Ο αντεραστής

11150187_1625062224396657_7498052413091753566_n

Αυτό τo καθήκι που ήρθε από το πουθενά και μου έφαγε κανονικά τη γυναίκα πρέπει να το έσπειραν το ’71. Η το ’70. Τον καριόλη. Τον θυμάμαι την πρώτη φορά. Χαμογελαστός κι άνετος, αιθέριος που λένε, ανέμελος κι έτσι και μια χαρά. Αν και ζουμπάς. Τον έβλεπες τον παλιόπουστα από τη γωνία, πριν στρίψει τη γωνία τον έβλεπες, από πίσω από τον τοίχο, τη μάνα του μέσα, τη χίπισσα ή χωριάτισσα ή τι διάολο μουνί τον πέταγε· χωρίς αρχές και τέτοια, αρχή από μόνος του, άνετος, ασκάλωτος τελείως: ανεμπόδιστος και σένιος. Το κέντρο του κόσμου, η μισοριξιά. Χειραψίες και χαμόγελα. Μνημόνιο, αντιμνημόνιο, κυβερνώσα αριστερά, δεξιά της αριστείας και της προόδου — πού να ξεχωρίσεις. Οι καριόληδες είναι ίδιοι παντού. Την πάρτη και τον πούτσο τους κοιτάνε μόνο, πάντα υπεράνω και λάθος δεν κάνουν ποτέ.

Ήρθε και στρώθηκε μέσα στην παρέα. Τον κοίταγε η άλλη, η δικιά μου. Σπουδαίος τής φάνηκε και περιωπής. Αλλά εγώ, σιγά μην πάρω πρέφα. Και μη φανταστείς καμμιά ιστορία ή καναν άντρακλά δυο μέτρα: ένα εβδομηνταφεύγα είναι, κοκκινοτρίχης, σκατόφατσα αλβανική που παριστάνει τον λεβέντη βλάχο από τη Φιλιππιάδα, δηλαδή και καλά «η καταγωγή του», το μούτρο, με το μαλλί το ίσιο το άχυρο και το αραιό, υποψήφια φαλάκρα η δασική έκταση στο κρανίο του. Και χαμόγελα και σεμνές ματιές και βλέμματα, σαν γκόμενα. Χωρίς τσαγανό, χωρίς τίποτα. Σχεδόν πουστράκι τον έβγαζες, σαρανταφεύγα χρονών λίγδας. Έλεγες σιγά την πετρελαιοκίνηση, δίχρονο παπί είναι ο μαλάκας. Κι αυτός τα έλεγε και τα σπρεχάριζε τα δικά του και ήρθε κι έκατσε δίπλα μου μετά και φάτσα στη βλαμμένη και με χτύπαγε και στον ώμο ο παπάρας και σκεφτόμουν, πούστρα είναι και με χουφτώνει στο φιλικό ή ψάχνει να μου κάνει τον φίλο και τ’ αδέρφι να νιώσει κι αυτός έτσι λίγο σπουδαίος κι αντράκι; Τόσο μαλάκας κι εγώ. Κι εκείνος έλεγε τα δικά του στην παρέα, και δώσε να κατεβάζει τα τσίπουρα. Όχι ότι κέρναγε, σκώληκας ήταν. Υπολόγιζε, μην κεράσει καμμιά γύρα παραπανίσια. Και μίλαγε. Αργά και στοχαστικά κοιτώντας το τραπέζι. Ο κοκκινοτρίχης. Η σκατόφατσα. Μίλαγε αργά και χαμηλά, να σωπαίνουν όλοι για να κάνει παράσταση, περφόρμανς που λένε. Η Ελλάδα έτσι κι η ιστορία αλλιώς κι ο Έλληνας αλλιώτικα. Και κουβέντα να γίνεται. Κοίταζε την άλλη στο μεταξύ αλλά πού να καταλάβουμε κι εμείς, λογάς είναι, λες, δεν παίζει, δεν σκαμπάζει· δεν χαλεύει, πώς το λένε. Αλλά αυτός έκανε ματάκια. Κι εγώ χαμπάρι. Κι έτσι την πάτησα. Και πληρώσαμε την ταβέρνα και με έβαλε εμένα και την άλληνε σε ταξί και όλα καλά και να τα ξαναπούμε.

Και δεν τα ξανάπαμε, αλλά τα ξανάπε με την άλληνα. Τη δικιά μου. Το ήξερα κιόλας. Θα πήγαιναν λέει θέατρο. Το έχαψα κι εγώ, σιγά το ανθρωπάκι το ταλαίπωρο. Να πάνε. Δεν βαριέσαι κιόλας. Πήγα κι εγώ κι είδαμε το Τσάμπιος Λιγκ στου Πάνου, ήπιαμε και τις μπύρες μας και μου έδειχνε στο ημίχρονο κι ο λιγούρης ο άλλος, ο κατά φαντασία γουσταρλής, κάτι τσόντες αηδία στο κινητό του· ρε μαλάκα Πάνο πώς έχουνε γίνει έτσι οι τσόντες, του έλεγα, όλο αιμομιξίες (και καλά!), πέντε μαζί να παίρνουνε μια γκόμενα νουμεράδα σαν να είναι μισθοφόροι των Κόντρας μέσα στη ζούγκλα, σάλια και κάτι φίστιγκ ― σιγά ρε φίλε μη χώσουμε και κανα λαμπατέρ μέσα. Αηδίες ρε φίλε, αηδίες: ξερνάς προτού καυλώσεις. Κι η άλλη στο θέατρο με το καθήκι, τον κακομοίρη τον μονουχισμένο, τον βλάκα του βιβλίου τον δικολάβο. Ετσι έλεγα. Να δούνε τον Χειλάκη, τον Μαρκουλάκη ή τον άλλονα, πώς τον λένε, τον Σερβέτ Αλή και τον δεν ξέρω ποιον να παίζουνε τα βάσανα Ρώσων αλκοολικών που τους φάγανε τα χρέη κι η γκαντήφλα του κωλόκαιρου. Κι αυτοί χαμουρευόντουσαν. Μπορεί και να γαμήθηκαν κι από κείνη τη φορά, πού να ξέρω. Κι ήρθε η άλλη σπίτι πριν από μένα κι όλα μια χαρά. Μέλι γάλα. Και μου έλεγε πώς της έλεγε ο χατζηπαπάρας γιατί δεν θα τελειώσει η κρίση ποτέ. Σου είπα, ή αριστερός διανοούμενος ή δεξιός στοχαστής ήταν. Τι στοχαστής, γαμιστής ήτανε. Κωλοδικηγόρια. Σκώληκες. Σκαθάρια. Στο γραφείο του την πήγαινε. Γραφείο, ράφια, ντουλάπι, καναπές: αυτά από έπιπλα. Στην Κολοκοτρώνη. Μέσα στη μαύρη νύχτα. Τέταρτος όροφος. Εμπορικό δίκαιο. Να σου ξηγήσω το σκεπτικό, την υπόθεση, την κατάσταση και τ’ όνειρο. Το διά ταύτα.

Κι εντάξει, ο κοκκινοτρίχης ο σπανός, ο ένα ογδόντα με το ζόρι, ο κοκκαλιάρης, η μισοριξιά· αυτός ας πούμε ότι ψαχνότανε. Νταξ, παίκτωρ, μπλα μπλα είχε, μπλα μπλα δειγμάτιζε. Μια χαρά γι’ αυτόν οι παντρεμένες. Ήθελε να κάνει παιχνίδι, βρήκε τη δικιά μου. Η δικιά μου δεν καταλαβαίνω τι του βρήκε. Αυτή είναι του γυμναστηρίου. Αυτό το πράμα περίμενε για να με κερατώσει; Αυτόν τον έρμο τον κακομοίρη; Κάτι κλαρίνα στο γυμναστήριο που έχω δει να κυκλοφορούν τον έπιαναν τον τυπάκο και τον έκαναν δέμα και τον έστελναν συστημένο. Εγώ με κανέναν από εκεί μέσα, από το γυμναστήριο, φοβόμουν μη μου τα φορέσει, που έζεχναν όλοι με τα κολλητά τα φανελάκια βαρβατίλα κι ιδρώτα και τη χούφτωναν για να της δείξουνε της γυναίκας πώς να πιάνει τη λαβή για να τραβάει τα βάρη και πώς να μη γλυστράει ο κώλος της πάνω στη σέλλα του μηχανήματος όταν έπαιρνε τις επαναλήψεις. Αυτούς τους είχα λίγο από φόβο, φουσκωτούς και γραμμωμένους, ιδίως τους γραμμωμένους, και πήγαινα απροειδοποίητα με το αμάξι πού και πού και την έπαιρνα κι αυτή τους κοίταγε ― γιατί κόβει το μάτι μου εμένα, μην κοιτάς που την πάτησε με τον φλώρο, τον κωλόπουστα ― όπως κοιτάω εγώ τα τιμολόγια. Κι ούτε είχε τίποτα ιδιαίτερες εξάψεις μετά· γιατι κι αυτό είναι ένδειξη, σημάδι. Και πήγε λοιπόν η δικιά μου η λαμπάδα με τον κώλο σκέτη ποίηση και του κάθησε του κοκκινοτρίχη του σπανού με την προσεχώς φαλάκρα και τις πλατούλες Γραφέως Β’. Που μας έλεγε για την κρίση. Και που έπινε τσίπουρα κι έκλειναν τα μάτια του από τη ζάλη. Η λούγκρα του κερατά. Αλλά η δικιά μου αυτόνανε γούσταρε. Άβυσσος, περί ορέξεως και τα λοιπά. Τι να πεις.

Ήτανε και προσεκτική στο μεταξύ. Δεν τον έβλεπε συνέχεια. Όχι. Στη χάση και στη φέξη. Πονηριά. Σύστημα. Στο σπίτι του λέει δεν πήγανε ποτέ. Ο μαλάκας, πήγαινε με τους κανονισμούς, με το βιβλίο: «δεν γαμάμε σπίτι μας ούτε μισή φορά» κι έτσι. Κι ας είναι εργένης. Αλλά βέβαια κι είναι εργένης: ανθρωπάριο. Μισοριξιά. Ποια να τον παντρευτεί τον ζαβλακωμένο, το ζαβό. Εκεί, τις παραμυθιάζει και του κάθονται μέχρι να τονε βαρεθούν κι αυτόν και την μπάμια που θα έχει για καυλί. Γιατί μέχρι πού να σε πάει το ψηστήρι, η καυλάντα και το μπλα μπλα, η φιλοσοφική η συζήτηση και οι κουβέντες της κουλτούρας; Δεν ζουν οι σχέσεις χωρίς καύλα. Λίγη καύλα, όχι πολλή. Αλλά αυτός τι καύλα; Αυτός κουβέντες και μπούρδου μπούρδου: μέχρι εκεί. Για 2-3 μήνες το πολύ και άντε. Εκτός απ’ τη δική μου φυσικά, που τραβιότανε μαζί του 6 χρόνια. Έξι χρόνια ρε φίλε. Έξι. Κι όλα ρολόι. Κι εγώ μέσα σε αυτά τα χρόνια τον είδα μια φορά στην αρχή, που έγινε το κοννέ στα τσίπουρα, μια στα Βλάχικα με τον μαλάκα τον ξάδερφό μου που ήτανε πελάτης του (ανάθεμα τους δικηγόρους και τα πελατάκια τους και τον Έλληνα τον δικομανή), μια για καφέ στη Μητροπόλεως που τον είδαμε τυχαία και είπαμε να κάτσει μαζί μας και μια ακόμα την τελευταία. Στην όπερα.

