Κενό βάθρο

Not quite the monument

Τα κενοτάφια και τα κάθε λογής κενά μνημεία είναι σύμβολα πολύ πιο κραταιά από μαυσωλεία με κοκαλάκια εντός.

Ο Άγνωστος Στρατιώτης στο Σύνταγμα, η περικλεής αλλά και περίκλεια (λόγω του Επιταφίου) εκδοχή του γαλλικού στρατιωτικού κενοταφίου, συνοψίζει αυτό που θέλουμε να σκεφτόμαστε για την Ελλάδα: ότι είναι μια πατρίδα βγαλμένη από τα ιερά κι αφανή πια κόκαλα ανώνυμων στρατιωτών που πολέμησαν για την ελευθερία της (και στην Ουκρανία και στην Κορέα κι αλλού). Αρμόζει στην καθεστωτική Πλατεία Συντάγματος ένα μνημείο με τέτοιο ρόλο.

Ίσως λοιπόν στην επόμενη πολυδάπανη κι υπερφίαλη παρέμβαση στην Πλατεία Ομονοίας να πρέπει να στηθεί ένα εξίσου υπαινικτικό μνημείο, ένα κενό βάθρο. Αντίθετα με το κενό Τέταρτο Βάθρο της Πλατείας Τραφάλγκαρ όμως, δεν θα φιλοξενεί έργα τέχνης για λίγο, παρά θα είναι κενό στο διηνεκές.

Αρμόζει ένα τέτοιο μνημείο στην Πλατεία Ομονοίας, την καθόλου καθεστωτική, τη βρώμικη και πορνική, την ατίθαση και λαϊκή με τη σημασία του «λαϊκού» που απεχθάνεται κάθε φραγκοφορεμένος κοτζαμπάσης και λεβαντίνος αγύρτης από το 1832 και μετά.

Το κενό βάθρο θα είναι κενό γιατί πάνω του δεν θα ιδρυθεί ανδριάντας αλλά

θα στέκει κενό κάθε θύμα από τη σφαγή της Χίου ή από τη σφαγή της Τριπολιτσάς ή από τη σφαγή του Κιλκίς ή από τη σφαγή της Σρεμπρενίτσας, από κάθε σφαγή μας που μόνον ως θρίαμβο ή ως τραγωδία θέλουμε να αντιλαμβανόμαστε, όταν βεβαίως δεν αρνούμαστε την ύπαρξή της·

θα δεσπόζει διά της απουσίας κάθε πρόσφυγας και κάθε προσφύγισσα της Επανάστασης, των Βαλκανικών, της Μικρασίας, του Εμφυλίου, ίσως και οι μετανάστες του σκοτεινού κι όλο πέτρες ’50 και ’60 αλλά και του παρόντος αιώνος·

θα αντικρύζει ως αόρατο τα λαμπρά σιντριβάνια και τα ξενοδοχεία, άδεια και μη, κάθε έκθετο και εξαθλιωμένο και κακοποιημένο βρέφος και παιδί, κάθε ψυχοκόρη και κάθε εξανδραποδισμένη και παντρεμένη με το στανιό και ξυλοκοπημένη και σφαγμένη γυναίκα μιας κοινωνίας που ενατένιζε τα ωραία και τα μεγάλα και τα υψηλά, τα συλλογικά μάρμαρα και τις λαμπρότητες του παρελθόντος της και την αγιότητα του λαού της, παραγνωρίζοντας όσες γυάλιζαν τους στύλους της οικογενείας και όσες έλιωσαν μεριμνώντας, φροντίζοντας, υπηρετώντας ― όταν δεν τις άρπαζαν από το μαλλί να τις βάλουν στη θέση τους ή σε καναν τάφο·

θα τιμάται κάθε εργάτης που έπεσε από σκαλωσιά ή πλακώθηκε από μηχανήματα ή τον πήρε σβάρνα κάποια αμμοβολή, κάθε Αλβανός που μάζευε ελιές κι απελαυνόταν αντί πληρωμής ή που έχτισε τα μεγάλα έργα της ισχυρής Ελλάδας και άψογες ξερολιθιές στα ημιθανή χωριά της και στις επιχορηγούμενες κωμοπόλεις της, κάθε Ασιάτης στις φράουλες, και όλοι όσοι κι όλες όσες ξεχνάω τώρα ή έχουμε ξεχάσει, κάθε υποσιτισμένος των αναγκαίων μνημονίων και κάθε δηλητηριασμένος και καμένος από αυτοσχέδιες σόμπες·

θα καμαρώνουν οι Πόντιοι που ήρθαν με το Χρυσόμαλλο Δέρας και μετά για μια νέα ζωή και βρέθηκαν στην άκρη των πόλεων και σε κάθε λογής χωματερή·

θα βρουν ως κενές εικόνες μια θέση κενή αλλά τουλάχιστον περίοπτη οι φυλακισμένοι που πέθαναν από κακοφορμισμένο απόστημα στο δόντι ή από ξύλο, που αυτοκτόνησαν ή που τους αυτοκτόνησαν·

θα στέκουν αοράτως, ακομβίωτοι κι ημιανάπαυση όσοι τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα γιατί δεν το σήκωναν το φανταριλίκι, όλοι οι τραυματίες της θητείας κι οι ανάπηροι πολέμου εν καιρώ ειρήνης·

