Nothing’s gonna change my world

Δεν νομίζω ότι ήμασταν ποτέ επαναστατικός λαός. Τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες ή Ρωμιοί ή πείτε μας όπως να ‘ναι δεν είχαμε ποτέ καμμία διάθεση να επαναστατήσουμε. Δεν μας ενδιέφερε ποτέ να φέρουμε τα πάνω κάτω, να ανατρέψουμε, να φέρουμε το καινούργιο, να φτιάξουμε τον δικό μας δρόμο.

Οι Έλληνες προτιμούμε την πεπατημένη από την αβέβαιη αναρρίχηση, διαλέγουμε επανειλημμένα να πιστέψουμε ότι αναβιώνουμε κάτι παρά ότι ξεκινάμε κάτι καινούργιο: δεν θέλαμε να γεννήσουμε έναν νέο Λαό παρά να αναστήσουμε το υπάρχον Γένος και τα αρχαία κλέη του, δεν θέλαμε να τελειώνουμε με τα παλιά αλλά να ξεκινήσουμε και να ολοκληρώσουμε (μέσα από κάθε Μεγάλη Ιδέα) μια κάποια Παλιγγενεσία. Κατανοητό μεν, θλιβερό δε.

Βαθιά μέσα στον πυρήνα της νοοτροπίας του ελληνικού λαού, της ελληνικής ιδεολογίας, δεν βρισκόταν ποτέ η ανατροπή κι η επανάσταση. Αυτό που συνέβη στην Τουρκία λ.χ. μεταξύ 1919 και 1928 μάς είναι πέρα από αδιανόητο.

Ο νεωτερικός κόσμος για τους Έλληνες είναι ιδανικός επινοητής εργαλείων και μέσων, αλλά οι ιδέες του είναι είτε επίφοβες είτε σκιές των ελληνικών απαρχών του, αμυδροί απόηχοι του ελληνικού κόσμου που (κακά τα ψέματα) τελείωσε το 146 π.Χ. Ακόμα και η ορθόδοξη πίστη, η λιγότερο κωδικοποιημένη αλλά και πιο βραδυκίνητη εκδοχή του Χριστιανισμού, για εμάς υπήρξε απλώς η ορθή εκδοχή του νεοπλατωνισμού στην καλύτερη περίπτωση.

Ποτέ δεν θελήσαμε να εκθρονίσουμε τον θεό ή τους θεούς του κόσμου τούτου, παρά να τους αναθέσουμε την κηδεμονία μας. Είτε μιλάμε για την Act of Submission που προσφέραμε στους Βρετανούς, είτε για τη φοβική στάση της Αριστεράς του 20ου αιώνα μην τυχόν και την ταυτίσουν οι ιδεολογικοί εχθροί της με ελευθέρια ήθη και ενγκελσιανές απόψεις κατά της οικογένειας, σχεδόν κάθε πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα μετά το 1821 είχε στόχο να μας ανεύρει τον κατάλληλο αφέντη και να μας προσαρτήσει στην κουστωδία του και γενικότερα να διαφυλάξει την κανονικότητα της οικογένειας και της φάρας και του τόπου μας.

Το να πουλάς επανάσταση, ανατροπή και ριζοσπαστικότητα στην Ελλάδα μπορεί να γίνει με επιτυχία μόνον αν ο κόσμος πιστεύει ότι κατά βάθος δεν εννοείς τίποτε από τα παραπάνω, ότι απλώς ζητάς 10 για να πάρεις 7, ότι τελικά δεν είσαι διαφορετικός από εμάς ή κι από τους άλλους. Ακριβώς γι’ αυτό νοσταλγούν την πασοκάρα του Παπανδρέου όσοι δεν ήταν καν γεννημένοι τότε, γι’ αυτό ξαναβγήκε ο Σύριζα τον Σεπτέμβριο του ’15: απέδειξαν ότι είναι κανονικές πολιτικές δυνάμεις στην τελική, που μάλιστα βοήθησαν κάπως και όσους η αιώνια Δεξιά χαντακώνει.

Το αντίφωνο των Beatles που έβαλα για τίτλο δεν είναι για τον ελληνικό λαό προσευχή να διατηρηθεί η ευτυχισμένη κι ασταθής ισορροπία μεταξύ των παλιρροϊκών δυνάμεων που απειλούν την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι εμμονική μάντρα να μην κουνηθεί τίποτα τόσο όσο να γκρεμιστεί οτιδήποτε. Άλλωστε, πώς να αγαπήσουμε τους σεισμούς;

Φερέφωνα

Συστηματικοί και συνεπείς απολογητές ολοκληρωτικών καθεστώτων ή αυταρχικών κυβερνήσεων υπάρχουν παντού. Για πολλούς από αυτούς πάντως η συμπαράταξη με την εξουσία ή με την καταστολή δεν είναι προϊόν πεποιθήσεων παρά ανάγκης.

