Αριστεροί πατριωτισμοί

Έχει καταντήσει γραφικό και τελικά θλιβερό κάποιοι αριστεροί να σκούζουν, να ωρύονται και να καταδικάζουν μαζικές κινητοποιήσεις ή εξεγέρσεις που υποτίθεται ότι υποκινούνται από σκοτεινές δυνάμεις ή από τους ιμπεριαλιστές.

Πέρα από το τι γίνεται τώρα στο Ιράν ή και τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στην Τσεχία, θυμάται κανείς την καταδίκη της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης και των κατά καιρούς διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ ― και άλλα πολλά. Για αυτές και παρόμοιες μαζικές κινητοποιήσεις ανακινείται η γνωστή κουβέντα ότι υποκινούνται από μυστικές υπηρεσίες, πράκτορες, αντιδραστικούς κύκλους ή κόμματα, τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες ― και ούτω καθεξής.

Δεν αμφιβάλλω βεβαίως ότι το παιχνίδι της αποσταθεροποίησης και της υπονόμευσης μπορεί να παιχτεί και με το να ενθαρρύνεις εξεγέρσεις και διαδηλώσεις. Αυτό που διαφεύγει από τους φίλους οι οποίοι στεγανά χωρίζουν τα κινήματα σε καθαρά και ακάθαρτα είναι το εξής: όσο ικανοί κι αν είναι οι πράκτορες οποιασδήποτε δύναμης και όσα χρήματα κι αν ρίξουν στο να στήνουν διαδηλώσεις κι εξεγέρσεις, είναι μάλλον αδύνατο να κατεβάσουν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους στον δρόμο μόνο και μόνο επειδή συνωμοτούν επιδιώκοντας να κατεβάσουν κόσμο στους δρόμους.

Για να μη μιλάω για το Ιράν, για το οποίο υπάρχουν αυθεντίες όπως ο Κ. Ράπτης, υπενθυμίζω τι έγινε στην Ελλάδα και με τις ταυτότητες επί Χριστοδούλου αλλά και με το Μακεδονικό. Στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα δεν ήταν η (μάλλον βέβαιη) ρωσική υποκίνηση ή σκοτεινές δυνάμεις ή δεν ξέρω ποιοι μεταφυσικοί παράγοντες.

Το πρόβλημα, όπως και σε όλες τις άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, είναι η αδυναμία της κατά τόπους Αριστεράς να ζυγίσει τους ταξικούς και (ιδίως) τους ιδεολογικούς συσχετισμούς, η αδυναμία της να κατανοήσει τι διάολο συμβαίνει και να κινηθεί αναλόγως. Ενίοτε η Αριστερά πληρώνει παλιές αμαρτίες.

Στη δική μας περίπτωση, για παράδειγμα, η Αριστερά (ΠΑΣΟΚ κι ό,τι υπήρχε στα αριστερά του) ήδη από τη δεκαετία του ’70 φλέρταρε με τον πατριωτισμό ώστε «να μην τον αφήσει στα χέρια των δεξιών». Πολλές φορές διολίσθαινε μάλιστα έως τον εθνικισμό, παραμένοντας ταυτόχρονα σε διάλογο με μάλλον αφελείς αλλά επικίνδυνους ελληνοκεντρισμούς ― όταν φυσικά δεν τους υιοθετούσε.

Βεβαίως κάθε φορά που κάποιος θα εγκαλούσε τους αριστερούς πατριώτες και τους μαρξίζοντες νεορθόδοξους η απάντηση συνήθως είχε να κάνει με τη Λατινική Αμερική («ναι, αλλά Ντομ Χέντερ Καμάρα», «ναι, αλλά στο Ελ Σαλβαδόρ») ή με την Αφρική και τα εκεί αριστερά και λαϊκά κινήματα.

Με τη μόνη διαφορά ότι ο αριστερός πατριωτισμός στη μεν Αφρική είχε αντιαποικιακό και αντιτριμπαλιστικό χαρακτήρα, στη δε Λατινική Αμερική αφορούσε τον αγώνα κατά ιμπεριαλιστών και πολυεθνικών μέσα σε λατινόφωνα έθνη κι εντός της λατινόφωνης ηπείρου.

Στην Ελλάδα απεναντίας ο ελληνοκεντρισμός ήταν θεμελιωμένος πάνω σε ύποπτες και σαθρές έννοιες όπως ο ελληνισμός και η ιδιοσυστασία του, το Γένος ως ένας τύπος «υπερέθνους», η ρωμιοσύνη και τα λοιπά.

Καθεμία από αυτές τις έννοιες εμπεριείχε την ιδέα της αυτοθυματοποίησης, που αποτελεί την καλύτερη δικαίωση της επιθετικότητας (θυμηθείτε τη Σερβία τη δεκαετία του ’90). Εντωμεταξύ η αυτοθυματοποίηση αποτελεί αρκετά παράδοξη στάση για έναν λαό που κυριαρχούσε πολιτισμικά αρχικά μέσω του Πατριαρχείου στα Βαλκάνια και αργότερα μέσω της αναγνωρισιμότητας του νεοκλασικού κράτους του στην Ευρώπη.

