
Το Galaxy, το Barreldier, το Booze, το κλαμπ που γοτθιαζόμαστε.
Να συναντάω τον Γιώργο στο Λονδίνο λες κι έχω ανέβει Μαρούσι να τον βρω.
Να βγαίνω βόλτα στις 11 (μμ) γιατί μπαΐλντισα ενώ μετά τα πιοτά να φάω και γιουβαρλάκια στο 24ωρο.
Η Κολωνία όπως είναι, ολόκληρη.
Να κανονίζω να βρεθούμε σε τρία τέταρτα.
Η Granta και το Eagle, καθώς και το κωλο-Λονδίνο.
Να περπατάω κατά τις τέσσερις παρά προς το σπίτι λίγο ζαλισμένος και λίγο αγχωμένος μην ξημερώσει ακόμα (because vampire).
Αυτά τα ουφ πάρα πολύ κουραστικά τριήμερα-τετραήμερα ταξίδια με τη δουλειά και αχ πόσο τα βαριέμαι (κάτσε τώρα σπίτι σου, Σραοσίτο).
Τσίπουρα με μεζέ μαζί με τον Γιατρό αλ φρέσκο αντ Ατένε.
Να κλαίγομαι πόσο έχει φλωρέψει το Βερολίνο (κι ακόμα να τρώω πόρτα στο Berghain, κακοχρονονάχουν).
«Ρε δεν πάμε Βόλο / Σαλονίκη;»: οι μόνοι λόγοι να φύγεις από την Αθήνα εκτός από τα βουνά ― είπαμε, δεν είμαι θερολάτρης.
Να μη νυστάζω από τις 10 και.
«Νάπολη ή Βαρκελώνη;» (μπουχουχού)
Κάτι μαγαζιά που ξέρουν μόνον οι Κερατσινιώτες. Σιγά μη μαρτυρήσω. Κερατσίνι ρουλζ.
Να βαριέμαι μέχρι να αρχίσει η συναυλία, και να κατουριέμαι λίγο από τις τεκίλες. Κάτσε τώρα να βλέπεις Κέιβ, PSB και Μέιντεν στο γιουτιούμπ.
Να βλέπω περισσότερους ανθρώπους από μπάτσους στον δρόμο.
Κανα θέατρο, να νιώσουμε σαν άνθρωποι. Όχι από αυτό του viva, κανονικό.
Αυτά τα πολύ μεγάλα ταξίδια που με αγχώνουν από πέντε μήνες πιο πριν και ωχ τι θα κάνω 10 ώρες στο αεροπλάνο και τελικά είναι γαμάτα.
Να μη νιώθω ότι ο κόσμος είναι φυλακισμένος στα σπίτια του γύρω στην πόλη μου, συγκρατούμενος με τους δαίμονές του και τους εντελώς ανθρώπινους κακοποιητές του.