Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, τον ονειρεύομαι μέσα στο θαμπό ημίφως ενός τευτονικού χειμώνα. Κάτω από κουβέρτες και παπλώματα ή έξω στο κρύο. Το όνειρο αυτό δεν αποτελούνταν από εικόνες κλεψίτυπες από την τηλεόραση και τις εικονογραφημένες εγκυκλοπαίδειες ούτε από τις αφηγήσεις των άλλων, παρά συνιστούσε γνήσια και αδιαμεσολάβητη προβολή της ψυχής μου και της disposition μου ― εντάξει, ίσως προβολή της ψυχής μου και της disposition μου με τη διαμεσολάβηση του Μπετόβεν που άκουγε ο πατέρας μου.
Βεβαίως η ζωή με κράτησε στη στεγνή και λαμπρή Αθήνα μέχρι να με στείλει στη χλιαρή και νωπή Αγγλία και τελικά να με καταβάλει στην άνυδρη σκονισμένη υπερθερμασμένη Μέση Ανατολή. Προς υπεράσπισή μου θα πω ότι 6 χρόνια στην Αγγλία για τον καιρό παραπονέθηκα μόνο μία φορά, μια πνιγηρά υγρή νύχτα με 26 βαθμούς.
Εγώ λοιπόν, που πάντοτε ήθελα να είμαι αλλού και όταν βρισκόμουν εκεί που ήθελα αγωνιούσα να φύγω, αυτή τη δυσοίωνη χρονιά αφέθηκα να νιώθω, κατάφερα να είμαι παρών· ένιωσα .
Φωτιά θα πέσει να με κάψει αν πω ότι (μέχρι στιγμής, βράδυ 30ης Δεκεμβρίου) το 2020 μού φέρθηκε άσχημα. Κόσμος πεθαίνει ― και θα μπορούσε να μην πεθαίνει αν ο καπιταλισμός μας δεν ήταν τόσο ληστρικός και τόσο δογματικός ταυτόχρονα. Ο ανορθολογισμός και η αντίδραση μαζικοποιούνται ενώ τα κινήματα απελευθέρωσης, χειραφέτησης και δικαιοσύνης φαίνεται να έχουν πέσει σε κώμα. Εκατομμύρια άνθρωποι θα πεινάσουν ή ήδη πεινάνε ή έχουν καταστραφεί οικονομικά.
Εγώ απλώς κλείνομαι σπίτι. Και στερήθηκα ανθρώπους και ταξίδια.
Ανοίγω λοιπόν την αγκαλιά μου νοερά από το δικό μου Fortress of Solitude σε όσους έχασαν ανθρώπους, ελπίδες, μαγαζιά, δουλειές, αξιοπρέπεια.
Σε όσους υφίστανται την οδύνη του εγκλεισμού μέσα σε θλιμμένα και θλιβερά διαμερίσματα ενώ στις πόλεις μας περισσεύουν άδεια σπίτια.
Στους απομονωμένους και φοβισμένους γέροντες τις νύχτες των οποίων φωτίζουν τηλεοπτικά μορμολύκεια.
Σε όσες γεύτηκαν τη βία του εγκλεισμού.
Σε όσες κι όσους υποφέρουν από ψυχική ασθένεια την οποία κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά εάν δεν πρόκειται να τη δαιμονοποιήσει ― στίγμα της εποχής μας που στο φωτεινό μέλλον θα είναι εφάμιλλο της ανοχής του 18ου αιώνα στη δουλοκτησία.
Σε όσους έζησαν τη στέρηση όχι μόνον της ερωτοπραξίας αλλά και της απλής ανθρώπινης επαφής.
Σε όσες και όσους ανήμποροι παρακολουθούσαν και παρακολουθούν τα παιδιά τους να σαλτάρουν και να πλήττουν απομονωμένα μπροστά σε οθόνες.
Καλά κουράγια σε όλους. Και μην ξεχνάτε: είτε θα τους αλλάξουμε τον αδόξαστο είτε θα τους λιανίσουμε. Δεν χρειάζεται κόπο και πλειοψηφίες, αρετή και τόλμη και τρόπο θέλει.
Άξια θεολόγος που εκτιμώ πολύ επαναλάμβανε χτες στα σοσιαλμήντια τη γνωστή θέση ότι η αθεΐα ορίζεται αρνητικά, ως απουσία του Θεού και έλλειψή Του.