θα ποζάρουν επιβλητικά και αιώνια οι ξυλοδαρμένοι γκέι και κάτι σκοτωμένα αγόρια, οι τσουβαλιασμένες και χλευασμένες τρανς, όλες οι κακοποιημένες και ξυλοκοπημένες πόρνες, οι διαπομπευμένες οροθετικές του Λοβέρδου, ο Ζακ / Ζάκι και οι χιλιάδες Ζακ για τους οποίους δεν ξέρουμε τίποτα ― κάθε ψυχή που απείλησε την αρρενωπότητα του Έλληνα και την ιερότητα της τυραννικής ελληνικής οικογένειας·

θα απαθανατίζονται οι Εβραίοι που γύρισαν από το Άουσβιτς σε καταπατημένα σπίτια κι εκείνοι που δεν γύρισαν, οι νεκροί πρόσφυγες και μετανάστες του Έβρου και του Αιγαίου στον βωμό του Fortress Europe και του ύστερου νεοελληνικού ρατσισμού και όσοι εγκλείστηκαν και σάπισαν σε ανοιχτά και σε κλειστά στρατόπεδα συγκέντρωσης·

θα βρουν ίσως μια θέση οι Βλάχοι κι οι Σλαβομακεδόνες κι οι Αρβανίτες που απαρνήθηκαν τη γλώσσα τους αφού ήπιαν ρετσινόλαδο ή και όχι, οι Πομάκοι της Θράκης που μετά έγιναν Τούρκοι και μετά έγιναν Πομάκοι, αλλά στην πραγματικότητα Τουρκόγυφτοι ήταν και πάντως Μουσουλμάνοι κατά τη συνθήκη της Λωζάννης και ζούσαν είτε πίσω από μπάρες μέσα σε κλοιούς είτε στο γκέτο στο Γκάζι μέχρι που ξεσπιτώθηκαν για να χτιστεί μνημειακός σταθμός του μετρό.

Για να μη μακρηγορώ, όπως ο Άγνωστος Στρατιώτης μνημονεύει όσους πέθαναν για την Ελλάδα, ένα κενό βάθρο στην Ομόνοια θα είναι το βουβό ηρώο για εκείνους κι εκείνες που τους πέθανε και τις πέθανε η Ελλάδα.

Ελευθερία

Η μόνη πραγματική φυλακή είναι η φυλακή. Ό,τι άλλο μάς μοιάζει φυλακή δεν είναι παρά συνέπεια μιας φυλακισμένης βούλησης, συνήθως μιας βούλησης που έχει καταφέρει να εγκλωβίσει τον εαυτό της.

Για μένα σκόνη, ζέστη κι υγρασία δεν μπορούν παρά να είναι τίποτε άλλο παρά το σκηνικό μιας ανοιχτής φυλακής, ενός δολερού λαβυρίνθου όπως είναι η έρημος κατά τον Μπόρχες. Δυσκολεύομαι να φανταστώ απεχθέστερο τοπίο από αποψιλωμένα σκονισμένα βουνά κάτω από τον ήλιο, από άδεντρους κατάξερους κάμπους.

Αυτή ήταν για μένα η φυλακή κι αυτό ήταν το δεσμωτήριο, ένας τόπος χωρίς ίσκιο, χωρίς νερό να τρέχει, χωρίς όμορφα πρόσωπα ― ναι, οι κατά Μωάμεθ προϋποθέσεις της ευτυχίας.

Βεβαίως όλα τα είχε πει ήδη ο Σαίξπηρ, ξέρετε, αυτά περί king of infinite space παρότι είσαι bound in a nutshell. Βεβαίως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να μην έχεις bad dreams, εκεί το λέει κι αυτό ο Σαίξπηρ. Γιατί αν δεν ονειρεύεσαι τίποτε όμορφο, τότε κάθε ξερότοπος, αχανής όσο η έρημος ή και όχι, δεν θα γίνει παρά η μεγάλη ανοιχτή φυλακή σου.

Δεν μιλάω βεβαίως για θετική σκέψη και τέτοιες παιδαριώδεις ευτέλειες, που τάχα θα σε ελευθερώσουν. Όταν η βούληση εγκλωβίσει τον εαυτό της και καταφέρει να ονειρεύεται την ομορφιά μόνον ως αγωνιώδη κι άπιαστο εφιάλτη, τότε η φυλακή της είναι στεγανή και ασφυκτική.

Δεν φταίει τόσο ότι σε περιορίζει κάποιος τοίχος ή κάποιο χαμηλό ταβάνι, παρά ότι σε αφήνει να στεγνώσεις και να ξεραθείς η αγωνιώδης περιπλάνηση σε μια γη άνυδρη, σε έναν τόπο χωρίς σκιά στον οποίο νομίζεις ότι βλέπεις μακριά και πέρα ενώ τα βήματά σου απλώς κάνουν κύκλους κι οχταράκια ή καταβάλλονται από παράλυση.

Πρέπει να ψάξεις να βρεις τα δικά σου δέντρα, το δικό σου τρεχούμενο νερό, τη δική σου σκιερή αναψυχή.

Olivetti Prodest PC1

Υπήρχε λοιπόν μια εποχή που ονειρευόμασταν υπολογιστές όπως ονειρευόμασταν την άπιαστη ζωή του που μας πάσαραν τα περιοδικά, όχι μόνο εκείνα τα γκλαμουράδικα, αλλά και τα άλλα, της πιο φευγάτης ζωής, μιας life less ordinary.