Παράλληλα η όλη σύλληψη της ιδιοσυστασίας ήταν αρκετά ασαφής ώστε να μπορεί να γίνει υλικό για ιμπεριαλιστικές και αντιδραστικές ιδέες και δραστηριότητες, όπως λ.χ. η Μεγάλη Ιδέα και κατόπιν η στανική ταύτιση του ελληνικού λαού με την Ορθοδοξία. Ήδη τη δεκαετία του ’80 για την Αριστερά λαός ήταν το ποίμνιο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη ― κι αναρωτιέται κανείς πού κολλάει ο μαρξισμός εκεί μέσα.

Όλα αυτά φυσικά η ελληνική Αριστερά δεν μπορούσε να τα αντικρύσει, θεωρώντας ότι μπορεί να παίξει καλύτερα από τη Δεξιά το παιχνίδι του ελληνισμού, άρα και του εθνικισμού και της πατριωτικής Ορθοδοξίας. Χαχά. Με την ανοχή της πατριωτικής Αριστεράς, όταν ήρθε η ώρα η πραγματική Δεξιά (και μάλιστα ούτε καν αυτή που εκπροσωπείται στην Βουλή) κατάφερε με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών να μαζέψει τα πλήθη της και να σείσει το Σύνταγμα.

Κάτι αντίστοιχο φαντάζομαι ότι γίνεται κι αλλού: όταν δεν μπορεί η Αριστερά να μαζέψει τον κόσμο ενώ ο κόσμος είναι έτοιμος να κατέβει στους δρόμους, τότε θα τον μαζέψει κάποιος άλλος. Συνήθως κάποιος υστερόβουλος άλλος.

Κάτι τελευταίο: διεθνισμός είναι να γνωρίζεις ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, συνεπώς ούτε οι λεγόμενοι προλετάριοι, ενώ κοσμοπολιτισμός είναι να νομίζεις ότι δεν έχεις εσύ πατρίδα επειδή έχεις στην τσέπη πέντε φράγκα…

Οι επόμενες εκλογές

Κάποιοι ανυπομονούν να ξαναρχίσουν αντιπολίτευση με όρους σχολαρχείου

Ίσως, και λέω ίσως, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουνε καταλάβει ακριβώς τι γίνεται γύρω τους. Το έχουνε ξαναπάθει, τη χαμένη άνοιξη του ’19

Η χυδαία πρόταση Τσίπρα να χώνουμε τους μετανάστες στα χωράφια βεβαίως και έχει προηγούμενο: στην Κύπρο λόγου χάρη απαγορεύεται οι αιτούντες άσυλο να εργαστούν σε οτιδήποτε εκτός από την καθαριότητα και τη γεωργία-κτηνοτροφία. Το θέμα δεν είναι όμως από πού την ξεσήκωσαν μια τέτοια πρόταση οι λογογράφοι του Αλέξη, το θέμα είναι αν ο ίδιος θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ τέτοιες αθλιότητες.

Η απάντηση είναι βεβαίως πολύ απλή: πασχίζουν εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ψαρέψουν δεξιούς ψηφοφόρους. Οι οποίοι βεβαίως ηδονίζονται μουλωχτά στην ιδέα ότι ένα δεύτερο κύμα «Αλβανών» και «Μπαγκλαντεσιανών» (γιούχου Μανωλάδα) θα μας έρθει για να δουλεύει στα χωράφια και στα περβόλια για μισό ξεροκόμματο. Αυτό που δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν στην Κουμουνδούρου είναι το εξής:

Η κεντροδεξιοί και λοιποί κεντρώοι που επιτέλους σιχάθηκαν το κυνικό και διεφθαρμένο τσίρκο που μας κυβερνάει (τους πήρε μόλις μια άλωση της χώρας και ενάμισυ εξευτελισμό της Δημοκρατίας) θα πάνε να το ρίξουν ΠΑΣΟΚ: χαριτωμένη, «κανονική» και μη-αριστερή (βασικό!) επιλογή, που αφενός όλους τους βολεύει και αφετέρου κρατάει τις συνειδήσεις τους σχετικά ήσυχες ― ιδίως αν το ΠΑΣΟΚ ξεφορτωθεί τον αρχιβρυκόλακα Λοβέρδο.

Η δεξιοί είναι οι δεξιοί και γι’ αυτό ποτέ η ΝΔ ή όπως αλλιώς θα τη λένε στο μέλλον δεν πρόκειται να πάρει κάτω από 20% με τίποτα. Ιδίως αν παίξουν κανα μοναρχοφασιστικό χαρτί (όπως έπαιξαν το ’19 το Μακεδονικό τους), μια χαρά τους βλέπω.

