Αριστεροί πατριωτισμοί

Έχει καταντήσει γραφικό και τελικά θλιβερό κάποιοι αριστεροί να σκούζουν, να ωρύονται και να καταδικάζουν μαζικές κινητοποιήσεις ή εξεγέρσεις που υποτίθεται ότι υποκινούνται από σκοτεινές δυνάμεις ή από τους ιμπεριαλιστές.

Πέρα από το τι γίνεται τώρα στο Ιράν ή και τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στην Τσεχία, θυμάται κανείς την καταδίκη της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης και των κατά καιρούς διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ ― και άλλα πολλά. Για αυτές και παρόμοιες μαζικές κινητοποιήσεις ανακινείται η γνωστή κουβέντα ότι υποκινούνται από μυστικές υπηρεσίες, πράκτορες, αντιδραστικούς κύκλους ή κόμματα, τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες ― και ούτω καθεξής.

Δεν αμφιβάλλω βεβαίως ότι το παιχνίδι της αποσταθεροποίησης και της υπονόμευσης μπορεί να παιχτεί και με το να ενθαρρύνεις εξεγέρσεις και διαδηλώσεις. Αυτό που διαφεύγει από τους φίλους οι οποίοι στεγανά χωρίζουν τα κινήματα σε καθαρά και ακάθαρτα είναι το εξής: όσο ικανοί κι αν είναι οι πράκτορες οποιασδήποτε δύναμης και όσα χρήματα κι αν ρίξουν στο να στήνουν διαδηλώσεις κι εξεγέρσεις, είναι μάλλον αδύνατο να κατεβάσουν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους στον δρόμο μόνο και μόνο επειδή συνωμοτούν επιδιώκοντας να κατεβάσουν κόσμο στους δρόμους.

Για να μη μιλάω για το Ιράν, για το οποίο υπάρχουν αυθεντίες όπως ο Κ. Ράπτης, υπενθυμίζω τι έγινε στην Ελλάδα και με τις ταυτότητες επί Χριστοδούλου αλλά και με το Μακεδονικό. Στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα δεν ήταν η (μάλλον βέβαιη) ρωσική υποκίνηση ή σκοτεινές δυνάμεις ή δεν ξέρω ποιοι μεταφυσικοί παράγοντες.

Το πρόβλημα, όπως και σε όλες τις άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, είναι η αδυναμία της κατά τόπους Αριστεράς να ζυγίσει τους ταξικούς και (ιδίως) τους ιδεολογικούς συσχετισμούς, η αδυναμία της να κατανοήσει τι διάολο συμβαίνει και να κινηθεί αναλόγως. Ενίοτε η Αριστερά πληρώνει παλιές αμαρτίες.

Στη δική μας περίπτωση, για παράδειγμα, η Αριστερά (ΠΑΣΟΚ κι ό,τι υπήρχε στα αριστερά του) ήδη από τη δεκαετία του ’70 φλέρταρε με τον πατριωτισμό ώστε «να μην τον αφήσει στα χέρια των δεξιών». Πολλές φορές διολίσθαινε μάλιστα έως τον εθνικισμό, παραμένοντας ταυτόχρονα σε διάλογο με μάλλον αφελείς αλλά επικίνδυνους ελληνοκεντρισμούς ― όταν φυσικά δεν τους υιοθετούσε.

Βεβαίως κάθε φορά που κάποιος θα εγκαλούσε τους αριστερούς πατριώτες και τους μαρξίζοντες νεορθόδοξους η απάντηση συνήθως είχε να κάνει με τη Λατινική Αμερική («ναι, αλλά Ντομ Χέντερ Καμάρα», «ναι, αλλά στο Ελ Σαλβαδόρ») ή με την Αφρική και τα εκεί αριστερά και λαϊκά κινήματα.