Τα έχουμε ξανακούσει αυτά: Οι άθεοι είναι λέει παιδιά (βεβαίως) πληγωμένα (οπωσδήποτε) που ψάχνουν τον Θεό με το να τον αρνούνται (whatever). Λογικά η θέση είναι καταγέλαστη, σαν να λέει κανείς ότι η αναρχία ορίζεται αρνητικά, ως απουσία της ιεραρχικής εξουσίας και έλλειψή της.
Ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα της εποχής δεν είναι μόνον οι υπερασπιστές των ελίτ που καμώνονται τους αγωνιστές της ελευθερίας του λόγου και του ορθολογισμού. Ταυτόχρονα ζούμε σε μια εποχή στην οποία οι λόγιοι, οι μορφωμένοι και οι καλλιτέχνες τείνουν να παίρνουν πάρα πολύ στα σοβαρά κάθε λογής Ορθοδοξίες κτλ.
Σκεφτείτε το εξής: οι αρχαίοι τραγικοί κράταγαν περισσότερη απόσταση από την ιερή θεματολογία τους απ’ ό,τι έχουμε δει να κρατούν σύγχρονοι γραφιάδες από την Ορθοδοξία. Αυτό είναι μάλλον κωμικό αν επιπλέον σκεφτεί κανείς ότι οι τραγικοί έγραφαν δραματικά έργα για θρησκευτικές τελετές και εις δόξαν Διονύσου. Φανταστείτε λ.χ. να γράφει νεοέλληνας χριστουγεννιάτικο διήγημα που να αντιμετωπίζει τη μυθολογία της Γέννησης ή την ασυνάρτητα συμπιλημένη γενεαλογία του Χριστού από τον Δαβίδ ως αυτό που είναι: μυθολογία. Να μη φαντασιωθώ ότι π.χ. θα παρουσίαζε τον Χριστό ως πρόσφυγα, ε; Και δεν πιάσαμε καν το λεπτό θέμα της πατρότητάς Του.
Βεβαίως τίποτε στην Ελλάδα δεν είναι πρωτότυπο, από αρχαιοτάτων χρόνων, που λέμε (οκέι, εκτός από το αλφάβητο· το αλφάβητο ήταν ελληνική πρωτοτυπία). Παρακολουθούσα στο γιουτιούμπ κηδεία Αψβούργου το 2011, που την αναμετέδιδε ζωντανά το ORF. Παρακολούθησα από κοντά τη λιτανεία του Αγίου Στεφάνου (όχι του Πρωτομάρτυρα, του Ούγγρου βασιλιά) το 2015 την ημέρα της εθνικής γιορτής της Ουγγαρίας, με πολιτικούς και αγήματα στρατού και όλα τα καλά, στην ίδια πόλη που το 1956 άλλα λιτανεύονταν. Έχω φάει στη μάπα την αναβίωση της μοναρχίας ως υπέροχης ιδέας στο θλιβερό μπάχαλο που λέγεται Βρετανία του Μπρέξιτ. Για την Πολωνία που ανακήρυξε τον Χριστό βασιλιά της και την υπερορθόδοξη Ρωσία τα ξέρουμε.
Συμπεριλαμβανομένης και της δικιάς μας ορθόδοξης αναβίωσης: πρώτα μέσω λάιτ αριστερών, ρηγάδων και όσων έκαναν διάλογο «μαρξισμού κι Ορθοδοξίας», αργότερα με τον αμίμητο μοναρχικό και εθνικιστικό παλμό του Χριστόδουλου.
Από μικρό παιδί ακούω για το βιβλίο. Το βιβλίο είναι φίλος, ο καλύτερος φίλος. Το βιβλίο είναι το καλύτερο δώρο. Χαρίστε βιβλία. Τα βιβλία ανοίγουν ορίζοντες.
Και φυσικά, επειδή για την επαρχιώτικη Ελλάδα μιλάμε, όλη αυτή η κουβέντα οργανωνόταν γύρω από το πόσο λίγο διαβάζει ο Έλληνας, αφού δεν είμαστε λαός, και από το πόσο μπροστά βρίσκονται οι προοδευμένοι λαοί επειδή διαβάζουνε παντού: στις συγκοινωνίες, στα πάρκα, στον καμπινέ, στην παραλία ― παντού.
