
Παραδοσιακά οι Ελληνίδες από μια ηλικία και πάνω έπρεπε σχεδόν υποχρεωτικά να επιδίδονται σε έκθεση των βασάνων τους. Η έκθεση αυτή πολλές φορές έπαιρνε και χαρακτήρα συναγωνισμού. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες που έφταναν στη μέση ηλικία εξασφάλιζαν επιτέλους το δικαίωμα να θεωρούνται άξιες λόγου αλλά και άξιες να μιλάνε, δικαίωμα που κατοχύρωναν μιλώντας για τα βάσανά τους.
Τα βάσανα αυτά κάποτε είχαν να κάνουν με τον άντρα τους, αλλά χωρίς να εκθέτουν το στεφάνι τους, απλώς με όρους «άντρες, τι να πεις» ή «τέτοιοι είναι»· άλλοτε αφορούσαν τα παιδιά τους τα ανεπρόκοπα, τα άμυαλα και (αν έπρεπε να ανέβουν λέβελ στον αγώνα βασάνων με τις άλλες γυναίκες) τα αχάριστα. Τυχόν αρρώστιες ή τραβήγματα με γιατρούς χάριζαν ξεκάθαρο προβάδισμα στον διαγωνισμό βασάνων.
Πάντως επ’ ουδενί δεν γινόταν να απαντάς με «δόξα τω Θεώ, καλά είμαστε» στην ερώτηση «πώς περνάς;». Δεν θα ήταν απάντηση σοβαρής γυναίκας αυτή αφού οι γυναίκες επικύρωναν την αξία τους μέσα από τα βάσανά τους. Και, για να το θέσω κάπως ωμά, η πατριαρχία έδινε πολλές ευκαιρίες στις γυναίκες για βάσανα, ενώ από μια ηλικία και μετά, την ηλικία που έπαυαν να είναι επιθυμητές και καταντούσαν οι κότες που έχουν το ζουμί, τους έδινε και τη δυνατότητα και να μιλάνε για αυτά τα βάσανα.
Η χρήση αυτή των βασάνων καλλιέργησε μια πολύ συγκεκριμένη διάθεση και στάση σε γενιές Ελληνίδων αλλά και σε γενιές Ελλήνων που δεν ακολουθούσαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο τον μάτσο δρόμο του βουβού ακρωτηριασμού του συναισθήματος. Μιλάμε για μια διάθεση και στάση σύμφωνα με τις οποίες τα βάσανα αναπληρώνουν τις ελλιπείς αρετές όσων τα τραβάνε, όταν τάχα δεν δικαιολογούν τους περιορισμούς που έτσι κι αλλιώς υφίστανται όσες και όσοι τα τραβάνε.
Το βάσανο ως ελαφρυντικό αλλά και ως ενός είδους κύρος συνδέεται με την εργαλειακή αυτομεμψία μεγάλης μερίδας νέων ανθρώπων που ενθουσιάζονται με μυστικούς, νηπτικούς και διορατικούς χαρακτήρες κάθε είδους. Αυτή η σύνδεση έχει μια ενδιαφέρουσα γενεαλογία. Οι ίδιες γυναίκες που λέγαμε, αυτές που επιδίδονταν σε άτυπους διαγωνισμούς βασάνων μεταξύ τους, ήταν ταυτόχρονα εκείνες οι οποίες πήγαιναν να εξομολογηθούν στον πάτερ πριν τις μεγάλες εορτές αλλά αντί να μετανοούν για τις όποιες αμαρτίες τους κατέληγαν να του απαριθμούν τα βάσανά τους.
Ο ποπ υπαρξισμός που κατέλαβε την Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 ανέλαβε την απαρίθμηση των βασάνων και τους διαγωνισμούς βασανολογίας και τη μετέτρεψε σε διαγωνισμούς αυτομεμψίας και νευρωτικής αυτοκριτικής: όχι μόνο τα βάσανά μου είναι περισσότερα από τα δικά σου αλλά επιπλέον εγώ ευθύνομαι για αυτά.
Βεβαίως, το να μιλάς για τα βάσανά σου έχει χαρακτήρα περιαυτολογίας: στο κάτω κάτω τοποθετείς τον εαυτό σου στο κέντρο του κόσμου και ασχολείσαι μαζί του, βάζοντας και τους άλλους να συνδράμουν σε αυτή τη δραστηριότητα. Θα αναρωτηθεί λοιπόν κανείς αν η αυτομεμψία είναι καθαρά μαζοχιστική.
Η απάντηση είναι όχι: ακόμα μιλάς για τα βάσανά σου, τα οποία εσύ ο ίδιος προκαλείς στον εαυτό σου· συνεπώς ο εαυτός σου παραμένει στο κέντρο του κόσμου και συνεχίζεις να ασχολείσαι μαζί του, μόνο που τώρα δεν τον ταλανίζουν τυχαία βάσανα, παρά βάσανα που εσύ ο ίδιος επέφερες στον εαυτό σου. Αν μη τι άλλο η θέση σου στο κέντρο του κόσμου ενισχύεται: δεν είσαι πια μόνον ο δέκτης βασάνων αλλά και το ποιητικό τους αίτιο.
Αυτή η εργαλειακή αυτομεμψία, μια κίβδηλη μετάνοια, είναι πια πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όσων θέλουν να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι κάνουν και να φέρονται όπως φέρονται χωρίς να γίνονται υπόλογοι: αν φταις για όλα εσύ κι αν είσαι σκάρτος και αδύναμος, τελικά δεν φταις για τίποτα. Αν είσαι εσύ ο φταίχτης για όσα σου συμβαίνουν, τότε η συμπεριφορά σου είναι η πηγή και των δικών σου βασάνων, άρα είσαι κι εσύ θύμα τελικά.
Μόνο μια μικρή επισήμανση: αυτά που περιγράφεις στην τελευταία παράγραφο είναι χαρακτηριστικά ΚΑΙ της θεμελιώδους κατάθλιψης, όπου απουσιάζει το αντικείμενο ψυχοσυναισθηματικής επένδυσης. Αυτοί οι ασθενείς είναι σοβαρά και πολλές φορές αυτοκαταστροφικοί(έως αυτοκτονικοί). Το λέω γιατί πρέπει νά ‘χουμε το νου μας να τους ξεχωρίζουμε από τους συναισθηματέμπορους, που πουλάνε αυτοκατηγορία και αυτοταπείνωση, για να κερδίσουν κυριαρχία και εξουσία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
(Και για να είμαι πιο ακριβής: δεν «απουσιάζει», λείπει.)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!