Η ανένταχτοι αριστεροί, από τους αναρχοκομμουνιστές μέχρι τα κλαμένα απόπαιδα του Κόμματος, δεν πρόκειται ποτέ να ψηφίσουν το κόμμα του οποίου δεν ηγείται ο Άρης Βελουχιώτης και το οποίο δεν θα κάνει περιφορά του σκηνώματος του Λένιν στη «Σκομπία» αμέσως πριν ανακηρύξει τη ΛΔΕ. Ίσα-ίσα θα επιλέξουν όοοολα αυτά τα ταξικώς αλαφροΐσκιωτα νεοΝΑΡίτικα ζαβά και τα συν αυτοίς να απέχουν, ακουσίως πριμοδοτώντας το πρώτο κόμμα, όπως κάνουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Το ΚΚΕ είναι το ΚΚΕ, τα είπα τις προάλλες και σεκλέτισα τους 5 κνίτες φίλους μου· και μόνον ότι ο Πιθηκαλώπηξ είπε ότι θα μπορούσε το ΚΚΕ να συμμετέχει σε ευρεία κυβέρνηση με το Μέρα25 και τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει και πόσο άμπαλος είναι ― πέρα από όλα τ’ άλλα.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά: αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να βάζει διαρκώς νερό στο κρασί του υποχωρώντας προς τη δεξιά φαυλότητα (όπως κάνει από τον Σεπτέμβριο του ’15 διαπράττοντας αηδίες ή κάνοντας μισές καλές δουλειές), ίσως να προσπαθήσει να πείσει τον λαό ότι παραμένει σταθερός στις όποιες αρχές του και ότι σε μια (αναπόφευκτη) κυβέρνηση συνεργασίας θα προσπαθήσει να ξεκάνει ένα μικρό μέρος της κολοσσιαίας ζημιάς που έκανε η κυβέρνηση που υφιστάμεθα αυτή τη στιγμή.

Με άλλα λόγια δεν υπάρχει πια καμία προοπτική αυτοδυναμίας ή και ποσοστών πάνω από το 25%. Όσο κι αν ονειρεύονται ένα νέο 2015, οι Συριζαίοι καλά θα κάνουν να προσαρμοστούν στην ιδέα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα κυβερνήσουν μαζί με το Μερα25 και με το ΠΑΣΟΚ.

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.

Τέρμα πια στις αυταπάτες κτλ.

Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην πρακτική να αποδομούμε με βάση τον μαρξισμό ή τον αναρχισμό τις σχέσεις παραγωγής, την πατριαρχία, την αστική ιδεολογία ― ακόμα και την τέχνη ― αλλά να τραβάμε τη γραμμή όταν θα πρέπει να προχωρήσουμε προς τη μεριά του να αποδομήσουμε λ.χ. το άβατο του Αγίου Όρους, παραδοσιακούς θεσμούς και ήθη, την έννοια του λεγόμενου Γένους ή και του έθνους. Και ούτω καθεξής.

Η αταβιστική θαλπωρή που αισθάνονται ότι νιώθουν όσοι αφήνουν στο απυρόβλητο μέρος του παλιού (και σαρακοφαγωμένου) κόσμου, ίσως επειδή απηχεί κάτι από γιαγιά ή παιδικότητα ή τη μαγεία και τον τρόμο ενός κόσμου μέσα από παιδικές ματιές, δεν δικαιολογεί τη σίγαση της κριτικής μας απέναντί του: κάθε ιεραρχικός θεσμός που καταχράται την εκχώρηση εξουσιών εκ μέρους μας πρέπει να αποσυναρμολογηθεί (και βλέπουμε μετά τι θα κάνουμε με πάρτη του).

Συνεπώς, η απορία πολλών προοδευτικών κεφαλών για τη λατρεία που τρέφουν οι μέσοι ριζοσπάστες Εγγλέζοι για τη θανούσα βασίλισσα τους είναι το λιγότερο υποκριτική. Δεδομένου του σοσιαλχριστιανικού και παραδοσιόπληκτου ενστερνισμού κάθε λογής «παράδοσης» εκ μέρους των εν πολλοίς ασώματων αυτών κεφαλών, θα έπρεπε να φωνασκούν λιγότερο: τις ίδιες οιμωγές θα έμπηγαν αν είχαμε έναν τάχα διάδοχο των Παλαιολόγων στον θρόνο. Άλλωστε ο σεβασμός των κεφαλών αυτών απέναντι σε ό,τι είναι Παράδοση με π κεφαλαίο είναι δεδομένος.

Κατά τα άλλα η εξιδανίκευση της «Παράδοσης» και η μετατροπή ανορθολογικών στοιχείων του παρελθόντος σε αξία μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε προνεωτερικές και προκαπιταλιστικές εποχές, άρα a priori άνευ καπιταλιστικής επιμόλυνσης και ιμπεριαλιστικής μανίας τάχα μου, έχει δυστυχώς καταστεί ξανά και ξανά προθάλαμος ιδεολογιών που όζουν (όνομα και μη χωριό). Αλλά τι μας διδάσκει η Ιστορία; ότι δεν μας διδάσκει τίποτα.

Για να το θέσω σχηματικά: μεταξύ του δεσποτικού νεοφιλελεύθερου μπλαζέ αθεϊσμού κάθε καθεστωτικού μεγαλοκαθηγητή και των παραληρημάτων ημιάγραμματων κομποσχοινοφόρων ρατσιστών γερόντων δεν θα διαλέξω ούτε το ένα ούτε το άλλο.

We are family

Συνέχεια αυτού εδώ, μάλλον.

Αντιλαμβάνομαι ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχετε καταπληκτική και βαθειά σχέση με τους γονείς σας: είναι φίλοι σας και εδραία στηρίγματα και διαρκής έμπνευση· είναι οι δικές σας ενσώματες Εδέμ. Γενικά η σχέση σας μαζί τους βρίσκεται πολύ κοντά στο ιδεώδες σχέσης γονιού-παιδιού.

