
Η ανάμνηση αυτή ανασύρθηκε χάρη σε κείμενο της Χρύσας Οικονομοπούλου.
Το 1992 ήμουν πρωτοετής φοιτητής Φιλολογίας. Εντάξει, ντροπή είναι αλλά τι να γίνει. Πρέπει εδώ να προειδοποιήσω ότι εκτός από πρωτοετής Φιλολογίας ήμουν αφενός μαλάκας ξερόλας που πήγαινε ντουγρού να καταντήσει έμμισθο δοκησίσοφο πολυμαθές θρασίμι στη ζωή του, σαν αυτά που μπαίνουν στη Βουλή, αφετέρου περιδεής φλώρος που δεν άντεχε και δεν έστεργε να είναι ο εαυτός του. Το Λονδίνο και ο πατέρας μου με γλύτωσαν από το πρώτο, ενώ τη φλωριά και τη φοβικότητα τις πολέμησα μόνος with a little help from a friend.
Το 1992 η Φιλολογία θα πήγαινε εκδρομή στη Μύκονο τον Μάιο. Όπως εξηγεί και η Χρύσα, η Μύκονος ήταν το προσκύνημα κάθε νέου που διάβαζε Κλικ, δηλαδή της συντριπτικής πλειονότητας των νέων, ό,τι και αν σας λέμε τον 21ο αιώνα. Από την άλλη, δεδομένου ότι ήμουν φοιτητής με πολύ περιορισμένο χαρτζηλίκι που δεν τον εμπιστεύονταν ακόμα για ιδιαίτερα μαθήματα, το οικονομικό ζήτημα ήτανε σοβαρό ― θα επανέρθουμε σε αυτό.
Πριν ξεκινήσουμε για τη Μύκονο, να διευκρινίσω ότι δεν προέκυψε σεξ εκείνες τις πέντε μέρες, οπότε αν περιμένετε τίποτα λεπτομέρειες για το πώς το κάναμε τον περασμένο αιώνα, καλύτερα διαβάστε κάτι άλλο.
Ξεκινάμε λοιπόν να συμμετάσχουμε στη μη κομματική εκδρομή τρεις φίλοι. Τότε δεν διοργάνωνε ακόμα εκδρομές η ΔΑΠ Φιλοσοφικής, αρκούνταν στο να πουλάει σημειώσεις στους φοιτητές και εκδούλευση στους καθηγητές ή να στρατολογεί γαλάζια παιδιά· μεσουρανούσε κι ο Μητσοτάκης τότε.
Εδώ αρχίζει το κομπλικέ μέρος. Για οικονομικούς λόγους το τρίκλινο θα το μοιραζόμασταν εγώ, μια συμμαθήτρια από το φροντιστήριο με την οποία περάσαμε μαζί στη Φιλολογία, ας την ονομάσουμε Κλαράκι, και η θεάρα κολλητή της και επίσης συμφοιτήτριά μας, αυτήν ας την πούμε White Musk.
Μπαίνουμε στο πλοίο, φτάνουμε στη Μύκονο. Τον Μάιο είναι ακόμα πιο όμορφη. Πραγματικά κατάλαβα γιατί ο Λε Κορμπυζιέ μπλα μπλα μπλα, και το έλεγα στα κορίτσια, κι εκείνα παραδόξως έδειχναν ενδιαφέρον ή και κατανόηση. Το ξενοδοχείο μας ήταν πάνω σε μια ανηφόρα, δίπλα στο παράρτημα της Καλών Τεχνών κι εγώ σκεφτόμουν, αλλά δεν έλεγα, πόσο καταπληκτικό πρέπει να είναι να σπουδάζεις στη Μύκονο, έστω και μερικές βδομάδες τον χρόνο.
