζει κάστανα. Α μπα, όχι. Φωτιά, φαρμάκι, άρματα. Πανοπλίες κι ασπίδες. Οστρακοειδή. Άλλοι τα θέλουν να ζεματίζονται πεθαίνοντας πνιγμένα στο λεμόνι και να τα καταπίνουνε σα φλέγματα και σπέρματα, άλλοι τα θέλουνε βρασμένα και μαγειρεμένα να βλέπουνε τις δίπλες τους σα χείλη. Ναι, σαν εκείνα τα ωραία χείλη που ανθίζουν από το αίμα που τα φουσκώνει και που γυαλίζουνε στους χυμούς τους δικούς τους. Αυτά, ναι, αυτά που τρόμαξαν τον Ρότζερ Γουότερς πριν δεκαετίες, ότι θα τον φάνε σα λουλούδια σαρκοβόρα. Άσε μας ρε Ρότζερ. Άσε μας τώρα. Άσε με άσε με άσε με άσε με να σ’ αγαπάω, παιδικές αναμνήσεις. Το ασυνείδητό μας είναι διακοσμημένο με τα σουξέ των άλλων, απ’ τις εικόνες των άλλων — ενίοτε κι από τη νύχτα των άλλων — τον καιρό της παιδικής μας ηλικίας. Κι αυτά κι εκείνα, και Βοσκόπουλος και Διονυσίου και οι δυσοίωνες του Έγκμοντ συγχορδίες και διαφημίσεις κι ο Βαρτάνης και κατι χώρες  με παρηχητικά ονόματα που πολέμαγαν: Ιράν-Ιράκ. Ποτέ Ιράκ-Ιράν, μόνον Ιράν-Ιράκ. Κι ο θρόνος του Πολάνσκυ, Καπατέκ-Αναχουάκ. Αυστηρός με τον εαυτό του, αυστηρός με τους άλλους, τον είπες κακόβουλο, εννοούσες κακόπιστο, ίσως και κακότροπο, έτσι για γαρνιτούρα. Τα οστρακοειδή τα τρώει μαγειρεμένα, να είναι ανοιχτά τα όστρακα, να αποκαλύπτουν λίγο κάτι από τις αιδοιόμορφες δίπλες, από τα πέταλα της σάρκας τους. Να γυαλίζουν απ’ ό,τι αναβρύζει από μέσα τους. Κι όχι δε μιλάω για μύδια τώρα. Για το άλλο μιλάω. Το γλυκό μουνί της όποιας νιότης. Που μοσχοβολάει σα φύλλα ξεραμένα καλοκαιρινά πρωτονοτισμένα το φθινόπωρο. Όπου υπάρχει ελπίδα για φθινόπωρο. Αλλά, ναι, τα μύδια: τα μύδια έχουνε κέλυφος. Μεγάλωσε και έζησε όμορφα ανάμεσα σε ανθρώπους με καβούκια, με κελύφη, με τσόφλια. Και με σάρκα από μέσα. Κι έτσι αντιπαθεί και δεν εμπιστεύεται τους σκληρούς πυρήνες. Μόνο στα ροδάκινα ανέχεται τους σκληρούς πυρήνες: χνουδωτά, με σάρκα τρυφερή και γλυκειά ποτισμένη στο γλυκό ζουμί που κολλάει. Εντάξει, οκέι, έχουνε κι ένα αηδιαστικό κουκούτσι, έναν σκληρό πυρήνα. Αλλά, ε, τον πετάς. Αυτό είναι: κουκούτσι. Όσο σκληροπυρηνικό κι αν είναι, είναι κουκούτσι, δεν παύει να είναι κουκούτσι: χώσε το στο χώμα σαν την PJ Harvey, να πεθάνει, να βγάλει δέντρο που θα ανθίζει. Εκεί όπου οι ροδακινιές μπορούν να ανθίσουν. Έχει τον ανθρωποδιώχτη. Το προφανές και εύκολο, για να το λες όταν χρειάζεται. Τρομάζει τον κόσμο. Τους διώχνει. Σαν ελαφάκια. Σα γατιά που κοιτάζουνε για μια στιγμή και μετά δρασκελούν για να κρυφτούνε. Έτσι, λέει, περνάει όχι σαν υπερωκεάνειο που τραγουδάει και πλέχει, παρά ταχύπλοο στα χέρια μεθυσμένου, που τους σκορπάει όλους μην τυχόν και τους ακρωτηριάσει. Είναι άπονος κι αδιαπέραστος, τελικά. A brain in a vat. A cock in a vat. Εξαρτάται, του λες, εξαρτάται. Και, ω, πόσο μα πόσο του αρέσει να ακούει τη φωνή του να μιλάει. Τη φωνή του δεν την αντέχει αλλά του αρέσει να μιλάει αυτή η φωνή και να αρθρώνει τα ι και ε και τα φσπ και φσθ και σθ και πολλυσύλλαβα κι όλα όσα τη δυσκολεύουνε πολύ. Οι δυσκολίες, οι σιωπές, τα σαρδάμ, οι μικρές αγωνίες και τα άγχη που επιπλέουν στο αλκοόλ σα μικρά παγόβουνα. Κάτι τρέμουλα. Φορές φορές βλέμματα βαθιά: λες ότι βλέπεις τον πάτο του πηγαδιού της όρασης και ξάφνου σου αποκαλύπτονται βαθύτερα πηγάδια, αρτεσιανά, και υπόγειες στοές που αναβρύζουν νερά και μύρα και ατμό. Μα τι γλυκός και τρυφερός είσαι. Κι αυτό επίσης ακούστηκε. Στην άκρη ενός κρεβατιού, στην άκρη ενός δάσους, στη ρωγμή του χρόνου, μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μέσα σε ένα γραφείο που μύριζε μπαγιάτικο καφέ, μέσα σε ένα δωμάτιο, μέσα από μια ψυχή που αναπηδούσε μέχρι τον ουρανό, στην άκρη του δρόμου, στο τέλος της απελπισίας και στην αρχή της ελπίδας, στην άκρη ενός στρώματος ή ενός καναπέ ή μιας ξαπλώστρας ή μιας πόλης. Πλάι σε παράθυρα, μέσα σε μπαρ, στη μέση του δρόμου. Ή και στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου πέφτουν τα φύλλα. Τέλος πάντων. Ένα πλάσμα αξιολύπητο. Κι αυτό, ναι, κι αυτό. Που ζυγίζει. Που κρατάει πισινές και μετράει τα λόγια του και που τα πετάει ένα ένα σα στιλέτα τσίρκου, που έχει πάντα δίκιο. Ένας που δε δίστασε να πει «όλα σ’ εμένα γυρίζουν» και που δε μίλησε, άλλοτε γιατί μουγκός υπήρξε, άλλοτε για να μη δώσει τα κλειδιά της Βασιλείας σε κανέναν άλλο. Αυτός ο μαύρος κι άραχλος και άραχνος που δεν τον ξέρει κανείς και που παραπονιέται πως κανείς δεν τον ξέρει και κατά βάθος ευφραίνεται που δεν τον ξέρει κανείς. Που δεν αγαπάει αν δεν εκτιμάει, που αγαπάει σφοδρά κι αμετάκλητα και σπάνια, που βαριέται εύκολα αλλά δεν παύει να ποθεί ποτέ, που δεν ξεχνάει και δεν πλήττει και δεν ησυχάζει, που δεν κοιμάται, που αφρίζει και αναπηδά σαν τον χοχλό που βράζει, που ποτέ δεν ησυχάζει, που αλλάζει τα δικά του λόγια με άλλων και τα φοράει σαν να ήτανε δικά του αλλά με την ίδια ευκολία υφαίνει πάλι τα δικά του και τα λέει σαν να ήταν άλλων. Που τον τρώει η αδικία όπως τον τρώει η αγαμία, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια διαβρωτική μανία. Που βλέπει εφιάλτες με τα νεκρά παιδιά των άλλων, που ονειρεύεται την Παράδεισο της γαλήνης και την ταραχή των λογισμών και των άγριων πόθων. Που δεν ξέρει πού πάει και που δε θέλει πουθενά να πάει, απ’ τον καιρό που τον ρωτούσαν τι θα γίνει άμα μεγαλώσει κι έλεγε «γεωγράφος, να φτιάχνω χάρτες», κι ας ήξερε ότι δεν έμενε κανένα μέρος να ανακαλύψει κανείς πια. Ποτέ. Ψυχάρα ίσως. Μεγάλη. Πολύ θερμή. Λίγο παιδική. Μπορεί, ποιος ξέρει. Μεταξύ άρνησης και υπέρβασης, δίπλα στην απώλεια και καβάλα στις περιστάσεις, άγριοι κι έτοιμοι να εξιδανικεύσουμε, δοσμένοι σε σκοπούς που αλλού θα θέλαμε να μας πάνε και κινημένοι από σπάνιες αγάπες, πολύτιμες ενσυναισθήσεις, ευαισθησίες και μεταμέλειες: για τον πόνο του άλλου, για τον φόβο του άλλου, για τη χαρά του άλλου, για το στιγμιαίο καθρέφτισμά μας στον άλλο που (αν εστιάσω το βλέμμα σωστά) βλέπω τον άλλο. Έτσι ζούμε. Με όσα ξέρουμε, με όσα ζήσαμε, με όσα χάσαμε, με όσα απωλέσαμε, με όσα με πείσμα ποθούμε, με το γρέζι της ελευθερίας και το αφιόνι του προνομίου. Με όσα αρνούμαστε ότι ποθούμε. Κι όσα μας ξεπερνάνε. Κατά βάθος, λέει, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του. Να ρωτήσω τους ποιητές που ξέρω να μου πουν. Αν θα μου πουν. Που δε θα μου πουν. Ας μην πουν πού θα βρω το θέμα μου. Ξέρω πού είναι το σώμα μου. Ξέρω πού είμαι. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, δε θέλω να πάω πουθενά, θέλω να στέκομαι να κοιτάζω. Και να κάθομαι αλλά και να περπατάω, ενδεχομένως να χάνομαι, αλλά να επιστρέφω. Να επιστρέφω εκεί όπου θέλω και όλα να επιστρέφουνε σ’ εμένα. Να μη φοβάμαι τον χρόνο και να πάψω να σιχαίνομαι την αναμονή, να εμπεδώσω κι εγώ το cunctando regitur mundus επιτέλους. Μόνο που, βεβαίως, το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να κυβερνήσω τον κόσμο. Που δεν μπορώ. Και δε θέλω όμως. Ένα σεντόνι με οστρακοειδή και ένα τραπεζομάντηλο με την ευωδιά του κορμιού της γυναίκας. Πέντε ευωδιές βγάζει το κορμί τους. Έστω, μια-δυο από αυτές. Και όχι, ψέματα λέει. Κι άλλα θέλει. Και λοξό φως και ψωμί ψημένο να μυρίζει. Και κάτι κουβέρτες και κάτι σημάδια στο δέρμα και κάτι παραφορές στο Βερολίνο. Και θέλει και να ταξιδεύει. Κι ας γυρίζει πίσω μετά. Όλοι στο έδαφος και στο νερό και στα λουλούδια θα γυρίσουμε — αλλά ποιος δε θέλει να ταξιδεύει. Κι αν δεν μπορεί να ταξιδεύει, να τυλίγει δυο λόγια με μέλι και να τα στέλνει. Σαν το μέλι ανθέων, σάρκινων, πνευματικών και άλλων. Ώσπου όλα να τα πιάσει η μουσική και να τα κάνει ένα. Να τα κάνει φωτιά που καίει σκότη και παράγει φως, άντε, ίσως και θερμότητα. Και μέλι. Και μέλισμα, και μουσική. Ψηλά και προς τα πάνω, με τον τρόπο της φλόγας και του κύματος που σκάει.

