Κι άλλες σημειώσεις για το Κυπριακό

Ethnographic_distribution_in_Cyprus_1960.jpg
Διαβάζεται μετά από αυτό και από αυτό.

Στρατοί

Ο υπερφίαλος τύραννος Ερντογάν δήλωσε ότι τουρκικός στρατός θα υπάρχει «για πάντα» στην Κύπρο. Υπενθυμίζω ότι «για πάντα» στη διεθνή πολιτική μπορεί να είναι από περίπου 20 έως (μετά βίας) 74 χρόνια. Πάντως έχει δίκιο ο Ερντογάν εν προκειμένω: κάθε σχέδιο λύσης του Κυπριακού προβλέπει παραμονή 900-1000 Ελλήνων στρατιωτών και 600-700 Τούρκων επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι κατά τα άλλα αποστρατικοποιήμενη.
Ούτως ή άλλως, η παραμονή κάποιας δύναμης άμυνας στο νησί είναι καλή ιδέα για δύο λόγους. Πρώτον, οι σφαγές του παρελθόντος έγιναν με κυνηγετικά όπλα, που βρίσκονται παντού, με εξαίρεση τα ανδραγαθήματα της ΕΛΔΥΚ το 1967 και τα τρόπαια του τουρκικού στρατού εισβολής το 1974. Δεύτερον, η Κύπρος δεν βρίσκεται κάτω δεξιά στον σχολικό χάρτη της Ελλάδας, μεταξύ Ρόδου και Κρήτης, αλλά στην καρδιά της Εγγύς Ανατολής, του Λεβάντε: γεωγραφικώς ανήκει στη Μέση Ανατολή, 22 λεπτά από τη Βυρητό και 38 από το Τελ Αβίβ.
Δηλαδή θα διαλυθεί ο στρατός της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά;
Παρακάμπτοντας το ότι η ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς είναι αντισυνταγματική και θεμελιώθηκε νομικώς στο Δίκαιο της Ανάγκης, η Εθνική Φρουρά δεν είναι ο στρατός της Κύπρου: είναι η δύναμη άμυνας της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Γι’ αυτό και οι Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι Κύπριοι πολίτες δεν πάνε φαντάροι.

Εγγυήσεις και βάσεις

Δηλαδή είστε υπέρ των εγγυήσεων;
Όχι, με τίποτα και ποτέ. Πρόκειται για άθλιο απομεινάρι του αποικιακού παρελθόντος και όργανο νεοαποικιακής ηγεμονίας. Οι εγγυήσεις πρέπει να καταργηθούν οπωσδήποτε. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε σωστοί αντιιμπεριαλιστές, επίσης πρέπει να ξηλωθούν οι κυρίαρχες (μετάφραση του sovereign) βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας: εδάφη υπό βρετανική διοίκηση όπου ισχύει το αγγλικό δίκαιο: κράτη εν κράτει.
Πάντως η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία φρόντισε πριν δυο-τρία χρόνια να εξασφαλίσει το μέλλον των βάσεων με συμφωνία η οποία συμπεριλαμβάνει και μυστικά άρθρα.

Υποτέλεια;

Πολλοί φοβούνται και ευλόγως ότι στην απίθανη περίπτωση που θα λυθεί το Κυπριακό, το κράτος θα είναι υποτελές στην Τουρκία.
Προφανώς το ότι κατέχεται στρατιωτικά το 38% του κράτους επί 42μισυ χρόνια δεν συνιστά μορφή υποτέλειας στην Τουρκία, και μάλιστα υποτέλειας που έχει ως αποτέλεσμα τον πλήρη εξανδραποδισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας (δεν τα λέω εγώ αυτά, Τουρκοκύπριοι μού τα λένε).
Προφανώς το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-πελάτης (client state) του Ισραήλ, των απολυταρχιών του Περσικού Κόλπου και μετά το 1991 της Ρωσίας δεν συνιστά μορφή υποτέλειας. Για τις βρετανικές βάσεις τα είπαμε.
Βεβαίως υπάρχει αντίλογος: άλλο η de facto κατοχή, άλλο η de jure «υποτέλεια» και άλλο η εθελοδουλία στο Ισραήλ, στους εμίρηδες και πρίγκηπες, στη Ρωσία. Εγώ πάλι αναρωτιέμαι δύο πράγματα:
  • μέχρι πότε θα κρυβόμαστε πίσω από την αυταπάτη ότι η κατοχή είναι μια προσωρινή και ανώμαλη κατάσταση χωρίς ιστορικές συνέπειες,
  • μέχρι πότε η «απελευθέρωση» και τα «Δεν Ξεχνώ» θα παραμένουν κενή ρητορική για κατανάλωση στα σχολεία ή θα συνιστούν συνθήματα που σφετερίζονται οι φασίστες.

Σε αγαπώ, πάτερ Ζωσιμά

Photo 30-12-16, 00 24 16
 
Οι Lost Bodies είναι ενδεχομένως το καλύτερο ελληνικό συγκρότημα. Καλύτεροι και από τις πολυαγαπημένες Τρύπες. Οπωσδήποτε πάντως οι Lost Bodies έχουνε δυσανάλογα μικρή προβολή και επιφάνεια σε σχέση με την έκταση, την πρωτοτυπία, την ποιότητα και τη σημασία του έργου τους (επίτηδες δεν λέω «της μουσικής τους»).
 
Οι Lost Bodies βρίσκονται μεταξύ τεχνικά άψογου κιθαριστικού ροκ, Laurie Anderson και πανκ. Και το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης με δυσκολία ορίζεται ή περιορίζεται από την τομή αυτών των τριών συνόλων.
 
Οι Lost Bodies βρίσκονται πέραν των αναγνωρίσιμων μουσικών ειδών και γενών, αλλά όχι με τον τρόπο του κλισεδιασμένου ‘genre defying’ ακκισμού: δεν μπερδεύουν λίγο από εκείνο και λίγο από το άλλο, π.χ. μια πρέζα ρεμπέτικο με πλούσια μπλουζ μπεσαμέλ ή παραδοσιακά ακούσματα με ενορχήστρωση Metallica. Οι Lost Bodies κάνουν αυτό που κάνουν γιατί μόνον έτσι μπορούν να το κάνουν· τα μέσα τους είναι τα εκφραστικά μέσα τους γιατί τα διάλεξαν και γιατί τα κατέχουν και άρα μπορούνε να τα κάνουν ό,τι θέλουν· με άλλα λόγια, μιλάμε για τέχνη.
 
