Rule Britannia

Τα πραγματολογικά στοιχεία σχετικά με αυτό το «πατριωτικό τραγούδι» θα τα βρείτε εδώ. Το βίντεο είναι από την τελευταία βραδιά των Proms, φεστιβάλ θερινών συναυλιών του BBC στο Albert Hall, η οποία είναι αφιερωμένη συνήθως σε πιο λαοφιλή ακούσματα και η οποία κλείνει με τον εθνικό ύμνο. Του εθνικού ύμνου προηγούνται πατριωτικά ακούσματα όπως το Zadok the Priest, το Jerusalem, το Land of Hope and Glory και το Rule Britannia.

Ειδικά το Rule Britannia είναι πηγή διακριτικής αλλά απτής αμηχανίας για τον μέσο μη-Ούγκανο Άγγλο. Μιλαώ για Άγγλους γιατί ακόμα και οι Σκώτοι που αυτοπροσδιορίζονται ως Βρετανοί θεωρούν το τραγούδι αυτό κάτι σαν νοσταλγικό απολίθωμα του εγγλέζικου τσαμπουκά. Οι δε μη-Ούγκανοι Άγγλοι αντιλαμβάνονται το Rule Britannia ως ξέπλυμα της αποικιοκρατίας.

Ωστόσο, επειδή εθνικισμός και σαρισοφόροι στα συλλαλητήρια αποτελούν κάθε άλλο παρά προνόμιο του ελληνικού εθνικισμού, το τραγούδι είναι βεβαίως λαοφιλές. Γι’ αυτό και εκτελείται συχνά την τελευταία βραδιά των Proms. Κι ενώ όλες οι άλλες συναυλίες των Proms έχουν πανάκριβα και δυσεύρετα εισιτήρια, η τελευταία βραδιά είναι από πολλές απόψεις πιο προσιτή στην πλέμπα, δηλαδή στον μέσο ψηφοφόρο των Τόρηδων που οι ξινοί Εγγλέζοι γραφιάδες αποκαλούν Middle England, αφού τουλάχιστον δεν είναι της εργατικής τάξης. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα θα ήταν στην τελευταία βραδιά του Φεστιβάλ Αθηνών να πλημμυρίζει το Ηρώδειο τουρίστες, πασοκοπατριώτες και ψηφοφόρους του Καμμένου, οι οποίοι θα κούναγαν γαλανόλευκες ενώ η ΚΟΑ θα έπαιζε τον Ζορμπά, το Όλη δόξα όλη χάρη και το Τη Υπερμάχω.

Και μάλιστα, ο πρωτοψάλτης που θα έψαλλε το Τη Υπερμάχω να έβγαινε αναχρονιστικά μασκαρεμένος σε Ιουστινιανό. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο βίντεο που βλέπετε, όπου η καθόλου τυχαία Sarah Connolly εμφανίζεται ντυμένη ναύαρχος Νέλσων με αποκριάτικο ξίφος-σημαιούλα και δεν παραλείπει να ερμηνεύσει το άσμα όλο γκριμάτσες και καλαμπουράκια. Προσπαθεί εξόφθαλμα να αποστασιοποιηθει από αυτό που λέει κι από αυτό που υπενθυμίζει το τραγούδι, ακολουθώντας σκηνοθετικές οδηγίες υποθέτω. Και πώς να μη θέλει να αποστασιοποιηθεί: το τραγούδι είναι πράγματι συνδεδεμένο με όλον τον αποικιακό τσαμπουκά (jingoism αγγλιστί) της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της γεωγραφικώς πιο εκτεταμένης μηχανής κακού που γνώρισε η ανθρωπότητα.

Επειδή όμως κανείς δεν είναι εθνικιστής κι είναι όλοι πατριώτες και καλό είναι να υπενθυμιζεται αυτό, η αποστασιοποίηση και η ειρωνεία του σκηνοθέτη μέσα στο Albert Hall αντισταθμίζεται και αναιρείται από την τηλεοπτική μετάδοση της εκδήλωσης. Βλέπουμε λοιπόν σκηνές ενθουσιασμού και πατριωτικής έξαψης μέσα στο Albert Hall αλλά και έξω από αυτό: στο Χάιντ Παρκ και σε κάποιο πόλισμα της επαρχίας Ντάουν, όπου συγκεντρωμένος κόσμος παρακολουθεί την αναμετάδοση. Η οποία επαρχία Ντάουν είναι, βεβαίως, στη Βόρειο Ιρλανδία. Γιατί οι φανατικοί Προτεστάντες της Β. Ιρλανδίας είναι η άλλη μερίδα του πληθυσμού που νιώθει ανόθευτη περηφάνεια για το Rule Britannia. Θα τόλμαγα να πω ότι μια τέτοια τηλεσκηνοθετική επιλογή είναι αντίστοιχη του να παιανίζει κάποια ορχήστρα τον τουρκικό εθνικό ύμνο στην TRT και η μετάδοση να μας δείχνει πλάνα του κοινού που παρακολουθεί όλο μεταρσίωση στην κατεχόμενη Κερύνεια — αλλά θα αντέτεινε κάποιος που κατέχει τα νομικά ότι το Ώλστερ είναι de jure βρετανικό.