Σε μια εποχή που υπήρξε σύντομο διάλειμμα μεταξύ του αγροτοποιμενικού πουριτανισμού και κομματικής σεμνοτυφίας από τη μια και της ύστερης καπιταλιστικής ένδειας του σήμερα, η γενιά μου ονειρεύτηκε ατελώς και ραιβά ότι θα μπορούσε να κάνει μια ζωή όχι έξαλλη αλλά ελεύθερη, όχι χαοτική αλλά χωρίς τη δεσποτεία της οικογένειας, με ταξίδια και με χορό, με εκστάσεις αλλά χωρίς να πεθάνει από την πρέζα ή να χαντακωθεί από διαρκή χασικλώματα. Ονειρευτήκαμε να τρέχουμε με αμάξια που δεν μπορούσαμε (ακόμα) να αγοράσουμε σε δρόμους παραδόξως ανοιχτούς.

Αντιλαμβάνομαι πως όλα αυτά φαντάζουν τραγικά απολίτικα και τουλάχιστον αφελή στα μάτια γενεών που μεγάλωσαν από κρίση σε κρίση κι από εξανδραποδισμό σε πανδημία, χώρια το ότι μεγάλωσαν σε έναν κόσμο στον οποίο η καταστολή είναι εντελώς νομιμοποιημένη, είτε πρόκειται για τη φονική ετεροπατριαρχία, είτε για τη γεροντοκορίστικη λογοκρισία των ΜΚΔ που στέργουν να αντικαταστήσουν πάρκα, κλαμπ, μπαρ, πλατείες και καφέ, είτε για την ωμή βία και το ψέμα των μπάτσων εδώ και τουλάχιστον 13 χρόνια. Όπως κοροϊδεύαμε εμείς τους αγώνες και τα οράματα της δεκαετίας του ’70 (τόσο μάς έκοβε), έτσι έρχονται κι οι τωρινοί να κοροϊδέψουν τα αφελή, κι ας ήταν πανέμορφα, όνειρά μας.

Βλέπαμε λοιπόν σε περιοδικά τους καινούργιους υπολογιστές και χαζεύαμε τα ονόματά τους: Goupil και Amiga και Olivetti Prodest PC1. Δεν μας αφορούσαν ακριβώς τα τεχνικά χαρακτηριστικά ή και οι δυνατότητές τους, δεν ξέραμε και ακριβώς πώς μεταφράζονταν. Άλλωστε πριν τη δικτύωση τους, οι υπολογιστές θα μας βοηθούσαν απλώς να βάλουμε τα όποια αρχεία μας και συλλογές μας σε δισκέτες (πολλή δακτυλογράφηση, κι εμείς δεν ξέραμε τέτοια), να γράψουμε σε μια γραφομηχανή στην οποία μπορείς να σβήνεις και να ξαναγράφεις, ή να παίζουμε παιχνίδια…

Για μας σημασία όμως είχε να ονειρευόμαστε μια ζωή χωρίς οικογένεια αλλά με φίλους, με δικό μας σπιτάκι μικρό αλλά και ταξίδια, μια ζωή στην πόλη με λίγη εξοχή όταν θα μπουχτίζαμε· ονειρευόμασταν ελευθερία χωρίς να το ξέραμε και έρωτα και κάτι από τις άγνωστες μυρωδιές και το αλλόκοτο φως που φέρνει το ταξίδι. Μας έφτιαχνε η μουσική και μας φτιάχνει ακόμα, τότε γιατί για ντραγκς λεφτά δεν είχαμε.

Ήταν η εποχή που αγοράζαμε πέννες και ωραία σημειωματάρια, αφού για υπολογιστές δεν μας έφταναν τα χρήματα, φρονώντας ότι έτσι θα γράψουμε όμορφα βιβλία ― ενώ τελικά σε υπολογιστή τα γράψαμε και μετά από πολλά χρόνια και όσον αφορά εμένα δεν ξέρω καν αν είναι όμορφα, με εξαίρεση το Κυρίως το σεξ. Προσπαθούσαμε τότε να αναδείξουμε το χθαμαλό φωτογραφικό μας ταλέντο με τη Ζενίτ που αγοράζαμε με 20.000 δραχμές γιατί στο κάτω κάτω κι ο Καρτιέ-Μπρεσόν με φακό τριανταπεντάρη τράβαγε και μόνο. Είχαμε τα εργαλεία, μπορούσαμε να φτιάξουμε μαγεία κι ομορφιά. Κι η Ευρώπη, λέει, ενωνόταν και τα τείχη, λέει, έπεφταν.

Λίγο χαζά, λίγο ονειροπόλα, λίγο απολίτικα, ύστερα μας έπλασε ο καιρός και η ιστορία ― γιατί σωστά λέει στον Προμηθέα ότι ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.

