Ξέρω ότι σας πιάνω εξαπίνης με ένα θέμα επίτηδες ξεχασμένο, αλλά 300-τόσες μέρες μετά υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε ως πρόσχημα τις νατοϊκές προσδοκίες της Ουκρανίας για να εισβάλει και να κατακτήσει μέρος της χώρας συντρίβοντας το υπόλοιπο μέρος;
Όοοολη αυτή η κουβέντα περί γελοίου Ζελένσκι ή περί του πώς διάφορα ρυπαρά φασιστόμουτρα συνεισφέρουν στην άμυνα της Ουκρανίας είναι είτε άνευ περιεχομένου είτε δόλια. Αν μεθαύριο εισβάλει η Τουρκία επειδή ταλαιπωρούμε τους μετανάστες, στρατικοποιήσαμε τη Ρόδο και τάχα διώκουμε το Ισλάμ, με τον Κυριάκο θα είμαστε ― ναι, με αυτόν τον διεφθαρμένο αυταρχικό καραγκιόζη· όσο για το τι έχουν να πουν και να κάνουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι εγχώριοι φασίστες, ας μην το πιάσουμε.
Είναι αλγεινό που τα προσχηματικά ψεύδη των Ρώσων, σαν αυτά που επικαλούνται οι ΗΠΑ για να υποτάσσουν λαούς και να καρπώνονται τον πλούτο τους («όπλα μαζικής καταστροφής!» «δικτάτορας!»), γίνονται αντικείμενο περισπούδαστης συζήτησης κι ανάλυσης από σοβαρούς ανθρώπους όταν τα ξεστομίζει ο Πούτιν.
Κατά καιρούς προσπαθώ να περιγράψω τα ελληνικά ήθη χαρακτηρίζοντάς τα αγροτοποιμενικά.
Πολύς κόσμος, που εν έτει 2022 ακόμα ταυτίζει την επαρχία με γεωργούς και βοσκούς, προσβάλλεται. Βεβαίως κακώς προσβάλλεται. Τα αγροτοποιμενικά μας ήθη ορίζουν συμπεριφορές και στις πόλεις και στη λεγόμενη ύπαιθρο. Όπως το έθεσε η Δώρα Πεφάνη, «Χωριό: γνωστοί μαλάκες. Αθήνα: άγνωστοι μαλάκες». Ναι, λυπάμαι: από αυτή την άποψη μόνον η Αθήνα μετράει για πόλη.
Πολλοί ξενίζονται ακόμα και από την αντίληψη ότι είναι κάτι μεμπτό τα αγροτοποιμενικά ήθη: αν μη τι άλλο η εξιδανίκευση του προ-αστικού παρελθόντος μας είναι συστατικό της εθνικής μας ιδεολογίας.
Τι είναι όμως τα αγροτοποιμενικά ήθη;
Πρώτον είναι η κατ’ αρχάς απόρριψη κάθε διάθεσης του υποκειμένου για αυτοπροσδιορισμό και αυτενέργεια: για τον καθένα και την καθεμιά υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι που πρέπει να παίζει, συγκεκριμένες έγνοιες που πρέπει να την απασχολούν. Τις νεαρές κοπέλες πρέπει να τις απασχολεί η παρθενιά κι ο γάμος, τους νέους άντρες η (όποια) λεβεντιά κι ο γάμος· ακολουθούν η τεκνογονία (αλλά όχι απαραιτήτως η γονεϊκότητα), η διαφύλαξη του καλού ονόματος κτλ.
Οι κάθε λογής ετεροπροσδιορισμοί δεν αποτελούν σύμπτωμα αλλά βασικό συστατικό των αγροτοποιμενικών ηθών. Ακόμα κι όσοι είναι παραβατικοί ή παραστρατούν, οφείλουν να το πράττουν μέσα σε πλαίσιο που έχει τεθεί από πριν. Πιο απλά: εξάρσεις όπως «ανήκω σ’ εμένα και τα ονειρά μου» ή «I did it my way» βρίσκονται στον αντίποδα των αγροτοποιμενικών ηθών.
Η προστασία και η επιβολή των ετεροπροσδιορισμών αυτών επιτυγχάνεται με το τι θα πει ο κόσμος. Είναι πάντως πολύ ενδιαφέρον που ο «κόσμος» δεν μιλάει για όλους και δεν μιλάει για τα πάντα. Ο κόσμος έχει π.χ. να πει αυτά που έχει να πει για γυναίκες (ιδίως νέες) ή για φτωχούς (ιδίως νέους), αλλά λ.χ. τηρεί θαυμαστή ομερτά και αλληλεγγύη με πιο εύπορους και πιο γηραιούς άντρες
Δεύτερον, κάθε παρέκκλιση ή συνειδητή απόρριψη των παραδεδομένων ρόλων είναι αντικείμενο συναισθηματικής αντίδρασης. Κάθε παραστράτημα εγείρει πάθη όπως οργή, αηδία, απέχθεια, τα οποία σωματοποιούνται συμβολικά (τι ωραία αντίφαση!) στο σώμα της παραστρατημένης ή του παραβάτη ως τελετουργική ακαθαρσία. Όποιος και όποια δεν συμμορφώνεται είναι λέρα, σιχαμένος, βρωμιάρα, ένα λέσι…
Ο τρόπος να απαλλαγεί κανείς από την ακαθαρσία αυτή, από το μίασμα (σκεφτείτε λίγο τη διαδρομή και τη γενεαλογία αυτής της έννοιας στη σύγχρονη Ελλάδα, μη γίνεστε φιλόλογος και κολλάτε στον Οιδίποδα Τύραννο), δεν είναι ούτε η πολυδιαφημισμένη στην εποχή μας χριστιανική μετάνοια, ούτε καν κάποιος συμβιβασμός: ο τρόπος να ξαναγίνεις σχεδόν καθαρή ή σχεδόν καθαρός είναι να υποταγείς στον ετεροπροσδιορισμό, δηλαδή να πάψεις να είσαι ο εαυτός σου. Εάν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μπορείς απλούστατα είτε να συντριβείς είτε (αν προλάβεις) να πας στον διάολο: «μακριά από τον κώλο μας κι όπου θέλει ας πάει».