Κατά κάποιον τρόπο αυτά τα τροπάρια συνεχίζουν. Άλλωστε στην Ελλάδα είμαστε πολύ φιλακόλουθοι εξ αποστάσεως και συνεπώς αγαπούμε κηρύγματα, εξάψαλμους, λιτανείες και ατελείωτα τροπάρια, ιδίως κάτι κασσιανά που κλαίνε τις αμαρτίες μας.
Την προηγούμενη δεκαετία τα τροπάρια αυτά συνοδευόντουσαν από ισοκρατήματα περί του επικείμενου θανάτου του έντυπου βιβλίου στα χέρια των κιντλ και των λοιπών συσκευών ανάγνωσης, αλλά μάλλον τα ηλεκτρονικά βιβλία δεν σκότωσαν τελικά τα έντυπα, όπως το ίντερνετ δεν σκότωσε την τηλεόραση (τη μετασχημάτισε), η τηλεόραση δεν σκότωσε το ράδιο (το επανοριοθέτησε), το ραδιόφωνο δεν σκότωσε τις εφημερίδες (τις ξανανοηματοδότησε) κτλ.
Εξακολουθούμε λοιπόν να επαναλαμβάνουμε πόσο σημαντικό είναι να διαβάζουμε βιβλία. Βιβλία. Σκέτο. Έτσι, γενικά κι αόριστα. Αυτή η πεποίθηση ότι η ανάγνωση βιβλίων αποτελεί αυτοσκοπό μάλλον είναι απότοκο αφελούς λογιοτατισμού ή αδαούς ευρωκεντρισμού. Ας πιάσουμε λοιπόν με τη σειρά τις πλάνες των βιβλιοφετιχιστών.
Πρώτον, δεν είναι κάθε βιβλίο καλό. No shit, Sherlock. Όποιος λ.χ. έχει υπόψη του έναν Λιακόπουλο κι έναν Άδωνι Γεωργιάδη μάλλον ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλάμε. Να το θέσω κι αλλιώς: αν κάποιος θέλει να μου κάνει δώρο κάποιο έντυπο σκουπίδι δεμένο σε βιβλίο, προτιμώ να μου φέρει ένα μπουκάλι φτηνό ουίσκι, που θα με καλλιεργήσει περισσότερο.
Δεύτερον, όποιος έχει προσέξει τι βιβλία διαβάζουν «οι ξένοι», θα παρατηρήσει ότι διαβάζουν κυρίως από ελαφρά αναγνώσματα για να περνάει η ώρα μέχρι απίστευτες αηδίες που κάνουν τα βιβλία των εγχώριων τηλεπωλητών να μοιάζουν έως και αξιοπρεπή. Αυτό είναι αναμενόμενο τελικά, δεν ενδιαφέρονται όλοι να πάρουν τον Καντ στην παραλία μαζί τους, τον Ντοστογιέφσκι στο κρεβάτι, το Εγωιστικό Γονίδιο στην τουαλέτα. Άσε που τα βαριά βιβλία τραυματίζουν αν σε πάρει ο ύπνος και πέσουν στα μούτρα σου.
Μια στάση εδώ: η πλάνη ότι όταν λέμε «βιβλίο» εννοούμε είτε κλασικό μυθιστόρημα είτε βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης (τι διάολο, ούτε καν οι βιβλιοφετιχιστές δεν έχουν απαίτηση να διαβάζουμε ποίηση) ίσως τελικά να προέρχεται από συναντήσεις με τους παλιννοστούντες πολιτικούς πρόσφυγες του 1982, που μας ήρθαν από τους σοσιαλιστικούς παραδείσους.