Το δωμάτιό μας το τρίκλινο ήταν μπαγκαλόου, το πιο απομακρυσμένο του συγκροτήματος, και λεγόταν Ίρις. Το ξενοδοχείο δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Σήμερα όταν σκέφτομαι απομακρυσμένο τρίκλινο μπαγκαλόου με το Κλαράκι και τη White Musk, στο μυαλό μου έρχονται πολλά. Άλλωστε υπήρχε προϊστορία, που προσπαθούσα να μη βάλω ανάμεσά μας με τη γνωστή βοοειδή ψυχραιμία μου.
Έτσι, το μεν Κλαράκι με ήθελε και το ήθελα αλλά δεν το είχα πάρει χαμπάρι, παρότι είχαμε ήδη φιλήθεί μεθυσμένοι και μετά βγήκαμε για καφέ όπου μου είπε ότι είχε σχέση και εγώ, αιωνίως κύριος και μαλάκας, είπα «εντάξει, αφού το λέει εγώ δεν πιέζω», αλλά ήτανε παγίδα, πάντα είναι παγίδα: να με εξωθήσει ήθελε.
Όσο για τη White Musk, την ήθελα πάρα πολύ και το είχα πάρει μια χαρά χαμπάρι αλλά είχαμε βγει τον προηγούμενο χειμώνα ένα αποτυχημένο, μελαγχολικό και cringeworthy ραντεβού.
Οπότε απλώς ήμασταν τρεις φίλοι που θα μοιραζόντουσαν ένα δωμάτιο και μάλιστα είχαμε συμφωνήσει πώς θα γίνει η διευθέτηση αν κάποιο μέλος της παρέας «έκανε φάση» (συγγνώμη για την αρχαϊκή έκφραση).
Η Μύκονος δεν ήταν ακόμα το απόλυτο τρελοκομείο που γινόταν τους καλοκαιρινούς μήνες, δηλαδή όχι μόνο δεν τρώγαμε πόρτα αλλά βρίσκαμε να καθήσουμε στα μπαρ και στα κλαμπ. Φυσικά κάναμε παρέα μόνο μεταξύ μας γιατί απλούστατα κανείς δεν μας έδινε την παραμικρή σημασία: το Κλαράκι ήτανε κλαράκι, εγώ ήμουν ασ’ τα να πάνε με το μαλλί αφάνα, η White Musk ήτανε γυναίκα που τη συνοδεύαμε εμείς. Επιπλέον πίναμε μπύρες και βότκα πορτοκάλι, ήμασταν δηλαδή ανθυπομπασκλάς και εντελώς uncool.
Για δυο βραδιές πήγε έτσι. Ουρά για το μπάνιο του τρίκλινου, σάντουιτς και μπαρ και ελάχιστος χορός. Για το τρίτο βράδυ εγώ ήθελα να πάμε να χορέψουμε, το Κλαράκι ήθελε να πιούμε και η White Musk είχε κανονίσει να έρθει ένας τύπος από την Αθήνα που της την έπεφτε, μπας και σπονσοράριζε εκείνος την υπόλοιπη παραμονή μας στη Μύκονο ― ναι, είχαμε σχεδόν ξεμείνει από τα ήδη λίγα λεφτά μας. Και πάλι εσείς φαντάζεστε παρτούζες αλλά περισσότερο προς το σουγκαρνταντιλίκι (με benefits για τους friends της) το πήγαινε η White Musk. Αθώα πράματα, του Φιλολογικού των νάιντιζ.
Έρχεται λοιπόν ο τύπος αεροπορικώς από την Αθήνα και πιάνει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ας τον πούμε Μπάμπη. Ο Μπάμπης ήτανε σαν από τον Δαλιανίδη και φόραγε μπουφάν Top Gun αν και Μάη μήνα στη Μύκονο δεν το χρειάζεσαι. Ο Μπάμπης μας εντυπωσίασε με την οικονομική ευχέρεια με την οποία έκλεισε στο επιτόπου εισιτήριο α-ε-ρο-πο-ρικό και βεβαίως αυτά περί αθώων φιλολογικών πραγμάτων δεν τα γνώριζε, μηχανικός ήταν κι ερχόταν να γαμήσει ο άνθρωπος.
