Στην απεργία των ποιητών

Στις αρχές του αιώνα έγραψα ένα μυθιστόρημα. Το πρώτο μέρος είναι γαμάτο, το δεύτερο ασ’ τα να πάνε.

Το θυμήθηκα σήμερα με αφορμή την Τζέιν Ώστεν επειδή σκεφτόμουν ότι το να γράφεις μυθιστόρημα είναι αγώνας δρόμου που πρέπει να λήγει λίγο πριν η δεξιοτεχνία και η μαεστρία υποχωρήσουν απέναντι στις απαιτήσεις της αφήγησης, απέναντι στο εικός και το αναγκαίον, και υπό την πίεση πραγματολογικών παραγόντων, δηλαδή του πώς και του τι και του πότε και του γιατί.

Πάντως τίποτε πιο απογοητευτικό από ένα έργο, ό,τι έργο κι αν είναι, που αναπαράγει και επαναλαμβάνει ― έστω και πιο δυνατά, έστω πιο τσαχπίνικα ― όσα ήδη νομίζουμε πως ξέρουμε και όσα θέλουμε να δούμε και να ακούσουμε.

Αυτόν τον καιρό ας πούμε ελάχιστοι είναι ικανοποιημένοι ή ευχαριστημένοι ή έστω ενθουσιασμένοι με κάτι που φτιάχνουν ή που κάνουν: είναι proud. Η περηφάνεια είναι καραμέλα, σαν εκείνη της αγάπης. Όμως, συγγνώμη, περηφάνεια μπορεί να αισθάνεσαι όταν αυτό που είσαι, κάνεις ή φτιάχνεις είτε είναι αποτέλεσμα γενναιότητας, είτε είναι επίτευγμα ― και μάλιστα επίτευγμα που πάει κόντρα σε όσα ήδη νομίζουμε πως ξέρουμε και όσα θέλουμε να δούμε και να ακούσουμε.

Επίσης όλο και περισσότεροι αναφέρονται στην τέχνη, στο σινάφι, στην κοινότητά τους με τον όρο industry. Παιδιά, αν όλα είναι industry τότε τίποτα δεν είναι βιομηχανία. Αν όλα είναι δουλειά τότε τίποτε δεν είναι δουλειά. Εάν η μακαρίτισσα βασίλισσα των Άγγλων ήταν όντως «the working Queen», όπως την ήθελε η προπαγάνδα των σχεδόν προνεωτερικών πειθήνιων υπηκόων της, τότε τι είδους εργασία κάνουν οι ανθρακωρύχοι, όσες κι όσοι δουλεύουν στην εστίαση, οι καθαρίστριες και οι καθαριστές, οι πάντοτε θηλυκές κι άμισθες νοικοκυρές; Τι είδους εργασία κάνουν δασκάλες και δάσκαλοι, καρδιολόγοι, ογκολόγοι, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες, σεξεργάτριες και σεξεργάτες και οι σκλάβοι των γραφείων;

Δεν είναι κάθε δουλειά τσάπα, δρεπάνι και σφυρί· μόχθος δεν είναι μόνο το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί αλλά δεν είναι κάθε δουλειά το ίδιο δύσκολη ή εξίσου εξαντλητική. Όπως όλο και περισσότερα άτομα λένε πια, κάπου ώπα. Και θα συμφωνήσω.

Αν

στον Θάνο Κόη και στους Lost Bodies

Τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά και μάλλον θα πάνε χειρότερα.

Αν δεν ασχοληθεί κανείς με την κλιματική αλλαγή και με το ότι νοεμβριάτικα μας βαράει ο ήλιος κατάμουτρα από την αλλαγή της ώρας σε χειμερινή γιατί δεν υπάρχει χειμερινό συννεφάκι να φιλτράρει το φως το πρωί ώστε να μας χαρίσει ελάχιστη αναψυχή ή παρηγοριά, μπορεί κάλλιστα να δει τι γίνεται από εκλογικά αποτελέσματα παγκοσμίως: το μέλλον μας πλέον είναι διάφορες εκδοχές του φασισμού, αφού το σημαντικό στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς είναι να έχεις πολλές επιλογές από σχεδόν το ίδιο πράγμα αλλά να χαίρεσαι που έχεις τη δυνατότητα να επιλέγεις εσύ ― προς θεού, όχι μονοπώλια!