Πάμε στην όπερα έλεγε η άλλη, καμμιά αντίρρηση εγώ, ήτανε κι ιταλική που μου αρέσουν. Θα είναι και ο Μαλάκας, εντάξει, μας βρήκε εισιτήρια. Ντυνόμαστε και πάμε· προσέκκο και εφέ στο φουαγιέ, όλα ωραία, κοιτάμε τις κάσες τις κολωνακιώτικες που περπάταγαν και νιώθανε να τους ανήκε η όπερα, λες κι ήτανε Κερκυραίες, κοίταγα τους κολωνακιώτες τους ξεπεσμένους, σαν μαδημένες νερόκοτες. Καταφθάνει και ο αρχιπαπάρας καθυστερημένος λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, μπαίνουμε μέσα, ωραία η Λουτσία, μια χαρά, καλές φωνές, παραγωγή κιμπάρικη. Στο διάλειμμα στο φουαγιέ με κοιτάει και μου λέει ο κοκάκιας (γιατί ήτανε και κοκάκιας, όλα τα κακά τα είχε το παπάρι το μαραμένο) με το μάτι να γυαλίζει σαν γυάλινο κι έτσι μοχθηρό: «Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει» ― ναι έτσι μιλάει ο Χάρης Πάτσης, το κωλόφυτο η Δομή ― «δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει γυναίκα σαν τη Μάνια».

Και ξαφνικά αστράφτουν όλα μπροστά μου. Όλα. Και βλέπω ότι είναι φτιαγμένος και καταλαβαίνω τι παίζει μπροστά στα μάτια μου, όχι πίσω από την πλάτη μου, εδώ και μια εξαετία, αυτό το γαμημένο το 2010-2016 που μηδένισε τα κοντέρ ολωνών και μας πέταξε στην αφετηρία και γέμισε την πόλη τραμπούκους να κυνηγάνε πεινασμένους και που μας έκλεισε τα μαγαζιά και μας γάμησε τα μυαλά. Καταλαβαίνω τότε τι γίνεται και κόβονται τα πόδια μου κι έτρεμαν και τα γόνατά μου λίγο και βλέπω από μακριά τη δικιά μου, τη μαλάκω τη Μάνια που με κεράτωνε με αυτόν τον μπαγιάτικο κουραμπιέ, τον κοκκινιτρίχη με φωνή σαν καραμούζα αποκριάτικη, να έρχεται από την τουαλέτα που πούδραρε τη μύτη της ή δεν ξέρω τι. Προλαβαίνω λοιπόν και του λέω «Το ξέρω, φίλε. Δεν υπάρχει.» Και παίρνω τη Μάνια από το μπράτσο, την τραβάω μπροστά και πάμε και καθόμαστε στις θέσεις μας και βλέπουμε ήσυχα ήσυχα την τελευταία πράξη, όπου πεθαίνουν όλοι, ως συνήθως. Μετά πήγαμε σπίτι μας.

Έφτι Μουλά

Έρχομαι από τα βάθη της Ασίας.

Το 1994 πήγα στη Λέσβο για να βρω το κορίτσι μου, που παραθέριζε εκεί με τους δικούς της — αθώες εποχές τότε, μας έσερναν οι γονείς μαζί τους στις διακοπές. Έφτασα εκεί με άλλους τρεις φίλους, δεν υπήρχανε και κινητά οπότε αφήναμε ο ένας στον άλλο μηνύματα με αριθμούς τηλεφώνου των πανσιόν που καταλύαμε. Ήμουν ήδη δυο τρεις μέρες στη Λέσβο όταν μαθαίνω από την ολοφάνερα αναστατωμένη μητέρα της κοπέλας ότι πήρε το βαρκάκι χωρίς προειδοποίηση, πήγε στο Αϊβαλί και από εκεί θα διέσχιζε με τούρκικο ΚΤΕΛ την Τουρκία μέχρι να φτάσει στην Καππαδοκία. Από την οποία κατάγομαι. Για να δει πώς είναι εκεί οι άνθρωποι.

Δύο μήνες μετά, στην Αθήνα, μου είπε ότι όλοι μου έμοιαζαν στους δρόμους της Καισάρειας, μια δυο φορές μάλιστα νόμισε ότι με είδε να περπατάω με τριμμένο γκρι σακάκι. Πιθανόν όλοι να μου έμοιαζαν, αλλά μπορεί και να επρόκειτο για περίπτωση παρειδωλίας: όποιος ψάχνει μοτίβα τα βλέπει κι εκεί όπου μετά βίας υπάρχουν, λ.χ. στα σύννεφα.

Μπορεί οι τουρκόφατσες της Καππαδοκίας, που έγιναν πολύ της μόδας με τα σήριαλ τα τούρκικα και τις ταινίες του Nuri Bilge Ceylan, να θυμίζουνε τη δική μου, αλλά η ταυτότητα είναι πολύ μπαγάσικο πράμα και δεν ορίζεται ούτε στατικά ούτε με τη συσσώρευση πληροφοριών. Αναρωτιέται π.χ. ο Κούντερα στην Ταυτότητα, λίγο ρητορικά και στημένα, τι από τα δύο είναι η ταυτότητα του καθενός μας: το άθροισμα όλων των λεπτομερειών που είμαστε, των ειδοποιών διαφορών μας, ή αυτό που μένει όταν απογυμνωθούμε από τις λεπτομέρειες και τα καθέκαστα;

Ενδιαφέροντα θέματα οπωσδήποτε. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι δεν έχω πάει μέχρι τη μέση της Καππαδοκίας για να βρω τις ρίζες μου: ό,τι θυμάμαι και ό,τι έχω ζήσει είναι οι ρίζες μου, ενώ τη βιολογία μου την κουβαλάω μαζί μου και είναι μέρος μου, μαζί και η τουρκόφατσα.

Ο μισός είμαι Καππαδόκης, ένα τέταρτο Αρκάδας, ένα τέταρτο Πολίτης. Κατά τ’ άλλα κι εγώ κι ο πατέρας μου είμαστε Αθηναίοι. Αν δεν θέλει να παίξει κανείς με στερεότυπα, τα πράγματα είναι απλά: τουρλού, όπως είμαστε οι περισσότεροι από καταβολής ανθρωπότητας, είδους έμφρονος, γλωσσικού και ταξιδιάρικου, ενίοτε πολύ μοχθηρού και συνήθως απλώς παράφορου, που πρόκοψε στις πόλεις μετά από δεκάδες χιλιάδες χρόνια κυνηγιού και περιπλανήσεων.

Αν θέλει να παίξει κανείς με στερεότυπα, μπορεί να σκεφτεί παστουρμάδες λόγω Καππαδοκίας — αν κι εγώ θα έλεγα μαντί και πολύ γιαούρτι, χοροί με κουτάλια και τουρκοφωνία· μπορεί να σκεφτεί τσάμικους λόγω Αρκαδίας, αν κι εγώ θα έλεγα στριφνότητα, ψυχρότητα και γαστρονομική απελπισία· για δε την Πόλη όλοι έχουν γνώμη.

Αν πάλι επιμείνω στη μνήμη, υπάρχουν ιστορίες. Υπάρχουνε π.χ. θειάδες και γιαγιάδες που μιλάνε μεταξύ τους τούρκικα για να μην καταλαβαίνουμε ποιον κουτσομπολεύουνε και πώς. Υπάρχει και μια αιωνόβια, εντελώς κινηματογραφική γιαγιά, σαν αρχαία μάγισσα ή Γραία, η οποία αρνούνταν να καθήσει σε οτιδήποτε ψηλότερο από έναν πολύ χαμηλό σοφρά. Αυτό που την έκανε να μοιάζει με μαντείο ήταν ότι μίλαγε μόνο τούρκικα, και μάλιστα με τρόπο που δυσκόλευε ακόμα και τους υπόλοιπους τουρκόφωνους στο σόι. Εγώ τη φοβόμουν κάπως. Με αποκαλούσε Έφτι Μουλά.

Αν με ρωτήσετε, νιώθω Αθηναίος και Βορειοδυτικός Ευρωπαίος κι αισθάνομαι ότι υπάρχει μια Επτάπολη μέσα στην Ευρώπη όπου θα μπορούσα να ζήσω όπως νομίζω ότι θα ήθελα να ζήσω: Αθήνα, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Γενεύη, Κολωνία, Βαρκελώνη, Νάπολη. Αν με ρωτήσετε τι συγκροτεί την ταυτότητά μας, θα ξαναπώ αυτό:

Οι ταυτότητές μας δεν είναι ούτε (μόνο) βιολογία, ούτε ανεξίτηλες. Μπορεί να είναι το στέκι και το νησί μας, οι Ramones και η Σχολή μας, η γυναίκα που δεν θα φύγει και οι άντρες που πέρασαν. Οι ταυτότητές μας διαμορφώνονται από το πού νιώθουμε να ανήκουμε, από το τι μας υποστασιάζει και από ό,τι μας δίνει χαρά.

Και δεν θα πω άλλα.

Η φωτογραφία εικονίζει (και) το αυτοκόλλητο-παρέμβαση You are here (Sakis Folios).

Λαιστρυγόνες

Το 1978, όταν ήμουν πέντε χρονών, ο πατέρας μου αποφάσισε να αγοράσει το Nightflight to Venus, ώστε να έχει και κάτι από ξένα στην καινούργια και υπό συμπίληση δισκοθήκη του, η οποία μέχρι τότε περιείχε λίγο Μπαχ, πολύ Μπετόβεν, Βάγκνερ, Μότσαρτ, Σούμπερτ, τα απάντα του Χιώτη, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Στράτο Διονυσίου. Όσοι μεγαλώσατε με πανκ, με ροκ και με ποιότητα πολλή ξινίζετε, αλλά δεν πειράζει: ξέρω όλα τα τραγούδια του δίσκου απ’ έξω, ο οποίος με μύησε σε περίτεχνα φωνητικά, διπλές εισαγωγές και την ενορχηστρωτική φαντασία — εβδομηνταρία γαρ.

Κάτι άλλο που έμαθα γύρω στα έξι μου είναι η Οδύσσεια, στην οποία με μύησε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που έπαιζα στο κέντρο νεότητας (επί Μπέη ο Δήμος Αθηναίων ενδιαφερόταν και για τους δημότες του, όχι μόνο για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ευταξία και τον κατευνασμό εργολάβων). Αμέσως μετά έπεσα με τα μούτρα σε μια Οδύσσεια για την Τρίτη Δημοτικού, σχολικό βιβλίο του πατέρα μου. Βεβαίως με ενδιέφεραν οι Απόλογοι κυρίως, ακόμα με ενδιαφέρουν, μικροί ή μεγάλοι· άλλωστε σε αυτούς βασιζόταν το επιτραπέζιο παιχνίδι, άλλωστε αυτοί είναι κατά Μπόρχες το πρότυπο κάθε περιπλάνησης: ο Νόστος. Και το επεισόδιο που με συνάρπαζε πάντοτε ήτανε των Λαιστρυγόνων.

