
Την Ουτρέχτη την αγάπησα πολύ. Την έχω επισκεφτεί πολλές φορές, πάντοτε για δουλειά και για χρόνια πίστευα ότι θα εγκατασταθώ εκεί πέρα τελικά, αφού μου άρεσε πολύ η διάθεση της πόλης. Βεβαίως τελικά κατάλαβα ότι δεν θα μετοικήσω ποτέ στην Ολλανδία γιατί οι Ολλανδοί έχουν πολλά από τα χούγια των Ελλήνων, αλλά δεν ξέρουνε να τρώνε ενώ τις αρετές τους δεν τις εκτιμώ — οπότε καλύτερα να πρέπει να υφίσταμαι τα εν λόγω χούγια σε μια γλώσσα που καταλαβαίνω. Η ίδια η Ουτρέχτη μού αποκαλύφθηκε πριν πέντε και κάτι χρόνια, όταν πήγα να μείνω εκει δυο βδομάδες και κατάλαβα ότι είναι μια κουκλίστική μα άκαρδη παλιά πόλη που περιζώνεται πολεοδομικά από ένα άχαρο υπνωτήριο.
Βεβαίως η Ουτρέχτη παραμένει τόπος αναμνήσεων ησυχίας, υπερβολικής ησυχίας ίσως. Μέσα από εκείνη την ησυχία, μέσα στην οποία έγραψα ένα από τα πιο εξομολoγητικά κείμενά μου, ξεκίνησε η τωρινή εποχή μου, όπως κι αν ονομάζεται. Για δύο εβδομάδες δούλεψα λίγο, ήπια λιγότερο, τρεφόμουν με τούρκικα κεμπάπ και κουβανέζικα (…) τάπας, δεν άγγιξα γυναίκα ούτε για «καλημέρα τι κάνεις», ενώ πέρναγαν μέρες που δεν μίλαγα καθόλου. Από τη σοφίτα μου έβλεπα στέγες και το καμπαναριό του καθεδρικού, ο καιρός ήταν όμορφα παγερός και οι άνθρωποι απόμακροι αλλά φιλόξενοι, κατά το έθος των Ολλανδών.
Όμως απόψε θυμήθηκα μια άλλη φορά στην Ουτρέχτη, το δεινό 2011. Ήταν Δεκέμβριος και ήμουν κανονικά δυστυχισμένος, με τον σαρωτικό τρόπο της ερωτικής δυστυχίας. Υπήρχαν διάφορες προοπτικές στον ορίζοντα και καμμία ελπίδα. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά βρέθηκα μόνος λόγω κακού συντονισμού. Πήγα σε μια παμπ στο κανάλι και η αντίδραση των λιγοστών θαμώνων, μεσηλίκων της εργατικής τάξης με σπασμένα χαρακτηριστικά, όταν μπήκα στο μαγαζί ήταν αντίστοιχη εισβολής μαλακισμένων πρωτευουσιάνων σε καφενείο θολό και κρύο χωριού έξω από την Ελασσόνα. Ήπια στα γρήγορα μια Wieckse Witte κι έφυγα. Αγόρασα ένα πακέτο Gauloises μπλε (δεν καπνίζω) και περπάτησα λίγο ακόμα πάνω-κάτω στο κανάλι. Τελικά μπήκα σε ένα μπαρ που λεγόταν België.
Μπροστά στη βιτρίνα κάθονταν κάτι φρικτοί Έλληνες φοιτητές, μαλακισμένα βουπουδάκια όλο πόζα και προνόμια, που είχαν έρθει να σπουδάσουν τον Σεπτέμβριο. Συναγελάζονταν μαζί γκαρίζοντας και φωνασκώντας, όπως συνηθίζουν οι Έλληνες φοιτητές στην αλλοδαπή, και ο κόσμος δεν φτούραγε γι’ αυτούς γιατί στην Ελλάδα είμαστε όλοι τεμπέληδες (2011, τότε τα πίστευε αυτά ο κόσμος) ενώ στην Ολλανδία είναι όλοι μαλάκες. Χώθηκα πιο μέσα στο μπαρ, έπινα ανόρεχτα τη Mort Subite ή Delirium Tremens — δεν θυμάμαι ποια παίνευαν μετά μανίας τότε οι Βέλγοι συνάδερφοι.
Το πρόσωπό μου είναι έτσι διαμορφωμένο που όταν είμαι σε ηρεμία το στόμα μου κυρτώνει προς τα κάτω κάπως σαν λυπημένο εμότζι. Αυτό με έχει γλυτώσει από πολλή παρενόχληση και από περισσότερες οικειότητες, όχι ότι αυτό το δεύτερο μου βγαίνει σε καλό — τουναντίον. Εκείνο το βράδυ πάντως ήμουν και κανονικά δυστυχισμένος, οπότε μάλλον έμοιαζα σαν εντελώς λυπημένο εμότζι. Κοίταζα προς τα έξω, προσπαθώντας να μην ακούω τους Έλληνες μέσα στον θόρυβο του België.
Η πόρτα άνοιξε και ένας τύπος φτυστός ο Άη Βασίλης μπήκε μέσα κοιτώντας προς το πίσω μέρος του μπαρ. Αφού σπρώχτηκε με τους θαμώνες για να προχωρήσει, προσήλωσε το βλέμμα του πάνω μου, έτσι που στεκόμουν σαν παρμένος και μόνος μέσα στον κόσμο, και ακούμπησε με τους αντίχειρές του τις άκρες του στόματός μου και τις έσπρωξε προς τα πάνω.
«Smile. Better now», είπε με προβλέψιμα ολλανδική προφορά και συνέχισε προς τα πίσω.
Πήρα την μπύρα και βγήκα έξω να καπνίσω. Έριχνε καρεκλοπόδαρα και δίπλα μου ήτανε δύο δίμετροι εικοσάρηδες Ολλανδοί που κάπνιζαν επίσης. Έπιναν βότκα. Όπως συμβαίνει μεταξύ εξοστρακισμένων καπνιστών στα μπαρ του Βορρά, πιάσαμε την κουβέντα: τους εντυπωσίασαν τα Gauloises και τους κέρασα. Η συζήτηση πήγε στην Ελλάδα («fuck the banks, man»), και από εκεί στον κωλόκαιρο («when is it gonna get cold, so that we get rid of this fucking rain?»), μετά στη δουλειά μου («you look too cool for your job» είπε ο ένας, «aren’t you too young for that?» είπε ο άλλος), και κατέληξε στη βότκα βεβαίως και στα ζητήματα που δημιουργεί («sometimes I cannot come at all and my girlfriend gets angry», «yes but do you at least make her come?» — με κοίταξε σαν να του είπα καμμιά σοφία).
Μετά τη δεύτερη μπύρα και το τέταρτο τσιγάρο ήμουν έτοιμος για ύπνο και για τη δουλειά της επόμενης ημέρας. Χαιρετήθηκα με τα παιδιά (και την σιωπηλή κοπέλα του ενός) διά χειραψίας και γύρισα στο ξενοδοχείο.