Υπάρχουν διάφορες παρανοήσεις που έχει δημιουργήσει η ατροφία του κριτικού λόγου.
Όταν λέω «κριτικός λόγος» εννοώ τον λόγο που πρώτα έχει διαβάσει ανθρωπιστικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες.
Πρώτο παράδειγμα παρανόησης, ο κυριολεκτισμός. Είναι η Αντιποίηση Αρχής του Κοτζιά ασφαλίτικο μυθιστόρημα (όπως σχεδόν ισχυριζόταν ο Ριζοσπάστης) επειδή είναι γραμμένο από την οπτική γωνία ενός χαφιέ; Είναι η Λολίτα παιδεραστικό μυθιστόρημα επειδή είναι γραμμένο από την οπτική γωνία ενός τύπου που σεξουαλικοποιεί μια πιτσιρίκα;
Όχι.
Αυτά έχουν λυθεί εδώ κι ενάμιση αιώνα. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε εγχειρίδιο χρήσης της ζωής, ούτε βίβλος χρηστομάθειας, ούτε self help. Αφενός η λογοτεχνία καταβυθίζεται όπου κανείς και τίποτε άλλο δεν μπορεί να ποντιστεί γιατί δεν αντέχει την πίεση της αβύσσου (αναλογιστείτε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι σαν βαθυσκάφος), αφετέρου στη λογοτεχνία δεν μπορεί να εφαρμόζεται κανένας κυριολεκτισμός. Η λογοτεχνία λειτουργεί λοιπόν περίπου όπως τα όνειρα: εκφράζει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, εξακτινώνοντας ταυτόχρονα όσα λέει και αναγκάζοντάς μας να τα ερμηνεύσουμε σε πολλά επίπεδα.
Πρακτικά τώρα: θέλει κανείς να βάλει αυτά τα σαχλά trigger warnings; Ας το πράξει. Ας ξεκινήσει όμως από τη ζωή την ίδια. Ας προχωρήσει μετά στις ειδήσεις. Ας περάσει μετά από την Ιλιάδα, όπου η σκηνή στην οποία ένα δόρυ μπαίνει από το λαρύγγι κάποιου άπαξ μνημονευμένου Τρώα, του κόβει τη γλώσσα και του καμακώνει το κρανίο με την αιχμή να βγαίνει ματωμένη και λεκιασμένη με μυαλά από τη βάση του σβέρκου ― σκηνή που με ανακατεύει εδώ και τριαντατόσα χρόνια. Τι να κάνουμε, η ζωή και η λογοτεχνία είναι γεμάτες από σκηνές φρίκης και καταπίεσης, από σκηνές που μας ανακαλούν τραύματα ή πολύ βαθιά γαντζωμένους φόβους: δεν θα γεμίσουμε βιβλία και μουσεία με σπόιλερ όμως.
Μια δεύτερη παρανόηση είναι η αντίληψη ότι ο κόσμος των ιδεών απαρτίζεται από συνεχή με δύο άκρα, ανάμεσα στα οποία πρέπει να εξισορροπήσει κανείς, συνήθως κάπου στη χρυσή μεσότητα. Ναι, θα μου πείτε, Αριστοτέλης. Ναι, θα σας πω: ο Αριστοτέλης πέθανε, κι όχι τώρα πρόσφατα.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν γίνεται να κατασκευάζουμε δίπολα εκ του προχείρου και μετά να καμαρώνουμε επειδή γενναία τάχα διαλέγουμε τη μία ή την άλλη άκρη. Δεν γίνεται να θεωρούμε ότι από εδώ βρίσκεται η κοινωνική δικαιοσύνη και από την άλλη η ερωτική ελευθεριότητα και να λέμε «ναι ρε, θα θυσιάσω την ελευθεριότητα για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης!». Ξέρετε ποιο κίνημα το διακήρυξε αυτό; Όχι τίποτε πουριτανές φεμινίστριες αλλά ο πρώιμος χριστιανισμός: από τη μια η ερωτική ελευθεριότητα κι ερωτική ελευθερία των εύπορων Ρωμαίων πολιτών (άρα και αντρών) από την άλλη η χειραφέτηση των δούλων και των φτωχών κοριτσιών κι αγοριών που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι πολίτες για τα γούστα τους. Ο πρώιμος χριστιανισμός και στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης πολέμησε την ερωτική ελευθεριότητα και την ερωτική ελευθερία. Ο πρώιμος χριστιανισμός, όπως και πολλά σύγχρονα κινήματα, αδυνατούσε να δει τους υπόλοιπους παράγοντες: φύλο, χρήμα, τάξη.