Το μουσικό σκέλος δεν είναι κάτι για το οποίο θα καθήσει διαβάσει κανείς: πρέπει να πας να τους δεις ζωντανά ώστε να ακούσεις για τι είδους τεχνική και μαεστρία μιλάμε, για πόσο καλά προβαρισμένους και δεμένους μεταξύ τους μουσικούς πρόκειται. Οι Lost Bodies είναι κιθαριστική μπάντα με λιγότερο ή με πολύ ηλεκτρισμό, που άλλοτε σπέρνει με ελεγχόμενο θόρυβο τύπου και ποιότητας Sonic Youth, άλλοτε εκτελεί βιρτουόζικα κρυστάλλινες ροκ και παλαιορόκ συνθέσεις. Είναι χαρά να ακούς αυτούς τους ανθρώπους να παίζουν: αποτελούν χορταστική ροκ εμπειρία, σε σημείο που φίλοι μου κιθαρίστες δεν τολμούνε καν να τους ζηλέψουν γιατί τους θεωρούν πέρα από τον φθόνο, και δικαίως.
 
Τα τραγούδια τους είναι περιβόλι, με την καλή έννοια: δίλεπτα ξεσπάσματα τύπου Ramones, μελοποιημένα σκετς (Καβγαδάκι), σουρεαλιστικά σουξέ, τραγούδια διαμαρτυρίας, Καβάφης με μουσική υπόκρουση, ευαγγελικές περικοπές με μουσική υπόκρουση (Ο φθόνος των εχθρών του), ποιητικές απαγγελίες όπως ο Ιλισσός ή ο πάτερ Ζωσιμάς, καθώς και ένα σωρό ακούσματα που δύσκολα περιγράφονται.
 
Ακόμα και σε κομμάτια που η διάθεση του πανκ χαβαλέ είναι έκδηλη, όπως οι Σωλήνες, το Γελάστε ή το Αξέχαστο, και οι συνθέσεις και το παίξιμο που δίνουν δύο κιθάρες, ένα μπάσο και μια ντραμς είναι καθαρή απόλαυση. Δεν υπάρχει πουθενά προχειρότητα ή, έστω, μελετημένη ατημελησία.

Στιχουργικά, όπως υπαινίχθηκα, υπάρχουν τραγούδια από τον οραματικό Ιλισσό και το διακειμενικά παμπόνηρο Σε αγαπώ πάτερ Ζωσιμά μέχρι το λακωνικό Hans Wurst ή το οριακά σκυλοπόπ-χιπχόπ Παρίσι-Ντακάρ (before skylopop / hip hop was cool). Η θεματολογία των Lost Bodies, απαλλαγμένη από ροκ εμμονές τύπου σεξ-ντραγκς-μπάχαλα, γίνεται πάρα πολύ σοβαρή εκεί που δεν το περιμένεις (όπως στο Τούρμπο δύναμη ή στο ασυγκράτητο και σχεδόν συνθηματολογικό Αρκετά) αλλά και αβάσταχτα αστεία με τρόπο και διάθεση που ξαναβρήκαμε και καταχραστήκαμε μέχρι εξουθένωσης στα σοσιαλμήντια (π.χ. στο Καβγαδάκι ή στο Υπερβολικά).

Νομίζω ότι χρειάζεται να ακούσουμε περισσότερο και πολύ προσεκτικότερα τα Χαμένα Κορμιά.

Πόθεν και πώς

 

Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης το βασικό θέμα σήμερα είναι η δήλωση πόθεν έσχες της Κωνσταντίνας Κούνεβα.
Η κυρία Κούνεβα υπήρξε θύμα επίθεσης με βιτριόλι τον Δεκέμβριο του 2008, η οποία την άφησε με βαρειά αναπηρία. Όσοι δεν γεννηθήκαμε χτες γνωρίζουμε ότι η σκληρότητα και η βαρβαρότητα σε δολοφονικές επιθέσεις προστίθενται ως άρτυμα για να παραδειγματίσουν και να εκφοβίσουν· θυμηθείτε λ.χ. τα θεάματα με φρικιαστικές εκτελέσεις που διοργανώνουν οι μαφιόζοι ή το Daesh.
Η επίθεση κατά της Κούνεβα έγινε κατ’ εντολήν όσων ενοχλούνταν από τη συνδικαλιστική της δράση. Δεδομένου ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο συνδικαλισμός ελέω ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αποτελεί αναπόσπαστο εξάρτημα της μηχανής διαφθοράς, αν η συνδικαλιστική δράση σου ενοχλεί τόσο πολύ ώστε να σε βιτριολίσουν για εκφοβισμό, σίγουρα κάτι πάρα πολύ καλό κάνεις ως συνδικαλιστής.
Η κυρία Κούνεβα δήλωσε ότι έχει καταθέσεις 340.000 ευρώ, πηγή των οποίων είναι οι δωρεές που έχει δεχθεί εδώ και οχτώ χρόνια. Σημειωτέον ότι το ποσό ύψους περίπου 250.000 ευρώ που της επιδικάστηκε ως αποζημίωση δεν το εισέπραξε ακόμα.
Κάποιοι ρωτούν γιατί δεν διέθεσε τα χρήματα αυτά σε όσους έχουν ανάγκη, εφόσον την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη εικάζουμε ότι την καλύπτει η ασφάλισή της ως ευρωβουλεύτριας. Αναρωτιέμαι αν η ασφάλιση που παρέχει η ΕΕ στους ευρωβουλευτές είναι διά βίου, ίσως θα έπρεπε κάποιος να μας διαφωτίσει. Οι ανάγκες για περίθαλψη και υποστήριξη ενός ΑμεΑ όπως η κυρία Κούνεβα είναι πάντως υπόθεση που θα την αφορά και μετά το πέρας της βουλευτικής θητείας της.
Άλλοι αναρωτιούνται γιατί η κυρία Κούνεβα αγόρασε δύο ακίνητα από το 2008 και μετά. Δεν ξέρω, ενδεχομένως επειδή έχει οικογένεια. Αυτό που γνωρίζω πάντως είναι πως κι εγώ όταν κληρονόμησα 55.000 ευρώ το 2008 έσπευσα να τα ρίξω σε 69 τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο. Τέτοια είναι τα αντανακλαστικά της εργατικής τάξης, σπεύδουμε να εξασφαλίσουμε στέγη και την οικογένειά μας, αφού δεν σκαμπάζουμε από μαργιόλικα tax breaks και από σκιώδεις επενδύσεις όπως ο μέσος γόνος, πολιτικός ή μη. Το έχει επισημάνει και η κυρία Λυμπεράκη, άλλωστε.
Επί της πολιτικής ουσίας:
Αν η επίθεση στο πρόσωπο της κυρίας Κούνεβα αποτελεί κίνηση απαξίωσης του συνδικαλισμού, είναι ατυχής: υπάρχουνε τόσοι και τόσοι προσφορότεροι στόχοι, όπως οι κομματικοεξαρτημένοι συνδικαλιστές, κάτι καρεκλοκένταυροι υποταγμένοι σε συμφέροντα κι εργοδότες.
Αν η απόπειρα διασυρμού της Κούνεβα γίνεται ώστε να πληγεί ο Σύριζα, προτείνω να επιτεθεί κανείς στην αδυναμία ή απροθυμία του κόμματος
  • να τερματίσει τη Μνημονιοκρατία ή έστω
  • να υποταγεί στην τρόικα με αξιοπρέπεια ή έστω
  • να προχωρήσει σε κοινωνικές αλλαγές και ρήξεις που δεν κοστίζουνε χρήματα ή έστω
  • να εμποδίσει στελέχη του να συμπεριφέρονται όπως οι σκληρυμένοι παλαιοπασόκοι.
Πάντως να αφήσουμε ήσυχη μια ηρωική συνδικαλίστρια που έμεινε ανάπηρη από εγκληματική επίθεση όσων έκτοτε χρησιμοποιούν λ.χ. τη ναζιστική συμμορία για να λύνουν εργατικές διαφορές· επίσης να αφήσουμε ήσυχη μια ξένη εργάτρια η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει την δική της περίθαλψη και αποκατάσταση ενώ μεριμνά για τους δικούς της ανθρώπους. Έστω και αν παραμένει εκπρόσωπος του Σύριζα στην Ευρωβουλή.

