Με τον Δάσκαλό μου

Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είδα τον Δάσκαλό μου, μας ήρθε για επίσκεψη. Είχα να τον δω δύο χρόνια και χάρηκα που ήταν καλύτερα στην υγεία του από ό,τι περίμενα. Δε θα καθήσω να γράψω εγκώμιο του ανθρώπου, που με πήρε επηρμένο γκαφάλι και με έκανε επαγγελματία και, εμμέσως, άνθρωπο μέσα στον ένα χρόνο του Λονδίνου — τα έχω μισοαναφέρει αυτά κι εδώ. Πρόκειται για μοναδική προσωπικότητα, και όταν πριν μερικά χρόνια μού ανέφερε δειλά ότι έχει γιο στην ηλικία μου, αποφάσισα ότι του αξίζει με το παραπάνω να τον αισθάνομαι πατέρα μου. Τον έχω προσφωνήσει κιόλας έτσι — γιατί (όπως εγώ) οι Εγγλέζοι πολύ δύσκολα κερδίζονται σαν άνθρωποι, μα όταν τους κερδίσεις παραμένουν πραγματικά δικοί σου και για πάντα.

Τον βρήκα κεφάτο και τρομερά κακοντυμένο, όπως πάντα: μουσταρδί μπαταρισμένο σακάκι, πράσινο παντελόνι με ρεβέρ και τσάκιση, ένα πουκάμισο που δε θυμάμαι και αθλητικά παπούτσια. Πάντα ευθυτενής και ψηλός, σαν ανθρώπινο σπαράγγι. Πάντα να μιλάει χαμηλόφωνα, λες και δε βαρυακούει εδώ και μια πενταετία.

Ο Δάσκαλός μου είναι άθεος και αναρχοσυνδικαλιστής, και τα δυο ηρέμα. Θυμάμαι κάτι συζητήσεις μας τη δεκαετία του ’90, όταν με άφηνε να καταλάβω ότι ήμουν υπερβολικά σοσιαλδημοκράτης, μου το υποδείκνυε πάντα με ψυχραιμία και διακριτικότητα, με εμπιστοσύνη στην κρίση μου. Εγώ ΣΑΦ ψήφιζα στις φοιτητικές στη Φιλοσοφική, οπότε καταλαβαίνετε: πολιτικώς dazed and confused. Αλλά έστρωσα.

Αφού μιλήσαμε για κανα τετράωρο, με ρώτησε τι χόμπι έχω. Η ερώτηση ήτανε προβοκατόρικη, γιατί ξέρει ποιος είμαι και πώς περνάω, κι όσα δεν του έχω πει τα έχει ψυλλιαστεί, αρχαίος άνθρωπος. Του είπα λοιπόν και για το μπλογκ, εξηγώντας του ότι είναι άλλο από εκείνο που ξέρει κι ότι είναι στα ελληνικά. «Πώς λέγεται;», «Sraosha». Του εξήγησα ποιος είναι ο συνονόματος. Μετά με ρώτησε για τη θεματική του μπλογκ. «Σεξ, μπινελίκια, ενδοσκόπηση και πολιτική».

Μετά προσέθεσα ότι τώρα τελευταία διστάζω πολύ να μιλάω για πολιτική και το αποφεύγω. Αυτό δεν του πολυάρεσε, γιατί μόλις είχαμε μιλήσει για την άνοδο του φασισμού του Αντώνη στην Ελλάδα και του Φάρρατζ στη Βρετανία. Υπαινίχθηκε (είπαμε, ναι, είναι χαμηλών τόνων άνθρωπος) την ευθύνη που έχουμε όσοι ξέρουμε πέντε γράμματα. Του εξήγησα ότι δε διαθέτω κατάρτιση και ότι όσο περνάει ο καιρός τόσο πείθομαι ότι για την πολιτική δικαιούνται να μιλάν όσοι κατεβαίνουνε στον δρόμο και παίζουνε ξύλο, όχι εμείς που παριστάνουμε τον Σολωμό φάτσα στο Μεσολόγγι (αυτό δεν του το είπα έτσι, είπαμε, φιλέλληνας, όχι ο Ρόντυ Μπήτον). Του είπα ότι όταν γράφει κανείς για το πολιτικό, είναι απαραίτητο να το στηρίζει με κάποια ουσιαστική δράση και όχι απλώς με καλές προθέσεις εκ του καναπέως. Μάλλον δε συμφωνεί αλλά καταλαβαίνει: μετά από τόσα χρόνια έχω μάθει πότε αποδοκιμάζει κάτι που είπα.

