Για πρώτη φορά θα γράψω κάτι μόνο και μόνο για να απαθανατίσω μια στιγμή.
Έβγαινα από το μετρό. Δεν έχει σημασία ο σταθμός, τον ξέρουν όσοι με γνωρίζουν. Αφηρημένος και κουρασμένος ανέβαινα γρήγορα τη σκάλα. Μπροστά μου ανέβαινε τις σκάλες μία κοπέλα τρέχοντας, δρασκελίζοντας. Φόραγε κοντή φουστίτσα πλισέ που κυμάτιζε. Τα πόδια της ήταν στιλπνά κι υπέροχα, χυτά και αγαλματένια: ούτε πολύ μυώδη, ούτε πολύ στιβαρά. Υπέροχα πόδια· ανέβαιναν τις σκάλες και η φουστίτσα κυμάτιζε. Κοίταζα ακριβώς μπροστά μου και λίγο πάνω από εμένα τα πόδια της να αναπηδούν σκαλί στο σκαλί, μόλις που μπορούσα να δω το κωλαράκι της κάθε φορά που η φουστίτσα αναπηδούσε.
Και στο τελευταίο σκαλί, που αναπήδησε λίγο πιο έντονα, είδα και τι ωραίο και τραγανό που ήταν το κωλαράκι της. Και ότι τελικά δεν φορούσε στρινγκ.
Ο στόμφος και ο αφελής φροϋδισμός του Καραγάτση με ενοχλούσαν πάντοτε. Βεβαίως ο Τάρλοου μετέτρεψε και τη Χίμαιρα και τον Γιούγκερμαν σε συναρπαστικές παραστάσεις, τη δεύτερη σε διασκευή Στρατή Πασχάλη. Στον Γιούγκερμαν λοιπόν ακούγεται μια ατάκα του συγγραφέα Καραθάνου, alter ego του ίδιου του Καραγάτση, που μου άρεσε πολύ:
Οι Έλληνες είμαστε εντελώς πεζοί και φαντασιόπληκτοι ταυτόχρονα: πεζοί στις φαντασιώσεις μας και φαντασιόπληκτοι στις δουλειές μας.
Εντάξει, ο αφορισμός δεν είναι παρά μια από αυτές τις συμμετρικές αντιστροφές που έκανε μόδα ο Όσκαρ Ουάιλντ. Επιπλέον, έχουμε χορτάσει από μεγαλόστομες γενικεύσεις για τους Έλληνες και τους Νεοέλληνες, πατερναλιστικού χαρακτήρα συνήθως. Τέλος, δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω ως προς τι είμαστε φαντασιόπληκτοι στις δουλειές μας: έχω γνωρίσει Έλληνες που δεν δουλεύουν, Έλληνες που δουλεύουν και Έλληνες που καμώνονται ότι δουλεύουν — μήπως αυτή την τρίτη κατηγορία είχε κατα νου ο Καραγάτσης; Δεν ξέρω.
Ο καραγάτσειος / καραθάνειος αφορισμός πετυχαίνει πάντως την πεζότητα των νεοελληνικών φαντασιώσεων.
Δεν μιλάω αποκλειστικά για σεξουαλικές φαντασιώσεις, άλλωστε εκεί έχει κάνει θαύματα η υπερέκθεση στην πορνογραφία τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια. Μιλάω για τη γενικότερη ατολμία μας να φανταστούμε και να ψαχτούμε και να χαρούμε, εξαντλώντας πλέον όλη τη ρητορική μας για τόλμη και ευρηματικότητα στο πεδίο της «επιχειρηματικότητας» και τέτοιων ψευδαισθήσεων δημιουργίας.
