Το παράδοξο του μαγιό κτλ.

Μία αγαπημένη ποιήτρια μού έλεγε πριν χρόνια ότι αισθάνεται άβολα κι αμήχανα να φοράει μόνο μαγιό στην παραλία, αφού τα γυναικεία μαγιό είναι πανομοιότυπα με τα εσώρουχα. «Δεν θα έβγαινα στην παραλία με τα εσώρουχα!», μου έλεγε. Τυλιγόταν λοιπόν κι αυτή με σάλια και παρεό και τέτοιες επανεπινοήσεις του πέπλου.

Αυτό λοιπόν είναι το παράδοξο του μαγιό: κυκλοφορούμε άνετα στην παραλία, και πέριξ αυτής, φορώντας ακριβώς τόσο ύφασμα όσο πάει στα εσώρουχά μας. Αυτό το αποκαλώ το παράδοξο του μαγιό. Το ισοδύναμο του μπικίνι είναι το σουτιέν-κυλότα, του ολόσωμου είναι το μπόντυ, του σπήντο είναι το σλιπ και των βερμούδων η σκελέα. Όσο γι’ αυτές που πετάν τα σουτιέν στην παραλία, σιγά μην τις απασχολούνε τέτοια παράδοξα: έχουν ήδη σταματήσει να διαβάζουν.

Θα πει κανείς ότι τα μαγιό δεν είναι ακριβώς σαν εσώρουχα αφού δεν είναι διαφανή, όπως είναι τα πιο εκλεπτυσμένα γυναικεία εσώρουχα, και ότι δεν φεγγίζουν όταν βραχούν (τουλάχιστον όχι συνήθως). Άλλα υφάσματα, Σραόσα. Έχουν και σχέδια. Είναι και σχετικά αδιάβροχα.

Ωστόσο δεν παύουν τα μαγιό να καλύπτουν πολύ λίγα. Γι’ αυτό άλλωστε και έχουνε γίνει πεδίο συμβολικών μαχών για την κυριαρχία στο γυναικείο σώμα: γνωστά πράγματα.

Ας δούμε λοιπόν γιατί πάμε στην παραλία. Εγώ έχω ξαναπεί ότι δεν είμαι θερολάτρης κι ότι η θάλασσα μου είναι μάλλον αδιάφορη. Άρα για μένα η θάλασσα έχει κάποια χρήση. Πιστεύω ότι για πολλούς από τους αναγνώστες ισχύει ακριβώς το ίδιο, για πολλούς περισσότερους από όσους το παραδέχονται: είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι οι θαλασσολάτρες είναι λιγότεροι από όσοι νομίζουμε.

Αφήνοντας τις προφανείς χρήσεις της παραλίας (μπανιστήρι, μπαλαμούτι, ρακέτα, φιλαναγνωσία, επίδειξη κι εγκαύματα κτλ.), ας μιλήσω και πάλι για μένα.

Εμένα λοιπόν με φέρνει σε μια άλφα διάθεση ύπνωσης και διαλογισμού η επίπλευση και η καταβύθιση στο νερό. Σε ευτυχείς στιγμές η καταβύθιση με αναγκάζει να δω λίγο πιο μπροστά από εκεί όπου στέκομαι στη ζωή μου, δεν το λες και αμελητέο. Βεβαίως προτιμώ τα ποτάμια γιατί σιχαίνομαι την αλμύρα, τη σκόνη, το λιοπύρι κι όλα όσα η φάση παραλία περιλαμβάνει, αλλά στην Ελλάδα ζω, όχι αλλού.

Επίσης η επαφή με το νερό ιδανικά γίνεται σε συνθήκες γυμνισμού, όμως και ο οργανωμένος γυμνισμός με χαλάει και το να πρέπει να περπατήσω σαράντα λεπτά γατζωμένος από σκίνα και μυρτιές και κοτρώνες για να κατέβω στη μία παραλία όπου «μπορείς να κάνεις γυμνισμό».

Για αυτή τη χρήση, της καταβύθισης και της επίπλευσης, προτιμώ ό,τι λιγότερο παρεμβατικό και αισθητό: τα μαγιό σπήντο. Όσο πιο σλιπ, τόσο το καλύτερο, να μην κάνει αισθητή την παρουσία του, να κολλάει πάνω μου. Επίσης τα σπήντο τα προτιμώ αισθητικά, επειδή παραπέμπουν σε κολύμβηση και σε κολυμβητήριο. Απεναντίας, τι να πει κανείς για τις ελεεινές βερμούδες;

Ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπαίνει κανείς στο νερό με βερμούδες, δηλαδή με το αντίστοιχο των καταραμένων και εξοστρακισμένων στην ξηρά ψαράδικων παντελονιών, αυτών των τριών τετάρτων. Ακόμα και κάτι χαχόλικα μαγιό σορτς, μην τυχόν και γράψει καμμιά γραμμή κάτω από τη μέση και το υπογάστριο και μας περάσουν για τίποτε αδερφές τάχα, με ενοχλούν. Παγιδεύουν αέρα, νιώθεις το νερό να κυματίζει τα μπατζάκια τους, με τα ηλίθια κορδόνια τους και τα σαχλά διχτάκια που παριστάνουν τα σεμνότυφα σπασουάρ.