Πάρα πολύ ωραία, και τι μένει από αυτά;

Αν είσαι γερασμένος και γεροντόπιστος, τίποτα. Αν όμως είσαι ο σοφός γάτος που θρυλούμαι ότι πάντοτε υπήρξα, γνωρίζεις ειδικά τώρα πάνω στην κόψη της μέσης ηλικίας σου ότι τίποτα δεν χάνεται πραγματικά ότι even darkness must pass, που λέει και στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, ότι οι σκοτεινοί αιώνες 600-900 στην Ευρώπη κάθε άλλο παρά σκοτεινοί ήταν αλλού, ότι οι αγώνες και τα οράματα της δεκαετίας του ’70 δεν άνθισαν ματαίως κι ότι τα όνειρα τα δικά μας που εικονογραφούσε λοξά ο Στάβερης δεν πέθαναν, ότι ακόμα και η δεκαετία του ’60 υπάρχει και ζει εντός μας (ιδίως όσο υπάρχουν η μουσική και τα βιβλία κι οι ταινίες της) κι ότι καλό είναι να είμαστε ξινοί και να θυμόμαστε να απιστούμε κι ότι όντως il pessimismo riguarda l’intelligenza· πλην όμως οι πιτσιρικαρία σήμερα το έχει ενώ εμείς είχαμε μόνον όνειρα άσε που εν πάση περιπτώσει κι εμείς τα έρμα είχαμε πιάσει τo νόημα, πως έρχονται τεσπά οι μέρες του φωτός.

Δηλαδή, να: Olivetti Prodest PC1 δεν αποκτήσαμε, και καλά κάναμε γιατί μια μεγάλη κούτα ήταν. Ωστόσο με πολύ καλύτερα μηχανήματα ερχόμαστε κοντά ο ένας στον άλλο. Πρώτα στο ίντερνετ και μετά irl, δηλαδή εκεί όπου ανθούν οι υάκινθοι και μυρίζει ο κρύος αέρας του χειμώνα που μας ξυπνά και μας ζωοποιεί.

Η επιβίωση του μηδενισμού

Επίσης έργο του Andrea Galåd

στον Διονύση Καλιντέρη

Ως αντίδραση στους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και στα οράματα αλληλεγγύης της Αριστεράς, πολλοί νεορθόδοξοι νέοι της δεκαετίας του ’80 θα σας υπενθύμιζαν εμβριθώς τη θλιμμένη κι ελαφρώς πανικόβλητη ομολογία της Κάτια Ιβάνοβνα στους Αδερφούς Καραμάζοφ: «Όσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα, τόσο περισσότερο δυσκολεύομαι να αγαπήσω συγκεκριμένους ανθρώπους.» Βεβαίως η Κατερίνα Ιβάνοβνα, όπως και οι περισσότεροι ντοστογιεφσκικοί ήρωες, είχε μεγάλο δίκιο, παρά τις μεγάλες ρωσικές επικλήσεις περί αγάπης κτλ. Αλλά άντε να εξηγείς τώρα στα παιδιά των λιβανιών (και των λουλουδιών εν γένει) ότι άλλο επανάσταση, άλλο των Ελλήνων οι κοινότητες και άλλο η αγάπη.

Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια νεορθόδοξοι ή τέλος πάντων ταυτίζονται με πολλούς εκτός (και εντός) ΚΚΕ αριστερούς καθώς και με όλους τους δεξιούς. Ωστόσο θα άξιζε να επισημάνει κανείς το εξής: όσο ισχύει το ότι αγαπώντας ένα σύνολο όπως η ανθρωπότητα δεν συνεπάγεται ότι αγαπάς και κάθε μέλος του, άλλο τόσο ισχύει ότι αν μισείς την ανθρωπότητα, μισείς και κάθε μέλος της. Αυτό λέγεται μισανθρωπία.

Μια κυρίαρχη πτυχή του χριστιανικού βιώματος στην Ελλάδα από το ’30 και μετά ήταν αυτό που πλέον αποκαλείται περιφρονητικά ευσεβισμός. Μιλάμε για το τι πρέσβευαν εκτενή και ακόμα κραταιά κοινωνικά δίκτυα διαρθρωμένα γύρω από τις σκιώδεις (παρ)εκκλησιαστικές αδερφότητες. Το κήρυγμά τους ήταν σαφώς πιο συνεκτικό από των νεορθοδόξων, που το διέκρινε λαγγεμένος εκλεκτικισμός στα όρια της αίρεσης, αλλά σαφώς αηδέστερο: κατάμαυρος δεξιός πατριωτισμός (αντί για τις σαββοπουλικές χαρές περί Γένους και ατόφιας Ρωμιοσύνης) ενώ από έρωτα ούτε κατά διάνοια εκτός των απολύτως απαραίτητων προς τεκνοποίηση.

Ο ευσεβισμός κήρυττε μια γενικευμένη Άρνηση κνίτικης σφοδρότητας. Η ΚΝΕ καλούσε τα μέλη της να απορρίψουν τα προϊόντα και τις αυταπάτες του Καπιταλισμού, ταυτίζοντας με τον καπιταλισμό και τα τερτίπια του ό,τι βρισκόταν εκτός κομματικής γραμμής και δεν ήταν αριστερισμός-φραξιονισμός. Οι ευσεβιστές καλούσαν τα μέλη τους να απορρίψουν τα προϊόντα και τις αυταπάτες του κόσμου τούτου, ταυτίζοντας με αυτόν ό,τι βρισκόταν εκτός δογματικής γραμμής τους και δεν ήταν χαζοκαλογεράκια και αγαθές γριούλες με φυλαχτά και σκαμπό.

Η ιδεολογία και η καθημερινή πράξη του ευσεβισμού, παιδιά του οποίου είναι η μισή ΝΔ (για να συνεννοούμαστε, αφού η άλλη μισή είναι αμοράλ δαπίτες), ήταν τελικά ένας μηδενισμός: «πάντα σκύβαλα ηγούμαι ίνα Χριστόν κερδίσω», άρα όλα αμαρτία, σκουπίδια και μπάζα ― εκτός από αυτά που συντελούν στο να κάνουμε τις ιεραποστολικές δράσεις μας και να πηγαίνουμε εκκλησία περιμένοντας να πάρει τον υπόλοιπο κόσμο ο διάολος.