Με τη μόνη διαφορά ότι ο αριστερός πατριωτισμός στη μεν Αφρική είχε αντιαποικιακό και αντιτριμπαλιστικό χαρακτήρα, στη δε Λατινική Αμερική αφορούσε τον αγώνα κατά ιμπεριαλιστών και πολυεθνικών μέσα σε λατινόφωνα έθνη κι εντός της λατινόφωνης ηπείρου.

Στην Ελλάδα απεναντίας ο ελληνοκεντρισμός ήταν θεμελιωμένος πάνω σε ύποπτες και σαθρές έννοιες όπως ο ελληνισμός και η ιδιοσυστασία του, το Γένος ως ένας τύπος «υπερέθνους», η ρωμιοσύνη και τα λοιπά.

Καθεμία από αυτές τις έννοιες εμπεριείχε την ιδέα της αυτοθυματοποίησης, που αποτελεί την καλύτερη δικαίωση της επιθετικότητας (θυμηθείτε τη Σερβία τη δεκαετία του ’90). Εντωμεταξύ η αυτοθυματοποίηση αποτελεί αρκετά παράδοξη στάση για έναν λαό που κυριαρχούσε πολιτισμικά αρχικά μέσω του Πατριαρχείου στα Βαλκάνια και αργότερα μέσω της αναγνωρισιμότητας του νεοκλασικού κράτους του στην Ευρώπη.

Παράλληλα η όλη σύλληψη της ιδιοσυστασίας ήταν αρκετά ασαφής ώστε να μπορεί να γίνει υλικό για ιμπεριαλιστικές και αντιδραστικές ιδέες και δραστηριότητες, όπως λ.χ. η Μεγάλη Ιδέα και κατόπιν η στανική ταύτιση του ελληνικού λαού με την Ορθοδοξία. Ήδη τη δεκαετία του ’80 για την Αριστερά λαός ήταν το ποίμνιο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη ― κι αναρωτιέται κανείς πού κολλάει ο μαρξισμός εκεί μέσα.

Όλα αυτά φυσικά η ελληνική Αριστερά δεν μπορούσε να τα αντικρύσει, θεωρώντας ότι μπορεί να παίξει καλύτερα από τη Δεξιά το παιχνίδι του ελληνισμού, άρα και του εθνικισμού και της πατριωτικής Ορθοδοξίας. Χαχά. Με την ανοχή της πατριωτικής Αριστεράς, όταν ήρθε η ώρα η πραγματική Δεξιά (και μάλιστα ούτε καν αυτή που εκπροσωπείται στην Βουλή) κατάφερε με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών να μαζέψει τα πλήθη της και να σείσει το Σύνταγμα.

Κάτι αντίστοιχο φαντάζομαι ότι γίνεται κι αλλού: όταν δεν μπορεί η Αριστερά να μαζέψει τον κόσμο ενώ ο κόσμος είναι έτοιμος να κατέβει στους δρόμους, τότε θα τον μαζέψει κάποιος άλλος. Συνήθως κάποιος υστερόβουλος άλλος.

Κάτι τελευταίο: διεθνισμός είναι να γνωρίζεις ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, συνεπώς ούτε οι λεγόμενοι προλετάριοι, ενώ κοσμοπολιτισμός είναι να νομίζεις ότι δεν έχεις εσύ πατρίδα επειδή έχεις στην τσέπη πέντε φράγκα…

Οι επόμενες εκλογές

Κάποιοι ανυπομονούν να ξαναρχίσουν αντιπολίτευση με όρους σχολαρχείου

Ίσως, και λέω ίσως, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουνε καταλάβει ακριβώς τι γίνεται γύρω τους. Το έχουνε ξαναπάθει, τη χαμένη άνοιξη του ’19

Η χυδαία πρόταση Τσίπρα να χώνουμε τους μετανάστες στα χωράφια βεβαίως και έχει προηγούμενο: στην Κύπρο λόγου χάρη απαγορεύεται οι αιτούντες άσυλο να εργαστούν σε οτιδήποτε εκτός από την καθαριότητα και τη γεωργία-κτηνοτροφία. Το θέμα δεν είναι όμως από πού την ξεσήκωσαν μια τέτοια πρόταση οι λογογράφοι του Αλέξη, το θέμα είναι αν ο ίδιος θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ τέτοιες αθλιότητες.