Με εντυπωσίαζε που ήτανε κανονικοί άνθρωποι, με δύο μάτια δηλαδή, αλλά γίγαντες, χωρίς να ανήκουνε στους Γίγαντες της ησιόδειας Κοσμογονίας. Επιπλέον ζούσανε σε χώρα παραθαλάσσια αλλά δασωμένη, που από τότε μού φάνταζε ιδανική περίπτωση. Το επεισόδιο είναι αρκετά σύντομο, αλλά το ονόματα που μου είχανε κολλήσει ήταν δύο: της χώρας, που λέγεται Τηλέπυλος, κι εγώ ερμήνευα μέχρι απόψε ως «μακριά από την Πύλο», και του βασιλιά της, που λέγεται Αντιφάτης, κι εγώ καταλαβαίνω να σημαίνει «αυτός που αντιλέγει» κι όχι «αυτός που αντιφάσκει». Άλλωστε ο Αντιφάτης δεν είναι απατεώνας ούτε ψεύτης ούτε καν εκμαυλιστής όπως η Κίρκη: τρώει τον πρόσκοπο του Οδυσσέα για μεζέ και μετά μαζεύει τον λαό του και πετάνε πέτρες στον στολίσκο του ξένου που έπιασε στο λιμάνι τους — όπως κάθε τοπικιστής που σέβεται τον εαυτό του. Πάντως οι Λαιστρυγόνες καμακώνουνε τα ανθρώπινα θύματά τους για να τα φάνε (ἰχθῦς δ᾽ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο)· τουλάχιστον οι Λαιστρυγόνες είναι ανθρωποφάγοι, όχι απλοί μισάνθρωποι φονιάδες.

Απόψε, ψάχνοντας λίγο, μαθαίνω ότι οι φιλόλογοι μού λένε ότι παρετυμολόγησα το Τηλέπυλος, που μάλλον σημαίνει «υψηλή πύλη» τελικά, ενώ για το Αντιφάτης ξύνουνε το κεφάλι τους. Επιστρέφοντας στο πρωτότυπο για περισσότερες πληροφορίες, βρήκα ότι ο ιδρυτής της Τηλεπύλου λεγόταν Λάμος, που θα πει «χάσμα». Σε ένα τόσο σύντομο επεισόδιο (κ 81-134) περιέχεται μέσα σε τρία κύρια ονόματα τόση αφήγηση και τόση ένταση. Εντάξει, υπάρχει ακόμα ένα τοπωνύμιο, μια κρήνη στην Τηλέπυλο, Αρτακία, αλλά δεν το έψαξα γιατί φαντάζει υπερβολικά ήμερο και οικείο.

Ζωή του μέλλοντος αιώνος: «Γραμματα σε νεκρό εραστή» της Βέρας Ι. Φραντζή

VJF exofyllo

Η Άφρα Μπεν (Aphra Behn) είναι η σημαντικότερη συγγραφέας και δραματουργός της περιόδου της Παλινόρθωσης (17ος αιώνας) στην Αγγλία. Σύμφωνα με ένα ντοκυμαντέρ που είδα πρόσφατα, η Μπεν ξεχωρίζει και επειδή υπήρξε πρωτοπόρος αλλά και επειδή δεν έγραφε γυναικεία, αφού ακόμα τότε δεν είχε επινοηθεί η γυναικεία γραφή ως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό

Το κειμενικό είδος της γυναικείας γραφής κυρίως έχει να κάνει με κειμενικές πρακτικές και σχεδόν καθόλου με τη γυναικεία φύση. Τις συμβάσεις της γυναικείας γραφής καθορίζουν τελικά οι προσδοκίες του άντρα-αναγνώστη σχετικά με το πώς και τι θα έπρεπε να γράφει μια γυναίκα. Η δε γυναικεία ποίηση εξιδανικεύει το παράπονο και αναδεικνύει έναν αισθαντισμό εξαϋλωμένο, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Επιπλέον, στα ελληνικά συμφραζόμενα η γυναικεία ποίηση είναι ένα λιγομίλητο είδος στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται κλεισμένο σε εσωτερικό χώρο, μινυρίζοντας για την ασάλευτη ζωή ένδον. Ο τόνος είναι χαμηλόφωνος και το τέμπο συνήθως andante.

Τα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» είναι ανταποκρίσεις από τη ζωή, ή μάλλον από το αίτημα για ζωή όπως της δίνει περιεχόμενο, σάρκα και πρόσωπο ο έρωτας. Ο έκκεντρος χαρακτήρας της συλλογής φανερώνεται κιόλας από το κείμενο που ακολουθεί την αφιέρωση. Το κείμενο λέγεται «νησιώτης στην πόλη» και ξεκινάει ως πεζό περιηγητικό κείμενο μέσα στον Πειραιά. Ύστερα εμφανίζεται ο Τσαρούχης και «μια εντύπωση ενός άνδρα που χαμογελάει». Όμως, «αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας, μα κολάζ πολλών ανδρικών μορφών». Κι αμέσως μετά το πεζό ξηλώνεται και αναλύεται σε στίχους όπου ο άντρας αυτός, το κολάζ πολλών ανδρικών μορφών, μεταπλάθεται τελικά σε έναν συγκεκριμένο άντρα που η περιπατήτρια αρπάζει από τον Τσαρούχη και ο οποίος λιτανεύεται στον Πειραιά, ώσπου «κάποια στιγμή να σηκωθεί, / να σε αποχαιρετήσει».

Υπάρχουνε λοιπόν στα ποιήματα του βιβλίου πολλοί εραστές ή ένας που μεταμορφώνεται διαρκώς. Αυτός ο εραστής γίνεται κάθε τόσο αντικείμενο απεύθυνσης. «Άρα γυναικεία ποίηση», θα έλεγε κάποιος. Όχι, γιατί τελικά το θέμα των ποιημάτων του βιβλίου δεν είναι οι ίδιοι οι εραστές και τα καθέκαστα των σχέσεων, παρά η δυνατότητα για ζωή που προσδοκούμε να πραγματώσει ο έρωτας.

Η συλλογή λοιπόν δεν αφοσιώνεται σε απουσίες, μοναξιές και ματαιώσεις, παρότι τις εξιστορεί συνοπτικά. Η ποίηση της Φραντζή παρακολουθεί τη ροπή από τη σωματικότητα στον έρωτα και από τον έρωτα στη ζωή. Θέμα της λοιπόν είναι, όπως κατά Σεφέρη, το ζωντανό σώμα της ίδιας της ποιήτριας, ειδωμένο από τη σκοπιά του καθόλου εξιδανικευμένου έρωτα και μέσα από τους φακούς που η γυναικεία σωματικότητα προσφέρει. Το ποιητικό βίωμα εδώ δεν είναι ποσώς εξαϋλωμένο, απεναντίας φιλτράρεται ανατομικώς μέσα από οργασμικά υγρά, από το αίμα της περιόδου και την κύηση, από τομές-αμυχές-διεισδύσεις (όπως στα ποιήματα «περιγράφοντας ανίερα πράγματα» και «γκρεμνοί») και κυρίως από την ικανότητα του γυναικείου σώματος να εγκολπώνεται.

Η σωματικότητα αυτή υπάρχει και κινείται σε τοπίο αστικό. Πράγματι, ο χώρος μέσα στον οποίο ζούνε τα ποιήματα της συλλογής δεν αποτελείται τόσο από σεντόνια και κρεβάτια ερωτικά, δηλαδή τις τόσο προσφιλείς σε ποιήτριες ματαιώσεις κλειστού χώρου, παρά συγκροτείται από την πόλη και την ανθρώπινη πανίδα της: πόλη είναι οι άνθρωποί της, ενώ η ματιά απέναντί τους δεν είναι φιλοπερίεργη και αποστασιοποιημένη, παρά μια ημιτελής κίνηση ταύτισης μαζί τους:

«Γιατί δε με παίρνεις τηλέφωνο;”
(Έμαθα και πως οι άνδρες κυνηγούν τις γυναίκες
και πως τις παρακαλάνε,
όταν έχουν πιει δυο ουζάκια ή έχουν χάσει
όλα τα λεφτά τους στην πρέφα.
Αλλά οι γυναίκες θέλουν τύχη, τεχνική και εμπειρία.
Θα ’πρεπε να το ξέρουν οι χαρτοπαίκτες αυτό.)

Η καθόλου άγουρη και λεπτεπίλεπτα επεξεργασμένη έκφραση της Φραντζή είναι στυφή και οξύστομος. Της λείπει ο αισθαντισμός και κάθε γλυκειά μελαγχολία ενώ η όποια εσωστρέφεια των ποιημάτων είναι κειμενική και όχι ψυχολογική. Στα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» οικεία εκφραστικά μέσα δεν θα βρούμε, το αλλόκοτο μάλιστα πολλές φορές μάλιστα ενεδρεύει εκεί όπου δεν το περιμένουμε.

Η μη οικεία και σχεδόν παραδοξολογική έκφραση, η στυφή ποίηση, αποτυπώνει ωστόσο συναισθήματα καθόλου οικεία και σίγουρα καθόλου προφανή. Δεν είναι τζάμπα ή αυτοαναφορικά δύστροπος ο λόγος της Φραντζή, και εδώ βρίσκεται μία από τις μεγάλες αρετές του: χωρίς ευπρέπειες και χωρίς γλυκασμούς, διακρίνεται από άγρια παρρησία που όμως δεν γίνεται καταγγελτική ή πομπώδης. Μια αίσθηση αυτού του σχεδόν uncanny (ή unheimlich, αν προτιμάτε), του αλλόκοτου σύμπαντος που περιέχει το μικρό βιβλιαράκι είναι και το ποίημα «Ταυτότητα», ουσιαστικά το συναξάρι μιας αποσυναρμολόγησης.

Η ποίηση της Φραντζή ξεχωρίζει τεχνικά λογω της κίνησής της, καθώς έρχεται και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, πολλές φορές τον διεμβολίζει και τον διαπερνά, και μετά απλώνεται ξανά σε ανθέμια και αλλόκοτες μορφές. Ο βαθμός επεξεργασίας και το πόσο περίτεχνα δουλεμένα είναι τα ποιήματα φαίνεται λ.χ. σε ένα απόσπασμα όπως αυτό, από το ποίημα «οι γοργόνες ερωτεύονται»:

έχω βάλει υποθήκη δυο χιλιάδες όνειρα
και ονειρώξεις-θυμιατά που επείγουν
ανάμεσα στα πόδια σου
τόσες πολλές πληροφορίες που με αναγκάζουν
να σε ερωτεύομαι
κάθε βράδυ
επιβάλλεσαι σε κάθε σκηνικό όπως αξίζει σε
έναν εραστή που επιβαρύνει την υγεία του
με απουσίες
στο τέλος καταλήγεις γυμνός και ντροπαλός
με υποθερμία από αυτή του βυθού
της θάλασσας
με έναν χαυλιόδοντα που σε κάνει άντρα μου
από την αρχή του παραμυθιού.