Ναι, τρόπος ζωής μειοψηφίας, αλλά σίγουρα δυναμική μειοψηφία οι θεούσες κι οι θεούσοι και οι λαϊκοί ακόλουθοί τους. Μιλάμε για μια μειοψηφία που ως αντίπαλο δέος πρώτα των Λαμπράκηδων και μετά της ΚΝΕ διαμόρφωσε διά του τρόμου ή διά της πειθώς εκατοντάδες χιλιάδες άντρες και γυναίκες.

Ο μηδενισμός αυτός όμως, η γενικευμένη αυτή άρνηση κάθε χαράς κι ομορφιάς αλλά κι ατέλειας, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ανοιχτά με διαλεκτικά μέσα, αφού επρόκειτο για την ιδεολογία και την πράξη μπανάλ ημιμαθών δεξιών και όχι των γκλαμ εχθρών με τους οποίους κνίτες ή και ρηγάδες κι ανένταχτοι θα επέλεγαν να ανοίξουν διάλογο. Πράγματι, η αισθητική αυτού του μηδενισμού, εγκλωβισμένη στο αυτάρεσκο κιτς της ήταν πιο καταγέλαστη και από μητροπολίτη του 2022. Τι συνέβη λοιπόν; Αυτό που θα περίμενε κανείς: ο χωρίς αντίλογο αυτός μηδενισμός πέρασε απαρατήρητος και τελικά ως αντανακλαστικό διαπότισε τον τρόπο που σκεφτόμαστε 30-40 χρόνια μετά…

Σήμερα λοιπόν είναι πάρα πολύ έτζυ (με τον εντελώς ανούσιο τρόπο που είναι κανείς έτζυ στα σοσιαλμήντια) να καταριέσαι ζητώντας «μετεωρίτες» και τον αφανισμό της ανθρωπότητας, να εύχεσαι να αφανιστεί από προσώπου γης ο «γιδότοπος» που λέγεται Ελλάδα, να έρθει τσουνάμι να μας πνίξει κτλ. Αυτό ισχύει κυρίως για πάρα πολύ ψαγμένα και προοδευτικά προφίλ, που οδύρονται την κακία και κατάπτωση του κόσμου και υποφέρουν από αυτή.

Διότι κάθε τι που βρίσκεται εκτός μιας θολής κι αδρανούς γραμμής που υπαγορεύουν οι αόριστες αλλά φιλοπρόοδες αρχές μας, αόριστες όπως η «αφηρημένη αγάπη» της Κάτια Ιβάνοβνα, μπορεί κάλλιστα να αφανιστεί. Αν πρόκειται για ολόκληρη την ανθρωπότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν: με μένος άξιο του Τετραγράμματου Θεού της Πεντατεύχου αξίζει να αφανιστεί ό,τι δεν (μας) αξίζει. Αρκεί να μη χρειαστεί να κάνουμε κάτι για να αλλάξει, έτσι;

Μικρές εκβαρβαρώσεις

Φωτογραφία του Andrea Galåd

Για να κατανοήσει κανείς πόσο έχει ευτελιστεί ο δημόσιος λόγος, πόσο έχουμε ξεπέσει σε δίπολα και απλουστεύσεις, ας αναλογιστεί τον περίφημο διαχωρισμό καλλιτέχνη και έργου.

Τη δεκαετία του’ 80, ναούμ, ο κατηχητής (όχι καμμιά θεολογάρα του σταρσύστεμ) μάς έλεγε στου Γκύζη (όχι σε καμμιά προχώ ενορία πλακιώτικη ή χαλανδριώτικη) ότι μπορεί ο παπάς να είναι παλιάνθρωπος και για την Κόλαση, αλλά όταν λειτουργεί βρίσκεται πάνω από τους αγγέλους, γιατί ούτε οι άγγελοι δεν είναι άξιοι να προσφέρουν την ευχαριστιακή θυσία κτλ.

Θα μου πείτε «ναι, οκέι: χριστιανικά είναι αυτά». Σίγουρα, αλλά πού βρίσκονται τώρα αυτά τα «χριστιανικά»; Γιατί τα χριστιανικά που συνήθως ακούμε πια είναι φουλ σεραφειμικά (δεξιές μπίζνες) ή αμβροσιανά (ακροδεξιοί Βαπτιστές του Νότου και βάλε)· εντάξει, υπάρχουν και κάτι αριστεροί της ποίησης, αλλά αυτοί είναι με τον αλαφροΐσκιωτο Χριστούλη.

Η χρήση των βασάνων και το εργαλείο της αυτομεμψίας

Codex Serafinianus

Παραδοσιακά οι Ελληνίδες από μια ηλικία και πάνω έπρεπε σχεδόν υποχρεωτικά να επιδίδονται σε έκθεση των βασάνων τους. Η έκθεση αυτή πολλές φορές έπαιρνε και χαρακτήρα συναγωνισμού. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες που έφταναν στη μέση ηλικία εξασφάλιζαν επιτέλους το δικαίωμα να θεωρούνται άξιες λόγου αλλά και άξιες να μιλάνε, δικαίωμα που κατοχύρωναν μιλώντας για τα βάσανά τους.