Θέλει να νιώθει ο μέσος άντρας που μπαίνει στο νερό να κυματίζουν μπατζάκια γύρω από τα μπούτια του; Δεν ξέρω, τι να πω, δεν έχω υπάρξει μέσος άντρας, θα σας γελάσω. Εμένα τα σπήντο, άντε κανα κολλητό τύπου μπόξερ, μου αρέσουν για τους δύο και κάτι μήνες που αγγαρεύομαι να τρέχω στις θάλασσες, αφού είναι ό,τι πιο κοντά στη γυμνότητα. Και στο κάτω κάτω, αν τυχόν και δούμε ή σκεφτούμε τίποτα ενδιαφέρον ρε παίδες και μιας πιάνουν αιδημοσύνες, ζωνόμαστε καμμιά πετσέτα κι οκέι.

Μετά τα ονόματα

Κάποτε γνώρισα μια χρυσή καρδιά εδώ μέσα. Χρυσή, ταλαντούχα κι ελεύθερη. Είχε κι αυτή ένα μπλογκ. Ο τίτλος του μπλογκ δεν μου άρεσε ― γιατί να πρέπεις να απολογείσαι επειδή είσαι ελεύθερη; ― αν και τώρα πια καταλαβαίνω ότι ήταν μάλλον ελαφρώς ειρωνικός. Μας τρόλαρε η Βασιλική, όπως λέμε σήμερα.

Στην πραγματικότητα τα δεκαπεντέμισυ χρόνια που εκτίθεμαι εδώ μέσα έχω βρεθεί κάμποσες φορές σε απολογητική διάθεση. Η σχετική βραδύτητα των μπλογκ, βραδύτητα σε σχέση με το φέισμπουκ και το τουίτερ, προσέφερε τη δυνατότητα του αναστοχασμού, της επιστροφής σε παλιότερα κείμενα και της καθυστερημένης απάντησης. Τέλος πάντων, ντεπασέ πράγματα, παρωχημένα.

Πράγματι, ο χρόνος στα σοσιαλμήντια περνάει γρήγορα. Δεκαπεντέμισυ χρόνια εδώ είναι πενηνταφεύγα στον έξω κόσμο. Θα μπορούσα εδώ να κάνω κάποιο λογοπαίγνιο με τη βαρύτητα ή με την έλλειψή της και της σχέσης της με τον χρόνο, αλλά ποιος έχει όρεξη για εξυπνάδες μετά από δεκατόσα ολόκληρα χρόνια. Δείτε το Interstellar ή έστω τα σχετικά μημ.

Μέχρι και οι παράγραφοί σου μικραίνουν, γίνονται οξύτερες και πιο αιχμηρές.

Όταν λοιπόν ξεκίνησα το μπλογκ στα ελληνικά ξεκίνησα ψευδώνυμα γιατί ήθελα να ξεχωρίσω τη γραφή από τη ζωή. Σχετικά με την ψευδωνυμία τα είπα εδώ κι εδώ. Άλλωστε το 2005 ήμουν απλώς ένας ζωηρός τύπος με καλές επαγγελματικές προοπτικές αλλά ζοφερό και κακοπληρωμένο επαγγελματικό παρόν. Τίποτε παραπάνω.

Αργότερα τα πράματα σοβάρεψαν. Η αρχική αιδημοσύνη, την οποία εξυπηρετούσε η ψευδωνυμία, αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: αισθανόμουν ότι δεν είχα πια το δικαίωμα να ντύνω με το κύρος του ονόματος και της ιδιότητάς μου κάθε πλάκα και τρολιά, κάθε αποψούλα μου για θέματα που δεν αφορούν την ειδικότητά μου, κάθε χαχά χουχού και σαχλίτσα, κάθε λογοτεχνική η ερωτογραφική προσπάθεια, κάθε έξαρσή μου ρητορική ή δραματική (ως γνωστόν, δεν το έχω με την ποίηση).