Πράγματι, πίσω από το λεγόμενο Παραπέτασμα η υψηλή τέχνη συστηματικά προμοτάρονταν εις τόπον ποπ κουλτούρας, η οποία εκεί μύριζε ποδαρίλα και νάυλον πουκάμισα όταν δεν απουσίαζε τελείως. Θυμάμαι εικοσάχρονους Βορειομακεδόνες, Τσέχους, Ούγγρους, Ρουμάνους, Πολωνούς κ.ο.κ. να έχουν διάβασει περισσότερο μυθιστόρημα από όσο θα διαβάσω εγώ μέχρι τα 87 μου. Αντίστοιχα, οι δισκογραφικές εταιρείες των χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ έβγαζαν πολλές, καλές και φτηνές ηχογραφήσεις μεγάλης και όμορφης μουσικής, ως ανάχωμα στην από Δυσμάς πλημμυρίδα της Μαντόνας, των Στόουνς, της ντίσκο… Η λογική ήταν απροσμάχητη (ή μάλλον, απάλευτη): αν μπορείς να ακούς Μπετόβεν, Ενέσκου και Λιστ, σιγά μην ασχοληθείς με τις απλοϊκές αρμονίες της ποπ. Διαψεύστηκαν ωστόσο οι εργολάβοι των αναχωμάτων υψηλής κουλτούρας: ο κόσμος ήθελε ενίοτε και κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν θα είναι μόνο μουσική αλλά κι ένας μικρός προσωπικός χώρος χαράς κι ονειροπόλησης.
Τρίτον λοιπόν, ισχύει αυτό που λέει η Αθηνά Καρτάλου για τον κινηματογράφο: όπως το σινεμά δεν είναι τέχνη αλλά μέσο, μέσο με το οποίο μπορείς να κάνεις και τέχνη και άλλα πολλά, το βιβλίο δεν είναι τέχνη, είναι μέσο. Το ίδιο το βιβλίο δεν είναι αγαθό· απεναντίας, το καλό βιβλίο (όπως το εννοεί ο καθένας) είναι αγαθό. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι προτιμότερο να διαβάζει κανείς θησαυρούς στο ίντερνετ παρά έντυπο τζανκ με δεμένη ράχη.
Γενικότερα, το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν υπήρξε ούτε η έλλειψη βιβλίων (Θεός φυλάξοι: Έλληνες είμαστε!) ούτε τελικά το μέγεθος του αναγνωστικού κοινού. Σχετικά με το δεύτερο, όταν με τα πολυσέλιδα πασατέμπα των Λιβάνη, Ψυχογιού και Καστανιώτη εξερράγη η κυκλοφορία βιβλίων στις αρχές του αιώνα, διευρύνθηκε μεν το αναγνωστικό κοινό αλλά βεβαίως δεν ανεβήκαμε σκάλα, δεν πλησιάσαμε το ιδεώδες του πάρα πολύ καλλιεργημένου λαού. Θα αναρωτιόμουν τέλος πάντων ποιος θα μπορούσε να θεωρείται «καλλιεργημένος λαός» από αρτηριοσκληρωτικούς λογιότατους ή από αταξίδευτους ευρωκεμαλιστές.
«I’m a bisexual man who’s never had a homosexual experience.»
Brett Anderson 1992
Ως γνήσιο μέλος της Generation X, απολιτίκος τότε μεν αλλά αρκούντως φτωχός ώστε να μην μπορώ να ζήσω τ’ όνειρο, μεγάλωσα στον βροντώδη απόηχο ποζεράδικων δηλώσεων όπως η παραπάνω. Ανήκω σε μια γενιά της οποίας οι υποψίες και τα ψυχανεμίσματα θα γίνονταν ο τρόπος ζωής της επόμενης: η προγραμματική αμφισεξουαλικότητα ήταν μία από αυτές.
Από τη μια είχαμε την επαναστατική μαχητικότητα της εξεγερτικής ομοφυλοφιλίας, που τότε σήκωνε κεφάλι και διαλαλούσε ότι «έτσι κι αλλιώς όλη η γη θα γίνει κόκκινη», ή μάλλον ότι θα γινόταν κανονικοποιημένα γκέι. Είχα κάμποσους γνωστούς να μπερδεύουν το κουίρ με τη γκεϊοσύνη τους, την ανδρογυνία με την ομόφυλη επιθυμία, τη βούρτσα με την πούτσα και να διακηρύσσουν ότι όλοι οι άντρες θέλουμε να τον πάρουμε, κάτι που αυτομάτως, αυτοδικαίως και ουσιοκρατικώς θα μας καθιστούσε γκέι. Παράλληλα, ως ανασφαλείς κι ολιγόπιστοι επαναστάτες που ήταν, μας παρακινούσαν όλους τους σερνικούς να το πάμε all the way, να πάμε να γαμηθούμε αυθωρεί και παραχρήμα ώστε να πυκνώσουμε τις τάξεις των ηρωικών τύπων που έκαναν coming out (για το οποίο ελληνιστί δεν έχουμε όρους ακόμη, αντίθετα με τα αμφίψωμα και τους τροφοδιανομείς).