Τα βάσανα αυτά κάποτε είχαν να κάνουν με τον άντρα τους, αλλά χωρίς να εκθέτουν το στεφάνι τους, απλώς με όρους «άντρες, τι να πεις» ή «τέτοιοι είναι»· άλλοτε αφορούσαν τα παιδιά τους τα ανεπρόκοπα, τα άμυαλα και (αν έπρεπε να ανέβουν λέβελ στον αγώνα βασάνων με τις άλλες γυναίκες) τα αχάριστα. Τυχόν αρρώστιες ή τραβήγματα με γιατρούς χάριζαν ξεκάθαρο προβάδισμα στον διαγωνισμό βασάνων.

Πάντως επ’ ουδενί δεν γινόταν να απαντάς με «δόξα τω Θεώ, καλά είμαστε» στην ερώτηση «πώς περνάς;». Δεν θα ήταν απάντηση σοβαρής γυναίκας αυτή αφού οι γυναίκες επικύρωναν την αξία τους μέσα από τα βάσανά τους. Και, για να το θέσω κάπως ωμά, η πατριαρχία έδινε πολλές ευκαιρίες στις γυναίκες για βάσανα, ενώ από μια ηλικία και μετά, την ηλικία που έπαυαν να είναι επιθυμητές και καταντούσαν οι κότες που έχουν το ζουμί, τους έδινε και τη δυνατότητα και να μιλάνε για αυτά τα βάσανα.

Η χρήση αυτή των βασάνων καλλιέργησε μια πολύ συγκεκριμένη διάθεση και στάση σε γενιές Ελληνίδων αλλά και σε γενιές Ελλήνων που δεν ακολουθούσαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο τον μάτσο δρόμο του βουβού ακρωτηριασμού του συναισθήματος. Μιλάμε για μια διάθεση και στάση σύμφωνα με τις οποίες τα βάσανα αναπληρώνουν τις ελλιπείς αρετές όσων τα τραβάνε, όταν τάχα δεν δικαιολογούν τους περιορισμούς που έτσι κι αλλιώς υφίστανται όσες και όσοι τα τραβάνε.

Το βάσανο ως ελαφρυντικό αλλά και ως ενός είδους κύρος συνδέεται με την εργαλειακή αυτομεμψία μεγάλης μερίδας νέων ανθρώπων που ενθουσιάζονται με μυστικούς, νηπτικούς και διορατικούς χαρακτήρες κάθε είδους. Αυτή η σύνδεση έχει μια ενδιαφέρουσα γενεαλογία. Οι ίδιες γυναίκες που λέγαμε, αυτές που επιδίδονταν σε άτυπους διαγωνισμούς βασάνων μεταξύ τους, ήταν ταυτόχρονα εκείνες οι οποίες πήγαιναν να εξομολογηθούν στον πάτερ πριν τις μεγάλες εορτές αλλά αντί να μετανοούν για τις όποιες αμαρτίες τους κατέληγαν να του απαριθμούν τα βάσανά τους.

Ο ποπ υπαρξισμός που κατέλαβε την Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 ανέλαβε την απαρίθμηση των βασάνων και τους διαγωνισμούς βασανολογίας και τη μετέτρεψε σε διαγωνισμούς αυτομεμψίας και νευρωτικής αυτοκριτικής: όχι μόνο τα βάσανά μου είναι περισσότερα από τα δικά σου αλλά επιπλέον εγώ ευθύνομαι για αυτά.

Βεβαίως, το να μιλάς για τα βάσανά σου έχει χαρακτήρα περιαυτολογίας: στο κάτω κάτω τοποθετείς τον εαυτό σου στο κέντρο του κόσμου και ασχολείσαι μαζί του, βάζοντας και τους άλλους να συνδράμουν σε αυτή τη δραστηριότητα. Θα αναρωτηθεί λοιπόν κανείς αν η αυτομεμψία είναι καθαρά μαζοχιστική.

Η απάντηση είναι όχι: ακόμα μιλάς για τα βάσανά σου, τα οποία εσύ ο ίδιος προκαλείς στον εαυτό σου· συνεπώς ο εαυτός σου παραμένει στο κέντρο του κόσμου και συνεχίζεις να ασχολείσαι μαζί του, μόνο που τώρα δεν τον ταλανίζουν τυχαία βάσανα, παρά βάσανα που εσύ ο ίδιος επέφερες στον εαυτό σου. Αν μη τι άλλο η θέση σου στο κέντρο του κόσμου ενισχύεται: δεν είσαι πια μόνον ο δέκτης βασάνων αλλά και το ποιητικό τους αίτιο.

Αυτή η εργαλειακή αυτομεμψία, μια κίβδηλη μετάνοια, είναι πια πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όσων θέλουν να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι κάνουν και να φέρονται όπως φέρονται χωρίς να γίνονται υπόλογοι: αν φταις για όλα εσύ κι αν είσαι σκάρτος και αδύναμος, τελικά δεν φταις για τίποτα. Αν είσαι εσύ ο φταίχτης για όσα σου συμβαίνουν, τότε η συμπεριφορά σου είναι η πηγή και των δικών σου βασάνων, άρα είσαι κι εσύ θύμα τελικά.

2021

Μπαίνοντας στο 2021 ήμουν περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα φίλων. Για κάποιους από αυτούς το «φίλος» ήταν μια τιμητική διάκριση που είχαν κερδίσει με την παρουσία τους στη ζωή μου επί χρόνια ή και δεκαετίες, στην περίπτωση άλλων το «φίλος» ήταν τίτλος που ήθελαν να τους αποδίδω.