Σήμερα πάντως συμφώνησα με αυτό: «Προς όλους τους «αγωνιστές» των σαλονιών, τους επαγγελματίες ανθρωπιστές, τις «ευαίσθητες» προσωπικότητες της διανόησης και του πνεύματος: προκαταβολικά στα τσακίδια.»

Hannah

Η Hannah ήτανε τρελή και αδέσποτη. Εντελώς αλλά κατά βάθος. Η Hannah ήθελε να τη δαγκώνουν και να της τσιμπάν άγρια τις ρώγες, όμως το βλέμμα της ήτανε πειθαρχημένο και το χαμόγελό της άνθιζε σπάνια (και φώτιζε σαν φεγγάρι που παραμερίζει καταιγιδοφόρα νέφη). Η ίδια η Hannah ήξερε πολύ καλά ποια ήταν, ή έτσι έδειχνε και νόμιζε. Όπως κι εκείνος, ήταν σοβαρή και μετρημένη. Ήταν και βόρεια γερμανίδα — αλλά, προς θεού, όχι πρωσίδα, παρά από το HH: το Freie und Hansestadt Hamburg! Ήταν μια σοβαρή και μετρημένη κοπέλα, με βλέμματα που στόχευαν χαμηλά και πέρα: ποτέ παιχνιδιάρικα, ποτέ διερευνητικά, πάντα ονειροπόλα.

Όλα αυτά μέχρι να περάσει το κατώφλι. Δεν τον είχε προετοιμάσει τίποτε τον κακομοίρη κι άγαρμπο για τη Hannah δώθε από τον ουδό. Βγαίνοντας μέσα στη νύχτα από το μπαρ, τον άρπαξε και τον χόρεψε ολόλαγνα και παράφορα και εντελώς παράωρα μέσα στους δρόμους της πόλης μέχρι που στριμώχτηκαν ασθμαίνοντας μαζί σε κάποια γωνία. Κατέληξαν να γαντζώνονται ο ένας πάνω στον άλλο για μήνες, από δωμάτιο σε πάρκο και από γωνία σε στενό και από κρεβάτι σε καναπέ.

Ενδιάμεσα του έγραφε, του έγραφε με μανία και με σύστημα, σε σωστά αγγλικά, σε πολύ σωστά αγγλικά. Του έγραφε γράμματα σε μικρές κρεμ κόλλες με μελάνι μπλε ρουαγιάλ και του τα έστελνε κι εκείνος δεν ήξερε πώς να της απαντήσει, λαχτάραγε μόνο να την ξαναβρεί και να ξανακολλήσει πάνω της και να μπερδεύεται στα πόδια της και να τη ζυμώνει· να τη γεύεται και να τη δαγκώνει και να την οργώνει περίμενε πώς και πώς. Του έγραφε παινέματα, τον στόλιζε με εγκώμια, του μίλαγε όπως καμμία πριν από εκείνη. Η Hannah ήξερε να γραφει, σε άψογα αγγλικά, οξφορδιανά. Τον εκθείαζε με τρόπους που εκείνος με το στανιό πίστευε, σχεδόν τον έκανε να νιώθει κάποιος άλλος, someone good, που έλεγε κι ο Λου Ρηντ. Ανάμεσα στα γράμματά της, που ήταν προϊόν αδημονίας και μόνο, αφού έμεναν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο, έκαναν έρωτα. Λιγότερες φορές από όσες υπαινίσσεται η νοσταλγία. Εκείνος πάντως είχε παρατήσει τις συγκρίσεις και είχε εγκαταλείψει τη φρόνηση, παραδομένος στην terribilis ut acies castrorum ordinata, που έλεγε κι ο Έκο τότε.