Να το θέσω κι αλλιώς: πολλά κινήματα προτιμούν να καταπνίξουν τις κατακτήσεις λίγων (ας πούμε την ελευθεριότητα), που αποτελεί προνόμιό τους, από το να αγωνιστούν τα κινήματα αυτά ώστε οι κατακτήσεις των λίγων να γίνουν κτήμα των πολλών. Για φανταστείτε να αποφάσιζε το ΚΚΣΕ ότι ο εξηλεκτρισμός πρέπει να κατασταλεί επειδή είναι προνόμιο λίγων· απεναντίας προτίμησε να επιδιώξει να εξηλεκτριστεί ολόκληρη η σοβιετική επικράτεια.
Στην εποχή μας δεν θα έπρεπε π.χ. να πολεμάμε τα προνόμια που δίνει η επιστημονική γνώση στους φορείς της παρά να αγωνιζόμαστε να κατακτηθεί η γνώση αυτή από τους πολλούς (κάτι που βεβαίως δεν θέλει κατά βάθος ο καπιταλισμός, και μιλάω μετά λόγου γνώσεως). Σε κάθε περίπτωση είναι παράλογο να στήνουμε ένα δίπολο στο οποίο βρίσκεται π.χ. η ελευθερία του λόγου ή των πεποιθήσεων από τη μια και η επιστημονική γνώση κι εξειδίκευση από την άλλη, ερήμην παραγόντων όπως φύλο, χρήμα, τάξη κτλ.
Μια τρίτη παρανόηση είναι η σεξουαλικοποίηση του αγγίγματος, όπως αποτυπώνεται στην επιβίωση μιας ιησουίτικης χρηστοήθειας περί το σώμα. Οι Ιησουίτες για σκοπούς διευκόλυνσης των εξομολογουμένων είχαν χωρίσει το σώμα σε ζώνες: ακούσιο ή (χειρότερα) εκούσιο άγγιγμα ισοδυναμούσε με διαφορετικής βαρύτητας αμάρτημα ανάλογα με το μέλος ποιας ζώνης του εξομολογούμενου ερχόταν σε επαφή με το άλλο σώμα, και με ποια ζώνη του. Λόχου χάρη, χέρι (Ζώνη Α) με χέρι (Ζώνη Α), σχεδόν οκέι, καυλί (Ζώνη Δ) εφαπτικώς σε κώλο (Ζώνη Δ), επιτίμια ― με όλες τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις και συνδυασμούς.
Το πνεύμα, αν όχι το γράμμα, ενός τέτοιους συστήματος ζει ακόμα. Κάθε άγγιγμα σεξουαλικοποιείται, με υπόβαθρο κι έναν παλαιοφροϋδισμό κατά τον οποίο κάθε άγγιγμα είναι σώνει και καλά σεξουαλικό και δεν πα να λες ό,τι θες.