Η κίνηση και συστροφή της φόρμας, το μοναδικό και αλλόκοτο του οράματος, η τάχα ανέμελη αλλά συστηματική επεξεργασία, αναδεικνύονται με σαφήνεια και σχεδόν εκπάγλως στο «Βάρος του κόσμου», μια μεγάλη σύνθεση πρισματική και σχεδόν αφηγηματική. Για μένα, εδώ διαγράφεται το όραμα της Φραντζή με ορμή κι ενάργεια. Διαρκείς αλλαγές σκηνικού και τόνου, φωνές ενσωματωμένες, διαθέσεις εγκιβωτισμένες η μία μέσα στην άλλη, πραγματικά ανοικειωτική έκφραση που ενσαρκώνει ένα όραμα αλλόκοτο, όπως είπα: όραμα που μετακινεί την οπτική γωνία σου, όραμα καθόλου συμπαθητικό ή χαριτωμένο, με σκηνές που ως διάθεση φέρνουνε σε λεπτόμέρειες από το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Με άλλα λόγια, στο «Βάρος του κόσμου» γινόμαστε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες σε μικρές συντέλειες χωρίς όμως το θέαμα που μάθαμε να τις συνοδεύει:

Σαν τα θερμοκήπια κλειστά, περιφραγμένα.
Κάποιος θα βρει μια ξυραφιά.
Και θα μπολιάσει αυτό το βόμβο ελπίδας που έχει ο
καθένας στην επιφάνεια των νυχιών και των νεκρών ιστών
την απροστάτευτη λιακάδα.
Εγώ κυκλοφορώ με δέρμα κάτω από έναν πλανήτη που
φλέγεται αρματωμένος
και έχω χιλιάδες λεξούλες να περιστοιχίζουν το κορμί μου
ανταμωμένες σε ένα χορό παραδοσιακό
μπάλος νησιώτικος
αντικριστός
μάχη λέξη με λέξη.

Τέλος, σε ένα από τα μικρά «σπαράγματα» προς το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε

δεν έζησα
δεν έζησα
δεν έζησα
τον έρωτα μας στην ολότητά του
τον έβαλα ενέχυρο
και αγόρασα χρυσάφι
αγάπη, μου είπε ο τοκογλύφος

Νομίζω ότι εδώ συνοψίζεται η ροπή προς τη ζωή μέσω του έρωτα, που ανέφερα πιο πάνω. Και κάτι από το πόσο ανοιχτή, άρα ικανή να μας μετακινήσει, είναι η ποίηση των «Γραμμάτων σε νεκρό εραστή»: τι είναι αυτή η «αγάπη» που «είπε ο τοκογλύφος»; Το ίδιο το χρυσάφι; Το αντίτιμό του με σκοπό ακόμα ένα ενέχυρο; Αποκαλείται αγάπη η ίδια η συμβολική ενεχυρίαση;

Τις απαντήσεις ως συνήθως τις δίνει ο αναγνώστης αφού έχει κλείσει το βιβλίο.

*

Τα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» θα παρουσιαστούν την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου στις 8:30 στο Bios (Πειραιώς 84). Λεπτομέρειες εδώ.

«for having created new poetic expressions within the great American song tradition»

Η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει οράματα όταν δίνει Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αναγνωρίζει κυρίως ένα από τα κατορθώματα της τέχνης του λόγου: να ανοικειώνει, να μετακινεί την οπτική μας γωνία, μεταπτωτικά πολλές φορές, να μας δείχνει το Λοξό και το Άλλο που κρύβονται στο προφανές. Και πώς αλλιώς, άλλωστε; Λέτε π.χ. να συνάχτηκαν το ’79, να διάβαζαν φωναχτά και να είπαν «ε ρε φίλε, τι ωραίες παρηχήσεις! δες κάτι σένια κρυφά λογοπαίγνια!»; Από αυτή την άποψη το όραμα του Ντύλαν είναι λιτό, εναργές και απέραντο, μια ποιητικώς αποθεωμένη Αμερική (δεν ανέφερα τζάμπα τον Ελύτη).
Μην είμαστε λοιπόν αμνήμονες: η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε πέρσι τη δοκιμιογράφο Αλεξίεβιτς, την Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Ράσελ to 1950 και το 1953 την Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ή κάτι τέτοιο) του Τσώρτσιλ. Γιατί τα θεώρησε σπουδαία έργα λόγου, όχι γιατί τα πέρασε για επικά ποιήματα ή πεζή μυθοπλασία. Αν δεν ήταν η Ακαδημία υπερσυντηρητική, όπως οι ακαδημίες κάθε είδους σχεδόν οφείλουν να είναι, θα βράβευε και την Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών του Ζινν.
Συντηρητική ξε-συντηρητική, η Σουηδική Ακαδημία δεν είναι περιχαρακωμένη σε στερεοτυπικούς ειδολογικούς και γραμματολογικούς ορισμούς. Σε αυτό διαφέρει από το αναγνωστικό και γνωμοδοτικό κοινό στην Ελλάδα, που θεωρεί ότι ο Ντύλαν δεν είναι Λογοτεχνία γιατί το έργο του δεν εμπίπτει στην κατηγορία «μυθοπλασία» ή «ποίηση στο χαρτί».
Στην Ελλάδα η λογιοτατοσύνη (όχι λογιότητα, όχι λογιοσύνη) μας έχει φάει και μας έχει ξαναφάει τουλάχιστον από τον καιρό του Σολωμού. Είναι διασκεδαστικό το μένος και τα επιχειρήματα κατά του να βραβεύονται «στιχουργοί», αν και ο Ντύλαν στιχουργεί όσο εγώ κάνω αστυνομικό ρεπορτάζ, ίσως και λιγότερο. Το μένος όμως τροφοδοτείται από την ψώρα της λογιοτατοσύνης, ελέω και αυτή του σχολικού μας συστήματος: όταν συζητάμε τον λόγο και τα έργα του, ταυτίζουμε το μέσο, τον λόγο, με συγκεκριμένες και λογίως αποδεκτές μορφές τέχνης του.
Στην Ελλάδα λέμε λ.χ. ότι «ο κινηματογράφος είναι τέχνη». Και όταν λέμε «τέχνη» εννοούμε κάτι μεταξύ Μπέργκμαν, Τρυφώ και Παρατζάνοφ, Κουροσάβα, Μαλ και Κάπρα: το σινεμά του auteur. Όπως όμως μας υπενθυμίζει η Αθηνά Καρτάλου στη διδακτορική διατριβή της, ο κινηματογράφος είναι μέσο με το οποίο μπορεί να γίνει τέχνη αλλά μπορούν κι ένα σωρό άλλα πράγματα να γίνουν, όπως και να γίνει τέχνη που δεν είναι σινεμά του auteur. Ομοίως, ο λόγος είναι μέσο, με το οποίο μπορεί να γίνει τέχνη αλλά  κι ένα σωρό άλλα πράγματα: μπορεί να γίνει και τέχνη που δεν είναι πεζή μυθοπλασία ή ποίηση του βιβλίου.
Τέλος, αν δεν παραλάβει ο Ντύλαν το Νόμπελ δεν θα πρωτοτυπήσει ούτε σε αυτό.

 

Εφτά άντρες

Η Κική τον στρίμωξε στον πάγκο. Έβαλε το χέρι της πάνω στο γονατό του με επεκτατικές διαθέσεις. «Τι σου αρέσει λιγότερο στο σώμα μου;», τον ρώτησε. Ο καημένος δεν ξέρει από αυτά. Τίποτα δεν ξέρει. Σκέφτηκε λιγάκι γιατί ήθελε να απαντήσει τίμια κι ειλικρινά στην ερώτηση. «Θέλω να μου πεις», επιμένει. Το πρόβλημα όμως είναι το εξής: στα δεκαοχτώ του νομίζει ότι έχει δει τον θεό τον επουράνιο μόνο και μόνο γιατί η Κική βγήκε μαζί του και στο τέλος του ραντεβού τον φίλησε. Και την επόμενη φορά ήρθε σπίτι του και το έκαναν και τους άκουσε όλος ο ακάλυπτος. Και το πρόβλημα, το πρόβλημα που λέγαμε, είναι ότι το σώμα της είναι τέλειο, είναι σαν αυτά που τοποθετούν γυμνά μεταξύ φωτός και σκιάς οι σκηνοθέτες οι καλοί για να σου πουν «α, να ομορφιά, να έρωτας: κοίτα καλά». Πριν δυο βδομάδες έγραψε μάλιστα κι ένα ποίημα για το σώμα της, σαν γεωγραφική περιήγηση· παινεύει και τον κώλο της που είναι σαν πανέμορφος πλανήτης. Της το έδωσε καλλιγραφημένο σε ένα χαρτί κι αυτή τον φίλαγε μετά λες και θα έμπαινε σε τραίνο να φύγει μετανάστης. Τι να της απαντήσει τώρα; Δεν ξέρει. Κι όσο διστάζει, τόσο η Κική μαγκώνει. Πρέπει να βρει κάτι. Ντρέπεται και να πει «βυζιά» μπροστά της. «Το στήθος σου», της λέει. «Είναι βαρύ και λίγο πεσμένο.» Η Κική τον κοιτάει με βλέμμα που πετρώνει, παίρνει το τσαντάκι-ταγαράκι που ίσα ίσα χωράει απολύτως τίποτα και φεύγει. Θα τον ξαναπάρει τηλέφωνο σε τέσσερις μέρες αλλά αυτός ακόμα δεν το ξέρει και θα αδειάσει μέχρι τότε ό,τι έχει η κάβα του σπιτιού. Μέχρι και το κοριαντολίνο θα πιει.