Από την άλλη είχαμε στο κεφάλι μας τη στυγνή ετεροκανονικότητα, προϊόν του διάχυτου τιμωρητικού τρόμου των μεγαλυτέρων και των ομοίων μας ότι μπορεί να λέγαμε κανα «καλέ» παραπάνω ή να πηγαίναμε για χορό στο DOM στην Ικαριέων, ότι μπορεί να προσχωρούσαμε στις αδερφές που βεβαίως κυβερνούσαν τον κόσμο — ξέρετε, με τον τρόπο που οι Εβραίοι κατέστρεφαν τη Γερμανία εκεί τον Νοέμβρη του 1938. Μιλάμε για την ίδια ετεροκανονικότητα που έστειλε στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες τον Ζακ Κωστόπουλο / Ζάκι Ο, και άλλους πολλούς με πιο αργές και ακόμα πιο βασανιστικές διαδικασίες.
Στο μεταξύ, οι «γκέι ακτιβιστές» τότε δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τους φτωχόπουστες, ούτε για τις ίου λεσβίες, παρά για ορατότητα (βιζιμπίλιτυ καλέ) στα λαμπρά κι ιδιωτικά κανάλια, άλλωστε δεν τους ενδιέφεραν τα πολιτικά και άλλα τέτοια βαρετά.
Ναι: ιδού ο μπανάλ και χυδαίος κόσμος της δεκαετίας του ’90, μεταξύ του 1979 της Θάτσερ και του 2008 των Λίμαν Μπράδερς, όταν ήταν μπανάλ να είσαι φτωχός, όταν όλοι θα μπορούσαμε να γίνουμε και καλά ζάπλουτοι αν δουλευαμε κι όταν όλα τα προβλήματα του κοσμάκη θα τα έλυνε ο πεφωτισμένος και ψύχραιμος ακτιβισμός της κάθε φιλανθρωπίας.
Τέλος πάντων, πέθαναν αυτά. Όπως γελάμε με την αυταρέσκεια των μπούμερ σήμερα θα γελάμε σε 50 χρόνια με την εκ του ασφαλούς μετριοπάθειά μας αλλά και με τις νεοπουριτανικές απόπειρες των γενεών μετά από τη δική μου να επιβάλουν λογοκρισίες, γενεών που έμαθαν την επιθυμία, την ψυχική ασθένεια και την ανισότητα μέσα από το τάμπλερ. Δυστυχώς θα είμαι χούφταλο τότε, αν όχι κιόλας νεκρός.
Οι μεν γνησίως και ορθοδόξως ετεροφυλόφιλοι τη θεωρούσαν είτε πρόφαση για ανώμαλου χαρακτήρα ανευθυνότητα και πολυγαμικότητα και γενικότερη ασυδοσία, είτε ψυχολογικοποιημένα ευτελές πρόσχημα κρυπτομοφυλοφιλίας. Σε αυτό το τελευταίο συνέπιπταν με τους μαχητικούς κι ανένδοτους γκέι: κατ’ αυτούς όλοι οι μπάι όχι μόνον είναι κατά βάθος γκέι σε άρνηση (άλλως τε γιατί να σου αρέσουν τα μουτζά, καλέ;) αλλά και θέλουν να τον παίρνουν από άντρες, συνήθως τους ίδιους.
Κάτι τόσο ευτελώς προφανές όσο η επιθυμία για σώματα και των δύο ή παραπάνω φύλων είτε ψυχολογικοποιούνταν ως αυτοτιμωρητική καταπίεση και υποκρισία είτε ευτελιζόταν ως πρόφαση να ενδυθεί μια κάποια αξιοπρέπεια η ανευθυνότητα, ασυδοσία και λιμπιντινική ασυναρτησία όσων αντρών δήλωναν αμφισεξουαλικοί: τα πράγματα ήταν απλά, ή ήθελες να τον δίνεις πάντοτε ή ήθελες να τον παίρνεις πού και πού — τα υπόλοιπα ήταν πίπες (με την κακή έννοια).