Το σύστημα αυτό με το μικρό κι ευέλικτο σχήμα φίλων λειτουργούσε κάπως έτσι για πάνω από 35 χρόνια. Λίγοι φίλοι και καλοί, στενοί φίλοι κι έμπιστοι αλλά όχι απαραίτητα σε τακτική επικοινωνία. Όταν λέμε «έμπιστοι», εννοούμε δεν φαντάζεστε. Άλλωστε, όπως λένε κι οι νεότεροι στο τάμπλερ, «υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να κάνεις μήνες ή χρόνια να τους δεις, αλλά άμα βρεθείτε είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα».

Το 2021 ήταν λοιπόν η χρονιά που το σύστημα κατέρρευσε θεαματικά, παραχωρώντας μου ποιητική άδεια σχετικά με το κατά πόσο όσα διαδραματίζονται εντός ενός εσωστρεφούς ανθρώπου μπορούν να είναι «θεαματικά».

Πώς και γιατί; Ας ξεκινήσω με αυτά που έγραφα πέρσι το καλοκαίρι:

Κάποιοι διαλέγουν τους φίλους τους και αναθεωρούν τους καταλόγους των φίλων τους με βάση τις κατ’ αυτούς αρετές τους. Μόνον οι ενάρετοι μπορούν να συμμετέχουν στις βίβλους της ζωής. Γι’ αυτούς το φίλος είναι αξιολογική κρίση και μόνο.

Κάποιοι θα στηρίξουν τους φίλους τους ό,τι κι αν κάνουν, όποιοι κι αν είναι ― περίπου όπως οι πατριώτες την πατρίδα. Γι’ αυτούς το φίλος είναι κυρίως μεταφυσική κατηγορία.

Κάποιοι δεν ξέρουμε και το ψάχνουμε και θα το ψάχνουμε. Σαφώς και πάντοτε φιλτέρα η αλήθεια, αλλά ο φίλος θα παραμείνει φίλος. Αν όμως το ζήτημα δεν είναι μόνον η αλήθεια κι ο φίλος προκύψει καθήκι ή (χειρότερα) και ψεύτης και καθήκι, ε εκεί στου πηγαδιού τον πάτο του Δάντη· και ζωή σ’ εμάς.

Τα γεγονότα καθαυτά δεν έχουν ενδιαφέρον πέραν του κουτσομπολίστικου: αποκαλύφθηκε πως ένας με είχε φλομώσει στο ψέμα σχετικά με το ποιόν του εκθέτοντάς με σε καλοθελητές και υπερπρόθυμους τιμητές των ΜΚΔ· ένας άλλος με αφορμή το περιστατικό αυτό αποφάσισε να με κρεμάσει στεγνά στα μανταλάκια για δικούς του μάλλον προφανείς λόγους (αν και μου επιτρέπεται να κάνω υποθέσεις)· ένας τρίτος αποφάσισε για πολλοστή φορά ότι μπορεί να με βρίζει χωρίς συνέπειες (όπως δηλαδή έχει περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του) και χωρίς καν μια συγγνώμη, μάλιστα χοντραίνοντάς το αργότερα· ένας τέταρτος αποφάσισε να μου κουνήσει δάχτυλο για πολλοστή φορά μέσα σε τριάντα χρόνια δημοσία (διότι τα ίνμποξ είναι μόνο για καυλάντα με γκόμενες, n’est-ce pas?)· ο τελευταίος μού σύστησε να κάνω ψυχοθεραπεία (δύο χρόνια αφού την ξεκίνησα), ενδεχομένως βιώνοντας τις κατακλυσμικές επιπτώσεις στον βίο και στην προσωπικότητά του της αποτυχίας του να σταθεί ο ίδιος μέσα σε μια τέτοια διαδικασία.

Κάποιοι άλλοι λιγότερο κοντινοί μαλακίστηκαν, όμως κάτι τέτοια είναι business as usual.

Αυτές οι πέντε περιπτώσεις μαζεμένες με έβαλαν σε σκέψεις. Δεν είμαι συγκρουσιακός με τους κοντινούς μου ανθρώπους, ίσα ίσα· γενικά δεν είμαι συνηθισμένος σε επικές αντεγκλήσεις, ούτε ξέρω από μελοδραματικές επιλύσεις δακρύβρεχτων συγκρούσεων. Με αρρωσταίνουν οι καβγάδες. Ζούσα για χρόνια στη φρεναπάτη ότι όλα λύνονται με κουβέντα αφού όλοι είμαστε καλόπιστοι κατά βάθος. Μαλάκας ήμουν, που δεν μπορούσα ενσυναισθητικά να πιάσω το βάθος του τραύματος ή της μαλακίας ή και της κακότητας κάποιων ανθρώπων ― εγώ, που ποτέ δεν ήμουν οπαδός της καλοσύνης και των αποστρογγυλέμενων συμπεριφορών.

Στην αρχή λοιπόν σκεφτόμουν ότι ήμουν τυχερός που αυτό το απίστευτο κάζο μού συνέβη αφού είχα ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, δεδομένου ότι αν είχε συμβεί πιο πριν θα είχα καταλήξει στο ακράδαντο συμπέρασμα πως πέντε απώλειες μέσα σε τέσσερις μήνες είναι έργο ξέρω γω του θηριώδους εγωισμού μου ή κάποιας βαθειάς συναισθηματικής αναπηρίας μου.