Η απάντηση είναι βεβαίως πολύ απλή: πασχίζουν εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ψαρέψουν δεξιούς ψηφοφόρους. Οι οποίοι βεβαίως ηδονίζονται μουλωχτά στην ιδέα ότι ένα δεύτερο κύμα «Αλβανών» και «Μπαγκλαντεσιανών» (γιούχου Μανωλάδα) θα μας έρθει για να δουλεύει στα χωράφια και στα περβόλια για μισό ξεροκόμματο. Αυτό που δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν στην Κουμουνδούρου είναι το εξής:

Η κεντροδεξιοί και λοιποί κεντρώοι που επιτέλους σιχάθηκαν το κυνικό και διεφθαρμένο τσίρκο που μας κυβερνάει (τους πήρε μόλις μια άλωση της χώρας και ενάμισυ εξευτελισμό της Δημοκρατίας) θα πάνε να το ρίξουν ΠΑΣΟΚ: χαριτωμένη, «κανονική» και μη-αριστερή (βασικό!) επιλογή, που αφενός όλους τους βολεύει και αφετέρου κρατάει τις συνειδήσεις τους σχετικά ήσυχες ― ιδίως αν το ΠΑΣΟΚ ξεφορτωθεί τον αρχιβρυκόλακα Λοβέρδο.

Η δεξιοί είναι οι δεξιοί και γι’ αυτό ποτέ η ΝΔ ή όπως αλλιώς θα τη λένε στο μέλλον δεν πρόκειται να πάρει κάτω από 20% με τίποτα. Ιδίως αν παίξουν κανα μοναρχοφασιστικό χαρτί (όπως έπαιξαν το ’19 το Μακεδονικό τους), μια χαρά τους βλέπω.

Η ανένταχτοι αριστεροί, από τους αναρχοκομμουνιστές μέχρι τα κλαμένα απόπαιδα του Κόμματος, δεν πρόκειται ποτέ να ψηφίσουν το κόμμα του οποίου δεν ηγείται ο Άρης Βελουχιώτης και το οποίο δεν θα κάνει περιφορά του σκηνώματος του Λένιν στη «Σκομπία» αμέσως πριν ανακηρύξει τη ΛΔΕ. Ίσα-ίσα θα επιλέξουν όοοολα αυτά τα ταξικώς αλαφροΐσκιωτα νεοΝΑΡίτικα ζαβά και τα συν αυτοίς να απέχουν, ακουσίως πριμοδοτώντας το πρώτο κόμμα, όπως κάνουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Το ΚΚΕ είναι το ΚΚΕ, τα είπα τις προάλλες και σεκλέτισα τους 5 κνίτες φίλους μου· και μόνον ότι ο Πιθηκαλώπηξ είπε ότι θα μπορούσε το ΚΚΕ να συμμετέχει σε ευρεία κυβέρνηση με το Μέρα25 και τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει και πόσο άμπαλος είναι ― πέρα από όλα τ’ άλλα.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά: αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να βάζει διαρκώς νερό στο κρασί του υποχωρώντας προς τη δεξιά φαυλότητα (όπως κάνει από τον Σεπτέμβριο του ’15 διαπράττοντας αηδίες ή κάνοντας μισές καλές δουλειές), ίσως να προσπαθήσει να πείσει τον λαό ότι παραμένει σταθερός στις όποιες αρχές του και ότι σε μια (αναπόφευκτη) κυβέρνηση συνεργασίας θα προσπαθήσει να ξεκάνει ένα μικρό μέρος της κολοσσιαίας ζημιάς που έκανε η κυβέρνηση που υφιστάμεθα αυτή τη στιγμή.