*

Τα πράγματα είναι κάπως περίεργα και μάλλον σχετικώς σοβαρά. Την ντρέπεται τη Νανά. Πρώτα πρώτα είναι αρραβωνιασμένη και του το είπε. Συνηθισμένος βεβαίως να χωρίζει ζευγάρια, όχι γιατί το επιδιώκει ή γιατί έχει τέτοιο βίτσιο, απλώς του συμβαίνει. Αλλά την ντρέπεται αυτή. Πήγανε σπίτι του μετά το φαγητό, αλλά δεν πίνει αλκοόλ η Νανά. Αυτό τον κάνει να ντρέπεται περισσότερο αν και ήδη την έχει φιλήσει. Τον κοιτάει και την κοιτάει κι αυτός· την ώρα που περνάει τη νιώθει να πέφτει στο χαλί κομματάκι κομματάκι, σαν κερί που στάζει σε παγωμένο δωμάτιο. Σχολιάζει πόσο της αρέσει το σπίτι του. Εκείνος εξακολουθεί να την ντρέπεται τη Νανά αλλά θυμάται ότι τη φίλησε μπροστά στη λίμνη (πόσο καρποστάλ) και θέλει να την ξαναφιλήσει και να ακούσει πώς θα κάνει όταν θα γλυστρήσει μέσα της, εάν τελικά θα γλυστρήσει μέσα της. Ο Γιώργος τού έλεγε ότι είναι του df κι ότι κωλυσιεργεί και διστάζει γιατί το df τον έχει διαφθείρει και τέτοια. Της φτιάχνει τσάι Mariage Frères, το μόνο που έχει γιατί τσάι δεν πίνει κι ανοίγει και το μπουκάλι με το Teeling και περνάει κάπως και η ώρα. Το Teeling κάνει καλό. «Θα σου βάλω ένα ελληνικό τραγούδι», της λέει. Της αρέσει το «Κάνε το δάκρυ σου χαρά», ωραίο είναι, της αρέσει. Το Teeling κάνει καλό, κλείνει τα μάτια και τη φιλάει ενώ ταυτόχρονα το χέρι του πλάθει λίγο απληστα τη δεξιά ωμοπλάτη της, μετά λύνει τον ευτυχώς εύκολο δεσμό. Το στήθος της ελευθερώνεται κάτω από το πουλόβερ ενώ η ανάσα της μυρίζει άνθη παιωνίας, ή τι λέει η συσκευασία του τσαγιού. Η ανάσα της μυρίζει σαν υπόσχεση και ο μικρός αναστεναγμός όταν τελικά μπαίνει μέσα της ακούγεται σχεδόν σοβαρός και όλος συνέπεια.

*

Η Κική μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και βγάζει τα γυαλιά της. Κρατάει καφέ από τον Γρηγόρη στα χέρια της, αυτό είναι καλό σημάδι. Αχνίζει ακόμα. Χωρίς να τον έχει κοιτάξει ακόμα κλείνει την πόρτα πίσω της απαλά λες και θα ξυπνήσει κανέναν. Βγάζει τα γυαλιά και τα αφήνει στο έπιπλο που έχουνε τα δωμάτια ξενοδοχείων για γραφείο, λες και θα κάτσει κανείς να γράψει την Ασάλευτη Ζωή στην Αχαρνών. Ακουμπάει και τον καφέ στο γραφείο αυτό, πολύ στην άκρη, ως συνήθως. «Πόσο θα μείνεις;», τον ρωτάει. Απαντάει. «Δεν το ήξερα το ξενοδοχείο, νόμισα ότι ήτανε ξέρεις, ημιδιαμονής που λένε.» Αυτός κάθεται στο κρεβάτι, τον έχουνε λιώσει οι δώδεκα ώρες μέσα στο ΚΤΕΛ, η δύσοσμη θέρμανση, οι μονότονοι ρυθμοί και το τίποτα των αυτοκινητοδρόμων. Η Κική στέκεται μπροστά του και τον κοιτάζει. Δεν ξεντύνεται. Μάλλον όχι, βγάζει πάρα πολύ προσεκτικά το καλσόν της, αλλά το πετάει στο πάτωμα. Καινούργιες συνήθειες αυτές. Τον φιλάει και τον ρωτάει αν κρυώνει. Τον γδύνει εντελώς αλλά αργά, εκείνη βγάζει μόνο τη ζακέτα της. «Πόσο θα μείνεις στην Αθήνα;» Δεν περιμένει απάντηση, του κάνει τη γνωστή λαβή και όταν βεβαιωθεί πως είναι σκληρός και έτοιμος μισοκάθεται με προσοχή πάνω του. Τον ρίχνει πίσω να πέσει στο στρώμα και τον καβαλάει κανονικά. Κινείται όμως πότε βάδην και πότε τροχάδην, δεν αφήνεται να καλπάσει πάνω του. «Πουθενά δεν έχεις να πας» του λέει λίγο πριν τον κάνει να χύσει. Μετά πέφτει κι εκείνη πάνω του και τον σκεπάζει. Μυρίζει χειμώνα στην Αθήνα στα ρούχα και στο δέρμα της. «Έλα να κάνουμε ένα μπάνιο μαζί και συνεχίζουμε εκεί», του λέει.

*

Στο σπίτι της Νανάς έχει πολλά κρεβάτια αλλά τρίζουν όλα. Πολλά δωμάτια ψηλοτάβανα και μεγάλα με τουλάχιστον ένα κρεβάτι το καθένα. Τα νοικιάζει σε φοιτητές αλλά τώρα τον Ιούλιο λείπουν όλοι κι έχει όλο δικό της ένα σπίτι άδειο με δωμάτια άδεια και διαθέσιμα κρεβάτια ξέστρωτα. Ο ήλιος λάμπει ψηλά στον ουρανό και χυμάει μέσα από τα κατασκονισμένα τζάμια. Η Νανά φοράει μια αστεία λεπτή νυχτικιά, αυτός είναι ακόμα με τα ρούχα της δουλειάς. Βγάζει την κυλότα της, κι εκείνος πέφτει γονατιστός και κάνει να τη γλείψει όμως εκείνη τον κόβει. Δεν θέλει, δεν της αρέσει. Φοράει ακόμα τη νυχτικιά και κάτι κάλτσες με γατάκια, κάλτσες αντρικές. Η Νανά απλώνει το χέρι της και βρίσκει το δικό του καθώς προσπαθεί τουλάχιστον να της το τρίψει. Τραβιέται και ξαπλώνει στο κρεβάτι και τον τραβάει πάνω της. Το τρίξιμο είναι πολύ έντονο, σχεδόν μουσικό, σαν αλλεπάλληλες δοξαριές. Εκείνη ανασαίνει όχι κοφτά αλλά σαν να ετοιμάζεται να ψάλει. Μετά από λίγο τον σπρώχνει απαλά και σηκώνεται όρθια κοιτάζοντάς τον με θαμπό βλέμμα. Ξαπλώνει στο πάτωμα, εκεί όπου πέφτει η αντηλιά. Κλείνει τα μάτια και του λέει «Έλα». Εκείνος ξαναμπαίνει μέσα της, σχεδόν τσουλάει μέσα της και ανοίγοντας τα μάτια βλέπει την κυλότα της ριγμένη ατημέλητα λίγους πόντους αριστερά από το πρόσωπό της, σαν να την τοποθέτησε κάποιος εκεί επίτηδες. Αυτή η εικόνα τον απασχολεί για ελάχιστα δευτερόλεπτα ακόμα, ύστερα ξαναβουτάει στο θαυμαστό κι ευφρόσυνο τίποτα της λαγνουργίας.

*

Η Φιλιώ μπαίνει στο σπίτι του και κοιτάει καλά καλά γύρω της. Καταγράφει. Φαίνεται να της αρέσει όπως αρέσει σε κάποιον ένα μποέμ αχούρι. «Δεν ήξερα ότι μένουν άνθρωποι στην Ευριπίδου», του λέει. «Μόνον από τέταρτο όροφο και πάνω», της απαντάει. Κάθεται κατάχαμα στο καταλιανισμένο παρκέ κι ανάβει τσιγάρο χωρίς να ρωτήσει, βγάζει από την πελώρια τσάντα της ένα φορητό τασάκι και το ανοίγει. Το αφήνει προσεκτικά στο πάτωμα δίπλα της και κάνει μια έτσι για να ανοίξει την μπαλκονόπορτα περισσότερο. Φοράει κάτι ρούχα σαν να βγήκε από το νουβέλ βαγκ αλλά μωβ, πράσινα, γκρενά, μπορντώ και ταμπά: τέτοια, χρώματα με γυναικεία ονόματα. Είναι πιο ωραία η Φιλιώ από όσο νόμισε και θυμόταν. Φοράει και μπερέ, μπορντώ. Εκείνος πάει και παίρνει δυο μαξιλάρες από τον καναπέ και τις ρίχνει στο παρκέ. Στέκεται όρθιος και την κοιτάζει, από πάνω της. Σαν μπάστακας, που λένε. Οπότε πάει και της φέρνει ένα τζόνι με κόλα από την κουζίνα, τι πίνει και δυο-τρία πράγματα ακόμα ξέρει για αυτήν. Γι’ αυτό πήγε κι αγόρασε το τζόνι άρον άρον. Εκείνη σηκώνει το κεφάλι και χαμογελάει, έχει ωραίο χαμόγελο. Πολύ ωραίο. Αγαλλίαση. Δεν λέει τίποτα, σαν να θεωρούσε δεδομένο ότι θα της έρθει ένα τζόνι με κόλα πριν καν να το ζητήσει. Εκείνος αρχίζει να γδύνεται σαν να είναι στον γιατρό, αλλά δεν ξεχνάει να βγάλει τις κάλτσες, ενώ στο τέλος διπλώνει το σόρτς γύρω από το σλιπ με συστολή κι έχει ήδη αφήσει διπλωμένο το τισέρτ πάνω στην καρέκλα την ινδική. Όσο γδύνεται η Φιλιώ σηκώνει το βλέμμα κάθε τόσο, συνεχίζει να καπνίζει. Μόλις βλέπει ότι απέμεινε εντελώς γυμνός χαμογελάει ξανά και λέει «μια χαρά» σχεδόν γελώντας. Απ’ έξω, από μακριά ακούγεται κάποιος κάγκουρας. Γονατίζει στο πάτωμα και τη σπρώχνει να ξαπλώσει πάνω σε μια από τις δύο μαξιλάρες, φοράει ακόμα τον μπερέ της ενώ της βγάζει τη φούστα. Εκείνη βγάζει το μπολερό ή πώς τα λεν αυτά και μετά το τοπ από κάτω, ώσπου της πιάνει τα χέρια κι αρχίζει να τη φιλάει στον λαιμό. «Μια χαρά», λέει η Φιλιώ. Ύστερα ορμάει πάνω της αλλά σε λίγο είναι ο ίδιος ξαπλωμένος στο πάτωμα κι έχει τη Φιλιώ από πάνω του αλλά κολλημένη πάνω του, με τη μουσούδα του στον λαιμό της: γαμιούνται χωρίς περίσκεψη και χωρίς ιδιαίτερη χάρη. Αφού τελειώσουν ήσυχα αλλά με πνιγμένους στεναγμούς, χωρίς να κατέβει από πάνω του η Φιλιώ τού λέει «ωραίο ήταν αυτό».

