Σε σχέση με τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους συναδέρφους τους οι Έλληνες κωμικοί και σατιρικοί καλλιτέχνες υπήρξαν ανέκαθεν σεμνότατες κότες όταν προσπαθούσαν να σαρκάσουν πολιτικούς, την εξουσία, θεσμούς, ιεραρχικές κι εξουσιαστικές δομές. Συνήθως μένουν στο επίπεδο του ελαφρού σχολικού χιούμορ ή της πλάκας και του χαβαλέ, μιμούμενοι φωνές και σουσούμια και ούτω καθεξής.
Ωστόσο τώρα μαθαίνουμε ότι τους φιμώνουν και ότι «η κωμωδία κι η σάτιρα πεθαίνουν» επειδή «φιμώνονται» όταν χλευάζουν τρανς γυναίκες, γυναικωτούς κι αδερφές που κουνιούνται, χοντρές στην παραλία και στα ινστιτούτα καλλονής, βλάχους κι επαρχιώτες, τις γυναίκες που είναι όλες τρελές, κοκέτες, πουτάνες ή και τα τρία (εκτός από τη μάνα τους).
Να το πω κι αλλιώς: αν είσαι Little Britain ή Spitting Image ή Spectator ή και Yes, (Prime) Minister, αν είσαι Charlie Hebdo και Canard Enchainé, που έχεις σουβλίσει πρωθυπουργούς, κόμματα, προέδρους, βασιλείς ενώ καυτηριάζεις ανελέητα κλήρο, κυβερνήσεις, οργανισμούς, θρησκείες, ιερά και όσια, διανόηση κτλ., ναι, οκέι ρε μαλάκα, νομιμοποιείσαι μέσα στην ελευθεροστομία σου και στην παρρησία σου να τα χώσεις και σε κάποιον που δεν έχει εξουσία ― θυμάμαι λ.χ. χαζά αστεία με εθνικά στερεότυπα ή το κρύο ανέκδοτο του Τζων Κληζ με την τραυματισμένη καλόγρια.
Αν όμως ανήκεις σε ένα κωμικό σύμπαν, το ελληνικό, όπου ο στόχος σου είναι η κρεβατομουρμούρα, αν φοράει κυλότα η φοιτήτρια και πώς κατουράει ο Παράβας, ενώ το απαύγασμα της κριτικής σου στην εξουσία είναι τα λαζοπούλεια «καημένε λαέ» και οι μιμήσεις φωνών πρωθυπουργών από τον Χάρυ Κλυν και τον Μητσικώστα, ε.