Αν και η προηγούμενη παράγραφος είναι γραμμένη με σαρκασμό σαφώς ηπιότερο από όσο νομίζετε, εσάς δεν σας αφορούν τα παρακάτω.

Άλλοι και άλλες δυστυχώς δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν την ψυχοθεραπεία τους προτού ορφανέψουν. Σε αυτούς δεν τολμώ να απευθυνθώ γιατί ξέρω πως έτσι κι αλλιώς το πένθος για τον γονέα είναι ενδεχομένως το βαρύτερο και το οξύτερο, δαγκώνει ανελέητα και με πείσμα (το πένθος για παιδί δεν είναι πένθος, παρά ακρωτηριασμός που δεν λέει να επουλωθεί).

Σε όλους και όλες που απομένουν λοιπόν

που οι γονείς σας σας κακοποίησαν ή σας κακοποιούσαν·

που οι γονείς σας «απλώς» αδιαφορούσαν για εσάς·

που σας έβλεπαν σαν βαρίδια στην υπό διαφορετικές συνθήκες αναπόδραστη ευτυχία τους·

που τα μούτρα σας τους θυμίζουν την καριόλα μάνα σας ή τον καριόλη πατέρα που τους μαύρισε τη ζωή·

που έβγαζαν πάνω σας το άχτι μιας ζωής αξόδευτης·

που σας μεγάλωσαν πνίγοντάς σας σε εργώδεις προσομοιώσεις στοργής με ισχνή τρυφερότητα και περίσσεμα φροντίδας·

που θα σας έπλαθαν όπως ήξεραν και ήθελαν γιατί το καλό σας ήθελαν στο κάτω κάτω·

που σας είχαν για ψυχοπαίδια και παραπαίδια και δουλάκια κι υπηρέτριες κι υπηρέτες·

που σας ξέχασαν και μετά σας θυμήθηκαν αλλά υπεραναπληρώνοντας σας τυράννησαν·

που ήσασταν αξεσουάρ του πολύπλευρου ταλέντου τους για arte και famiglia και δεν ξέρω τι άλλο·

που κράταγαν αποστάσεις ώσπου βρίσκονταν τόσο μακριά ώστε να μην μπορείτε πια να τους διακρίνετε·

που σας εγκατέλειψαν στεγνά ή (ενδεχομένως χειρότερα) κατασκήνωσαν σε χέρσους γάμους «για χάρη σας»·

που αξιοποίησαν το γεγονός ότι προπορευόντουσαν 2 με 5 χρόνια στη γνώση του ποιες και ποιοι είστε για να σας πλήξουν ξανά και ξανά εκεί οπού θα πονέσετε…

Σε εσάς λοιπόν το μόνο που έχω να θυμίσω είναι το δίδαγμα της Στρέλλας και το δίδαγμα του Pose: την οικογένειά μας την επαναεπινοούμε και την επανιδρύουμε εμείς οι ίδιοι κι εμείς οι ίδιες. Εμείς θα επιλέξουμε και την ανάπαυσή μας και τα στηρίγματά μας: οι φίλοι μας και οι άνθρωποί μας και τα ταίρια μας και τα παιδιά μας (όπως κι αν προκύψουν) και όποιοι άλλοι άνθρωποι δεθούν μαζί μας είναι η οικογένειά μας. Εμείς τη φτιάχνουμε την οικογένεια, κοιτώντας το φευγαλέο τώρα, όχι τα ερείπια που μας δόθηκαν, τα ερείπια πίσω μας.

Διότι όπως είπε κι ο Χριστούλης «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».

Μια γιορτή της στέγνιας

Αντίδοτο Δεκαπενταυγούστου

Ποτέ δεν συμπάθησα τον Δεκαπενταύγουστο. Δεν είναι απροσδόκητο κάτι τέτοιο, γενικά αντιπαθώ το καλοκαίρι.

Σήμερα το πρωί, που με ξύπνησαν τζιτζίκια και χαρμόσυνες καμπάνες, νομίζω ότι έκανα ακόμα μια σύνδεση του γιατί μου είναι τόσο δυσάρεστη και αντιπαθής η γιορτή αυτή.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι γιορτή του ξεπαγιασμένου Βορειοευρωπαίου που ψάχνει λίγο φως και τη θέρμη κάποιας ελπίδας στα σκοτάδια μέσα στα οποία περνούν τον χειμώνα τα βόρεια πλάτη. Δεν ξετρελαίνομαι, αλλά κάτι μου λέει σαν γιορτή.

Το δε Πάσχα είναι η απόλυτη γιορτή ολόκληρου του βόρειου ημισφαιρίου. Αν δεν πέφτει νωρίς κι αν δεν είσαι άτυχος να ρίξει ένα χιόνι απριλιάτικο εκεί όπου ζεις, τα πάντα γύρω σου είναι χαρά θεού. Αρκεί να ζεις βορείως της Τύνιδας και της Λεμεσού, δεν υπάρχει τόπος που να μην είναι όμορφος ή και μαγευτικός την άνοιξη. Το Πάσχα θα κερδάει μέχρι να αλλοιωθεί εντελώς το κλίμα.