Η Hannah τού έγραφε λοιπόν κάθε τόσο επαίνους για τον χαρακτήρα του, για το άχαρο κορμί του, για την ελληνική του τρέλα, για τις πρόωρες ρυτίδες του, για την καλή του την καρδιά. Ποτέ δεν τους έλεγε, τους έγραφε μόνο. Ενδιάμεσα του έγραφε άλλα: ότι όλα αυτά (η καυλωμένη δίψα, τα παινέματα, το δόσιμο και το δέσιμο, η ιλιγγιώδης εγγύτητα) είναι παρενέργειες του πόθου, κρατάν όσο κρατάει το πάθος, the Passion· ότι εκείνη ήξερε ότι βρισκόταν σε παροξυσμό και παραφροσύνη, και πως κι εκείνος θα έπρεπε να ξέρει καλά ότι όλα αυτά θα κρατήσουν όσο κρατήσουν και μόνον τόσο. Ότι όταν θα σβήσει το πάθος και ξαναβρεί τα λογικά της, εκείνος δε θα είναι πια ο άντρας της και ο megaletor της και ο τρελός της έρωτας. Να είναι έτοιμος, έλεγε η Hannah, για να μην πληγωθεί. Γιατί δεν ήθελε να τον πληγώσει, κι αλλιώς θα τον πλήγωνε κι εκείνος θα τη σιχαινόταν. Γιατί όλα αυτά θα τελειώσουν και θα τελειώσουν γρήγορα και δεν υπάρχει λόγος να πληγωθεί και να νομίσει πως υπήρξε για εκείνη τίποτε παραπάνω από ένας έρωτας, ένας έρωτας μέσα στην φιλόξενη πόλη, ένας έρωτας μέχρι να επιστρέψει από την Αμερική ο πρόωρα φαλακρός της αρραβωνιαστικός, ο γλυκός της.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό που ζούμε», του έλεγε η Hannah, «η αλήθεια θα είναι μετά, όταν όλα θα τελειώσουν και θα γίνω για σένα μια σκύλα κι εσύ για μένα ο Outis».

Η Hannah ήταν τρελή κι αδέσποτη για εκείνους τους μήνες. Εντελώς. Η Hannah, που ήθελε να τη δαγκώνει και να τον καβαλάει, που βογκούσε ενώ το γκριζογάλανο βλέμμα της σπίθιζε φρικτά και το χαμόγελό της ήταν μισάνοιχτο και μακάρια μετέωρο. Που δεν ήταν σοβαρή και μετρημένη. Όμως η Hannah δεν ήξερε κάτι σημαντικό: πως αλήθεια ήταν αυτό που ζούσαν, όχι ό,τι ήρθε μετά, όταν όλα τέλειωσαν κι ήρθε μετά και ο γλυκός της από την Αμερική. Η αλήθεια άνθισε και καταύγασε και μύρωσε τον μικρό περίκλειστο κόσμο τους για εκείνους τους μήνες. Δεν ήτανε λοιπόν μετά η αλήθεια, όχι μετά, τότε που έγινε για εκείνον η Hannah και εκείνος γι’ αυτήν, ποιος ξέρει: ένας κάποιος Έλληνας γκόμενος. Σε αυτό έκανε λάθος η Hannah.

Έξω από την Κόλαση

Σκεφτόμουνα προχτές ποιους θα έβαζα στα λαγούμια της δικής μου δαντικής Κόλασης. Και λόγω δουλειάς, και λόγω συγκυριών, έχω γνωρίσει πάρα πολλούς παλιανθρώπους.