Μετά σκέφτηκα ότι κατάφερα να ξεκόψω αυτούς τους πέντε ανθρώπους ακριβώς επειδή πλέον έκανα ψυχοθεραπεία κι ήμουνα σε θέση να δω τους χειρισμούς τους: άλλος εκμεταλλευόμενος τη νευρωσική μου ανάγκη να φταίω πάντα εγώ, άλλος πλασάροντας τον εαυτό του ως εκείνον που θέλει να στηριχτεί πάνω μου, άλλος προσπαθώντας να μου υπενθυμίζει πόσο μπροστά είναι κ.ο.κ.

Από την άλλη, σε κανένα από αυτά τα πέντε χι που έριξα ― κάποια ανυπολόγιστα πιο επώδυνα από άλλα ― δεν αισθάνομαι ότι π.χ. «έκοψα γέφυρες» και τα τοιαύτα. Για μένα είναι σαφές ότι όποιος θέλει να μου μιλήσει αναγνωρίζοντας ότι ούτε καρδινάλιος, ούτε πνευματικός, αλλά ούτε παραγιός υπήρξα ποτέ (και δεν σκοπεύω να γίνω) θα βρει την πόρτα ανοιχτή.

Το ερώτημα βεβαίως είναι αν βρίσκεται κανείς τους σε θέση να αντιληφθεί τι (του) συμβαίνει. Αυτό το ερώτημα ακριβώς, δηλαδή «τι (μου) συμβαίνει», με οδήγησε να πηγαίνω να τα σκάω στην ψι αντί να τρώω σε τζιν και καμπαρέ και μεταξωτές γραβάτες (ναι είναι σκάνδαλο πόσο περιορισμένη είναι η πρόσβαση στη φροντίδα της ψυχικής υγείας).

Για να μη μακρηγορώ άλλο, ναι, γαμήσι το 2021 αλλά τελικά και με την καλή έννοια.

Ξεπαρθενώπες

Παιδιές

Το ταινιάκι Ξεπαρθενών το στήσαν κάτι κουίρ παιδιά για την πλάκα τους και για την καύλα τους και για να προκαλέσουν κάτι κοσμικές θεούσες και φω αστές παρθενώπες που ηγεμονεύουν στον σβέρκο μας και στο τέτοιο μας. Το ταινιάκι καθαυτό αφορά μόνον αυτούς στους οποίους απευθύνεται, αν και φαίνεται πως επίσης ενθουσίασε και διάφορους εντελώς παλαιοημερολογίτες κυρίους του γκέι δόγματος.

Η επίμαχη σκηνή διαδραματίζεται στη γωνίτσα του Ερεχθείου στα όρθια ενώ οι εραστές είναι περικυκλωμένοι από φίλες και φίλους, όπως στις παραλίες κάτι κυρίες βάζανε τις κόρες και τις κουνιάδες τους να τους κρατούν πετσέτες θαλάσσης εν είδει μπερντέ ολόγυρά τους για να αλλάξουν.

Αυτός ο κλοιός προστασίας γύρω από αυτό που επί τόπου θα σοκάρει αλλά αργότερα θα γίνει αφορμή για μεγάλες κουβέντες μού θύμισε μια ιστορία που έζησε μια συνάδερφος ισραηλινή, η οποία δυστυχώς πέθανε πρόσφατα.

Η συγκεκριμένη συνάδερφος (όπως και οι περισσότεροι ισραηλινοί στο σινάφι μου) ήταν κατά της κατοχής και κατά του απαρτχάιντ· ήταν επίσης σπουδαία συμπαραστάτρια στους αγώνες των Παλαιστινίων. Ας την πούμε Αβίβα.

Η Αβίβα ήθελε πολύ να πάει στον τάφο του Αβραάμ στη Χεβρώνα. Η πρόσβαση σε μεγάλο μέρος του προσκυνήματος απαγορεύεται στους Εβραίους, οπότε 6-7 Παλαιστίνιοι φίλοι και φίλες της Αβίβας την έντυσαν θεούσα μουσουλμάνα κατά το παλαιστινιακό έθος (χωρίς υπερβολές δηλαδή), την περιτριγύρισαν και της είπαν ότι θα έμπαιναν όλοι μαζί μπουλούκι στα κενοτάφια όπου δεν επιτρέπονται Εβραίοι.

Έφτιαξαν γύρω της έναν κλοιό, με άλλα λόγια. Της είπαν να περπατάει λίγο σκυφτή και με σέβας, όπως και οι Παλαιστίνιες μαζί της τέλος πάντων: στάνταρ οδηγίες προς προσκυνήτριες ανεξαρτήτως δόγματος.

Στο σημείο ελέγχου καθόταν ένας φύλακας του βακουφιού πάνω σε μια καρέκλα διαιτητή του τένις, από αυτούς με το φέσι και το μαύρο γυαλί αόμματος Φωτόπουλος. Χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι είπε:

«Εσείς προχωρήστε, η Εβραία κυρία που έχετε βάλει ανάμεσά σας να πάει πίσω.»

Έτσι γίνονται οι δουλίτσες, κυρία Μενδώνη μας: με βεδουίνους. Έτσι προστατεύονται τα προσκυνήματά μας από τους πούστηδοι, τα κουίρια και τους πανξ: αποτελεσματικά και βακούφικα.