Τι να πει όμως κανείς για τον Δεκαπενταύγουστο: γιορτή για μια μάνα που πεθαίνει, ή που δεν πεθαίνει ακριβώς, όπως όντως δεν πεθαίνουν οι μάνες, στημένη για να προσφέρει ανάπαυλα σε ανθρώπους τσουρουφλισμένος, διψασμένους, θερμόπληκτους, μισοτυφλωμένους από την αντηλιά και μπουκωμένους από τη σκόνη της Μεσογείου. Ο Δεκαπενταύγουστος δεν θα μπορούσε να αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια στεγνή γιορτή της ξηρασίας.

Υπάρχει τέλος και αυτό:

Η σταδιακή μετατροπή της γιορτής σε «Πάσχα» και σε θερινό αντικατοπτρισμό του Ευαγγελισμού (πατρίδα και θρησκεία και μάνα μαζί) συντελέστηκε μετά το 1981 σταδιακά μέσα σε ένα τοπίο πυρίκαυστο, όπου οι πεφτοσυννεφάκηδες (κυρίως άνθρωποι των πόλεων) καταριούνται ως άλλοι Ζαχαρίες Παπαντωνίου τον εμπρηστή, αγνοώντας πώς πλάστηκε το ελληνικό τοπίο με τη μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι ή πώς ανακατανέμεται η έγγεια ιδιοκτησία στην Ελλάδα όταν δεν γίνονται αναδασμοί και προσαρτήσεις.

Η αναγωγή του Δεκαπενταύγουστου σε «μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης» γίνεται ώστε να τέρπονται χουντικοί απόστρατοι υπαξιωματικοί, μικρομεσαίοι πασόκοι καταχραστές, οικογενειάρχες και καταστηματάρχες γαλουχημένοι από τους δίδυμους μαστούς Ζωή-Σωτήρ.

Η έμφαση στον Δεκαπενταύγουστο επιτείνεται περαιτέρω σε μια χώρα όπου οι μόνες φωνές που ακούς πια είναι εκείνες που αρθρώνουν όλο στόμφο κάτι εσωτερικοί αποικιοκράτες, ευρωπαϊστές ανιστόρητοι κι αστοιχείωτοι, μια ντουζίνα ιταμοί δεσποτάδες που έχουνε ξεθαρρέψει γιατί δεν είναι πια μόνο φολκλόρ-βάφτιση-γάμος-εγκαίνιο, τηλεοπτικές περσόνες νταγκλαρισμένες από την κοινοτοπία που ζουν, πού και πού κανας αριστερός με τσιτάτα στα σοσιαλμήντια, χυδαίοι γέροντες στα καφενεία και μπροστά στις τηλεοράσεις τους.

Nothing’s gonna change my world

Δεν νομίζω ότι ήμασταν ποτέ επαναστατικός λαός. Τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες ή Ρωμιοί ή πείτε μας όπως να ‘ναι δεν είχαμε ποτέ καμμία διάθεση να επαναστατήσουμε. Δεν μας ενδιέφερε ποτέ να φέρουμε τα πάνω κάτω, να ανατρέψουμε, να φέρουμε το καινούργιο, να φτιάξουμε τον δικό μας δρόμο.

Οι Έλληνες προτιμούμε την πεπατημένη από την αβέβαιη αναρρίχηση, διαλέγουμε επανειλημμένα να πιστέψουμε ότι αναβιώνουμε κάτι παρά ότι ξεκινάμε κάτι καινούργιο: δεν θέλαμε να γεννήσουμε έναν νέο Λαό παρά να αναστήσουμε το υπάρχον Γένος και τα αρχαία κλέη του, δεν θέλαμε να τελειώνουμε με τα παλιά αλλά να ξεκινήσουμε και να ολοκληρώσουμε (μέσα από κάθε Μεγάλη Ιδέα) μια κάποια Παλιγγενεσία. Κατανοητό μεν, θλιβερό δε.

Βαθιά μέσα στον πυρήνα της νοοτροπίας του ελληνικού λαού, της ελληνικής ιδεολογίας, δεν βρισκόταν ποτέ η ανατροπή κι η επανάσταση. Αυτό που συνέβη στην Τουρκία λ.χ. μεταξύ 1919 και 1928 μάς είναι πέρα από αδιανόητο.

Ο νεωτερικός κόσμος για τους Έλληνες είναι ιδανικός επινοητής εργαλείων και μέσων, αλλά οι ιδέες του είναι είτε επίφοβες είτε σκιές των ελληνικών απαρχών του, αμυδροί απόηχοι του ελληνικού κόσμου που (κακά τα ψέματα) τελείωσε το 146 π.Χ. Ακόμα και η ορθόδοξη πίστη, η λιγότερο κωδικοποιημένη αλλά και πιο βραδυκίνητη εκδοχή του Χριστιανισμού, για εμάς υπήρξε απλώς η ορθή εκδοχή του νεοπλατωνισμού στην καλύτερη περίπτωση.