Το Κακό και το Χειρότερο στη Συρία

Κανονικά το θέμα το έχει καλύψει ο Μιχάλης Παναγιωτάκης. Ας προσθέσω όμως αυτά:

Το ότι πρέπει να προσηλώσουμε το βλέμμα στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται στην Υεμένη, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν και στο Ιράκ δεν συνεπάγεται ότι θα αποστρέψουμε το βλέμμα από τη σφαγή στο Χαλέπι και από τα εγκλήματα πολέμου του Άσαντ.

Το ότι οι Αμερικάνοι και η παρέα τους αλλά και οι Ρώσοι είναι ιμπεριαλιστές εγκληματίες δεν σημαίνει ότι ο Ασάντ δεν είναι αιμοσταγής τύραννος.

Το ότι ένας από τους εχθρούς του Άσαντ είναι το Daesh δεν συνεπάγεται ότι ο Άσαντ βρίσκεται εις τόπον Ρούζβελτ: άλλωστε, ένας άλλος εχθρός του είναι π.χ. οι Κούρδοι.

Γενικά, δεν υπάρχει είτε-είτε· νόμιζα ότι αυτά λύθηκαν μετά το ρεσιτάλ άκριτης σερβολαγνίας στον πόλεμο της Βοσνίας, ιδίως μετά το φιάσκο των Ελλήνων αντι-ιμπεριαλιστών που αρνούνταν ότι έγινε τίποτε περιωπής στη Σρεμπρενίτσα.

Επίσης, όσοι πολέμησαν τον ναζισμό στο πλευρό των ιμπεριαλιστών, των σταλινικών και των αποικιοκρατών δεν είχαν όλοι την ψευδαίσθηση ότι τάσσονται με το Καλό εναντίον του Κακού, πολλοί ήξεραν ότι υπερασπίζονται το Κακό απέναντι στο αδιανόητα Χειρότερο:

They who in folly or mere greed
Enslaved religion, markets, laws,
Borrow our language now and bid Us
to speak up in freedom’s cause.
It is the logic of our times,
No subject for immortal verse—
That we who lived by honest dreams
Defend the bad against the worse.
(Cecil Day-Lewis)

Τέλος, όσοι απλώς παίρνουμε θέση σε κάτι που μας φαίνεται ντέρμπυ, θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο συνετοί. Θα έπρεπε τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι εν έτει 2016 να ξεχωρίσουμε το Κακό από το Χειρότερο στη Συρία.

 

Κυπριακό: αν όχι ομοσπονδία, τι;

24
Ένας Κύπριος φίλος μού ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για την πρόσφατη τοποθέτηση του ΚΚΕ στο Κυπριακό, στην οποία το κόμμα καταδικάζει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως πλαίσιο λύσης, στο οποίο αντιπροτείνει «Ενιαία Κρατική Συγκρότηση». Ο ίδιος φίλος μού έστειλε την απάντηση του αδελφού του κόμματος ΑΚΕΛ, το οποίο τάσσεται ξανά υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Ο φίλος μου τέλος προσθέτει ότι σε διεθνές συνέδριο κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στο Βιετνάμ, στο οποίο συμμετείχαν και το ΑΚΕΛ και το ΚΚΕ, 47 από τα 55 κόμματα υπέγραψαν δήλωση αλληλεγγύης στις προσπάθειες επανένωσης της Κύπρου ως διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μέσα στα 47 ήταν το ΚΚ Τουρκίας, ενώ στα 8 που δεν υπέγραψαν ήταν το ΚΚΕ.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι οι απόψεις του ΚΚΕ για το Κυπριακό καθεαυτές  ενδιαφέρουν το ευρύτερο ελληνόφωνο κοινό. Ωστόσο, απηχούν κάτι από την αποστασιοποίηση του ελληνικού κοινού από το Κυπριακό, οπότε είναι ενδιαφέρον να σχολιαστούν, έστω και αποσπασματικά κι επιλεκτικά.

Τακτικισμοί ένθεν και ένθεν

Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει το ΚΚΕ, αλλά και όσοι αντιτίθενται στη λύση του Κυπριακού όπως προωθείται από το 1975, είναι οι πάμπολλοι και δαιδαλώδεις τακτικισμοί της τουρκοκυπριακής και της τουρκικής πλευράς, για παράδειγμα το να ζητάνε 10 με σκοπό να εξασφαλίσουν 7 κτλ. Βεβαίως ποτέ δεν συζητήθηκαν οι τακτικισμοί της ελληνοκυπριακής και της ελληνικής πλευράς, ενδεχομένως με το σκεπτικό ότι «το δίκιο είναι με το μέρος μας»… Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία που ακολουθείται για την επίτευξη μιας συμφωνίας και η όποια συμφωνία καθεαυτή είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Περί ενιαίου κράτους

Η επαγγελία «ενιαίου κράτους» βγήκε από την κατάψυξη του 2003 και αποτελούσε την ημιεπίσημη θέση της κυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο.
Βεβαίως, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία είναι η βάση για λύση που συμφωνήθηκε από τον Μακάριο και τον Κυπριανού, ήδη από το 1975 και το 1977: δεν αναφάνηκε με το Σχέδιο Ανάν.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα κανείς στην Κύπρο δεν θέλει ενιαίο κράτος. Πρώτον, ενιαίο κράτος υπήρχε στο νησί μεταξύ 1960 και 1963 και απέτυχε γιατί κατά τη δική μας πλευρά «δεν ήταν βιώσιμο»· πιο ψύχραιμοι παρατηρητές διατείνονται ότι το ενιαίο κράτος του ’60 σαμποταρίστηκε από τους υπερπατριώτες και των δύο κοινοτήτων, αλλά σκεφτείτε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα υπερτερούσε 4 προς 1 σε πληθυσμό απέναντι στους Τουρκοκυπρίους, ενώ είχε στα χέρια της το 97% της έγγειας ιδιοκτησίας σε μια κατά βάση γεωργική τότε οικονομία. Δεύτερον, η νεκρανάσταση ενός ενιαίου κράτους θα σηματοδοτούσε τον υποβιβασμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε απλή μειονότητα, ενώ παράλληλα θα συνεπαγόταν ότι οι Τουρκοκύπριοι θα είχανε λόγο στις υποθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας μέσω των βουλευτών ή και των υπουργών τους στο ενιαίο κράτος.