Όσο μεγάλωνα και προχωρούσα κι ανέβαινα, τόσο συνειδητοποιούσα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιώ το (ας πούμε) πραγματικό όνομά μου για να δίνω βαρύτητα και κύρος σε πλάκες και τρολιές, σε αποψούλες για θέματα που δεν αφορούν την ειδικότητά μου, σε χαχά χουχού και σαχλίτσες, λογοτεχνικές η ερωτογραφικές προσπάθειες κτλ.

Κι έτσι, χρόνια αφού είχαμε μετακομίσει στο φέισμπουκ, όταν η πλατφόρμα του Ζάκερμπεργκ μοιραία ζήτησε πραγματικά ονόματα ώστε να οικοδομήσει τη διαφημιστική «κοινότητά» της, εγώ επέμεινα στην ψευδωνυμία και δεν έδωσα το πραγματικό όνομά μου, άλλωστε ήδη είχα υπάρξει Σραόσα για πάνω από δέκα χρόνια, και επινόησα το Βαγγέλης Πολίτης.

Κι έτσι όσα διαβάζετε εδώ και στα τρία (προσεχώς τέσσερα) βιβλία και στο fb είναι γραμμένα από κάποιον του οποίου το όνομα βρίσκεται μεταξύ του πραγματικού ονόματος και του Σραόσα.

Άλλωστε μια χαρά πραγματικός είναι ο Σραόσα, δηλαδή εγώ:

Δεν είμαι πια απλώς ζώδιο της κρύας θαμπής φωτιάς: είμαι εγώ ο ήσυχος αλλά γεμάτος θαλπωρές τευτονικός χειμώνας· δεν είμαι πολλοί όντας ένας, δεν είμαι κάποιος άλλος: είμαι ένας με πολλούς τρόπους. Είμαι ο Σραόσα.

Αμοργός

Amorgos summer
Χώρα

Την Αμοργό δεν την ανακάλυψε η Κρίστη Στασινοπούλου το 1992. Δεν την ανακάλυψε καν ο Νίκος Γκάτσος το 1943, άλλωστε η Αμοργός του δεν μιλάει για την Αμοργό. Το νησί το ανακάλυψε ο Λυκ Μπεσόν λίγο πριν το 1988, παραδίδοντάς το στην ανθρωπότητα ως πρόσχημα του Πελάγους, του Απέραντου Γαλάζιου.

Πράγματι, η Αμοργός δεν είναι παρά πρόσχημα για τη θάλασσα που τη βρέχει εξ Ανατολών, για το ανοιχτό απόλυτο Αιγαίο, με τον τρόπο που η Σαντορίνη είναι πρόσχημα για την Καλδέρα της.

Οι λάτρεις της Αμοργού ως τοπίου θα μιλήσουν (στερεοτυπικά βεβαίως) για την άγρια ομορφιά της. Θα εκθειάσουν τη λιτότητα του αμοργιανού τοπίου. Θα υμνήσουν λυρικά το λίγο της φύσης ― πάντοτε έχοντας κατά βάθος υπόψη το πολύ του θαλασσινού νερού που περιβάλλει τον στεγνό κι άνυδρο αυτό τόπο.

Το τοπίο είναι όντως άγριο, για στρέμματα ολόκληρα πλαγιές ατελείωτες, το μάτι δεν το ξεκουράζει ούτε ένα πουρνάρι ούτε ένα σχίνο. Βεβαίως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η αγριότητα δεν είναι προϊόν των δυνάμεων της φύσης αλλά έργο ανθρώπων. Η φύση από μόνη της μπορεί να είναι αφιλόξενη κι ανελέητη, όμως η αγριότητα πάντοτε απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση. Το αμοργιανό τοπίο είναι προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η κατάξερη ερημιά του αμοργιανού τοπίου είναι προϊόν αιώνων αποψίλωσης ενός ήδη άνυδρου τόπου, ενώ πάνω του δεν πρόκειται να στεριώσει ξανά μεσογειακή βλάστηση όσο τον νέμονται ανενόχλητα τα γίδια. Το αμοργιανό τοπίο, ένας κλασικός γιδότοπος, είναι τόσο τεχνητό όσο κι ένα γήπεδο γκολφ.

Είναι λοιπόν άσχημη η Αμοργός; Όχι.

Πρώτον, η Αμοργός είναι πρόσχημα για τη θάλασσα, όπως είδαμε, και η θάλασσα ποτέ δεν είναι άσχημη. Μπορεί ενδεχομένως να είναι άγονη και στείρα (αν είσαι ομηρικός τύπος), μυστική κι ανεξιχνίαστη εικόνα του ασυνείδητου (αν είσαι ψυχαναλυτικός τύπος), πρόσοδος (αν είσαι ψαράς ή εφοπλιστής), ή κατά βάθος αδιάφορη (αν είσαι εγώ).