Ποτέ δεν θελήσαμε να εκθρονίσουμε τον θεό ή τους θεούς του κόσμου τούτου, παρά να τους αναθέσουμε την κηδεμονία μας. Είτε μιλάμε για την Act of Submission που προσφέραμε στους Βρετανούς, είτε για τη φοβική στάση της Αριστεράς του 20ου αιώνα μην τυχόν και την ταυτίσουν οι ιδεολογικοί εχθροί της με ελευθέρια ήθη και ενγκελσιανές απόψεις κατά της οικογένειας, σχεδόν κάθε πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα μετά το 1821 είχε στόχο να μας ανεύρει τον κατάλληλο αφέντη και να μας προσαρτήσει στην κουστωδία του και γενικότερα να διαφυλάξει την κανονικότητα της οικογένειας και της φάρας και του τόπου μας.

Το να πουλάς επανάσταση, ανατροπή και ριζοσπαστικότητα στην Ελλάδα μπορεί να γίνει με επιτυχία μόνον αν ο κόσμος πιστεύει ότι κατά βάθος δεν εννοείς τίποτε από τα παραπάνω, ότι απλώς ζητάς 10 για να πάρεις 7, ότι τελικά δεν είσαι διαφορετικός από εμάς ή κι από τους άλλους. Ακριβώς γι’ αυτό νοσταλγούν την πασοκάρα του Παπανδρέου όσοι δεν ήταν καν γεννημένοι τότε, γι’ αυτό ξαναβγήκε ο Σύριζα τον Σεπτέμβριο του ’15: απέδειξαν ότι είναι κανονικές πολιτικές δυνάμεις στην τελική, που μάλιστα βοήθησαν κάπως και όσους η αιώνια Δεξιά χαντακώνει.

Το αντίφωνο των Beatles που έβαλα για τίτλο δεν είναι για τον ελληνικό λαό προσευχή να διατηρηθεί η ευτυχισμένη κι ασταθής ισορροπία μεταξύ των παλιρροϊκών δυνάμεων που απειλούν την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι εμμονική μάντρα να μην κουνηθεί τίποτα τόσο όσο να γκρεμιστεί οτιδήποτε. Άλλωστε, πώς να αγαπήσουμε τους σεισμούς;

Φερέφωνα

Συστηματικοί και συνεπείς απολογητές ολοκληρωτικών καθεστώτων ή αυταρχικών κυβερνήσεων υπάρχουν παντού. Για πολλούς από αυτούς πάντως η συμπαράταξη με την εξουσία ή με την καταστολή δεν είναι προϊόν πεποιθήσεων παρά ανάγκης.

Κάποιοι είναι μίσθαρνοι, κάποιοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους τζάμπα εμμονικώς, κάποιοι κάνουν τα φερέφωνα ελπίζοντας (όχι μάταια) να βολευτούν.

Κάποιοι επικαλούνται τον Ορθό Λόγο, κάποιοι την Ανάγκη· οι πιο αδίστακτοι επικαλούνται και τα δύο.

Γνωρίζουν πως και οι αντιφάσεις τους και οι πλανεμένες μαντείες τους θα λησμονηθούν. Στη χειρότερη περίπτωση θα βαφτίσουν τον δόλο τους πλάνη και θα πάνε παρακάτω.

πες

Town of Cereste. 1976. Melon plantations covered with plastic.

Oh, Jeremy Corbyn! ή O, Ernesto Valverde.

Λίγοι οι ρυθμοί, πολλές οι κατευθύνσεις.

Πες la rime et la raison, πες το ξανά και πες το μεγαλόφωνα ― πάει μια χαρά και πάει και γαβγίζοντας θυμωμένα, όπως η γαλλική ραπ.

Πες στα κρύσταλλα των πάγων κινδυνεύουμε ― μια χαρά πάει κι αυτό και ας μη σημαίνει και κάτι, τι να σημαίνει άλλωστε; Σύνθημα. Σύνθημα είναι ο ρυθμός, το σάλπισμα: τα κύματα των φωνών όπως σκάνε κι όχι λέξεις, όχι λέξεις δύσκολες και όχι προτάσεις που κάθε κόμπος τους συνδέεται από ιστούς αράχνης.

Πες ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, πες το καθαρά και μη σκέφτεσαι τι λες. Άσε τον ρυθμό. Ο ρυθμός. Νομίζεις ότι ο ρυθμός σε οδηγεί στο νόημα. Όμως ο ρυθμός είναι ρυθμός, είναι επωδή κι είναι ρεφραίν, είναι the beat beat beat of the song buzzing in your head now, head like a bum dum.

Αλλά στο νόημα σε οδηγεί το έργο μόνον. Ίσως κι ο λόγος. Αλλά ο λόγος είναι εργαλείο. Δεν είναι το νόημα. Το πρόβλημα δεν είναι οι λέξεις, το θέμα είναι οι σκέψεις. Δεν φταίει η γλώσσα, δεν ξέρει η γλώσσα, δεν φτιάχνει η γλώσσα, δεν στέγει η γλώσσα, δεν στέργει η γλώσσα: δεν φταίει το νυστέρι, δεν φτιάχνει το καλέμι, δεν στέγει το μυστρί, δεν στέργει το χέρι.

Αλλά μη σε νοιάζει. Δεν πειράζει. Δεν επηρεάζει.

Πες λοιπόν ότι το Χ είναι το αντίθετο του Ψ κι ότι δεν υπάρχουν διαφορές παρά μόνον αντιθέσεις.

