Κάθε εποχή, λέει, έχει τον ιδανικό της άνθρωπο, το ίνδαλμά της: τον ήρωα οι ομηρικοί χρόνοι, τον καλόν καγαθόν οι κλασικοί, τον άγιο ή τον ιππότη κάποιες εκδοχές του Μεσαίωνα, τον πανεπιστήμονα κάποιες εκδοχές της Αναγέννησης, το ελεύθερο πνεύμα ο λογοτεχνικός 19ος αιώνας κτλ.
Επίσης κάθε ομάδα, κίνημα αλλά και καθένας ξεχωριστά που έχει γνώμη (δηλαδή όλοι) επικεντρώνουν την κριτική τους για τα δεινά της εποχής ή της κοινωνίας σε μία κοινωνική ομάδα ή σε έναν τύπο ανθρώπου, πραγματικό ή πεποιημένο: ο Σωκράτης στους σοφιστές και ο Αριστοφάνης στον Σωκράτη, ο Χριστός στους Φαρισαίους ― άλλωστε μόνον αυτούς και μια συκιά καταράστηκε ο Κύριος, αφήνοντας τις υπόλοιπες κατάρες για τη δεύτερη Παρουσία Του.
Αυτή την πρακτική τη βλέπουμε να εφαρμόζεται συνέχεια: παλιότερα τα νεοελληνικά δεινά τα ενσάρκωνε ο μαλλιαρός ή ο καθαρευσιάνος, αργότερα ο χαφιές ή ο κομμουνιστής ή ο βασιλικός ή ο υπαρξιστής· αυτόν τον αιώνα ήρθε η σειρά των γιδιών, του κυρ-Παντελή (που δεν ήθελε να μεταρρυθμιστεί), των νεοφιλελέ ή των συριζαίων.
Πάντως σε περιόδους σχετικής ανάπαυλας από τον λεγόμενο διχασμό (δηλαδή από κάθε μορφής ταξική διαμάχη στην οποία οι αδύναμοι δεν έχουν ηττηθεί εξαρχής) ο ελληνικός λαός τα ρίχνει όλα συλλογικώς στον εαυτό του («δεν είμαστε λαός», «είμαστε ζώα») και στη «φυλή» και τις κατάρες της· άλλοτε τα ρίχνει στο Κράτος που δεν υπάρχει, αν και η παρουσία η δική του είναι διαρκής και θριαμβεύουσα σε όσα αφορούν το ίδιο και τους εκάστοτε ιδιοκτήτες του.
Ποτέ όμως ποτέ δεν φταίει η Εκκλησία (στην αφηρημένη εκδοχή της), το ΚΚΕ (που τραβάει την ανηφόρα, μοναχικό, ασχέτως πού πάει), ο απλός ο κόσμος (που τον εκμεταλλεύονται) αλλά και οι (κατά φαντασίαν) αστοί μας: αυτά τα πανάκριβα μπιμπελό που γεμίζουν τα κενά τραπεζοκαθίσματα αναίτια ακριβών εστιατορίων, καφέ και μπιστρό αλλά και κοσμούν τις κερκίδες του Ηρωδείου, του Μεγάρου, της Επιδαύρου ή τις κλίνες του τρέχοντος «καλού» νησιού και της Αράχωβας.
Το να τα ρίχνεις όλα σε κάποιον τύπο (π.χ. τον φασαίο, την ίφλουεσερ, τον κυρ-Παντελή ή τον πρασινοφρουρό) δεν είναι απαραιτήτως παράλογο: κάθε κοινωνία διαθέτει είτε μια μικρή ομάδα που την καθορίζει με τον δυναμισμό, την αδράνειά ή με τα προνόμιά της είτε μια μικρή ομάδα (ή και τύπο) που με τα χαρακτηριστικά της την αντανακλά τρόπον τινά.
Συνήθως το πρόβλημα βρίσκεται στην επιθυμία μας να αναγνωρίσουμε ή να κατασκευάσουμε τον αίτιο των δεινών μας με βάση τις δικές μας επιθυμίες ή τα δικά μας απωθημένα ― και δεν μιλάω καν για τον μολυσματικό βάλτο του κάθε ρατσισμού («οι Εβραίοι φταίνε για όλα») ή της θηριώδους μισανθρωπίας («εισβολή λάθρο για να μας εξισλαμίσουν αφού πρώτα μαγαρίσουν διάφορα περιουσιακά μας όπως π.χ. τις γυναίκες μας»).
Κάθε φορά που κάποιος στήνει τον αχυράνθρωπό του ή την ομάδα σκιάχτρων του για να ρίξει κατάρες κι αναθεματισμούς, κάθε φορά δηλαδή που κάποιος περιγράφει τον αποδιοπομπαίο τράγο του σκέφτομαι την Τασσώ Καββαδία στον ρόλο της στη Στέλλα, εκεί όπου μιλάει με απέχθεια για τα φρικτά μπουζούκια. Συγκεκριμένα, σκέφτομαι τρία πράγματα:
- πόσο φρικτά μπορεί να είναι τα χατζιδακικά μπουζούκια;
- πόσο φρικτά μπορεί να είναι τα μπουζούκια όταν η εναλλακτική σου λύση είναι το ελαφρύ τραγούδι, τα απόνερα σανσόν και λάτιν ρυθμών αλλά κι ό,τι απέμεινε από Αττίκ;
- μήπως μπερδεύουμε την ύπαρξη του άλλου με την όποια επιρροή ή επιδραστικότητά του; ακόμα χειρότερα, μήπως τον θεωρούμε αυθαίρετα χαρακτηριστικό μιας πολύ μεγαλύτερης ομάδας;
Αυτά εν ολίγοις· και ο νοών νοείτω, που έλεγαν κι οι επιφυλλιδογράφοι.