Κάποιοι είναι μίσθαρνοι, κάποιοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους τζάμπα εμμονικώς, κάποιοι κάνουν τα φερέφωνα ελπίζοντας (όχι μάταια) να βολευτούν.

Κάποιοι επικαλούνται τον Ορθό Λόγο, κάποιοι την Ανάγκη· οι πιο αδίστακτοι επικαλούνται και τα δύο.

Γνωρίζουν πως και οι αντιφάσεις τους και οι πλανεμένες μαντείες τους θα λησμονηθούν. Στη χειρότερη περίπτωση θα βαφτίσουν τον δόλο τους πλάνη και θα πάνε παρακάτω.

πες

Town of Cereste. 1976. Melon plantations covered with plastic.

Oh, Jeremy Corbyn! ή O, Ernesto Valverde.

Λίγοι οι ρυθμοί, πολλές οι κατευθύνσεις.

Πες la rime et la raison, πες το ξανά και πες το μεγαλόφωνα ― πάει μια χαρά και πάει και γαβγίζοντας θυμωμένα, όπως η γαλλική ραπ.

Πες στα κρύσταλλα των πάγων κινδυνεύουμε ― μια χαρά πάει κι αυτό και ας μη σημαίνει και κάτι, τι να σημαίνει άλλωστε; Σύνθημα. Σύνθημα είναι ο ρυθμός, το σάλπισμα: τα κύματα των φωνών όπως σκάνε κι όχι λέξεις, όχι λέξεις δύσκολες και όχι προτάσεις που κάθε κόμπος τους συνδέεται από ιστούς αράχνης.

Πες ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, πες το καθαρά και μη σκέφτεσαι τι λες. Άσε τον ρυθμό. Ο ρυθμός. Νομίζεις ότι ο ρυθμός σε οδηγεί στο νόημα. Όμως ο ρυθμός είναι ρυθμός, είναι επωδή κι είναι ρεφραίν, είναι the beat beat beat of the song buzzing in your head now, head like a bum dum.

Αλλά στο νόημα σε οδηγεί το έργο μόνον. Ίσως κι ο λόγος. Αλλά ο λόγος είναι εργαλείο. Δεν είναι το νόημα. Το πρόβλημα δεν είναι οι λέξεις, το θέμα είναι οι σκέψεις. Δεν φταίει η γλώσσα, δεν ξέρει η γλώσσα, δεν φτιάχνει η γλώσσα, δεν στέγει η γλώσσα, δεν στέργει η γλώσσα: δεν φταίει το νυστέρι, δεν φτιάχνει το καλέμι, δεν στέγει το μυστρί, δεν στέργει το χέρι.

Αλλά μη σε νοιάζει. Δεν πειράζει. Δεν επηρεάζει.

Πες λοιπόν ότι το Χ είναι το αντίθετο του Ψ κι ότι δεν υπάρχουν διαφορές παρά μόνον αντιθέσεις.

Πες ότι δεν αρκεί να είναι κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο, θα πρέπει να είναι το θετικό στο αρνητικό του, να είναι το αρνητικό το θετικό του, το αρσενικό στο γιανγκ του και το θηλυκό στο γιν του. Άσπρο και μαύρο· γραμμές καθαρές κι επιφάνειες ομοιόμορφες. Πες το εσύ και έτσι θα είναι.

Πες ό,τι θες. Στήσε έναν κάναβο, βάλε κάτι από εδώ εντός του, ρίξε κάτι από εκεί, απέναντι, τράβα κάποιες γραμμές. Έχεις σχήμα κι έχεις ερμηνεία. Τώρα πες ό,τι θες κι όπως το θες, τώρα υπάρχει σχέδιο και πορεία, τώρα έχεις ειρμό. Κανείς δεν θα ρωτήσει γιατί έβαλες εκεί το εκεί και απέναντι το εδώ.

Πες πως δεν είναι το νόημα, πες πως είναι ο ρυθμός κι οι αντιθέσεις, η άρση κι η θέση κι ο αντιχρονισμός. Πες πως είναι κομψό κι έτσι πείθει, πες πως ακούγεται σωστά και για αυτό είναι ακριβές.

Πες και κάποιος θα ακούσει. Ιδίως αν πεις αυτό που θέλει να ακούσει. Αλλά εσύ πες.