Πες ότι δεν αρκεί να είναι κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο, θα πρέπει να είναι το θετικό στο αρνητικό του, να είναι το αρνητικό το θετικό του, το αρσενικό στο γιανγκ του και το θηλυκό στο γιν του. Άσπρο και μαύρο· γραμμές καθαρές κι επιφάνειες ομοιόμορφες. Πες το εσύ και έτσι θα είναι.

Πες ό,τι θες. Στήσε έναν κάναβο, βάλε κάτι από εδώ εντός του, ρίξε κάτι από εκεί, απέναντι, τράβα κάποιες γραμμές. Έχεις σχήμα κι έχεις ερμηνεία. Τώρα πες ό,τι θες κι όπως το θες, τώρα υπάρχει σχέδιο και πορεία, τώρα έχεις ειρμό. Κανείς δεν θα ρωτήσει γιατί έβαλες εκεί το εκεί και απέναντι το εδώ.

Πες πως δεν είναι το νόημα, πες πως είναι ο ρυθμός κι οι αντιθέσεις, η άρση κι η θέση κι ο αντιχρονισμός. Πες πως είναι κομψό κι έτσι πείθει, πες πως ακούγεται σωστά και για αυτό είναι ακριβές.

Πες και κάποιος θα ακούσει. Ιδίως αν πεις αυτό που θέλει να ακούσει. Αλλά εσύ πες.

Άλλο σημαία και άλλο θυρεός

Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ σημαίας και θυρεού.

Ο θυρεός αποσκοπεί παραδοσιακά στο να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν ένα σύνολο, είτε αυτό το σύνολο είναι μία οικογένεια είτε είναι μία δυναστεία (οπότε πρόκειται για οικόσημο) είτε είναι ένα κράτος (οπότε πρόκειται για εθνόσημο) είτε οτιδήποτε άλλο.

Το τελευταίο βασιλικό οικόσημο

Παραδείγματος χάρη, το άνωθι οικόσημο περιέχει τον θυρεό της τότε βασιλικής οικογένειας, ο οποίος συμπεριλαμβάνει εμβλήματα όλων των κλάδων της οικογένειας των λεγόμενων Γλύξμπουργκ: κάτω αριστερά θα δείτε τον ισλανδικό μπακαλιάρο (ως πρώην κτήσης της Δανίας), πάνω αριστερά θα δείτε το οικόσημο των Δανών βασιλιάδων ― και πάει λέγοντας.

Απεναντίας η σημαία αποσκοπεί στο να συμβολίσει την αφαίρεση, το κοινό: αυτό που ενώνει τους πολλούς. Συνεπώς είναι αφαιρετική συνήθως, ενώ όταν πρέπει να συμπεριλάβει κάτι το ειδικό, το αποτυπώνει πάνω της ως θυρεό. Της ίδιας εποχής με το αποπάνω οικόσημο είναι η σημαία που χρησιμοποιούσε τότε το Βασίλειο της Ελλάδος:

Βασίλειο της Ελλάδος

Συνοψίζοντας, ενώ ο ρόλος του θυρεού (ή του λάβαρού, που απεικονίζει τον θυρεό) είναι να αποτυπώσει όλα τα συστατικά που απαρτίζουν κάτι, απεναντίας ο ρόλος της σημαίας είναι να αναδείξει ως σύμβολο ό,τι είναι κοινό, δηλαδή την αφαίρεση που θεωρούμε ότι μας ενώνει. Για αυτό άλλωστε και ιστορικά οι επιτυχημένες σημαίες είναι πολύ αφαιρετικές, περισσότερο σημεία παρά σύμβολα, και για αυτό ενίοτε αναζητούνται ερμηνείες εκ των υστέρων για τα; στοιχεία τους π.χ. για τα χρώματά τους. Παράδειγμα:

Ινδονησία

Με βάση τα παραπάνω, η ύπαρξη (πραγματική ή εικονική) πάνω από 50 σημαιών για υποομάδες ή κοινότητες εντός του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ παραπέμπει μάλλον σε φατρίες, σινάφια, φράξιες και παρατάξεις, πάντως όχι σε κοινότητες ― ούτε βεβαίως σε Κινήματα.

Τα λάβαρα των 17 φατριών (contrade) της Σιένας

Τελετουργικώς ακάθαρτοι

Μιλάω πολλές φορές για αγροτοποιμενική ηθική και αγροτοποιμενικά ήθη, και είμαι βέβαιος ότι πάρα πολλοί αναγνώστες θεωρούν ότι πίσω από αυτούς τους περιγραφικούς χαρακτηρισμούς κρύβεται κάποιου είδους ξινός και λίγο σουσουδίστικος τάχα μπουρζουά ελιτισμός.

Όχι ακριβώς.

Ο ελληνικού τύπου πουριτανισμός και η ελληνικού τύπου μισανθρωπία αρθρώνονται όχι με βάση κάποιο σύστημα άτεγκτων αρχών, ακλόνητων αξιών ή με την απειλή θεοδικίας. Τουλάχιστον όχι στη βάση τους, ασχέτως τι αιτιολογήσεις δίνονται εκ των υστέρων. Ο ελληνικός πουριτανισμός είναι οικογενειοκεντρικός, τοπικιστικός και βασίζεται στην ομερτά. Όμως διακρίνεται και από κάτι άλλο: την έννοια του ακάθαρτου, του μαγαρίσματος.