Ούτε που φαντάζομαι πώς πρέπει να ήταν η φάση με γυναίκες που τόλμαγαν να δηλώνουν αμφισεξουαλικές: σίγουρα ήταν κι αυτές ή κοτούλες που δεν άντεχαν να προσχωρήσουν στον πούρο λεσβιανισμό, είτε απλώς καριολίτσες και πουτανάκια που τα θέλουν όλα. Διότι ακόμα και για τη γενιά που άνθισε τη δεκαετία του ’90 μόνον όσοι είναι σερνικοί δικαιούνταν να τα θέλουν όλα (και να τα θέλουν αμέσως).
Αυτά σήμερα λέγονται bi erasure (άραγε υπάρχει όρος ελληνικός; ποιος ξέρει). Τότε λεγόταν κοινή λογική: αυτονόητη υπεράσπιση της γκεϊοσύνης και της στρέιτ καθαρότητας. Διότι αλίμονο αν αδερφές και παλληκάρια γίνουμε μαλλιά κουβάρια: ούτε τα παλληκάρια αλλά ούτε κι οι αδερφές δεν θα το ήθελαν αυτό, πολλώ μάλλον ο Θεός ο ίδιος.
Βεβαίως, τα πράγματα το 2020 είναι πια ξεκάθαρα και σαφή: «είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας». Κι όποιος ή όποια ακόμα αναρωτιέται πού βρίσκεται στο φάσμα της αμφισεξουαλικότητας ή της πολυγαμικότητας μπορεί να κάνει κάποιο τεστ ονλάιν. Ακόμα καλύτερα, μπορεί να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω και να αντικρύσει με ψυχραιμία τη ζωή του και τις επιθυμίες του.
The smart way to keep people passive and obedient is to strictly limit the spectrum of acceptable opinion, but allow very lively debate within that spectrum – even encourage the more critical and dissident views. That gives people the sense that there’s free thinking going on, while all the time the presuppositions of the system are being reinforced by the limits put on the range of the debate.
Noam Chomsky «The Common Good» σ. 43
Ίσως δεν έχει νόημα να πασχίζει κανείς να συνεχίζει τον διάλογο όταν το πλαίσιό του είναι δεδομένο και περιορισμένο εξαρχής. Το πλαίσιο αυτό το ορίζει εκείνος που ξεκινάει τη συζήτηση, ιδίως όταν βρίσκεται ιεραρχικά σε θέση εξουσίας. Πολλές φορές μάλιστα ο συνομιλητής που ξεκινάει τη συζήτηση μπορεί να επιμένει στανικώς να κάνεις διάλογο, να «απαντήσεις» στη θέση του, βάζοντάς σε να παίξεις το δικό του παιχνίδι.
Παράδειγμα. Ας πούμε ότι 9 (εννέα) άτομα βάζουμε να δούμε το Αμαντέους του Μίλος Φόρμαν. Μετά την ταινία ακολουθεί συζήτηση, μεταξύ μπάφου και τζιν, πίτσας και ωμών καρότων, τσιψ και σουλτανίνας ― αναλόγως.
Βγαίνει ο ένας, ας τον πούμε Βασίλη, και λέει: «Ναι αλλά ο Φόρμαν παραγνωρίζει το κουίρ στοιχείο της σχέσης Μότσαρτ-Σαλιέρι.» Πετάγεται η (ας την πούμε Σταυρούλα) και επισημαίνει ότι κάποιο τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από την ταινία· ο Βασίλης απαντάει πως αυτό ακριβώς είπε: ότι η ταινία κάνει αβαβά πόσο απεγνωσμένα ποθούσε ο Σαλιέρι τον Μότσαρτ, ότι για την «ναι, να, για την κουιριά δεν λέει τίποτα». Ήδη η συζήτηση είναι εγκιβωτισμένη στην αρχική πρόταση, ας την ονομάσουμε «η κουίρ διάσταση του Αμαντέους».
Φανταστείτε τώρα ότι προσπαθώντας να αναπλαισιώσει την κουβέντα πετάγεται και η Χριστίνα και λέει ότι το Αμαντέους είναι μυθοπλασία, ότι η αντιπαλότητα (ερωτικού χαρακτήρα ή μη) μεταξύ Μότσαρτ και Σαλιέρι είναι εύρημα του Πίτερ Σάφερ κι ότι στην πραγματικότητα ο Σαλιέρι ήταν φίλος και υποστηρικτής του Μότσαρτ: έχουμε μάλιστα και σχετικές πηγές, όπως μια επιστολή του Μότσαρτ.