Ανιστορικότητες

Τα παραπάνω θέματα, όπως και η απόδοση ευθυνών, μπορούν να συζητιούνται επ’ αόριστον, άλλωστε συζητιούνται ασταμάτητα τουλάχιστον τα τελευταία 42 χρόνια (στην πραγματικότητα από το 1957, όταν διχοτομήθηκε η Λευκωσία). Το βασικό πρόβλημα με την επιδίωξη για ενιαίο κράτος είναι ότι πρόκειται για βαθύτατα ανιστορική επιθυμία, πράγμα ασύγγνωστο για τους ιστορικοκεντρικούς κομμουνιστές αλλά και για οποιονδήποτε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Το ομοσπονδιακό μοντέλο συμφωνήθηκε οριστικά το 1977 κι έκτοτε ενσωματώνεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για τα οποία και αποτελεί απαρασάλευτα το μόνο πλαίσιο λύσης. Πάντως οι άλλες δύο επιλογές είναι η διχοτόμηση και το ενιαίο κράτος.
Η de jure αποδοχή της διχοτόμησης της Κύπρου, κρυφή φαντασίωση κάποιων εθνικιστών αλλά και πολλών «πραγματιστών» του χρήματος και της θεότητας της Αγοράς, θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση κάθε αρχής διεθνούς δικαίου, ενώ θα δημιουργούσε κάκιστο προηγούμενο για άλλες περιπτώσεις προσαρτήσεων ή ανακήρυξης κρατών κατόπιν κατοχής: στο Αζερμπαϊτζάν, στη Γεωργία, στην Παλαιστίνη, στην ξεχασμένη Δυτική Σαχάρα και αλλού.
Όπως ξέρουμε, το ενιαίο κράτος ούτε δούλεψε ούτε είναι αποδεκτό εκ μέρους και των δύο κοινοτήτων.
Κάπως πιο αναλυτικά: δεν είναι δυνατόν μετά από τις συγκρούσεις του 1957-59, το δοτό και κολοβωμένο Σύνταγμα του ’60, τις σφαγές Τουρκοκυπρίων του 1963, τις ναπάλμ και την παραλίγο εισβολή της Τουρκίας το 1964, τους θύλακες και την τρομοκρατία μεταξύ 1964 και 1974, το προδοτικό πραξικόπημα, την εγκληματική εισβολή και την 42ετή κατοχή, την εγκαθίδρυση κράτους-μαριονέτας στον Βορρά το 1983, τη διαπραγμάτευση του 2003-2004 και τα δημοψηφίσματα του 2004 και την έκτοτε αδράνεια και détente να συζητάμε στην Ελλάδα (αλλά και στην Κύπρο) τη λύση του Κυπριακού ξανά και ξανά με όρους ανιστορικών αρχών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο ΔΗΣΥ, κόμμα που στεγάζει από νεοφιλελεύθερους και κλασικούς δεξιούς μέχρι φανατικούς εθνικιστές και τους τέως πραξικοπηματίες οι οποίοι δεν αυτομόλησαν προς καρατζαφερικούς σχηματισμούς και προς το φασιστικό ΕΛΑΜ, υποστηρίζει σταθερά τη λύση της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας τουλάχιστον από το 2000. Και αυτό παρότι, με βάση τις αρχές του, ο ΔΗΣΥ θα επιθυμούσε μια ελληνική Κύπρο, αν όχι την Ένωση.

Από τα κάτω

Σε καμμία περίπτωση δεν προτείνω να κάνουμε πολιτική χωρίς αρχές, στη βάση μιας Realpolitik του κυνισμού των ισχυρών. Τουναντίον, θεωρώ ότι οι αρχές μας πρέπει να καθοδηγούν την πολιτική μας βούληση — πράγμα που τελικά συμβαίνει έτσι κι αλλιώς. Παράλληλα, γνωρίζω πολύ καλά ότι αντί για τη λύση «των ιμπεριαλιστών», «του καπιταλισμού», «των πρώην αποικιοκρατών», το βέλτιστο θα ήταν να υπάρξει μια λύση του Κυπριακού από κάτω, μια λύση λαϊκή και των εργατών κατά το ΚΚΕ, κινηματική κατ’ άλλους, μια λύση που να προέρχεται από τη βάση των δύο κοινοτήτων σύμφωνα με όσους γνωρίζουν ότι το νησί έχει ελάχιστους βιομηχανικούς εργάτες.
Με δυο λόγια: πολλοί, όχι μόνον οι κομμουνιστές, θα προτιμούσαμε μια λύση από κάτω. Και μάλιστα πολλοί εργάστηκαν προς αυτή την κατεύθυνση από το 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα στο νησί. Ωστόσο, δεκατρία χρόνια μετά οι κοινές («δικοινοτικές») πρωτοβουλίες περιορίζονται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και σε μερικές από κοινού αναιμικές διαμαρτυρίες. Ο μόνος κοινός συλλογικός φορέας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι τυπικά το Πανεπιστήμιο Κύπρου και ονομαστικά το ΑΚΕΛ. Δυστυχώς, η λύση από τα κάτω όχι μόνο δεν περπάτησε, δεν ξεκίνησε καν. Κακά τα ψέματα, στην πολιτική οι αρχές μας πρέπει να υποστηρίζονται από τη βούληση κάποιας οργανωμένης συλλογικότητας, είτε πλειοψηφικής είτε μικρής και δυναμικής, αλλιώς δεν ξεφεύγουν από τη σφαίρα των πολιτικών φαντασιώσεων.

Δίκαιη και βιώσιμη

Μετά από το 1957-1974 της δικοινοτικής βίας και την 42ετή κατοχή, οι δύο κοινότητες στο νησί ζούνε χωριστά και, χάρη στον Ντενκτάς στον Βορρά και στους μαξιμαλιστές στον Νότο, καλόμαθαν στο να ζούνε χωριστά. Εδώ δεν θα καταθέσω τις δικές μου εκτιμήσεις για το τι θα επιθυμούσε η ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα πω μόνον ότι με δυναμική και μη-προσχηματική διαπραγμάτευση εκ μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς μπορεί να διασφαλιστεί η ομοσπονδιακή λύση να είναι και δίκαιη (εν έτει 2016, 42 χρόνια μετά από την καταστροφή, ή 53 χρόνια μετά, αν είστε Τουρκοκύπριος)  εκτός από βιώσιμη. Αποτελεί άλλωστε χαρακτηριστικό των επιτυχών ομοσπονδιών, λ.χ. στο Βέλγιο ή στην Ελβετία, ότι επιτρέπουν σε κάθε κοινότητα να ρυθμίζει τα δικά της ζητήματα ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τις υποχρεώνει να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν στο επίπεδο που επιθυμούν. Συνεπώς, αν πράγματι αποφασίσουν οι Ελληνοκύπριοι σε ποια ζητήματα του δικού τους πολιτικού και καθημερινού βίου επιθυμούν να έχουνε λόγο οι Τουρκοκύπριοι, εύκολα θα αποφασίσουνε πόσο χαλαρή ή ισχυρή ομοσπονδία θέλουνε και σε ποιους τομείς.