Δεύτερον, η Αμοργός έχει τη Χώρα της, επίσης προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η Χώρα της θα αρκούσε.

Ποιοι είναι όμως οι λάτρεις της Αμοργού;

Αφενός είναι οι άνθρωποι, νέοι κυρίως, που αγαπούν τη θάλασσα ή που είδαν την ταινία. Εγώ τη θάλασσα δεν την αγαπώ αλλά αγάπησα μία παραλία στην Αμοργό, που έγινε για μένα ένας μαγικός τόπος που συμβολίζει νέους χώρους εντός μου. Επίσης, δεν κακολογώ τους ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα.

Αφετέρου είναι οι φασαίοι. Η Αμοργός λατρεύτηκε και αποθεώθηκε από φασαίους και το αποτύπωμά τους βρίσκεται παντού στη Χώρα και την Αιγιάλη και τα άλλα χωριά (το άλλο λιμάνι είναι μια αδιάφορη κοινοτοπία).

Οι φασαίοι κοιτάζουν τη φρικτή ερήμωση του τοπίου, την καταστροφή κάθε πηγής δροσιάς και την έλλειψη κάθε εστίας αναψυχής και θαυμάζουν τη λιτότητά του. Συγχέουν την πρακτική αρχιτεκτονική του νησιού με το νεκρό κατσικόβροτο τοπίο του. Την εναγώνια αναζήτηση μέσα στα πετρώδη χέρσα για ένα μικρό στοιχείο ζωής, μια φωνή αύρας λεπτής την αντιλαμβάνονται ως πνευματική αναζήτηση για το μικρό, για το ταπεινό και το ελάχιστο. Όμως, φασαίοι μου, άλλο επιβίωση άλλο πνευματικότητα.

Δεν θα μπορούσαν όμως οι φασαίοι να νιώθουν από τέτοιες διαφορές. Οι περισσότεροι ανήκουν σε μια γενιά που αυτονόμησε και μετά αποθέωσε την ομορφιά. Πεινασμένη για ομορφιά σε έναν κόσμο που σιγά σιγά ξέφευγε από τη συνθήκη νηνεμίας της δεκαετίας του ’80, η γενιά αυτή αποφάσισε να την ψάξει παντού: στον πρωτογονισμό (που συνήθως δεν είναι ολωσδιόλου πρωτόγονος), στο εξιδανικευμένο εθνικό ή παρόμοιο παρελθόν, ή μακριά από την αφθονία του δάσους που τους έφερνε συνειρμούς αφθονίας των φορτικών γονικών εστιών τους.

Οι φασαίοι, ενοχικώς μικροαστοί και όχι ακριβώς της εργατικής τάξης, πάντως σίγουρα καθόλου περήφανα εργατόπαιδα, αισθητικοποίησαν την καταστροφή: την ερήμωση, την αποψίλωση και την ξεραΐλα. Αγκάλιασαν λ.χ. τα πανηγύρια χωρίς το περιεχόμενό τους (ότι δηλαδή ήταν η μόνο μορφή διασκέδασης για αιώνες) όπως τρώμε γαμήλια, ανακτορικά ή εορταστικά πιάτα από όλον τον κόσμο και θαρρούμε ότι γευόμαστε εθνικές κουζίνες. Αγκάλιασαν το ελεύθερο κάμπινγκ ως συνεκδοχή του γυμνισμού (ποιος δεν αγαπάει τον γυμνισμό; σοβαρά μιλάω) και ως το άλλο άκρο ενός ακόμα τεχνητού διπόλου, απέναντι από την άνεση και την τρυφή του καταπιεστικού οικογενειακού σπιτιού τους.

Μια γενιά με επιλεκτική ενσυναίσθηση, μορφωμένη μέσω σπερμολογίας και χειροποίητης επεξεργασίας άσχετων εμπειριών και αντιλήψεων, θεωρεί ότι η έρημος είναι λιτότητα και τα χέρσα καμβάς για να κάνει ο ήλιος τα πυρόκαυστα τα δικά του. Δεν θέλω να δώσω ακόμα περισσότερες προεκτάσεις στο θέμα, είναι σαφές τι έγινε με δαύτους και πώς διαμορφώνει το πώς βλέπουν την Αμοργό και την κάθε Αμοργό.

Η Αμοργός όμως παραμένει όμορφη: περιβάλλεται από το Πέλαγος και φιλοξενεί τη Χώρα.

(Δεν θα αποκαλύψω την παραλία που αγάπησα. Τι με περάσατε, φρηπρές; Χα!)