Αν δεν μουδιάσει κανείς με το πόσο ανίερα έχουνε μπλέξει τα μπούτια τους θεοί εν ουρανοίς με τους επί γης φασίστες, μπορεί να φρίξει από τη διάβρωση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου στα χέρια διάφορων φιλελευθέρων, νέων ή και μη. Αν δεν τον πτοεί ούτε κι αυτό, ενδεχομένως γιατί είναι τεθωρακισμένος με βαρειά μαρξιστική-λενινιστική κατάρτιση, ίσως να τον θορυβήσει κάπως η συμπαράταξη των όπου γης αριστερών κομμάτων όχι με τους κολασμένους της γης παρά με όσους κραδαίνουν δικράνια και πυρσούς απαιτώντας να λυθούν τα προβλήματα του κόσμου με περισσότερους μπάτσους, με βαρύτερες ποινές, με περισσότερες και στεγανότερες φυλακές και ανυπερθέτως με στυγνότερο πουριτανισμό. Διότι μόνον οι αειπάρθενοι και οι ευνούχοι είναι άμεμπτοι, διότι ένας (1) μπάφος οδηγεί αναπόδραστα στην πρέζα, διότι κάθε τι στο σεξ που δεν είναι συμπεφωνημένο και συνομολογηθέν εξ αρχής και ρητώς δεν είναι παρά η αρχή στην κατηφόρα: προς την παραβίαση, την κακοποίηση, τον βιασμό.

Αν δεν απελπιστούμε με το δικαιωματικό κουκλοθέατρο της απολίτικης πολιτικής ταυτοτήτων στο οποίο πρωταγωνιστούν φασίστριες μεν αλλά γυναίκες ή ζάπλουτοι τρανσφοβικοί μεν αλλά ινδικής καταγωγής πρωθυπουργοί, όπου ζάπλουτα καθεστωτικά ΛΟΑΤ άτομα «κάνουν represent» κάθε περιθωριοποιημένο, μπορούμε σίγουρα να γελάσουμε πικρά με την τάχα αντιναζιστική φονική εκστρατεία ενός ανθρώπου που βούλιαξε τη Ρωσία πίσω στη λάσπη των τσαρικών πογκρόμ εις το όνομα μιας ιδεολογίας που δεν διαφέρει πολύ από εκείνη του φίλου των ναζί Μπενίτο Μουσολίνι. Στο μεταξύ πόσο ίντερνετ ξοδεύεται, θε μου, για να μη βλέπουμε ότι η προπαγάνδα (σόρυ: η πληροφόρηση) βρίσκεται στα χέρια τόσο λίγων και τόσο φαύλων όσο τον καιρό του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ ή της Globo στη Βραζιλία του 1980-2000.

Αν δεν καταθλιβεί κανείς με τα εγκλήματα κατά μεταναστών (πόσοι πνίγηκαν πάλι σήμερα; ποιος θυμάται; πόσα χρόνια (θα) πάει αυτό;) και κατά παιδιών και γυναικών και κατά εργατών που σκοτώνονται συνοπτικώς κι αμενσιωτί σε «εργατικά ατυχήματα», αν ξεχάσει ότι σκότωσαν τον Ζακ μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας μόνο και μόνο γιατί δεν τον γούσταραν τον πούστη κι ότι σαν τον Ζακ είναι άλλοι και άλλες και άλλα πολλά άτομα που επιτυχώς καταχωρήθηκαν στα αστυνομικά δελτία ως πρεζόνια κι αυτόχειρες κτλ, μπορεί οπωσδήποτε να νιώσει να υψώνονται γύρω μας τα τείχη μιας ωραίας καινούργιας φυλακής, γιατί ασφαλέστερη και σκυθρωπότερη φυλακή από τη φτώχεια δεν υπάρχει.

Τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά και μάλλον θα πάνε χειρότερα. Ή μόνη παρηγοριά είναι ότι όταν τα πράγματα πάνε τόσο άσχημα, αναγκάζονται να κινηθούν και οι συνήθεις κοιμήσηδες· ίσως.