Το συλλογικό μάγκωμά μας είναι πολλαπλής αιτιολογίας. Μπορεί να ξεκινήσει κανείς από τις πραγματείες του Νικόδημου του Αγιορείτη κατά της φαντασίας, αλλά ποιους αφορούσαν αυτές πριν τη νεορθόδοξη παλινόρθωση; Περισσότερο βαραίνουν πάνω μας η αγροτοποιμενική βαρβατίλα και βαρβαρότητα, που βεβαίως έχει επιμολύνει και τη δυσκοίλια κομμουνιστική Αριστερά μας (υπάρχει σχετικά ένα ωραίο κείμενο του Πάνου Θεοδωρίδη, που δεν μπορώ να βρω). Φαντασία δεν υπάρχει χωρίς ελευθερία και ελευθερία στην Ελλάδα υπήρχε και υπάρχει μόνο στις μεγαλύτερες ή στις παλιότερες πόλεις, γι’ αυτό και λοιδωρούνται τόσο πολύ. Με δυο λόγια: μας απασχολεί υπερβολικά μη μας κακολογήσουν. Αυτό είναι πρόβλημα σε μια κλειστή κοινωνία, όπου το ταλέντο γίνεται ορατό επειδή χλευάζεται.
Όλα αυτά αποτυπώνονται και στην πεζή τέχνη μας. Η τέχνη μας (του λόγου και της εικόνας) περιστρέφεται διαρκώς γύρω από θέματα ταυτότητας με τρόπο σχηματικό κι επαρχιώτικο, μούσκεμα στη δουλική διακειμενικότητα ή στην παραδοσιοκρατία. Είναι δειλή.
Ρωσικό εικόνισμα που απεικονίζει ένθρονη τη Σοφία του Θεού.
«Γιατί πια οι ιστορίες μας είναι γεμάτες ζαβούς κι ανώμαλους;»
Η συνοπτική απάντηση: επειδή μόνον αυτές οι ιστορίες μάς ενδιαφέρουν ως είδος. Από τον Γιλγαμές μέχρι όποιον σύγχρονο χαρακτήρα θέλετε.
Η λιγότερο συνοπτική απάντηση: τα ομηρικά έπη ασχολούνται με ήρωες, σκιές μιας εποχής που είχε προ πολλού εκλείψει, ινδάλματα ενός κόσμου που υπήρχε μόνον ως θαμπή ανάμνηση. Η κλασική εποχή, όταν δεν φέρνει τη σκιά του Δαρείου από τον Άδη, διηγείται ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες. Ο χριστιανικός κόσμος επί χίλια χρόνια (σκεφτείτε το: χίλια χρόνια) διηγείται βίους αγίων και μέσα από την αγιολογία και τα συναξάρια προσπαθεί να φιλτράρει ολόκληρη την ανθρώπινη εμπειρία. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές των βίων τι είναι όμως; Σίγουρα εξαιρέσεις, άνθρωποι που δεν θα συναντήσεις εύκολα ή που δεν θα ήθελες να συναντήσεις, όταν δεν είναι βεβαίως ζαβοί κι ανώμαλοι κατά κόσμον.
Στις αφηγήσεις της εποχής μας κυριαρχούν μάλλον εύποροι και σχετικά αργόσχολοι συνήθως άντρες που έχουν απωθημένα, κενά κι αναζητήσεις. Οι υπόλοιποι και οι υπόλοιπες συνήθως είναι δευτεραγωνιστές: αξεσουάρ και πάτροκλοι, μούσες και παλλακίδες, ραζουμίχιν και πυλάδης, θεραπαινίδες και μέγαιρες, μέρλιν και νέστορες, sidekick και δωρητές, εχθροί και μαυλίστρες. Επί περίπου διακόσια πενήντα χρόνια προσπαθούμε να σουρώσουμε όλη την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από το στραγγιστήρι του μάλλον εύπορου, ίσως νέου, σχεδόν αργόσχολου, ερωτικώς ενεργού άντρα· ναι, και της Έμμας Μποβαρύ (γι’ αυτό θα μείνει αθάνατος ο Φλωμπέρ).
Το νεοφιλελεύθερο ιερατείο θα προσπαθούσε να αντικαταστήσει τον ήρωα, τον άγιο, τον σχεδόν αστό με τον επιχειρηματία. Δεν φαίνεται να τα καταφέρνει. Ίσα ίσα, μέσα από το παραπόρτι της επιστημονικής φαντασίας και του fantasy, χάρη στο σινεμά και στην πορνογραφία, οι αφηγήσεις μας γέμισαν αληθινά ζαβές και ζαβούς καθώς και χαρακτήρες που η τρεχάμενη ηθική έχει για ανώμαλους κι ανώμαλες ενώ λάμπουν μέσα από τη μοναδικότητα της εμπειρίας τους ή του αγώνα της ψυχής τους εναντίον του κόσμου.
