
Ένας φίλος ― αν και πλέον θα έπρεπε να χρησιμοποιώ αυτό τον χαρακτηρισμό με φειδώ αυστηρότερη από τη συνηθισμένη μου ― με πείραζε τις προάλλες σχετικά με το για ποια θέματα δεν έχω γράψει εδώ μέσα. Είναι δύσκολο να αφήσεις απ’ έξω πολλά θέματα όταν γράφεις συστηματικά για ό,τι σου κατεβαίνει επί δεκάξι χρόνια.
Ανέφερα τα μακαρόνια στον φίλο μου, που όντως πρόκειται για παράλειψη: γιατί να μην έχω γράψει για μακαρόνια; Ανέφερα και κάτι άλλο, που δεν θυμάμαι τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω γράψει ποτέ για τον φθόνο, ενώ για τη ζήλεια έχω υπάρξει λαλίστατος.
Έβλεπα πρόσφατα σε ένα βίντεο της εξαίσιας Νάταλι Γουίν να λέει ότι η απαρίθμηση των προνομίων μας δεν είναι ούτε πράξη πολιτική ούτε χειρονομία ταπεινοφροσύνης, παρά πεπαιδευμένος κομπασμός. Από αυτήν την άποψη ζορίζομαι να πω ότι ένας άνθρωπος με τα προνόμιά μου (προς το παρόν μόνο λεφτά κι ομορφιά μού λείπουν) δεν είναι κομψό να μιλάει για τον φθόνο: Ναι ρε μάγκα μο, θα σε φθονήσουν. Ευτυχώς δεν πιστεύω στο κακό το μάτι.
Η αλήθεια είναι ότι είμαι πάρα πολύ κακός στο να τον εντοπίζω τον φθόνο. Κάθε φορά που νομίζω ότι κάποιος φθονεί κάποιον άλλο, ψάχνω να βρω εναλλακτικές ερμηνείες της συμπεριφοράς τους: μπορεί να μην είναι φθόνος αλλά αδέκαστο ηθικό κριτήριο, που ετάζει νεφρούς και καρδίας· μπορεί να μην είναι φθόνος παρά η φωνή της αλήθειας, ή και του Κυρίου άμα λάχει· μπορεί να μην είναι φθόνος αλλά προβολή δικών μου υπαρκτών ή και ανύπαρκτων αγχών και φοβιών.
Δεν μπορεί ρε συ, δεν γίνονται αυτά: ο φθόνος είναι πολύ ομηρικό κίνητρο, άντε σαιξπηρικό. Δεν φθονούν οι άνθρωποι, ρε μαλάκα, έλεγα στον μαλάκα που ξέρω καλύτερα, δηλαδή τον εαυτό μου: απλώς όσοι νομίζεις ότι φθονούν πασχίζουν να φτάσουν αυτό που ζηλεύουν και να το ξεπεράσουν. Δεν υπάρχει φθόνος, είναι ηθοποιοί: υπάρχουν μόνο ζήλιες, δηλαδή αθώα πράματα, παιδικά.
Θα μου πει κανείς (δικαίως) «Ώπα ρε μαλάκα (να τος πάλι ο μαλάκας), προνομιούχε άνθρωπε κι έτσι μεγαλόκαρδε και γουάου, εσύ δηλαδή δεν έχει νιώσει ποτέ φθόνο;».
Βεβαίως. Πρώτα πρώτα έχω νιώσει ταξικό φθόνο. Έχω αγανακτήσει με όσους μού πούλαγαν μαγκιά, ανεμελιά κι εναλλακτίλα με δυο νοίκια το μήνα να τρέχουν στον λογαριασμό τους ενώ εγώ ακόμα και ως μισθωτός (και τι μισθωτός, ε; ε;) έχω περάσει τρίτα δεκαήμερα Αυγούστου με 20 ευρώ. Έχω σπαστεί φρικτά που μου έλεγαν πόσο κότα, φλώρος κι άτολμος είμαι άνθρωποι που… τέλος πάντων, έγινα κατανοητός. Αλλά δεν τους την έχω φυλαγμένη. Θέλω να πω, οκέι, στον καπιταλισμό ζούμε: άλλοι τρων από τους γονείς κι άλλους τους τρων οι γονείς και σ’ όποιον δεν αρέσει να πάει «στην Κομμούνα», όχι των Παρισίων, παρά σε αυτή που μας ξεπάτωσε.
Επίσης ζήλεψα πολύ για χρόνια έναν συνάδερφο: Όλα γαμάτα τα έκανε, όλοι τον πήγαιναν. Ζήλευα. «Τον κερατά», έλεγα σαν εβδομηντάχρονος. Μετά έμαθα ότι δεν τα έκανε όλα γαμάτα, κατόπιν συνειδητοποίησα ότι κι εγώ έκανα πάρα πολύ γαμάτα πράγματα ενώ παράλληλα μεγάλωνα ως ψάρι σε μια μικρή λίμνη (κατά το ρητό των Αμερικάνων) ώσπου έκανα και διεθνή καριέρα, και μάλιστα λίγο καλύτερη από της απόλυτης Άννας Βίσση. Στο τέλος έμαθα κι ότι δεν τον πήγαιναν όλοι γιατί ήταν λιγάκι τρόμπας (όχι πολύ, λίγο), ενώ πάρα μα πάρα πολλοί παν εμένα. Μερικοί μάλιστα με πάνε τόσο πολύ που δεν με λένε καν μαλάκα, παρά «καλόγνωμο». Επίσης μ’ αγαπάνε. Σοκ αλλά ναι.
Βεβαίως για να φτάσω να τα νιώσω όλα αυτά πουλήθηκα και πουλιέμαι στην ψυχανάλυση ενώ αφήνομαι σε ανθρώπους αληθινά δικούς μου· γι’ αυτό και τελικά έπαψα να φθονώ έστω και λίγο τον συνάδερφο.
Άρα τι να γράψω για τον φθόνο: περνάει αφενός με δικούς σου ανθρώπους αφετέρου με την κατάλληλη για σένα ψυχοθεραπεία. Ευκολάκι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!