
Η πρόοδος και η οπισθοδρόμηση δεν αφορούν κάθε πτυχή του δημόσιου βίου: αλλού πάμε πίσω, αλλού πάμε μπροστά. Αλλού μένουμε στάσιμοι.
Ο Τύπος σήμερα έχει σαφώς οπισθοδρομήσει. Ζούμε τον θρίαμβο της Απογευματινής και της Αυριανής.
Η Απογευματινή ήταν μια φυλλάδα που πιανόταν από θέματα του αστυνομικού δελτίου και τα παρουσιάζε με τον χυδαιότερο δυνατό τρόπο (έτσι νομίζαμε τότε) και σίγουρα με τον ηδονοβλεπτικότερο. Φωτογραφίες και λεπτομέρειες που τότε λέγονταν απλώς «γαργαλιστικές», από φωτογραφίες δολοφονημένων καλλονών μέχρι παραβιαστικές λεπτομέρειες για κάθε λογής έγκλημα, έσκαγαν στην πρώτη της σελίδα. Τα θύματα διαπομπεύονταν ενώ ύποπτοι και συλληφθέντες διασύρονταν και μάλιστα πολλές φορές για ζητήματα άσχετα με την υπόθεση.
Σήμερα ολόκληρη η Απογευματινή είναι δυο μονόστηλα στο Μακελειό ή στην Εσπρέσσο.
Η Αυριανή ήταν μια προπαγανδιστική φυλλάδα με αποστολή τον διασυρμό των εχθρών του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ (πάντοτε κατά την κρίση του εκδότη της Κουρή) ή και του Μάνου Χατζιδάκι. Ο τρόπος που απευθυνόταν στο αναγνωστικό κοινό της ήταν πατερναλιστικός και τάχα λίγο λαϊκός α λα Ριζοσπάστης ― κάτι σαν Πολάκης με ευφράδεια Παφίλη και ήθος Σαμαρά. Σε μια χώρα όπου ο Τύπος ήταν (και είναι) ανοιχτά αντιδραστικός όταν δεν ήταν (τότε) απλώς δεξιός, η Αυριανή έγινε το λιγδωμένο και ραιβό δεκανίκι ενός ΠΑΣΟΚ που μετά το ’85 δεν τα πήγαινε τόσο καλά και που έπρεπε να διαπραγματεύεται με τον ηγεμονικό Λαμπράκη, με τον σκιώδη Μπόμπολα και με τον ενίοτε απρόβλεπτο Τεγόπουλο.
Σήμερα η Αυριανή έχει διαχυθεί σε όλα τα Μέσα, έντυπα κι ηλεκτρονικά. Μέχρι κι ο Κούλης ακούγεται σαν μέτριος μαθητής της, προσπαθώντας κάθε τόσο να πει καμιά μαγκιά. Απλώς κάποια από αυτά τα σημερινά μέσα παριστάνουν ακόμα το (τότε) Βήμα και την (τότε) Καθημερινή: πάρα πολύ σοβαρά, ελαφρώς ξινά και τάχα ψύχραιμα φύλλα που απευθύνονται σε αυτά τα προϊόντα μυθοπλαστικής επεξεργασίας της πραγματικότητας: τους Έλληνες αστούς.
Εδώ η οπισθοδρόμηση είναι εμφανής και κατακλυσμική.
Ωστόσο, εκείνη την εποχή όσα αναρίθμητα κείμενα γράφονταν για φυλλάδες όπως η Απογευματινή και η Αυριανή ανέλυαν την ύπαρξή τους και τη λειτουργία τους συνήθως με γνώμονα την αναλυτική κατηγορία του κιτρινισμού. Αυτό συνέβαινε ενδεχομένως γιατί τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ο κριτικός λόγος βρισκόταν στα χέρια δημοσιογράφων καθώς και διάσημων φιλολόγων-εκθεσάδων.
Τι ήταν ο κιτρινισμός; Μια αναλυτική κατηγορία σαν αυτή του σημερινού λαϊκισμού: απόρροια του ρηχού ελιτισμού όσων δεν θέλουν να αντικρύσουν τις όντως ηγεμονικές σχέσεις μέσα σε μια κοινωνία, πού βρίσκεται η εξουσία και τι εξασφαλίζουν τα λεφτά.
Τουλάχιστον σήμερα ξέρουμε (και το λέμε) ότι ο φτωχός ξένος βιαστής είναι δυο (και τρεις) φορές βιαστής και τέρας από πάνω, ότι οι γυναίκες παν γυρεύοντας, ότι υπάρχουν εγκλήματα πάθους κι εγκλήματα τιμής αλλά με δράστες άντρες, ότι οι παπάδες είναι στο απυρόβλητο και οι μικρές κοινωνίες προσπελάσιμες μόνον από τη Νικολούλη, ότι μπορούν να πνιγούν και να φυλακιστούν χιλιάδες άνθρωποι αρκεί να μην είναι Έλληνες, ότι οι εκδότες μας ζήλωσαν τη δόξα του Μέρντοκ, ότι οι ξένες απειλούν με διαζύγιο ή προκαλούν αλλά και οι Ελληνίδες τσούλες είναι, ότι οι αστυνομικοί καλώς φονεύουν και παρανομούν, ότι κάθε βίαιο έγκλημα μπορεί να είναι θέαμα αν το θύμα είναι γυναίκα.
Γενικότερα, έχει ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια μας το πανόραμα της φοβικής μισαλλοδοξίας, του απερίφραστου και φυσικοποιημένου ρατσισμού, του στυγνού μισογυνισμού, του βάρβαρου τοπικισμού, της επί 200ετία υπερφίαλης παραίσθησης εθνικού μεγαλείου, του υποκριτικού πουριτανισμού, της περιφρόνησης στα παιδιά και της χλεύης στα γηρατειά ― όλων όσων μας στοιχειώνουν και όσων ο Τύπος αποτυπώνει πια χωρίς ταμπού, χυδαία και απροσχημάτιστα.
Εδώ η πρόοδος, το ότι επιτέλους βλέπουμε, είναι εμφανής αν κι επώδυνη.