Η Κύπρος των Ελλήνων

Στην Ελλάδα τα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα φαντάζουν ακατανόητα: οι περισσότεροι Καλαμαράδες έχουμε στον νου μας μια ακριτική ελληνική επαρχία, κάτι σαν τη Θράκη, διαμορφωμένη αφενός από την επιλεκτική (ποιητική άλλωστε) ματιά του Σεφέρη το ’53 και αφετέρου από την αντιπάθεια του υπερσυγκεντρωτικού ελληνισμού μας απέναντι σε ό,τι δεν μιμείται τη φωνή του κέντρου του. Αυτός ο σεφερικός τόπος όπου το θαύμα ακόμα ζει, όσο αλλόκοτος κι αν είναι, υφίσταται κατά τον μέσο Καλαμαρά ξαφνικά μια βάρβαρη τουρκική εισβολή το 1974 και έκτοτε ζει ημικατεχόμενος, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί το κυπριακό Ππι-Άι-Όου (Public Information Office).
Πολύ φοβάμαι ότι όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, είναι θύμα αυτής της πολύ κοντόφθαλμης οπτικής.
(Για τη σεφερική ματιά στην Κύπρο προτείνω το «Seferis and Cyprus: Images, Places, ideologies» του Χαράλαμπου Σωφρονίου στο περιοδικό Cadences τ. 12, 48-52.)

 

Ζωή του μέλλοντος αιώνος: «Γραμματα σε νεκρό εραστή» της Βέρας Ι. Φραντζή

VJF exofyllo

Η Άφρα Μπεν (Aphra Behn) είναι η σημαντικότερη συγγραφέας και δραματουργός της περιόδου της Παλινόρθωσης (17ος αιώνας) στην Αγγλία. Σύμφωνα με ένα ντοκυμαντέρ που είδα πρόσφατα, η Μπεν ξεχωρίζει και επειδή υπήρξε πρωτοπόρος αλλά και επειδή δεν έγραφε γυναικεία, αφού ακόμα τότε δεν είχε επινοηθεί η γυναικεία γραφή ως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό

Το κειμενικό είδος της γυναικείας γραφής κυρίως έχει να κάνει με κειμενικές πρακτικές και σχεδόν καθόλου με τη γυναικεία φύση. Τις συμβάσεις της γυναικείας γραφής καθορίζουν τελικά οι προσδοκίες του άντρα-αναγνώστη σχετικά με το πώς και τι θα έπρεπε να γράφει μια γυναίκα. Η δε γυναικεία ποίηση εξιδανικεύει το παράπονο και αναδεικνύει έναν αισθαντισμό εξαϋλωμένο, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Επιπλέον, στα ελληνικά συμφραζόμενα η γυναικεία ποίηση είναι ένα λιγομίλητο είδος στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται κλεισμένο σε εσωτερικό χώρο, μινυρίζοντας για την ασάλευτη ζωή ένδον. Ο τόνος είναι χαμηλόφωνος και το τέμπο συνήθως andante.

Τα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» είναι ανταποκρίσεις από τη ζωή, ή μάλλον από το αίτημα για ζωή όπως της δίνει περιεχόμενο, σάρκα και πρόσωπο ο έρωτας. Ο έκκεντρος χαρακτήρας της συλλογής φανερώνεται κιόλας από το κείμενο που ακολουθεί την αφιέρωση. Το κείμενο λέγεται «νησιώτης στην πόλη» και ξεκινάει ως πεζό περιηγητικό κείμενο μέσα στον Πειραιά. Ύστερα εμφανίζεται ο Τσαρούχης και «μια εντύπωση ενός άνδρα που χαμογελάει». Όμως, «αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας, μα κολάζ πολλών ανδρικών μορφών». Κι αμέσως μετά το πεζό ξηλώνεται και αναλύεται σε στίχους όπου ο άντρας αυτός, το κολάζ πολλών ανδρικών μορφών, μεταπλάθεται τελικά σε έναν συγκεκριμένο άντρα που η περιπατήτρια αρπάζει από τον Τσαρούχη και ο οποίος λιτανεύεται στον Πειραιά, ώσπου «κάποια στιγμή να σηκωθεί, / να σε αποχαιρετήσει».

Υπάρχουνε λοιπόν στα ποιήματα του βιβλίου πολλοί εραστές ή ένας που μεταμορφώνεται διαρκώς. Αυτός ο εραστής γίνεται κάθε τόσο αντικείμενο απεύθυνσης. «Άρα γυναικεία ποίηση», θα έλεγε κάποιος. Όχι, γιατί τελικά το θέμα των ποιημάτων του βιβλίου δεν είναι οι ίδιοι οι εραστές και τα καθέκαστα των σχέσεων, παρά η δυνατότητα για ζωή που προσδοκούμε να πραγματώσει ο έρωτας.

Η συλλογή λοιπόν δεν αφοσιώνεται σε απουσίες, μοναξιές και ματαιώσεις, παρότι τις εξιστορεί συνοπτικά. Η ποίηση της Φραντζή παρακολουθεί τη ροπή από τη σωματικότητα στον έρωτα και από τον έρωτα στη ζωή. Θέμα της λοιπόν είναι, όπως κατά Σεφέρη, το ζωντανό σώμα της ίδιας της ποιήτριας, ειδωμένο από τη σκοπιά του καθόλου εξιδανικευμένου έρωτα και μέσα από τους φακούς που η γυναικεία σωματικότητα προσφέρει. Το ποιητικό βίωμα εδώ δεν είναι ποσώς εξαϋλωμένο, απεναντίας φιλτράρεται ανατομικώς μέσα από οργασμικά υγρά, από το αίμα της περιόδου και την κύηση, από τομές-αμυχές-διεισδύσεις (όπως στα ποιήματα «περιγράφοντας ανίερα πράγματα» και «γκρεμνοί») και κυρίως από την ικανότητα του γυναικείου σώματος να εγκολπώνεται.

Η σωματικότητα αυτή υπάρχει και κινείται σε τοπίο αστικό. Πράγματι, ο χώρος μέσα στον οποίο ζούνε τα ποιήματα της συλλογής δεν αποτελείται τόσο από σεντόνια και κρεβάτια ερωτικά, δηλαδή τις τόσο προσφιλείς σε ποιήτριες ματαιώσεις κλειστού χώρου, παρά συγκροτείται από την πόλη και την ανθρώπινη πανίδα της: πόλη είναι οι άνθρωποί της, ενώ η ματιά απέναντί τους δεν είναι φιλοπερίεργη και αποστασιοποιημένη, παρά μια ημιτελής κίνηση ταύτισης μαζί τους:

«Γιατί δε με παίρνεις τηλέφωνο;”
(Έμαθα και πως οι άνδρες κυνηγούν τις γυναίκες
και πως τις παρακαλάνε,
όταν έχουν πιει δυο ουζάκια ή έχουν χάσει
όλα τα λεφτά τους στην πρέφα.
Αλλά οι γυναίκες θέλουν τύχη, τεχνική και εμπειρία.
Θα ’πρεπε να το ξέρουν οι χαρτοπαίκτες αυτό.)