*

Του έχουνε κοπεί τα γόνατα. Αυτός, που ποτέ δεν φοβήθηκε, τη βλέπει και τρέμει. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι αυτή η γυναίκα, γυναίκα, όχι «γκόμενα» ή «μουνίτσα» ή δεν ξέρω τι, τον θέλει. Την κοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του. ‘Εχει πιει ένα ποτήρι κρασί αλλά ήδη το κεφάλι του γυρίζει. Την κοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του. Μπαίνουνε σπίτι της κι εκείνη αμέσως εξαφανίζεται στο μπάνιο. Το σπίτι της είναι ένα σπίτι όπως όλα τα άλλα, εκείνη όμως δεν είναι καθόλου σαν όλες τις άλλες. Σαν καμμιά απολύτως δεν είναι. Κάθεται στον καναπέ, από αυτούς τους αθάνατους που προτιμούσαν τον περασμένο αιώνα, και σκέφτεται ότι τη φίλαγε πριν είκοσι λεπτά, μπορεί όμως και να ήτανε χρόνια πριν. Κι εκείνη του είπε ότι ήρθε η ώρα να φύγουν. Και στην έξοδο του μπαρ λίγο έκανε να πέσει πάνω στον Αντώνη, που έκανε πως δεν τον είδε, αν και μπορεί να μην τον είδε πραγματικά γιατί κοίταγε εκείνη που πέρναγε μπροστά του και της κράταγε την πόρτα. Εκείνη που τώρα έρχεται από το μπάνιο φορώντας μόνον εσώρουχα, σχεδόν κανονικά εσώρουχα, — τίποτε υπερσέξυ. Πρέπει να έχει τα πιο αστεία μούτρα του κόσμου έτσι όπως την κοιτάζει, λιγάκι σαστισμένος, πολύ καυλωμένος κι απολύτως αγγελοκρουσμένος. Σηκώνεται από τον καναπέ και την κρατάει από τον λαιμό, εκείνη του χαϊδεύει τα μαλλιά, δεν ξέρει πού να την πρωτοχουφτώσει, τι να χαϊδέψει, σαν έφηβος σε πάρτυ φέρεται λίγο. Ανοίγει τα μάτια και η όψη του δέρματός της τον κάνει να ταραχτεί, είναι ανελέητα όμορφη. Εκείνη του γυρίζει με τρόπο την πλάτη. «Σε θέλω», του λέει και σκύβοντας ακουμπάει το δεξί της χέρι στο τραπεζάκι του σαλονιού όπου βρίσκονται κάτι ρόστερ, ένας υπολογιστής, μισή σοκοφρέτα. Κοιτάζει το δεξί της χέρι και τον πιάνει σπαραγμός, δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τόσο όμορφο, δεν πρέπει να υπάρχει κάτι τόσο όμορφο μέσα στον βρωμερό τον κόσμο. Τότε βλέπει ότι σκυμμένη όπως είναι έχει παραμερίσει το κυλοτάκι της με το αριστερό χέρι. Λύνοντας τη ζώνη του κι ενώ μπορεί να μυρίσει το σαπούνι και το γαλάκτωμα από το δέρμα της, αυτά τα 6-7 δευτερόλεπτα, κοιτάζει το γραμμένο μουνάκι της και σκέφτεται ότι πιθανότατα μόλις πέθανε και πόσο ωραία είναι που επιτέλους πέθανε.

*

Στα μπαρ ή θα βρεις τον εαυτό σου ή θα σε καταπιεί το αλκοόλ. Στο συγκεκριμένο μπαρ κάθεται απέναντι από τη Σοφί. Όχι Σοφία, Σοφί. Γαλλίδα μαμά. Του αρέσει πολύ και τη χαλβαδιάζει απροκάλυπτα. Κι εκείνη τον κοιτάει όλο το βράδυ και σχεδόν γελάει. Μαντεύει το σώμα της κάτω από τα ρούχα και δεν βλέπει κάτι που να μην του αρέσει πολύ. Πολύ όμως. Και η Σοφί τον κοιτάει και γελάει, αλλά όχι φωναχτά. Πίνουνε τζιν. Και μετά από το τρίτο, διότι ήρθε θεονήστικος ο έρμος στο ραντεβού, σκέφτεται τώρα πώς να είναι να ξυπνάει κανείς δίπλα στη Σοφί και να απλώνει το χέρι του και να το κάνει μαζί της, ενώ κοιτάζει γύρω του σαν να βλέπει για πρώτη φορά την πλατεία όπου τον έφερε. Σε μια στιγμή διαύγειας σκέφτεται ότι είναι πιωμένος και φαίνεται, άρα μπορεί να του δικαιολογηθεί μια τόση δα καφρίλα: απλώνει λοιπόν το χέρι του και χαϊδεύει το γόνατο της Σοφί και είναι πολύ ωραίο γόνατο και λιώνει σχεδόν και καυλώνει και λίγο, ενώ η Σοφί σταματάει προς στιγμή να αφηγείται πώς έκανε τις καλόγριες στο σχολείο να την αποβάλουν, τον κοιτάζει με έναν τρόπο που δεν λέει πολλά περισσότερα από ένα πρόσχαρο κι ολόψυχο «ναι», και συνεχίζει να του λέει πώς έσπασε όλα τα τζάμια του πάνω ορόφου όταν ήτανε στο Λύκειο. Εκείνος κοιτάει τη Σοφί και σκέφτεται ότι θέλει να τελειώσουν μαζί ενώ θα την έχει διπλώσει στα δύο και το δεξί της πόδι θα είναι στον ώμο του και ότι θέλει να μάθει τη γεύση που έχει το δέρμα πίσω από το αυτί της. Σε μια παράτολμη επίδειξη πλαστής νηφαλιότητας, γέρνει μαζί με το σκαμπό προς το μέρος της, ενώ κρατιέται γερά από την μπάρα βεβαίως, και της δίνει ένα ωραίο διερευνητικό φιλί. Η Σοφί μετά το φίλί πίνει μια γουλιά και μετά τον σπρώχνει μαζί με το σκαμπό του πίσω σε μια θέση ισορροπίας. Κάνει νόημα στον μπάρμαν να πληρώσουνε.

Όλοι επαΐοντες, όλοι ειδικοί

Όλοι είναι ειδικοί σε όλα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει κανείς αν μπει στο ίντερνετ και σκρολάρει προς τα κάτω για αρκετή ώρα οποιαδήποτε σελίδα έχει χώρο για σχόλια. Για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ούτε λόγος: όντως φαίνεται πως γεμίσαμε ειδικούς.

Η εύκολη εξήγηση είναι ότι φταίει το ίντερνετ: πολλοί παριστάνουν τους ειδικούς επειδή όλοι μπορούνε πια να πουν τη γνώμη τους και επειδή η πληροφορία βρίσκεται σε αφθονία και ανευρίσκεται πάρα πολύ εύκολα, ή μάλλον έρχεται η πληροφορία και σε βρίσκει. Και έτσι ο καθένας μπορεί να σχηματίσει μια κάποια γνώμη για οτιδήποτε αλλά και να την διατυπώσει με αληθοφανή εμβρίθεια: για τον πόλεμο στη Συρία, για τον Ερντογάν, για τις εκλογές στην Ισπανία ή στις ΗΠΑ, για το έργο του Μπόουι, για το νόμπελ του Ντύλαν, για το μέλλον της ΕΕ, για τα εμβόλια, για το τι προκαλεί καρκίνο και τι τον θεραπεύει, για το αν πρέπει τα ομόφυλα ζευγάρια να υιοθετούν, για την Παιδεία, για το ποιόν του καθηγητή Βαρουφάκη και του Οικουμενικού Πατριάρχη, για την Αριστερά, για τη Δεξιά του Κυρίου, για τον νεοφιλελευθερισμό και τον κλασικό φιλελευθερισμό…

Η εξήγηση είναι λανθασμένη. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε τεκμηριωνόταν επαρκώς είτε απλώς με π.χ. επικλήσεις στην αυθεντία, όλοι ανέκαθεν είχανε γνώμη για πάρα πάρα πολλά θέματα, και μάλιστα για θέματα για τα οποία όντως δεν γνωρίζουνε πολλά. Ναι, αλλά πώς παριστάνουνε πλέον τους ειδικούς; Τους παριστάνουν επειδή χάρη στην υπερπροσφορά πληροφορίας μπορούν να προσομοιάσουν με αληθοφάνεια την εμβρίθεια ενός πραγματικά ειδικού.

Όλοι λοιπόν ανέκαθεν είχανε γνώμη για πάρα πάρα πολλά θέματα, τώρα μπορούνε και να την εκφράσουν.

Σίγουρα· όμως πώς γίνεται να βρίσκουν τις πληροφορίες που χρειάζονται ώστε να υποστηρίξουνε τις γνώμες τους; Γίνεται γιατί υπάρχει υπερπροσφορά πληροφορίας: διαλέγεις και παίρνεις τις πληροφορίες, γνήσιες ή πλαστές, που εξυπηρετούν αυτό που θες να πεις, που είναι συμβατές με τη γνώμη σου. Όμως η υπερπροσφορά πληροφορίας δεν είναι  αποτέλεσμα της διάδοσης του ίντερνετ. Βεβαίως, ποσοτικά κυκλοφορούν ωκεανοί πληροφορίας, αλλά ήδη από την εφημερίδα, το ραδιόφωνο και την εγκυκλοπαίδεια πήγαζαν ποταμοί ικανοί να ποτίσουν κάθε αυτόκλητο ειδικό για μια ποικιλία θεμάτων — αρκεί να είχε το θράσος κάποιος να αυτοχρισθεί ειδικός. Θυμηθείτε τη Βουλή του Ζαππείου, τους θείους στα οικογενειακά τραπέζια, τους ξερόλες σε γάμους, μπαρ και καφενέδες.

Και γιατί τολμούν να παραστήσουνε την αυθεντία; Θα φταίει το ίντερνετ. Όχι.

Οι σύγχρονοι ξερόλες, οι ειδικοί σε τόσα μα τόσα θέματα, είναι τέκνα που προέκυψαν από την ανίερη ένωση της υπερπροσφοράς πληροφορίας, που προϋπήρχε του ίντερνετ, και του αντιδιανοουμενισμού.

Όπως χρόνια παραπονιέμαι, όλο δυναμώνει ένα κίνημα που θέλει να μας έχει όλους ίσα κι όμοια: τον γιατρό και τον μη γιατρό, τον ιστορικό και τον μη ιστορικό, και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, δεν είναι ότι έχουν όλοι γνώμη παρά ότι θέλουν η γνώμη τους να είναι ισάξια και ισοβαρής με ενός ειδικού: θέλουν να είναι ειδικοί ενώ δεν είναι.

Ο βασικός λόγος που γεμίζουμε ερζάτς ειδικούς είναι ο αντιδιανοουμενισμός κι ο αντιακαδημαϊσμός. Ο αντιδιανοουμενισμός κι ο αντιακαδημαϊσμός έχουνε τρεις πηγές, αν και δεν είναι οι μοναδικές:

Η πρώτη είναι η συνωμοσιολογία: οι γιατροί μάς λένε να κάνουν εμβόλια τα παιδιά γιατί οι φαρμακευτικές τούς χαρίζουν εκδρομές, στυλό, δίωρα με συνοδούς πολυτελείας. Οι ιστορικοί λένε αυτά που λένε γιατί είναι τομάρια πουλημένα στο ΚΚΕ / στον εθνομηδενισμό / στον Τσίπρα / στη Μαύρη Δεξιά. Βεβαίως υπάρχουν όντως χαλκευμένες ή πρόχειρες έρευνες τις οποίες χρηματοδοτούν μεγάλες εταιρείες, άλλα συμφέροντα ή και κανείς συγκεκριμένος: θυμηθείτε τον ελεεινό αντιεμβολιαστή Wakefield που στέλνει παιδιά στον τάφο ή έρευνα που εσχάτως αποδίδει και αντιυπερτασική (νομίζω) δράση στο Viagra ώστε να παραταθεί η πατέντα της σιλδεναφίλης που κατέχει η Pfizer.