Με άλλα λόγια δεν υπάρχει πια καμία προοπτική αυτοδυναμίας ή και ποσοστών πάνω από το 25%. Όσο κι αν ονειρεύονται ένα νέο 2015, οι Συριζαίοι καλά θα κάνουν να προσαρμοστούν στην ιδέα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα κυβερνήσουν μαζί με το Μερα25 και με το ΠΑΣΟΚ.

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.

Τέρμα πια στις αυταπάτες κτλ.

Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην πρακτική να αποδομούμε με βάση τον μαρξισμό ή τον αναρχισμό τις σχέσεις παραγωγής, την πατριαρχία, την αστική ιδεολογία ― ακόμα και την τέχνη ― αλλά να τραβάμε τη γραμμή όταν θα πρέπει να προχωρήσουμε προς τη μεριά του να αποδομήσουμε λ.χ. το άβατο του Αγίου Όρους, παραδοσιακούς θεσμούς και ήθη, την έννοια του λεγόμενου Γένους ή και του έθνους. Και ούτω καθεξής.

Η αταβιστική θαλπωρή που αισθάνονται ότι νιώθουν όσοι αφήνουν στο απυρόβλητο μέρος του παλιού (και σαρακοφαγωμένου) κόσμου, ίσως επειδή απηχεί κάτι από γιαγιά ή παιδικότητα ή τη μαγεία και τον τρόμο ενός κόσμου μέσα από παιδικές ματιές, δεν δικαιολογεί τη σίγαση της κριτικής μας απέναντί του: κάθε ιεραρχικός θεσμός που καταχράται την εκχώρηση εξουσιών εκ μέρους μας πρέπει να αποσυναρμολογηθεί (και βλέπουμε μετά τι θα κάνουμε με πάρτη του).

Συνεπώς, η απορία πολλών προοδευτικών κεφαλών για τη λατρεία που τρέφουν οι μέσοι ριζοσπάστες Εγγλέζοι για τη θανούσα βασίλισσα τους είναι το λιγότερο υποκριτική. Δεδομένου του σοσιαλχριστιανικού και παραδοσιόπληκτου ενστερνισμού κάθε λογής «παράδοσης» εκ μέρους των εν πολλοίς ασώματων αυτών κεφαλών, θα έπρεπε να φωνασκούν λιγότερο: τις ίδιες οιμωγές θα έμπηγαν αν είχαμε έναν τάχα διάδοχο των Παλαιολόγων στον θρόνο. Άλλωστε ο σεβασμός των κεφαλών αυτών απέναντι σε ό,τι είναι Παράδοση με π κεφαλαίο είναι δεδομένος.

Κατά τα άλλα η εξιδανίκευση της «Παράδοσης» και η μετατροπή ανορθολογικών στοιχείων του παρελθόντος σε αξία μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε προνεωτερικές και προκαπιταλιστικές εποχές, άρα a priori άνευ καπιταλιστικής επιμόλυνσης και ιμπεριαλιστικής μανίας τάχα μου, έχει δυστυχώς καταστεί ξανά και ξανά προθάλαμος ιδεολογιών που όζουν (όνομα και μη χωριό). Αλλά τι μας διδάσκει η Ιστορία; ότι δεν μας διδάσκει τίποτα.

Για να το θέσω σχηματικά: μεταξύ του δεσποτικού νεοφιλελεύθερου μπλαζέ αθεϊσμού κάθε καθεστωτικού μεγαλοκαθηγητή και των παραληρημάτων ημιάγραμματων κομποσχοινοφόρων ρατσιστών γερόντων δεν θα διαλέξω ούτε το ένα ούτε το άλλο.

We are family

Συνέχεια αυτού εδώ, μάλλον.