Η καθόλου άγουρη και λεπτεπίλεπτα επεξεργασμένη έκφραση της Φραντζή είναι στυφή και οξύστομος. Της λείπει ο αισθαντισμός και κάθε γλυκειά μελαγχολία ενώ η όποια εσωστρέφεια των ποιημάτων είναι κειμενική και όχι ψυχολογική. Στα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» οικεία εκφραστικά μέσα δεν θα βρούμε, το αλλόκοτο μάλιστα πολλές φορές μάλιστα ενεδρεύει εκεί όπου δεν το περιμένουμε.

Η μη οικεία και σχεδόν παραδοξολογική έκφραση, η στυφή ποίηση, αποτυπώνει ωστόσο συναισθήματα καθόλου οικεία και σίγουρα καθόλου προφανή. Δεν είναι τζάμπα ή αυτοαναφορικά δύστροπος ο λόγος της Φραντζή, και εδώ βρίσκεται μία από τις μεγάλες αρετές του: χωρίς ευπρέπειες και χωρίς γλυκασμούς, διακρίνεται από άγρια παρρησία που όμως δεν γίνεται καταγγελτική ή πομπώδης. Μια αίσθηση αυτού του σχεδόν uncanny (ή unheimlich, αν προτιμάτε), του αλλόκοτου σύμπαντος που περιέχει το μικρό βιβλιαράκι είναι και το ποίημα «Ταυτότητα», ουσιαστικά το συναξάρι μιας αποσυναρμολόγησης.

Η ποίηση της Φραντζή ξεχωρίζει τεχνικά λογω της κίνησής της, καθώς έρχεται και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, πολλές φορές τον διεμβολίζει και τον διαπερνά, και μετά απλώνεται ξανά σε ανθέμια και αλλόκοτες μορφές. Ο βαθμός επεξεργασίας και το πόσο περίτεχνα δουλεμένα είναι τα ποιήματα φαίνεται λ.χ. σε ένα απόσπασμα όπως αυτό, από το ποίημα «οι γοργόνες ερωτεύονται»:

έχω βάλει υποθήκη δυο χιλιάδες όνειρα
και ονειρώξεις-θυμιατά που επείγουν
ανάμεσα στα πόδια σου
τόσες πολλές πληροφορίες που με αναγκάζουν
να σε ερωτεύομαι
κάθε βράδυ
επιβάλλεσαι σε κάθε σκηνικό όπως αξίζει σε
έναν εραστή που επιβαρύνει την υγεία του
με απουσίες
στο τέλος καταλήγεις γυμνός και ντροπαλός
με υποθερμία από αυτή του βυθού
της θάλασσας
με έναν χαυλιόδοντα που σε κάνει άντρα μου
από την αρχή του παραμυθιού.

Η κίνηση και συστροφή της φόρμας, το μοναδικό και αλλόκοτο του οράματος, η τάχα ανέμελη αλλά συστηματική επεξεργασία, αναδεικνύονται με σαφήνεια και σχεδόν εκπάγλως στο «Βάρος του κόσμου», μια μεγάλη σύνθεση πρισματική και σχεδόν αφηγηματική. Για μένα, εδώ διαγράφεται το όραμα της Φραντζή με ορμή κι ενάργεια. Διαρκείς αλλαγές σκηνικού και τόνου, φωνές ενσωματωμένες, διαθέσεις εγκιβωτισμένες η μία μέσα στην άλλη, πραγματικά ανοικειωτική έκφραση που ενσαρκώνει ένα όραμα αλλόκοτο, όπως είπα: όραμα που μετακινεί την οπτική γωνία σου, όραμα καθόλου συμπαθητικό ή χαριτωμένο, με σκηνές που ως διάθεση φέρνουνε σε λεπτόμέρειες από το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Με άλλα λόγια, στο «Βάρος του κόσμου» γινόμαστε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες σε μικρές συντέλειες χωρίς όμως το θέαμα που μάθαμε να τις συνοδεύει:

Σαν τα θερμοκήπια κλειστά, περιφραγμένα.
Κάποιος θα βρει μια ξυραφιά.
Και θα μπολιάσει αυτό το βόμβο ελπίδας που έχει ο
καθένας στην επιφάνεια των νυχιών και των νεκρών ιστών
την απροστάτευτη λιακάδα.
Εγώ κυκλοφορώ με δέρμα κάτω από έναν πλανήτη που
φλέγεται αρματωμένος
και έχω χιλιάδες λεξούλες να περιστοιχίζουν το κορμί μου
ανταμωμένες σε ένα χορό παραδοσιακό
μπάλος νησιώτικος
αντικριστός
μάχη λέξη με λέξη.

Τέλος, σε ένα από τα μικρά «σπαράγματα» προς το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε

δεν έζησα
δεν έζησα
δεν έζησα
τον έρωτα μας στην ολότητά του
τον έβαλα ενέχυρο
και αγόρασα χρυσάφι
αγάπη, μου είπε ο τοκογλύφος

Νομίζω ότι εδώ συνοψίζεται η ροπή προς τη ζωή μέσω του έρωτα, που ανέφερα πιο πάνω. Και κάτι από το πόσο ανοιχτή, άρα ικανή να μας μετακινήσει, είναι η ποίηση των «Γραμμάτων σε νεκρό εραστή»: τι είναι αυτή η «αγάπη» που «είπε ο τοκογλύφος»; Το ίδιο το χρυσάφι; Το αντίτιμό του με σκοπό ακόμα ένα ενέχυρο; Αποκαλείται αγάπη η ίδια η συμβολική ενεχυρίαση;

Τις απαντήσεις ως συνήθως τις δίνει ο αναγνώστης αφού έχει κλείσει το βιβλίο.

*

Τα «Γράμματα σε νεκρό εραστή» θα παρουσιαστούν την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου στις 8:30 στο Bios (Πειραιώς 84). Λεπτομέρειες εδώ.