Βεβαίως υπάρχουνε π.χ. ιστορικοί που έβαλαν τις πεποιθήσεις τους πάνω από τη μέθοδο ή που έκαναν ιδεολογικό άλμα στο κενό πηδώντας από τα δεδομένα στην ερμηνεία. Αλλά όλα αυτά είναι αντικείμενο βασάνου εκ μέρους των ομοίων τους: δεν θα κρίνω εγώ τον Κορδάτο, τη Ρεπούση, τον Λιάκο, τον Μαραντζίδη, τον Καλύβα ως ιστορικούς με βάση τα γούστα και τις πεποιθήσεις μου, παρά θα το πράξουν άλλοι ιστορικοί με γνώμονα μεθοδολογικό, εμπειρικό κτλ.

Η δεύτερη πηγή του αντιδιανοουμενισμού και του αντιακαδημαϊσμού είναι η ομφαλοσκόπηση των ανθρωπιστικών επιστημών και κυρίως ο παραγκωνισμός τους. Πρόκειται για φαύλο κύκλο, κι εξηγούμαι. Αποστολή των ανθρωπιστικών, κοινωνικών και πολιτικών σπουδών είναι να ερμηνεύσουν τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την εξουσία, την πολιτική κτλ. Ερμηνεία όμως δεν σημαίνει να επαναδιατυπώνω τις παρατηρήσεις μου με ωραία λόγια, αλλά ούτε και να προσπαθώ να σφηνώσω με το στανιό τα εμπειρικά δεδομένα μέσα στο περίτεχνο όλο σκαλίσματα καλούπι της μεγάλης θεωρίας μου. Όταν οι λεγόμενες «θεωρητικές επιστήμες» (ή του πνεύματος) υποπίπτουν σε ένα από τα δύο παραπτώματα, παραγκωνίζονται. Πολλές φορές παραγκωνίζονται βεβαίως και γιατί ενοχλούν ή και χωρίς αιτία άλλη από την άγνοια και την ιδιωτεία των μανατζεράδων που αναλαμβάνουνε να διοικούν πανεπιστήμια και ινστιτούτα.

Εν πάση περιπτωσει, όσο παραγκωνίζονται οι επιστήμες του ανθρώπου, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να βρεθούν οι πόροι, τα ερευνητικά υλικά συμφραζόμενα (ερευνητικά προγράμματα, συνέδρια, συνεργασίες, ερευνητικά έργα κτλ) αλλά και οι ερευνητές που θα κάνουνε κριτική στη ρηχότητα ή στην υπερερμηνεία των ανθρωπιστικών σπουδών, που θα ελέγξουν τις αμαρτίες της έρευνας. Στην τελική, όσο παραγκωνίζεται η έρευνα στις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και πολιτικές σπουδές, όσο περιορίζεται η διάχυσή τους στην κοινωνία, τόσο πολλαπλασιαζονται οι αυτόκλητοι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες, οι ψευτοκριτικοί και χαζοφιλόλογοι, οι σφετεριστές της ιστορίας της τέχνης ή της αισθητικής θεωρίας (ιδίως αυτής), οι ψευδογλωσσολόγοι και οι ψευδοϊστορικοί και οι κομπογιανίτες μουσικολόγοι, οι ξυλόσοφοι και οι γενικών καθηκόντων διανοούμενοι — και ούτω καθεξής

 Όμως ο αντιδιανοουμενισμός κι ο αντιακαδημαϊσμός έχουν τουλάχιστον ακόμα ένα έναυσμα: τη νεοσυντηρητική μανία και την πάγια επιδίωξη των ελίτ να αφεθεί η πολιτική αποκλειστικά στους επαΐοντες. Βεβαίως, οι τάχα επαΐοντες που μας προξενεύουν οι εκάστοτε ελίτ διαφέρουν: μέλη του Κόμματος διαφωτισμένα από θεωρητικούς του επιστημονικού μαρξισμού-λενινισμού στον πάλαι σοβιετικό σχηματισμό και στους δορυφόρους του, νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και θεολόγοι της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας στις τόσο επιδεκτικές αλλοίωσης και καταστρατήγησης δημοκρατίες του ελεύθερου κόσμου μας. Και σε αυτές όπως και σε άλλες περιπτώσεις το ζητούμενο είναι η απρόσκοπτη κυριαρχία των ελίτ και η παράκαμψη της λαϊκής κυριαρχίας.

Όταν επιχειρείται να παρακαμφθεί η λαϊκή κυριαρχία μέσω της όποιας επιστήμης, που σε αυτή την περίπτωση μεταμορφώνεται από μέθοδος και εμπειρικά επικυρούμενη διατύπωση θεωριών σε δόγμα, είναι αναμενόμενο να αντιμετωπίζεται αυτή η φενάκη επιστήμης με δυσπιστία. Με άλλα λόγια: όταν οι όντως ειδικοί συστρατεύονται με τις ελίτ στην προσπάθεια των δε να απαλλαγούν από τη λαϊκή κυριαρχία ή (θεός φυλάξοι) από εξεγερτικές διαθέσεις της πλέμπας, καταφέρνουν τελικά να απαξιώσουν ό,τι σχετίζεται με επιστήμη και γνώση.

Με δυο λόγια, δεν φταίει το ίντερνετ, απλώς το ίντερνετ παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για να ανθίσουν οι ξερόλες, οι ειδικοί στα πάντα: τα τέκνα της υπερπροσφοράς πληροφορίας και του αντιδιανοουμενισμού.

Για τον Γιο του Σαούλ

hero_Son-of-Saul-2015
Αν όσα παριστάνει η ταινία παρουσιάζονταν σε πρώτο πλάνο, θα ζαρώναμε και θα τα τοποθετούσαμε απέναντί μας, σαν θέαμα μέσα στα τόσα θεάματα φρίκης. Η τεχνική της ταινίας δεν μας επιτρέπει να σταθούμε απέναντι στη φρίκη, πολύ περισσότερο δεν μας αφήνει να αποστασιοποιηθουμε από αυτή. Παράλληλα δεν μας επιτρέπει να τη διαχειριστούμε χρησιμοποιώντας συναισθηματισμό, ούτε καν το συναίσθημα.
Η ταινία είναι ό,τι πιο φρικιαστικό έχω δει στη ζωή μου. Δεν υπάρχει πλάνο που να μην είναι αριστούργημα αλλά σε κάνει να ασφυκτιάς από φρίκη. Η φρίκη ενισχύεται από τη συνειδητοποίηση πως όσα βλέπεις ούτε αδιανόητα είναι ούτε πράγματα του παρελθόντος. Όσο διαρκούσε η ταινία είχα μουδιάσει και ήθελα να πεθάνω, και ήδη από τα πρώτα λεπτά δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει: κάτι που είναι μεγάλη ειρωνεία γιατί το «τέλος» είναι παρόν από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο καρέ.
Η ταινία αναπαριστά το απόλυτο Κακό, το Ολοκαύτωμα. Ενδεχομένως με έναν τρόπο κατάλληλο για την εποχή μας που βλέπει πνιγμένα παιδιά και βομβαρδισμένα νοσοκομεία στα δελτία ειδήσεων και στο facebook. Όπως είπε ένας φίλος, αν  η υπερκατανάλωση του Ολοκαυτώματος στο σινεμά ενέχει τον κίνδυνο να το συνηθίσουμε, να το αποδεχτούμε και τελικά να το ευτελίσουμε, «από αυτόν τον υπαρκτό κίνδυνο, μας διέσωσε ο László Nemes για τα επόμενα 20-30 χρόνια».
Η ταινία ανατριχιαστικά κι ανθρώπινα αποδίδει τη φρενήρη εκβιομηχάνιση της εξόντωσης στο Ολοκαύτωμα, όπως τη διαπιστώνει η Χάνα Άρεντ. Δεν τολμάς να κοιτάξεις πίσω από το πρόσωπο του Σαούλ, ενώ τα αυτιά σου δεν ησυχάζουνε στιγμή.
Μόλις τελείωσε το έργο σκέφτηκα πόσο μεγάλη απάτη και τι χυδαίος φενακισμός είναι να εικονογραφείται κινηματογραφικά το Κακό ως κυρίως μεταφυσικής προελεύσεως: ως φοβιστικοί διάολοι, ανθρωποφάγοι δαιμόνοι και καταχθόνιοι θεοί. Αυτό το λέω γιατί αντιλαμβανόμενοι το Κακό (ας το πούμε έτσι) μόνον ή κυρίως ως μεταφυσικό τρόμο μεταθέτουμε την πηγή του από την προσωπική ευθύνη (προϊόν της οποίας είναι και το Ολοκαύτωμα) στο ασυνείδητο, δηλαδή στο Id και στα τέρατά του.

 

Δόξα

Το σύμπαν είναι αχανές. Το σύμπαν είναι στην απέραντη κενότητά του και στο αδιάφορο ψύχος του και στις αδιανόητες ακτινοβολίες και φωτιές του εχθρικό. Δεν υπάρχει τίποτα να επισκεφτείς και να σε καλωσορίσει. Σου λένε να εποικίσουμε έναν διπλανό κόσμο για όταν θα έχουμε καταστίψει αυτόν. Αλλά κι ο διπλανός κόσμος είναι απερινόητα μικρός κι ασήμαντος σαν τον δικό μας, που δεν είναι παρά μια κουκίδα θαλπωρής κι αναψυχής μέσα σε ένα αχανές τίποτα, μέσα στον χώρο που ορίζει νεκρή ύλη, ταξιδεύοντας στον χρόνο που έρχεται από το τίποτα και προοιωνίζει αφανισμό.

Είμαστε κολλημένοι πάνω σε έναν μικρό πλανήτη, πάνω σε κάποιους ανθρώπους, άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς, που ισορροπούμε μεταξύ ενός αφιλόξενου κόσμου, αμελητέας κουκίδας, και του αφανισμού του. Αν δεν επιβιώσουμε, θα πεθάνουμε. Αν αλώσουμε τον κόσμο μας από σπατάλη και αφορσύνη, θα πεθάνουμε. Θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς.

Στριμωγμένοι από θάνατο από τρεις μεριές, από την αφιλόξενη φύση για τους άοπλους μελαγχολικούς κι έμφρονες πιθήκους, από την καταστροφή της φύσης, από τον προσωπικό μας θάνατο, πίσω μας έχουμε τον ίλιγγο της γέννησης και τη λήθη των παιδικών μας χρόνων. Πιο πίσω από τη γέννησή μας, τίποτα.

