
The smart way to keep people passive and obedient is to strictly limit the spectrum of acceptable opinion, but allow very lively debate within that spectrum – even encourage the more critical and dissident views. That gives people the sense that there’s free thinking going on, while all the time the presuppositions of the system are being reinforced by the limits put on the range of the debate.
Noam Chomsky «The Common Good» σ. 43
Ίσως δεν έχει νόημα να πασχίζει κανείς να συνεχίζει τον διάλογο όταν το πλαίσιό του είναι δεδομένο και περιορισμένο εξαρχής. Το πλαίσιο αυτό το ορίζει εκείνος που ξεκινάει τη συζήτηση, ιδίως όταν βρίσκεται ιεραρχικά σε θέση εξουσίας. Πολλές φορές μάλιστα ο συνομιλητής που ξεκινάει τη συζήτηση μπορεί να επιμένει στανικώς να κάνεις διάλογο, να «απαντήσεις» στη θέση του, βάζοντάς σε να παίξεις το δικό του παιχνίδι.
Παράδειγμα. Ας πούμε ότι 9 (εννέα) άτομα βάζουμε να δούμε το Αμαντέους του Μίλος Φόρμαν. Μετά την ταινία ακολουθεί συζήτηση, μεταξύ μπάφου και τζιν, πίτσας και ωμών καρότων, τσιψ και σουλτανίνας ― αναλόγως.
Βγαίνει ο ένας, ας τον πούμε Βασίλη, και λέει: «Ναι αλλά ο Φόρμαν παραγνωρίζει το κουίρ στοιχείο της σχέσης Μότσαρτ-Σαλιέρι.» Πετάγεται η (ας την πούμε Σταυρούλα) και επισημαίνει ότι κάποιο τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από την ταινία· ο Βασίλης απαντάει πως αυτό ακριβώς είπε: ότι η ταινία κάνει αβαβά πόσο απεγνωσμένα ποθούσε ο Σαλιέρι τον Μότσαρτ, ότι για την «ναι, να, για την κουιριά δεν λέει τίποτα». Ήδη η συζήτηση είναι εγκιβωτισμένη στην αρχική πρόταση, ας την ονομάσουμε «η κουίρ διάσταση του Αμαντέους».
Φανταστείτε τώρα ότι προσπαθώντας να αναπλαισιώσει την κουβέντα πετάγεται και η Χριστίνα και λέει ότι το Αμαντέους είναι μυθοπλασία, ότι η αντιπαλότητα (ερωτικού χαρακτήρα ή μη) μεταξύ Μότσαρτ και Σαλιέρι είναι εύρημα του Πίτερ Σάφερ κι ότι στην πραγματικότητα ο Σαλιέρι ήταν φίλος και υποστηρικτής του Μότσαρτ: έχουμε μάλιστα και σχετικές πηγές, όπως μια επιστολή του Μότσαρτ.
Προσέξτε τώρα πώς α) έχει ενταχθεί στις παραμέτρους της συζήτησης η κουίρ επιθυμία, μάλιστα προϋποτίθεται αν δεν δεσπόζει, και β) η παρέμβαση αυτή ανοίγει μια καινούργια διάσταση στην κουβέντα (μυθοπλασία εναντίον πραγματικότητας) χωρίς να διευθετεί ποσώς τα περί κουίρ διάστασης.
Κατά κάποιον τρόπο, η απόπειρα της Χριστίνας να φέρει τη συζήτηση «πίσω» σε μια πιο θεμελιώδη διάκριση, αυτή μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, απλώς επιτείνει τη σύγχυση, δημιουργώντας ακόμα μία διάσταση κατά μήκος της οποίας μπορεί να σκορπίσει η συζήτηση. Αντί να ανοίξει η κουβέντα απλώς τανύεται και ξεχειλώνει κατά μήκος δύο διαστάσεων τώρα.
Στο τέλος οι υπόλοιποι πέντε, που απλώς παρακολουθούσαμε τη συζήτηση Βασίλη, Σταυρούλας και Χριστίνας, θα συμφωνήσουμε με τον Βαγγέλη, ο οποίος αναπόφευκτα θα αποφανθεί ότι «όλα παίζουν», ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος» κι ότι ενδεχομένως ο Σαλιέρι να δηλητηρίασε σιγά σιγά τον Μότσαρτ γιατί όντως είχε καύλες, μουσικές και πιο χειροπιαστές, για τον Αυστριακό πιτσιρικά που δεν του καθόταν. Ποιος μπορεί να ξέρει; Πάνε και δυόμιση αιώνες. Μπορεί και να του έκατσε τελικά του Ιταλού μπάρμπα και μετά να τον γκόσταρε. Ποιος ξέρει. Ποτέ δεν θα μάθουμε. Όλα παίζουν, φίλε μο.
Έτσι γίνονται πολτός οι συζητήσεις που γίνονται εκτός αυστηρά καθορισμένων παραμέτρων (π.χ. «επιστημονικών»), όπως οι πολιτικές συζητήσεις στα σοσιαλμήντια. Ακριβώς επειδή γίνονται εν θερμώ και επειδή κάθε καινούργιο σχόλιο δυνητικά προσθέτει ακόμα μία διάσταση κατά μήκος της οποίας μπορεί να σκεδαστεί η κουβέντα, μετά από ένα σημείο απλώς γίνεται κακός χαμός. Φυσικά αυτό συμβαίνει εδώ και αιώνες ήδη στις δημόσιες συζητήσεις: ξεκινάς να μιλάς για τη συγκομιδή της πατάτας και στάνταρ θα υπάρξει ερώτηση π.χ. για την υπεροχή της βότκας από σιτάρι.
Και τι να κάνουμε;
Πολλές φορές ο καλύτερος τρόπος να κρατήσεις τη συζήτηση ανοιχτή είναι να μην απαντήσεις καθόλου σε όποιον πάει να την ξεχειλώσει προς την κατεύθυνση που θέλει εκείνος. Αν θέλω να καλύψω τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα) για τη συγκομιδή της πατάτας, δεν θα καταπιαστώ με το ποια βότκα είναι ανώτερη. Αν θέλω να συζητήσω το Αμαντέους δεν θα ασχοληθώ με το αν η Αυστριακή αυτοκρατορία καταπίεζε τους Ιταλούς υπηκόους της ή αν ο Σαλιέρι ενδεχομένως ήθελε να κουτουπώσει τον Μότσαρτ.
Θα συνεχίσεις λοιπόν να μιλάς για τη συγκομιδή της πατάτας. Αν η βοή που οι βοτκάκηδες δημιούργησαν δεν σου το επιτρέπει, θα σιωπήσεις και θα ασχοληθείς με το τζιν, τον μπάφο, την πεπερόνι, τα καροτάκια ― ή ό,τι άλλο. Ιδίως εάν εκείνος που ξεχειλώνει τη συζήτηση δεν είναι ο Βασίλης αλλά η εξουσία.