Υπάρχουνε λοιπόν μορφωμένοι παλιάνθρωποι, απαραιτήτως καλά δικτυωμένοι, που γνωρίζουν ότι η λογιοσύνη σε συνδυασμό με τα κατάλληλα κοννέ προσφέρει πρόσβαση στην εξουσία — και, ω, πόσο τη λαγνεύονται την εξουσία. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να εισέλθουν στον νυμφώνα της εξουσίας με επιστημοσύνη και γνωριμίες, αλλά η επιστημοσύνη, ακόμα και η κίβδηλη, είναι δυσκολότερη από τη λογιοσύνη, αφού πολλές φορές η μόνιμα δυσκοίλια έκφραση στη μάπα λειτουργεί ως ικανή διαπίστευση λογιοσυνης. Αυτοί πιστεύουν ότι ο κόσμος (το σύμπαν, αν προτιμάτε) τούς χρωστάει.

Με διαφορά όμως οι χειρότεροι ανάμεσά τους είναι οι όλο βεβαιότητα αμαθείς που παριστάνουν τους σοφούς και τους σχεδόν πανεπιστήμονες. Και επειδή στην εποχή του γκουγκλ οι πανεπιστήμονες είναι δέκα στον παρά και σοφοί όσοι έχουνe ρεύμα, αυτά τα καθηκάκια καμώνονται επιπλέον ότι τα έχουνε ζήσει όλα — εγώ πάλι ομολογώ ότι δεν έχω ζήσει τίποτα: μέχρι τα 27 επωαζόμουν, μέχρι τα 36 ταξίδευα, έκτοτε ζω, ενώ αισθάνομαι πάντα 23.

Βεβαίως, το να είσαι όλος διάπυρη βεβαιότητα και να παριστάνεις τον πνευματικό άνθρωπα δε σε καθιστά αυτομάτως καθηκάκι. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας σκιαγραφήσω, α λα Λασκαράτος, τον άνθρωπο.

Με γνωριμίες και εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις έχει εξασφαλίσει θέση ζηλευτή, ζηλευτή για κάποιους τουλάχιστον, παρά την πνευματική ένδειά του, παρά την αμβλύνοιά του. Άλλωστε, δε χρειάζονται και τόσα προσόντα όταν ξέρεις να μπλοφάρεις κι όταν ξέρεις να ποζάρεις, όταν έχεις θητεύσει σε τραπέζια και κρασιά και τέια και ούζα και καφέδες με τους κατάλληλους ανθρώπους. Υποθέτω μάλιστα ότι άλλα προσόντα ή θέλγητρα πέραν της δουλοπρέπειας δε χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν, ενδεχομένως να μην πολυφτουράνε κιόλας.

Βεβαίως η θέση που κατέχει ο άνθρωπος είναι δυσανάλογα απαιτητική σε σχέση με τις ικανότητές του, αλλά — όπως μάλλον γνωρίζετε — σημαντικότερο είναι να μιλάει κανείς για τις ικανότητές του παρά οι ίδιες οι ικανότητες. Πάντως, θα σου τονίσει σε κάθε ευκαιρία πόσο σημαντικός είναι και πόσο αγωνίστηκε και κόπιασε να κατακτήσει τη θέση του, αποκρύπτοντας ότι εναντιοδρομούσε κόντρα στην αξιοκρατία.

Από την άλλη, ποιος τα χέζει τα σπουδαιοφανή και βαθιά δυστυχισμένα καθήκια, όσους αντάλλαξαν αγάπες και χαρές με αυτό που θεωρούν εξουσία. Δε γαμιούνται κι αυτοί; Δε γαμιούνται. Κι αν γαμιούνται, δεν το χαίρονται. Οπότε, στην υγειά μας και εβίβα στην ουτοπία μας.