Ας δούμε ένα κάπως σχηματικό παράδειγμα. Αν χρειαστεί να φιλοξενήσετε έναν πραγματικά βρώμικο και εξαθλιωμένο άστεγο στο σπίτι σας, από αυτούς που έχουν γδάρει οι δρόμοι, είμαι βέβαιος ότι όταν θα μπορέσει να πάει κάπου αλλού (ενδεχομένως κάπου καλύτερα) θα πάρετε τα σεντόνια και τις πετσέτες που χρησιμοποίησε και θα τα πλύνετε στους 90 βαθμούς, ώστε να βεβαιωθείτε ότι καθάρισαν, ενώ μετά θα πατήσετε και ένα καυτό σίδερο. Εάν ωστόσο είστε φορέας της αγροτοποιμενικής ηθικής, θα θεωρήσετε ότι τα κλινοσκεπάσματα και οι πετσέτες έχουν μαγαριστεί ανεπανόρθωτα ότι είναι πλέον μεταφυσικώς ακάθαρτά· συνεπώς η πρώτη σας ροπή θα είναι να τα πετάξετε ή και να τα κάψετε ― δεν λέω ότι θα το κάνετε οπωσδήποτε, ωστόσο αυτή θα είναι η πρώτη σας σκέψη.

Αυτό το υπόλειμμα μαγικής σκέψης, γραφικής ή μη, κάθε άλλο παρά περιορίζεται στον χώρο του φολκλόρ: σκεφτείτε λόγου χάρη πώς θα διαχειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες τον ρουχισμό ενός πεθαμένου ή ακόμα καλύτερα πως θα χειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες την πληροφορία ότι τους χαρίστηκαν ρούχα που ανήκαν σε πεθαμένο, ίδιος αν πέθανε φορώντας τα. Τα ρούχα αυτά όσο κι αν πλυθούν και σιδερωθούν θα παραμένουν ακάθαρτα και μαγαρισμένα: μολυσμένα από τον θάνατο.

Αντίστοιχα, όπως πολλοί γνωρίζουμε, οι περισσότεροι ορθόδοξοι Έλληνες είναι έτοιμοι να αποδεχτούν ότι δεν θα χειροτονηθούν ποτέ γυναίκες ακριβώς λόγω της έμμηνης ρήσης, ακόμα και τις μέρες που δεν έχουν οι γυναίκες περίοδο: το γεγονός ότι μπορεί να έχουν περίοδο ή ότι είχαν περίοδο τις καθιστά μαγικά ακάθαρτές.

Και βεβαίως η έννοια του μαγαρίσματος πάει πολύ πιο μακριά από αυτές τις μάλλον παραδοσιακές αντιδράσεις απέναντι στην τελετουργική καθαρότητα ή και στον θάνατο. Οι αφρικανοί και οι Ρομά, αλλά και ο αλλόθρησκοι και οι γενικότερα αλλόφυλοι, είναι κατά κάποιον τρόπο ακάθαρτοι. Είναι πολύ διαφωτιστικός η συνέπεια με την οποία θα αποφύγει ο λεγόμενος «μέσος Έλληνας» να αγγίξει ανθρώπους τους οποίους κατατάσσει στις παραπάνω κατηγορίες. Τα ίδια ισχύουν και για όσους είναι άρρωστοι π.χ. από καρκίνους που σίγουρα δεν μεταδίδονται με το άγγιγμα. Υπενθυμίζω τέλος ότι αντίστοιχες συμπεριφορές είχαν επιδείξει οι Βαλκάνιοι Έλληνες απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από 100 περίπου χρόνια, χωρίς καν να βάλει κάποιος την συζήτηση τους πρόσφυγες του δικού μας αιώνα.

Για να γίνει συζήτηση ακόμα πιο δυσάρεστη, είναι προφανές ότι ο παθητικός ομοφυλόφιλος άνδρας αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα διαφορετικά από ό,τι τα υπόλοιπα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ακριβώς επειδή είναι τελετουργικά ακάθαρτος με αντίστοιχους τρόπους. Και έτσι, εάν τα τρανς σώματα αντιμετωπίζονται ως κάτι τερατώδες (και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο) οι μπότομ άντρες (στρέιτ ή γκέι) αντιμετωπίζονται ως ακάθαρτοι ― κι αυτό το αντανακλαστικό δεν ελλείπει εντελώς ακόμα και μέσα από τους κόλπους της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ.

Νομίζω λοιπόν ότι είναι χρήσιμο να τα έχουμε τα παραπάνω υπόψη όταν προσπαθούμε να σπάσουμε ρατσιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές και παρόμοια αντανακλαστικά. Πρέπει ακριβώς να έχουμε υπόψη ότι στην περίπτωση της δικής μας κοινωνίας οι συμπεριφορές αυτές και τα αντανακλαστικά αυτά δεν πηγάζουν από θρησκευτικές εντολές ή από κοινωνικές επιταγές, παρά από έναν μαγικό και τελετουργικό φόβο του Άλλου και του Ξένου ως σημαδεμένου και μαγαρισμένου.