Τρίτον, στα αγροτοποιμενικά ήθη δεσπόζει η δυνατότητα (ή και η ανάγκη) να είναι εφικτή η φραγή της ενσυναίσθησης. Ο αγροτοποιμενικός τρόπος δεν είναι βεβαίως η γενικευμένη βαρβατίλα ή σκατοψυχιά, πολύ λιγότερο η γενικευμένη βαρβαρότητα: η σκατοψυχιά, η χολή, η μισανθρωπία, η ανείπωτη σκληρότητα είναι επιτρεπτές αν όχι επιβεβλημένες συμπεριφορές για όσες και όσους βρίσκονται πέρα από το αυστηρά καθορισμένο όριο της ενσυναίσθησης: για τους Τσιγγάνους, τους Εβραίους, τους φτωχούς ξένους, τις αδέσποτες γυναίκες, τα κάπως ζαβά ανήλικα, τους τρελούς του χωριού, τα νόθα βρέφη κτλ. Γνωστά αυτά:
τα τραχιά αγροτοποιμενικά ήθη υπαγόρευαν αλληλεγγύη, μπρατιμιές, καλοσύνες και τις όποιες αβροφροσύνες με όλους εκτός από τους σαπέρα, τους ξενομερίτες, τους ζαβούς, τους ξενομπάτες, τους κουρλούς και ζουρλούς και κάθε λογής τρελούς, τις πουτάνες και ζωντοχήρες, τους Οβριούς, τους Γύφτους κτλ. κτλ. κτλ.
Με άλλα λόγια: ναι, αλληλεγγύη· ναι, προστασία διά της σιωπής υπό όρους («όλοι ξέρουν κανείς δεν μιλάει»)· ναι, συλλογικό και κοινοτικό πνεύμα ― όμως μέχρι εκεί και μόνον για όσους και (δευτερευόντως) όσες είναι από αυτή τη μεριά του νοητού φράχτη. Πέρα από αυτόν δεν υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν γύφτοι, μπάσταρδα, ξενομερίτες, πουτάνες κτλ., δηλαδή όντα για τα οποία ισχύει όχι μόνο φραγή ενσυναίσθησης αλλά και της στοιχειώδους συμπόνοιας.
Από αυτόν τον κόσμο προέρχεται η συνήθως δεξιά ροπή προς τη νουθεσία ως μέσο καταστρατήγησης της αυτενέργειας και του αυτοπροσδριορισμού: «για το καλό σου» και γιατί ξέρεις ήδη «τι θα πει ο κόσμος». Δεν πρόκειται για διαπραγμάτευση, ούτε καν για διάλογο, παρά για πρόσκληση να συμμορφωθείς με τον ρόλο που σου αντιστοιχεί και τέλος.
Συνεπώς δεν είναι απρόσμενο το γεγονός ότι η αγροτοποιμενική κοινωνία μας και όσοι αναλαμβάνουν να επιβάλουν τα ήθη της, θεσμικώς ή εξωθεσμικώς ή παραθεσμικώς, απεχθάνονται την αντιλογία. Θυμηθείτε: το να είσαι «πνεύμα αντιλογίας» είναι μομφή, το να θες να κάνεις το δικό σου είναι εκ των προτέρων επιλήψιμο.
Κλείνω έτσι
Βαραίνουν πάνω μας η αγροτοποιμενική βαρβατίλα και βαρβαρότητα, που βεβαίως έχει επιμολύνει και τη δυσκοίλια κομμουνιστική Αριστερά μας (υπάρχει σχετικά ένα ωραίο κείμενο του Πάνου Θεοδωρίδη, που δεν μπορώ να βρω). Φαντασία δεν υπάρχει χωρίς ελευθερία και ελευθερία στην Ελλάδα υπήρχε και υπάρχει μόνο στις μεγαλύτερες ή στις παλιότερες πόλεις, γι’ αυτό και λοιδωρούνται τόσο πολύ. Με δυο λόγια: μας απασχολεί υπερβολικά μη μας κακολογήσουν. Αυτό είναι πρόβλημα σε μια κλειστή κοινωνία, όπου το ταλέντο γίνεται ορατό επειδή χλευάζεται.