Η επιστημονική φαντασία για χρόνια ήθελε να μας πείσει ότι το μέλλον της ανθρωπότητας είναι αποπνευματωμένες συνειδητότητες που κατοικούν μέσα σε υπολογιστές ή μηχανήματα, ασώματες και άυλες. Ίσως αυτή η πνευματοκρατική διάθεση να λειτουργούσε ως αντιφώνηση στην ανάδειξη του σώματος που έφεραν τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 — του ερωτικού σώματος, ας μη γελιόμαστε, όχι του αντικείμενου εκγύμνασης και επίδειξης που το κατέστησε ο 21ος αιώνας.
Μετά η μαζική κουλτούρα εκστασιάστηκε με τα ζόμπι και τις ταινίες μαζικής καταστροφής. Οι λόγοι αυτής της νοσηρής ενασχόλησης με την καρικατούρα της ανάστασης νεκρών ή με τη συντέλεια έχουνε συζητηθεί ξανά και ξανά. Ίσως να πρόκειται για το υποκατάστατο επανάστασης, ίσως να πρόκειται απλώς για την επίγνωση ότι ο κόσμος όπως μας τον έχτισαν (δείτε τι καλός που είμαι και δεν λέω «καπιταλισμός») δεν πάει άλλο, επίγνωση που συνοδεύεται από γενικευμένη ακηδία κι απροθυμία για κάτι καινούργιο. Ίσως ο κουλ σατανισμός των νεανικών σειρών του νέτφλιξ και ο νεοπουριτανισμός που ευαγγελίζεται να απαιτεί μια ανθρωποθυσία πλανητικών διαστάσεων.
Μετά το Πάσχα έπεσα κατά λάθος σε μία ακόμα τάση: ψυχανάλυση παντού. Είδα τέσσερα επεισόδια του εξαιρετικού Chef’s Table, σε καθένα από αυτά ο σεφ παλεύει με τη σκιά των γονιών του και εξέρχεται συμφιλιωμένος με το ποιος είναι. Ένας αμερικανός σεφ και μια Ινδή σεφ καταφέρνουν μέσα από την τέχνη τους να πάψουν πλέον να αναμετριούνται με τους γονείς τους, με αποτέλεσμα θεραπευτικό — κάτι που ο Τόνυ Σταρκ στο Endgame πετυχαίνει ταξιδεύοντας πίσω στον χρόνο και συζητώντας με τον νεκρό πατέρα του. Ένας Ιταλός σεφ αγκαλιάζει την τέχνη του και με τον τρόπο αυτό ενστερνίζεται το ποιος είναι, χασάπης και μάγειρας, αφήνοντας κατά μέρος το ποιος θα έπρεπε να είναι, δηλαδή κτηνίατρος — κι εδώ μας θυμίζει τον Θωρ, πάλι στο Endgame, που συναντάει τη μαμά του (!) η οποία του διδάσκει το μεγάλο μάθημα: να είναι αυτός που είναι και να μην πασχίζει να γίνει αυτός που θα έπρεπε να είναι. Βεβαίως αυτά σας τα έχει πει προ πολλού ο Σραόσα, αλλά ας μην πλατειάζω.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως αντανακλάται η εκάστοτε ιδεολογία (νεοπουριτανική, αντιδραστική, ψυχοθεραπευτική ή δεν ξέρω τι) απευθείας στα έργα της μαζικής κουλτούρας; Όχι αδιαμεσολάβητα — τα έχει ήδη πει ο Ένγκελς αυτά. Μήπως, αντιστρόφως, ισχύει μια απλοϊκή εκδοχή της θεωρίας της αναπαράστασης, κατά την οποία «κάθετι σε ένα έργο (π.χ. μυθοπλασίας) έχει κοινωνικό αντίκτυπο»; Με άλλα λόγια, άμα βλέπουμε να ψυχαναλύονται υπερήρωες και μάγειρες (έννοιες σχεδόν πια ταυτόσημες για τη μαζική κουλτούρα) θα προκύψει κινηματάκι να πάμε για ψυχοθεραπεία; Υπεραπλουστεύω ίσως αλλά και αυτή η εκδοχή, η δανίκειος και κνιτική, της θεωρίας της αναπαράστασης αποτελεί με τη σειρά της μια απλοϊκή εκδοχή του χύδην μπιχεβιορισμού τύπου «βλέπω βίαιες ταινίες άρα γίνομαι φονιάς». Ωστόσο ούτε η ζωή ούτε η νόηση είναι τόσο απλές. Εκατομμύρια άνθρωποι έβλεπαν γουέστερν, δεν κατέληξαν ούτε πιστολέρο ούτε φονιάδες ιθαγενών. Αυτός που έχει την προδιάθεση και τη ροπή και τη λαχτάρα να γίνει πιστολέρο θα το επιτύχει ακόμα και αν ζει σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον χωρίς βίαιες εικόνες και αφηγήσεις — θα παραδειγματιστεί από μπουγελώματα με τη μάνικα ενδεχομένως.
Γενικότερα, μας έχει καβαλήσει η κυριολεξία, παιδιά. Κι αυτό δεν έχει καθόλου πλάκα.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Συντέλεια, ψυχανάλυση, κυριολεξία”