«for having created new poetic expressions within the great American song tradition»

Η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει οράματα όταν δίνει Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αναγνωρίζει κυρίως ένα από τα κατορθώματα της τέχνης του λόγου: να ανοικειώνει, να μετακινεί την οπτική μας γωνία, μεταπτωτικά πολλές φορές, να μας δείχνει το Λοξό και το Άλλο που κρύβονται στο προφανές. Και πώς αλλιώς, άλλωστε; Λέτε π.χ. να συνάχτηκαν το ’79, να διάβαζαν φωναχτά και να είπαν «ε ρε φίλε, τι ωραίες παρηχήσεις! δες κάτι σένια κρυφά λογοπαίγνια!»; Από αυτή την άποψη το όραμα του Ντύλαν είναι λιτό, εναργές και απέραντο, μια ποιητικώς αποθεωμένη Αμερική (δεν ανέφερα τζάμπα τον Ελύτη).
Μην είμαστε λοιπόν αμνήμονες: η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε πέρσι τη δοκιμιογράφο Αλεξίεβιτς, την Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Ράσελ to 1950 και το 1953 την Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ή κάτι τέτοιο) του Τσώρτσιλ. Γιατί τα θεώρησε σπουδαία έργα λόγου, όχι γιατί τα πέρασε για επικά ποιήματα ή πεζή μυθοπλασία. Αν δεν ήταν η Ακαδημία υπερσυντηρητική, όπως οι ακαδημίες κάθε είδους σχεδόν οφείλουν να είναι, θα βράβευε και την Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών του Ζινν.
Συντηρητική ξε-συντηρητική, η Σουηδική Ακαδημία δεν είναι περιχαρακωμένη σε στερεοτυπικούς ειδολογικούς και γραμματολογικούς ορισμούς. Σε αυτό διαφέρει από το αναγνωστικό και γνωμοδοτικό κοινό στην Ελλάδα, που θεωρεί ότι ο Ντύλαν δεν είναι Λογοτεχνία γιατί το έργο του δεν εμπίπτει στην κατηγορία «μυθοπλασία» ή «ποίηση στο χαρτί».
Στην Ελλάδα η λογιοτατοσύνη (όχι λογιότητα, όχι λογιοσύνη) μας έχει φάει και μας έχει ξαναφάει τουλάχιστον από τον καιρό του Σολωμού. Είναι διασκεδαστικό το μένος και τα επιχειρήματα κατά του να βραβεύονται «στιχουργοί», αν και ο Ντύλαν στιχουργεί όσο εγώ κάνω αστυνομικό ρεπορτάζ, ίσως και λιγότερο. Το μένος όμως τροφοδοτείται από την ψώρα της λογιοτατοσύνης, ελέω και αυτή του σχολικού μας συστήματος: όταν συζητάμε τον λόγο και τα έργα του, ταυτίζουμε το μέσο, τον λόγο, με συγκεκριμένες και λογίως αποδεκτές μορφές τέχνης του.
Στην Ελλάδα λέμε λ.χ. ότι «ο κινηματογράφος είναι τέχνη». Και όταν λέμε «τέχνη» εννοούμε κάτι μεταξύ Μπέργκμαν, Τρυφώ και Παρατζάνοφ, Κουροσάβα, Μαλ και Κάπρα: το σινεμά του auteur. Όπως όμως μας υπενθυμίζει η Αθηνά Καρτάλου στη διδακτορική διατριβή της, ο κινηματογράφος είναι μέσο με το οποίο μπορεί να γίνει τέχνη αλλά μπορούν κι ένα σωρό άλλα πράγματα να γίνουν, όπως και να γίνει τέχνη που δεν είναι σινεμά του auteur. Ομοίως, ο λόγος είναι μέσο, με το οποίο μπορεί να γίνει τέχνη αλλά  κι ένα σωρό άλλα πράγματα: μπορεί να γίνει και τέχνη που δεν είναι πεζή μυθοπλασία ή ποίηση του βιβλίου.
Τέλος, αν δεν παραλάβει ο Ντύλαν το Νόμπελ δεν θα πρωτοτυπήσει ούτε σε αυτό.

 

Για τον Γιο του Σαούλ

hero_Son-of-Saul-2015
Αν όσα παριστάνει η ταινία παρουσιάζονταν σε πρώτο πλάνο, θα ζαρώναμε και θα τα τοποθετούσαμε απέναντί μας, σαν θέαμα μέσα στα τόσα θεάματα φρίκης. Η τεχνική της ταινίας δεν μας επιτρέπει να σταθούμε απέναντι στη φρίκη, πολύ περισσότερο δεν μας αφήνει να αποστασιοποιηθουμε από αυτή. Παράλληλα δεν μας επιτρέπει να τη διαχειριστούμε χρησιμοποιώντας συναισθηματισμό, ούτε καν το συναίσθημα.
Η ταινία είναι ό,τι πιο φρικιαστικό έχω δει στη ζωή μου. Δεν υπάρχει πλάνο που να μην είναι αριστούργημα αλλά σε κάνει να ασφυκτιάς από φρίκη. Η φρίκη ενισχύεται από τη συνειδητοποίηση πως όσα βλέπεις ούτε αδιανόητα είναι ούτε πράγματα του παρελθόντος. Όσο διαρκούσε η ταινία είχα μουδιάσει και ήθελα να πεθάνω, και ήδη από τα πρώτα λεπτά δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει: κάτι που είναι μεγάλη ειρωνεία γιατί το «τέλος» είναι παρόν από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο καρέ.
Η ταινία αναπαριστά το απόλυτο Κακό, το Ολοκαύτωμα. Ενδεχομένως με έναν τρόπο κατάλληλο για την εποχή μας που βλέπει πνιγμένα παιδιά και βομβαρδισμένα νοσοκομεία στα δελτία ειδήσεων και στο facebook. Όπως είπε ένας φίλος, αν  η υπερκατανάλωση του Ολοκαυτώματος στο σινεμά ενέχει τον κίνδυνο να το συνηθίσουμε, να το αποδεχτούμε και τελικά να το ευτελίσουμε, «από αυτόν τον υπαρκτό κίνδυνο, μας διέσωσε ο László Nemes για τα επόμενα 20-30 χρόνια».
Η ταινία ανατριχιαστικά κι ανθρώπινα αποδίδει τη φρενήρη εκβιομηχάνιση της εξόντωσης στο Ολοκαύτωμα, όπως τη διαπιστώνει η Χάνα Άρεντ. Δεν τολμάς να κοιτάξεις πίσω από το πρόσωπο του Σαούλ, ενώ τα αυτιά σου δεν ησυχάζουνε στιγμή.
Μόλις τελείωσε το έργο σκέφτηκα πόσο μεγάλη απάτη και τι χυδαίος φενακισμός είναι να εικονογραφείται κινηματογραφικά το Κακό ως κυρίως μεταφυσικής προελεύσεως: ως φοβιστικοί διάολοι, ανθρωποφάγοι δαιμόνοι και καταχθόνιοι θεοί. Αυτό το λέω γιατί αντιλαμβανόμενοι το Κακό (ας το πούμε έτσι) μόνον ή κυρίως ως μεταφυσικό τρόμο μεταθέτουμε την πηγή του από την προσωπική ευθύνη (προϊόν της οποίας είναι και το Ολοκαύτωμα) στο ασυνείδητο, δηλαδή στο Id και στα τέρατά του.