Προσέξτε τώρα πώς α) έχει ενταχθεί στις παραμέτρους της συζήτησης η κουίρ επιθυμία, μάλιστα προϋποτίθεται αν δεν δεσπόζει, και β) η παρέμβαση αυτή ανοίγει μια καινούργια διάσταση στην κουβέντα (μυθοπλασία εναντίον πραγματικότητας) χωρίς να διευθετεί ποσώς τα περί κουίρ διάστασης.
Κατά κάποιον τρόπο, η απόπειρα της Χριστίνας να φέρει τη συζήτηση «πίσω» σε μια πιο θεμελιώδη διάκριση, αυτή μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, απλώς επιτείνει τη σύγχυση, δημιουργώντας ακόμα μία διάσταση κατά μήκος της οποίας μπορεί να σκορπίσει η συζήτηση. Αντί να ανοίξει η κουβέντα απλώς τανύεται και ξεχειλώνει κατά μήκος δύο διαστάσεων τώρα.
Στο τέλος οι υπόλοιποι πέντε, που απλώς παρακολουθούσαμε τη συζήτηση Βασίλη, Σταυρούλας και Χριστίνας, θα συμφωνήσουμε με τον Βαγγέλη, ο οποίος αναπόφευκτα θα αποφανθεί ότι «όλα παίζουν», ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος» κι ότι ενδεχομένως ο Σαλιέρι να δηλητηρίασε σιγά σιγά τον Μότσαρτ γιατί όντως είχε καύλες, μουσικές και πιο χειροπιαστές, για τον Αυστριακό πιτσιρικά που δεν του καθόταν. Ποιος μπορεί να ξέρει; Πάνε και δυόμιση αιώνες. Μπορεί και να του έκατσε τελικά του Ιταλού μπάρμπα και μετά να τον γκόσταρε. Ποιος ξέρει. Ποτέ δεν θα μάθουμε. Όλα παίζουν, φίλε μο.
Έτσι γίνονται πολτός οι συζητήσεις που γίνονται εκτός αυστηρά καθορισμένων παραμέτρων (π.χ. «επιστημονικών»), όπως οι πολιτικές συζητήσεις στα σοσιαλμήντια. Ακριβώς επειδή γίνονται εν θερμώ και επειδή κάθε καινούργιο σχόλιο δυνητικά προσθέτει ακόμα μία διάσταση κατά μήκος της οποίας μπορεί να σκεδαστεί η κουβέντα, μετά από ένα σημείο απλώς γίνεται κακός χαμός. Φυσικά αυτό συμβαίνει εδώ και αιώνες ήδη στις δημόσιες συζητήσεις: ξεκινάς να μιλάς για τη συγκομιδή της πατάτας και στάνταρ θα υπάρξει ερώτηση π.χ. για την υπεροχή της βότκας από σιτάρι.
Και τι να κάνουμε;
Πολλές φορές ο καλύτερος τρόπος να κρατήσεις τη συζήτηση ανοιχτή είναι να μην απαντήσεις καθόλου σε όποιον πάει να την ξεχειλώσει προς την κατεύθυνση που θέλει εκείνος. Αν θέλω να καλύψω τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα) για τη συγκομιδή της πατάτας, δεν θα καταπιαστώ με το ποια βότκα είναι ανώτερη. Αν θέλω να συζητήσω το Αμαντέους δεν θα ασχοληθώ με το αν η Αυστριακή αυτοκρατορία καταπίεζε τους Ιταλούς υπηκόους της ή αν ο Σαλιέρι ενδεχομένως ήθελε να κουτουπώσει τον Μότσαρτ.
Θα συνεχίσεις λοιπόν να μιλάς για τη συγκομιδή της πατάτας. Αν η βοή που οι βοτκάκηδες δημιούργησαν δεν σου το επιτρέπει, θα σιωπήσεις και θα ασχοληθείς με το τζιν, τον μπάφο, την πεπερόνι, τα καροτάκια ― ή ό,τι άλλο. Ιδίως εάν εκείνος που ξεχειλώνει τη συζήτηση δεν είναι ο Βασίλης αλλά η εξουσία.