Βεβαίως έχω πλήρη επίγνωση της κουλτούρας του βιασμού, πλήρη όσο μου επιτρέπει το γεγονός ότι δεν την έχω υποστεί σχεδόν ποτέ· επίσης έχω ακόμα πληρέστερη εποπτεία της πονηριάς και της ευελιξίας και της γενικότερης ωμής μαλαγανιάς της κουλτούρας του βιασμού. Παρόλ’ αυτά τα αγγίγματα, όπως και τα κείμενα που λέγαμε πιο πάνω, ερμηνεύονται εντός πλαισίων και με βάση το περικείμενο: ποιος, πού, πώς, πότε, γιατί, τι προηγήθηκε κτλ. Δεν γίνεται να εξοστρακίσουμε το άγγιγμα από τη ζωή μας ή να το περιχαρακώσουμε μέσα σε ζώνες ασφαλείας, συμβολικές ή πραγματικές.
Βεβαίως εδώ τα πράγματα περιπλέκονται άσχημα γιατί ήδη βρίσκεται υπό διαμόρφωση ένα καινούργιο απατηλό δίπολο, το οποίο μάλιστα δεν διαθέτει καν ενδιάμεσες διαβαθμίσεις: από τη μια το «δεν αγγίζουμε κανέναν και καμμία» γιατί το άγγιγμα είναι εγγενώς σεξουαλικό και άρα (…) παραβιαστική συμπεριφορά· στο άλλο «άκρο» τα ελεύθερα πιασίματα, τα «παλαμαριαστείτε και χουφτωθείτε παντού κι όπως να ‘ναι», διάχυτος ερωτισμός όλων με όλους ανά πάσα στιγμή, βγαλμένα από τη χαζή Ροζ Ομίχλη του Μπορίς Βιάν.
Και πάλι εδώ δεν υφίσταται κανένα δίπολο μόλις συνυπολογιστούν οι παράγοντες του φύλου, της τάξης, αλλά και το γενικότερο περικείμενο και τα συμφραζόμενα: μάλλον είμαι κατά βάθος ελαφρώς τοξικό cis αρσενικό για να πιστεύω ότι όλες κι όλοι εκτός πλαισίου και ανά πάσα στιγμή θα σπεύσουν να ανταποκριθούν στις (ας πούμε) μόνιμες καύλες μου. Ακόμα πιο απλά, «παραμέρισε τη συναίνεση και όλα θα πάνε κατά διαόλου»: το δικό μου προνόμιο για όχι πρέπει να το έχουν όλες κι όλοι.
Συνοψίζοντας, αυτά που κινδυνεύει να χάσει η εποχή μας, και μιλάω για την προοδευτική και κινηματική και δυναμική εκδοχή της εποχής μας, είναι δύο:
Αυτό που λέμε nuance στα αγγλικά (και δυσκολεύομαι να μεταφράσω, όπως τη μπέσα, το φιλότιμο και το κέφι): δεν ερμηνεύονται τα πάντα με βάση απλούς τυφλοσούρτες, δεν κόβονται όλα τα υφάσματα πάνω στο ίδιο πατρόν, δεν μπορείς να σχεδιάσεις τα πάντα με κανόνα και γνώμονα ― μάλλον θα σου ξεφύγουν τα περισσότερο ενδιαφέροντα σχήματα αν το αποπειραθείς.
Το δεύτερο είναι η ανάγκη μας για όνειρο. Το βίτσιο, η λογοτεχνία, ο χαβαλές και άλλα πολλά είναι όνειρα· δεν είναι απαραιτήτως ευχάριστα ή τρυφηλά όνειρα, μπορεί να είναι ο εφιάλτης της κακοποίησης ή το καθαρτικό όνειρο της εκδίκησης ― βρίσκονται όμως στη βάση της ελευθερίας και πολλάκις της χαράς μας.
Δεν χρειαζόμαστε άλλες καλόγριες. Ίσως στο μέλλον να μη χρειαζόμαστε ούτε το «αντίθετό τους». Απλοϊκά μιλώντας, χρειαζόμαστε περισσότερη εμπιστοσύνη στο όνειρο, περισσότερη ελευθερία, καθώς και περισσότερη βάσανο και περισσότερο κόπο για να υφάνουμε αυτό το έρμο το nuance.
3 σκέψεις σχετικά με το “Όχι άλλες καλόγριες”