Αντιλαμβάνομαι ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχετε καταπληκτική και βαθειά σχέση με τους γονείς σας: είναι φίλοι σας και εδραία στηρίγματα και διαρκής έμπνευση· είναι οι δικές σας ενσώματες Εδέμ. Γενικά η σχέση σας μαζί τους βρίσκεται πολύ κοντά στο ιδεώδες σχέσης γονιού-παιδιού.

Αν και η προηγούμενη παράγραφος είναι γραμμένη με σαρκασμό σαφώς ηπιότερο από όσο νομίζετε, εσάς δεν σας αφορούν τα παρακάτω.

Άλλοι και άλλες δυστυχώς δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν την ψυχοθεραπεία τους προτού ορφανέψουν. Σε αυτούς δεν τολμώ να απευθυνθώ γιατί ξέρω πως έτσι κι αλλιώς το πένθος για τον γονέα είναι ενδεχομένως το βαρύτερο και το οξύτερο, δαγκώνει ανελέητα και με πείσμα (το πένθος για παιδί δεν είναι πένθος, παρά ακρωτηριασμός που δεν λέει να επουλωθεί).

Σε όλους και όλες που απομένουν λοιπόν

που οι γονείς σας σας κακοποίησαν ή σας κακοποιούσαν·

που οι γονείς σας «απλώς» αδιαφορούσαν για εσάς·

που σας έβλεπαν σαν βαρίδια στην υπό διαφορετικές συνθήκες αναπόδραστη ευτυχία τους·

που τα μούτρα σας τους θυμίζουν την καριόλα μάνα σας ή τον καριόλη πατέρα που τους μαύρισε τη ζωή·

που έβγαζαν πάνω σας το άχτι μιας ζωής αξόδευτης·

που σας μεγάλωσαν πνίγοντάς σας σε εργώδεις προσομοιώσεις στοργής με ισχνή τρυφερότητα και περίσσεμα φροντίδας·

που θα σας έπλαθαν όπως ήξεραν και ήθελαν γιατί το καλό σας ήθελαν στο κάτω κάτω·

που σας είχαν για ψυχοπαίδια και παραπαίδια και δουλάκια κι υπηρέτριες κι υπηρέτες·

που σας ξέχασαν και μετά σας θυμήθηκαν αλλά υπεραναπληρώνοντας σας τυράννησαν·

που ήσασταν αξεσουάρ του πολύπλευρου ταλέντου τους για arte και famiglia και δεν ξέρω τι άλλο·

που κράταγαν αποστάσεις ώσπου βρίσκονταν τόσο μακριά ώστε να μην μπορείτε πια να τους διακρίνετε·

που σας εγκατέλειψαν στεγνά ή (ενδεχομένως χειρότερα) κατασκήνωσαν σε χέρσους γάμους «για χάρη σας»·

που αξιοποίησαν το γεγονός ότι προπορευόντουσαν 2 με 5 χρόνια στη γνώση του ποιες και ποιοι είστε για να σας πλήξουν ξανά και ξανά εκεί οπού θα πονέσετε…

Σε εσάς λοιπόν το μόνο που έχω να θυμίσω είναι το δίδαγμα της Στρέλλας και το δίδαγμα του Pose: την οικογένειά μας την επαναεπινοούμε και την επανιδρύουμε εμείς οι ίδιοι κι εμείς οι ίδιες. Εμείς θα επιλέξουμε και την ανάπαυσή μας και τα στηρίγματά μας: οι φίλοι μας και οι άνθρωποί μας και τα ταίρια μας και τα παιδιά μας (όπως κι αν προκύψουν) και όποιοι άλλοι άνθρωποι δεθούν μαζί μας είναι η οικογένειά μας. Εμείς τη φτιάχνουμε την οικογένεια, κοιτώντας το φευγαλέο τώρα, όχι τα ερείπια που μας δόθηκαν, τα ερείπια πίσω μας.

Διότι όπως είπε κι ο Χριστούλης «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».