Εδώ τρώμε, τσακωνόμαστε, αγχωνόμαστε, υποφέρουμε, μας σκοτώνουν και σκοτώνουμε. Γινόμαστε πρόσφυγες και γινόμαστε πτυχιούχοι, πενθούμε και γράφουμε βιβλία, τρώμε παγωτό ή πίνουμε μεσκάλ. Πηγαίνουμε σχολείο και βγαίνουμε από το νοσοκομείο. Παίρνουμε απόφαση εδώ ότι θα πεθάνουμε, αναρωτιόμαστε για το μέλλον και νοσταλγούμε το παρελθόν όταν το κλαίμε. Εδώ κάνουμε έρωτα και γαμιόμαστε, εδώ οργανωνόμαστε και απομονωνόμαστε, μαγειρεύουμε και πίνουμε και χτίζουμε και πονάμε. Προσκυνάμε, χαρτοπαίζουμε και ξερνάμε. Μπουχτίζουμε και μπαϊλντίζουμε και κρίνουμε και κορυβαντιούμε ή χαντακωνόμαστε. Εδώ πληρώνουμε κι αγοράζουμε και φοβόμαστε και ωρυόμαστε και γελάμε. Μετεωριζόμαστε στην καθαρή χαρά και μελαγχολούμε. Φοράμε αρώματα και τρώμε με την οικογένεια ή με τον εχθρό μας. Εδώ σε αυτόν τον πολύ μικρό κόκκο.

Τι θα πει δόξα; Δεν ξέρω. Διασημότητα θα πει; Θέλει ο Θεός να γίνει διάσημος; Γιατί λέει να τον δοξάζουμε; Να αναλάβει μόνος του την προώθηση του έργου Του και το καλό Του όνομα. Τι διάολο θα πει δόξα; Για εμάς τους ανθρώπους δόξα είναι να μας τιμούν, να μας περιφέρουνε συμβολικώς και συναισθηματικώς επί της ασπίδος, να μας λένε μπράβο κι εύγε. Αλλά αυτή η δόξα είναι κοντολήξιμη κι εύθρυπτη, το λένε και το ξαναλένε και όσοι την ήπιανε λαίμαργα και ξεδίψασαν και όσοι την ονειρεύτηκαν μάταια. Τι να την κάνεις τη δόξα, λένε. Ομόφωνα. Μάταιη είναι και πρόσκαιρη. Είπαμε: πάνω σε έναν μικρό εχθρικό κόσμο, εχθροί του κόσμου, περιχαρακωμένοι από θάνατο. Όλα στα νεκροταφεία τελειώνουν, ή πολύ χειρότερα.

Κι όμως το τέλος είναι για να απασχολεί τους νεκροθάφτες και τους κοσμολόγους. Εμείς εδώ είμαστε για τα υπόλοιπα, για τον λίγο χρόνο στον σμικρότατο πλανήτη του ασήμαντου άστρου σε ένα από τους αναρίθμητους γαλαξίες ενός υπερσμήνους από τα πολλά — και ούτω καθεξής.

Και σκοπός μας είναι να δοξάσει ο ένας τον άλλο. Με όποιον τρόπο γίνεται κι όπως ο καθένας μπορεί. Δεν είναι μόνον ο έρωτας, πώς καβαλάμε ο ένας αχόρταγα τον άλλο και για ώρα μετά ή για χρόνια μετά δεν θέλουμε να ξεκολλήσουμε παρά να κουρνιάσουμε μέχρι να ξαναρχίσουμε — αν και ομολογουμένως σε θέματα δόξας ο έρωτας είναι η βασιλική οδός. Δεν είναι μόνο η στενή και τιμημένη (κι όχι τεθλιμμένη) της αγάπης, που είναι σαν ζεστό ψωμί και κρύο νερό και κρασί που δεν μπορείς να γνωρίζεις ότι μπορεί να υπάρξει προτού το γευτείς. Δεν είναι καν κυρίως η δουλειά, η όποια ταπεινή δουλειά κάνουμε που μας δοξάζει αναπάντεχα μετά από τύρβη και μανούρα κι ανελέητους κόπους και μικροπροστριβές. Καλές και οι τέχνες και η ποίηση και οι επιστήμες και η γνώση και η κριτική και ο λόγος, αλλά ούτε εκεί περιορίζεται η δυνατότητα να δοξάσουμε τον άλλο.

Γινόμαστε ο ένας η δόξα του άλλου με τρόπους που δεν έχει κάτσει να μετρήσει κανείς και που ίσως δεν γνωρίζουμε προτού τους δούμε να υλοποιούνται και να αποθεώνουνε τον άλλο ή εμάς. Με τρόπους μικρούς κι ασήμαντους και, όπως λένε, με τρόπους μπανάλ: βλέμματα, δάχτυλα, λόγια, δώρα φτηνά κι ευτελή. Με τρόπους που δεν τους χωράει ανθρώπου νους. Με ό,τι ιλιγγιώδες υπάρχει ενδιάμεσα, έτσι όπως η ανθρώπινη εμπειρία διπλώνει ξανά και ξανά και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της σαν δύσκολη μα θαυμαστή γραφή, συστρέφεται και διπλώνει για να χωρέσει σε έναν κόκκο που περικλείεται από το τίποτε πριν τη γέννηση και από τρεις μεριές θάνατο, ελεύθερη εντός αν και πανταχόθεν περίκλειστη.

Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω; Ε, άντε ντε: ο ένας τον άλλο, πολλοί για έναν, ένας για πολλούς (γιατί ο τα πάντα τοις πάσι δεν υπάρχει, δεν γίνονται έτσι αυτά). Όχι για πολλούς, και για λίγους: το άρρωστο παιδί ή τον ανήμπορο γονιό ή τον εύθραυστο φίλο ή την άτολμη γκόμενα και τον παραζαλισμένο γκόμενο, για τον γέρο που παραλογίζεται ή για γενιές ανθρώπων — όταν οι λάμψεις είναι τέτοιες — που χρωστάνε σε έναν Βάλενμπεργκ ή έναν Σίντλερ ή σε κάποιον άγνωστο που ξεθάβει παιδιά ζωντανά μέσα από ερείπια ή έσωσε και τρεις παραλίγο πνιγμένους.

Ο κόσμος είναι γεμάτος πεδία δόξης λαμπρά: κάθε άνθρωπος και πεδίο. Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω.

Η φωτογραφία είναι του Boris Dmitriev

Παρεξήγηση, my ass

Photo 11-9-16, 21 21 34.jpg

Η χθεσινή κατρακύλα της θλιβερής κυβέρνησης στα θέματα σχεσεων με την Εκκλησία είναι κωμικοτραγική αλλά μάλλον αναμενόμενη. Η κυβέρνηση αυτή είναι ανίκανη να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αναγκαίες αλλαγές έστω και σε μη-οικονομικό επίπεδο. Συρόμενη από συνθηκολόγηση σε φιάσκο και από εξαπάτηση σε παλινωδία αναδεικνύεται σε επιτελείο λιγότερο ικανό από την κυβέρνηση ΓΑΠ και πολλαπλά καταστροφικότερο.
Αλλά ας σταθούμε στη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αυτού του άτυπου αλλά πανίσχυρου πολιτειακού παράγοντα: ότι λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις.
Την παρεξήγηση ως ερμηνεία του «γιατί μαλώνουμε» την επικαλείται παραδοσιακά η ελληνική κουτοπονηριά, όπου η κουτοπονηριά αποτελεί βεβαίως πολιτική αναλυτική κατηγορία. Γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης:
«Οι ελληνικές ταινίες του ’60 και του ’70, αυτός ο υπερτιμημένος και παραχαϊδεμένος άθλιος μηχανισμός ιδεολογικής αποχαύνωσης της ελληνικής κοινωνίας, χρησιμοποιούν την παρεξήγηση όπως η τραγωδία τον από μηχανής θεό. Στο τέλος, εκεί που όλοι παντρεύονται, αποκαλύπτεται ότι δεν υπήρχαν πραγματικές συγκρούσεις ούτε υλικές αντιθέσεις ούτε οτιδήποτε άλλο αξίζει να πάρεις έμπρακτη θέση για αυτό, αλλά μόνο ένα πρόβλημα συνεννόησης. Μία θέση εξαιρετικά βολική για μια βαθιά ταξική κοινωνία, η οποία εξερχόταν από την πληγή του εμφυλίου.
Την ίδια αφήγησης της «παρεξήγησης» ωστόσο, αποδέχθηκε ασμένως και η μετεμφυλιακή αριστερά, για να εξηγήσει τον αποκλεισμό της από την ελληνική πολιτεία: οι κομμουνιστές τις δεκαετίες που ακολούθησαν την ήττα, δεν υπερασπίστηκαν κανέναν άλλο στόχο πέρα από το να πουν ότι στην πραγματικότητα ήταν εξίσου «καλοί Ελληνες» με τους αστούς και να ζητήσουν να γίνει κατανοητή αυτή η πραγματικότητα -όλες οι πραγματικές αντιθέσεις που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στην πόλωση, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε εδώ την ιδεολογική επιρροή του υπαρκτού σοσιαλισμού: και εκεί όλα τα προβλήματα ανάγονταν σε «παρεξηγήσεις», ποτέ σε ανταγωνιστικά συμφέροντα μέσα στην κοινωνία.»
Υπάρχει όμως κι ακόμα μία διάσταση: η «παρεξήγηση» ως εργαλείο για την απαξίωση της πραγματικής διαφωνίας και για την ακύρωσή της χρησιμοποιείται ήδη από τις παραδοσιακές ελίτ στην Ελλάδα: τον κοτζαμπάση (συγγνώμη: «προύχοντα»), τον παπά-δεσπότη-γούμενο, τον pater familias, την τυραννική πεθερά, τον έμπορα κτλ.
Η παρεξήγηση είναι μια βολική μη-ερμηνεία για τα αίτια της όποιας σύγκρουσης και είναι βεβαίως αντιδιαλεκτική: δεν υπήρξε καν αντίθεση στη θέση μου, δεν ετέθη ποτέ ζήτημα οποιασδήποτε αμφισβήτησης, διαφωνίας ή — θεός φυλάξοι! — σύγκρουσης.
Η εκ των υστέρων επίκληση της παρεξήγησης βρίσκεται στην ίδια κατηγορία περιορισμού του φάσματος της συζήτησης και της διαφωνίας με τον αντανακλαστικό τρόμο της «διχόνοιας» που επικαλούνται οι καινοφανείς Έλληνες αστοί ήδη από την εποχή του Βενιζέλου (του κανονικού). Προς θεού, ενότητα. Δηλαδή: προς θεού, μη μας αμφισβητείτε, μη διαφωνείτε καν μαζί μας.
Η επίκληση της παρεξήγησης ως μέθοδος κουκουλώματος επίσης βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τη μανατζερίστικη αμερικανιά «we need to communicate more», κάθε φορά που επιλύεται μια διαφωνία εις βάρος σου: δεν φταις εσύ, τέκνον / υπάλληλε, παρά μόνο στο ότι δεν εξήγησες τις όποιες θέσεις κι ανάγκες σου με τον τρόπο και στα πλαίσια που εγώ ήθελα κι επιτρέπω εξαρχής.