Κι έτσι στις ιστορίες μας μεταναστεύουν σιγά σιγά τρυφεροί μοιχοί, ευτυχισμένες μοιχαλίδες, ελεύθερες γυναίκες, ασκητικές ποιήτριες, γυναίκες που ηγούνται και που πολεμούν, κορίτσια που ξέρουν τι θέλουν και δεν περιμένουν τον κάθε πρίγκηπα της ψώλας, γυναίκες που άρχουν με αγάπη, κακιές μάνες, γαμιόλες και καριόλες που ευτυχούν κι ανθίζουν, αγιασμένες αλαφροΐσκιωτες, ευαίσθητοι γκέι, νταβραντισμένοι γκέι, γκέι δάσκαλοι, εξημερωμένοι γκέι, ευτυχισμένοι γκέι που δεν θα πεθάνουν στο τέλος, ιντερσέξ στη γειτονιά, ιντερσέξ εργαζομενοι (κι όχι μόνο τσιρκολάνοι και καλλιτέχνες), τρανς γυναίκες που την παλεύουν και προχωρούν, τρανς άντρες που δεν ασχολούνται με το παρελθόν τους νυχθημερόν, ευτυχισμένα πρεζόνια και στοχαστικοί αλκοόλες, πεισματάρικα ΑμεΑ, ΑμεΑ που έχουνε γραμμένες τις ανάγκες τους και κάνουν ό,τι έχουνε να κάνουν — και πάει λέγοντας. Δεν είναι πια ο Άλλος της αφήγησης μόνο κακός ή εξεγερμένος ή στο περιθώριο· ποτέ ξανά.
Μπορεί λοιπόν να κλείνουνε ξανά οι κοινωνίες γύρω μας αλλά οι ιστορίες μας έχουν ανοίξει αμετάκλητα, τώρα που τις κατοικεί ένα τόσο πολύχρωμο και πολύτροπο πλήθος.
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι τα κείμενα κάποιων ανθρώπων είναι τα κείμενά τους και μόνο και τίποτε παραπέρα. Τα κείμενα αυτά δεν μιλούν για κάτι έξω από αυτά, δεν λένε τίποτα, δεν εξηγούν κάτι, δεν επιθυμούν να φωτίσουν ή να ερμηνεύσουν τίποτα· υπάρχουνε μόνο και μόνο για να υπάρξουν ως κείμενα. Περιέχουν τον σκοπό τους ή μάλλον αποτελούν τα ίδια τον σκοπό τους.
Υπάρχουνε λοιπόν με έναν τρόπο γνήσια αυτοαναφορικό: δεν μιλάνε για τον συντάκτη τους παρά στέκουν και δικαιολογούν την ύπαρξή τους μόνον ως κείμενα που υπάρχουν.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, κείμενα που ανήκουν σε αυτό το κειμενικό είδος, για το οποίο δεν υπάρχει όνομα, θα ξεστρατίσουν και θα μπούνε στον πειρασμό να υπαινιχθούν με τον αναιμικότερο δυνατό τρόπο πόσο σημαντικά πρέπει να είναι για να τα έχουν συντάξει εκείνοι που τα έγραψαν. Είναι απαραίτητο η αυτοπροβολή αυτή να γίνει με τον διακριτικότερο δυνατό τρόπο, αφού πρόκειται για αυτοπροβολή όχι του γράφοντος (προς Θεού!) αλλά του ίδιου του κειμένου και όσων το χαρακτηρίζουν: της σοφίας, της λιτότητας, της αρμονίας, της τάξης και της άτεγκτης ορθότητάς του τελικά.
Με άλλα λόγια, αυτά τα κείμενα υπάρχουν όχι μόνον ως κείμενα που υπάρχουν αλλά και ως βαρυσήμαντα κείμενα (τα οποία βεβαίως υπάρχουν). Δεν υπάρχει καν λόγος να διαβαστούν, αφού αρκεί το ότι υπάρχουν, ότι έχουν γραφτεί.
Με δυο λόγια: μερικά κείμενα είναι απλώς τα κείμενα κάποιων ανθρώπων.