Μ.Α.

Όλοι θα πεθάνετε
θα πεθάνετε όλοι
από τη ζέστη κι από τη δίψα
θα σας πιει τον ιδρώτα ο ήλιος
το κυκλοδίωκτο τέρας των ουρανών
θα σας στραγγίξει η δίψα
που ξεγελάτε με μπύρες ντόπιες.

Θα πεθάνετε όλοι
από την καύλα
κι από την κοροϊδία
κι από τις ματαιώσεις
και από την ευπρέπεια.
Θα πεθάνετε
από τη δίψα
από το φαρμακερό χώμα που εισπνέετε
και λέτε ‘σκόνη’
κι έχει σοβατίσει τα πλεμόνια σας
από μέσα.

Θα πεθάνετε όλοι
περιμένοντας λεφτά
περιμένοντας τους άλλους
καρτερώντας μέρα νύχτα.
Αλειμμένοι λίπη κρεατένια
από μέσα
και απ’ έξω
μαραγκιασμένοι και στεγνοί.

Θα στεγνώσετε και θα στραγγίξετε και θα καρανιάσετε
θα στραγγίξετε και θα στεγνώσετε και θα αποξηρανθείτε
σα λείψανα ολόσωμα κι άφθαρτα και σταφιδιασμένα.

Δε θα περπατάτε, δε θα μιλάτε, δε θα γαμάτε καν
αν και με τόσα μπούτια λαμπρά, στιλπνά, αγορασμένα.
Γιατί θα έχετε πεθάνει
όλοι.
Από τη ζέστη, από τη δίψα, από τη σκόνη.

Εκεί στην άκρη της ερήμου.