 

Παρεξήγηση, my ass

Photo 11-9-16, 21 21 34.jpg

Η χθεσινή κατρακύλα της θλιβερής κυβέρνησης στα θέματα σχεσεων με την Εκκλησία είναι κωμικοτραγική αλλά μάλλον αναμενόμενη. Η κυβέρνηση αυτή είναι ανίκανη να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αναγκαίες αλλαγές έστω και σε μη-οικονομικό επίπεδο. Συρόμενη από συνθηκολόγηση σε φιάσκο και από εξαπάτηση σε παλινωδία αναδεικνύεται σε επιτελείο λιγότερο ικανό από την κυβέρνηση ΓΑΠ και πολλαπλά καταστροφικότερο.
Αλλά ας σταθούμε στη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αυτού του άτυπου αλλά πανίσχυρου πολιτειακού παράγοντα: ότι λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις.
Την παρεξήγηση ως ερμηνεία του «γιατί μαλώνουμε» την επικαλείται παραδοσιακά η ελληνική κουτοπονηριά, όπου η κουτοπονηριά αποτελεί βεβαίως πολιτική αναλυτική κατηγορία. Γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης:
«Οι ελληνικές ταινίες του ’60 και του ’70, αυτός ο υπερτιμημένος και παραχαϊδεμένος άθλιος μηχανισμός ιδεολογικής αποχαύνωσης της ελληνικής κοινωνίας, χρησιμοποιούν την παρεξήγηση όπως η τραγωδία τον από μηχανής θεό. Στο τέλος, εκεί που όλοι παντρεύονται, αποκαλύπτεται ότι δεν υπήρχαν πραγματικές συγκρούσεις ούτε υλικές αντιθέσεις ούτε οτιδήποτε άλλο αξίζει να πάρεις έμπρακτη θέση για αυτό, αλλά μόνο ένα πρόβλημα συνεννόησης. Μία θέση εξαιρετικά βολική για μια βαθιά ταξική κοινωνία, η οποία εξερχόταν από την πληγή του εμφυλίου.
Την ίδια αφήγησης της «παρεξήγησης» ωστόσο, αποδέχθηκε ασμένως και η μετεμφυλιακή αριστερά, για να εξηγήσει τον αποκλεισμό της από την ελληνική πολιτεία: οι κομμουνιστές τις δεκαετίες που ακολούθησαν την ήττα, δεν υπερασπίστηκαν κανέναν άλλο στόχο πέρα από το να πουν ότι στην πραγματικότητα ήταν εξίσου «καλοί Ελληνες» με τους αστούς και να ζητήσουν να γίνει κατανοητή αυτή η πραγματικότητα -όλες οι πραγματικές αντιθέσεις που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στην πόλωση, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε εδώ την ιδεολογική επιρροή του υπαρκτού σοσιαλισμού: και εκεί όλα τα προβλήματα ανάγονταν σε «παρεξηγήσεις», ποτέ σε ανταγωνιστικά συμφέροντα μέσα στην κοινωνία.»
Υπάρχει όμως κι ακόμα μία διάσταση: η «παρεξήγηση» ως εργαλείο για την απαξίωση της πραγματικής διαφωνίας και για την ακύρωσή της χρησιμοποιείται ήδη από τις παραδοσιακές ελίτ στην Ελλάδα: τον κοτζαμπάση (συγγνώμη: «προύχοντα»), τον παπά-δεσπότη-γούμενο, τον pater familias, την τυραννική πεθερά, τον έμπορα κτλ.
Η παρεξήγηση είναι μια βολική μη-ερμηνεία για τα αίτια της όποιας σύγκρουσης και είναι βεβαίως αντιδιαλεκτική: δεν υπήρξε καν αντίθεση στη θέση μου, δεν ετέθη ποτέ ζήτημα οποιασδήποτε αμφισβήτησης, διαφωνίας ή — θεός φυλάξοι! — σύγκρουσης.
Η εκ των υστέρων επίκληση της παρεξήγησης βρίσκεται στην ίδια κατηγορία περιορισμού του φάσματος της συζήτησης και της διαφωνίας με τον αντανακλαστικό τρόμο της «διχόνοιας» που επικαλούνται οι καινοφανείς Έλληνες αστοί ήδη από την εποχή του Βενιζέλου (του κανονικού). Προς θεού, ενότητα. Δηλαδή: προς θεού, μη μας αμφισβητείτε, μη διαφωνείτε καν μαζί μας.
Η επίκληση της παρεξήγησης ως μέθοδος κουκουλώματος επίσης βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τη μανατζερίστικη αμερικανιά «we need to communicate more», κάθε φορά που επιλύεται μια διαφωνία εις βάρος σου: δεν φταις εσύ, τέκνον / υπάλληλε, παρά μόνο στο ότι δεν εξήγησες τις όποιες θέσεις κι ανάγκες σου με τον τρόπο και στα πλαίσια που εγώ ήθελα κι επιτρέπω εξαρχής.

Πολιτική ορθότητα

Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υπόθεση ίσων αποστάσεων. Ο λόγος ύπαρξής της είναι να χειραφετήσει όσους καταπιέζονται: μέρος του «καταπιέζω κάποιον» είναι και το «τον ονομάζω όπως θέλω κι όχι όπως θέλει» και το «οικειοποιούμαι τη φωνή του». Συνεπώς, να αποκαλείς τις γυναίκες συλλήβδην «μουνιά» δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλείς συλλήβδην τους άντρες «ψωλές» — δείτε και μόνοι σας πόσο άκυρο είναι το δεύτερο ως απόπειρα προσβολής.
Η πολιτική ορθότητα δεν είναι ευφημισμός. Ο ευφημισμός είναι δόλιο ψεύδος στα χέρια της εξουσίας και υποκρισία στα χέρια των υπολοίπων. Για παράδειγμα, τα Άτομα με Ανάγκες δεν είναι απαραιτήτως «Άτομα με Ειδικές Ικανότητες».
Η πολιτική ορθότητα δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει ανοησίες περί trigger, δηλαδή περί όρων και αναπαραστάσεων ταμπού. Η πολιτική ορθότητα δεν είναι στοιχείο κάποιας χιμαιρικής πάλης να μην προσβληθεί ή, πολλώ μάλλον, να μην πληγωθεί κανένας. Πρέπει να θυμόμαστε το αυτονόητο: ό,τι και να πει, ό,τι και να δείξει κανείς θα προσβάλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Το ζήτημα είναι να μην στοχοποιούνται λεκτικά ομάδες και μέλη τους χωρίς φωνή και χωρίς εκπροσώπηση (ή, εννοείται, εξουσία) και εδώ η πολιτική ορθότητα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.
Όλοι οι όροι κι όλες οι αναπαραστάσεις λειτουργούνε μέσα σε συμφραζόμενα, τι λέει από πάνω και τι λέει μετά, και μέσα σε περικείμενο, δηλαδή ποιος και πότε λέει τι και γιατί, ως τι και με ποιον σκοπό, από ποια θέση κτλ κτλ κτλ. Με άλλα λόγια, υπάρχουνε το χιούμορ, η σάτιρα, το παράθεμα, το να βάζεις λόγια στο στόμα άλλου, η μεταφορά… Ας μη σκέφτόμαστε σαν Ριζοσπάστης.
Η πολιτική ορθότητα είναι αντιβίωση. Αν χορηγείται σαν καραμέλα, παύει να είναι αποτελεσματική.