Με το που καταφθάνει ο Μπάμπης, καλεί τη White Musk να πάνε για καφέ (πήγαν) και μετά να πάνε στο δωμάτιό του. Δεν πήγαν αλλά ήρθαν και μπλαστρώθηκαν (έτσι λέγαμε «κατσικώθηκαν» τότε) στο δικό μας, το τρίκλινο. Η μεν White Musk τού έλεγε να βγούμε όλοι μαζί, και οι τέσσερις, ενώ εγώ τον κοίταζα με μισό μάτι, που θα μου έτρωγε το γκομενάκι που ήδη με είχε ταΐσει χυλόπιτα. Ο Μπάμπης δεν ήθελε παρά να μείνει μόνος μαζί με τη White Musk.
Καταλήξαμε να μαθαίνει πρέφα σε εμένα και στο Κλαράκι ενώ η άλλη πρέπει να πέρασε γύρω στα 100 λεπτά στο μπάνιο. Τελικά βγήκαν μόνοι τους και βγήκα με το Κλαράκι. Το Κλαράκι κοίταζε εμένα, εγώ κοίταζα κάτι μοναχικά πεντακοσάρικα στην τσέπη μου και σκεφτόμουν πολύ τσαντισμένος ότι ο Μπάμπης πηδιέται με τη White Musk. Επιστρέψαμε νυσταγμένοι στο Ίρις, το τρίκλινο, και πετύχαμε στην είσοδο την τρίτη της παρέας, η οποία μας ενημέρωσε ότι δεν του έκατσε του Μπάμπη κι ότι εκείνος θα επέστρεφε αεροπορικώς στην Αθήνα το πρωί. Κοιμήθηκα ικανοποιημένος, με την κακή και ελλιπή έννοια της λέξης.
Το επόμενο βράδυ, το τέταρτο και τελευταίο, αποφασίσαμε να σκοτώσουμε ό,τι λεφτά είχαμε οι τρεις μας. Βάλαμε κάτω ό,τι μας είχε μείνει και ήπιαμε μέχρι τελικής πτώσεως, βοήθησε και το ότι ήμασταν θεονήστικοι. Κάποια στιγμή μέσα στο κλαμπ αρχίζει να φωνάζει το Κλαράκι ότι θέλει παρτούζα. Εμείς το χειριστήκαμε άψογα και φιλολογικά: «τι εννοείς;», «με ποιους;», «γιατί;» κτλ. Οι απαντήσεις μας σόκαραν (δεν ήμουν μόνον εγώ χαϊβάνι): ήθελε να πάμε στο δωμάτιο να κάνουμε τρίο μέχρι εξόντωσης η ίδια, εγώ (μα εγώ; ) και η White Musk.
Μετά από λίγο το κουβαλήσαμε ημιλιπόθυμο στην ανηφόρα, ενώ το Κλαράκι συνέχιζε να παραμιλάει και να διαμαρτύρεται και να επιφωνεί πόσο μας θέλει εν μέσω βογκητών όπως «ζαλίζομαι» και «θα ξεράσωωω». Φτασαμε στο δωμάτιο, την ξέντυσε η White Musk, διότι εγώ κύριος περίμενα στο μπάνιο για να μη βλέπω, την έβαλε για ύπνο, καληνυχτιστήκαμε σαν καλή οικογένεια Γουώλτον και την επόμενη μέρα σηκωθήκαμε, φτιάξαμε βαλίτσες (άθλος) και κατεβήκαμε στο λιμάνι.
Ωραία, αστεία κ καλογραμμένη ιστορία από τα μελαγχολικά νάιντις!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μελαγχολικά για κάποιους, μια χαρά ξέφρενα για άλλους… 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!