Αγγλία

δώρο γενεθλίων στον Γιώργο

Η Αγγλία, η χώρα και όχι η εποχή της ζωής μου εκεί, επανέρχεται απότομα στον νου μου σαν γκόμενα που πολύ σε παίδεψε παλιά αλλά από την οποία απαλλάχτηκες τελικά κι ησύχασες. Την βλέπω καμμιά φορά στον ύπνο μου, κυρίως το ζαβό και πλάγιο φως που την έλουζε. Σχεδόν βλέπω το Σίτυ όπως φαινόταν μέσα από το παράθυρό μου, συχνότερα βλέπω τον Τάμεση ή τα Cartright Gardens, εκεί όπου ηττήθηκα (άλλωστε αυτά τα έχω φωτογραφία πάνω στο γραφείο μου). Καμμιά φορά θυμάμαι απότομα πώς μύριζε η πίσσα και το λάστιχο στις αποβάθρες που περίμενα το τραίνο ή στις παμπ η μπαγιάτικη μπυρίλα που ποτίζει τα σανίδια. Τακτικότερα επανέρχονται οι γεύσεις, από την ισορροπία των φις εντ τσιψ και το τσάι τους μέχρι το στεγνωμένο σάλιο μου με απόγευση coronation chicken και Caffrey’s ενώ ξυπνάω αλαφιασμένος στο τραίνο γυρνώντας από τη δουλειά, μόλις μία στάση πριν τον προορισμό μου. Το The Box των Orbital, που είναι ο μόνος χρήσιμος χάρτης του Λονδίνου, το OK Computer και η ακατανόητη μουσική των διαλέκτων. Αφές πολλές, το ασάλευτο βάρος της θλίψης κι η χαρά της βροχής, η Ελλάδα που άρχισα να ξαναφτιάχνω μέσα μου εκεί με υλικά τη Νένα Βενετσάνου και τις Τρύπες.

Η Αγγλία όπως την ξέρω εγώ έχει κάτι και από τις δύο Αγγλίες που βλέπουμε στο σινεμά: την Άνω Αγγλία, ανθισμένη, καταπράσινη κι εύτακτη χαρά με σπίτια γραφικά ή τουλάχιστον με σπίτια όλο κήπους και κουρτίνες λουλουδάτες της μεσαίας τάξης και του Τζέημς Άιβορυ, και την Κάτω Αγγλία, που ζέχνει και κολλάει και στριμώχνεται από την ανεργία και από τον αλκοολισμό μέσα στα θλιβερά terraces και στην τουβλοθύελλα της μαζικής στέγασης, νωπή στο αέναο ψιλόβροχο, του Λόουτς και του Λη, του Μπίλλυ Έλιοτ και του Full Monty.

Ξέρω τους κατοίκους της μεσαίας τάξης στην Άνω Αγγλία με τη θυμόσοφη ψυχραιμία του γούστου, του πλούτου και των προνομίων, που κανονίζει τις διακοπές της δύο και τρία χρόνια πριν στην Τοσκάνη και στη Δορδόνη. Ξέρω και τους άπλυτους φωνακλάδες της Κάτω Αγγλίας, εξωτικούς μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, άρρωστους, μπαγάσες κι άνεργους, φρικτά μπανάλ και βάρος στους ώμους των νοικοκυραίων φορολογουμένων, που κανονίζουν τις διακοπές τους δύο και τρία χρόνια πριν στην Κόστα ντελ Σολ και στο Φαληράκι.

Θυμάμαι μια χώρα όπου δεν μπορείς να πας πουθενά αν δεν ξοδέψεις πολλά λεφτά, που δεν μπορείς να φας τίποτε της προκοπής αν δεν ξοδέψεις πολλά λεφτά. Η Άνω και η Κάτω Αγγλία εξυπηρετούνται από ιδιωτικές εταιρείες γκαζιού και ρεύματος και τηλεφωνίας, οι οποίες σε αφήνουν να περιμένεις ες αεί στις χωρίς χρέωση γραμμές εξυπηρέτησης ενώ στο μεταξύ αυξάνουν ανταγωνιστικά τα τιμολόγιά τους. Στη χώρα εκείνη περπάταγες δωρεάν κι ευφρόσυνα στο Χάμστεντ, στα Κιου, στο Ρίτσμοντ, στο Χόλαντ Παρκ, στο Γκράντσεστερ και στο Ντένταμ Βάλλυ – αλλά κανείς δεν σου έφταιγε αν ήθελες να φας ή να πιεις κάτι εκεί γύρω. Στην Άνω και στην Κάτω Αγγλία πρέπει να συζητάς τι είδες στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ – απλώς άλλα βλέπει η Άνω και άλλα η Κάτω.

Η Αγγλία υπήρξε οριακά φιλόξενη και σχεδόν συναρπαστική, ενώ το Λονδίνο θα το έχω μέσα μου για πάντα σαν δεύτερη πατρίδα. Η Αγγλία μού έμαθε να μη στέργω τις γλυκειές αυταπάτες, ότι κάθε τόπος έχει την καφρίλα του και ότι μια χώρα πάει κατά διαόλου όταν ξεπέφτουν οι σιδηρόδρομοι.

Λονδίνο 1996

… κι όχι Διάστημα 1999.

Βγήκα για τον πρώτο μου περίπατο στο Λονδίνο μια Κυριακή 8 η ώρα το πρωί, αφού δεν μπόρεσα να κοιμηθώ την προηγούμενη νύχτα από την ευτυχισμένη υπερένταση. Κατέβηκα στη Λέστερ Σκουέρ, για την οποία δεν ήξερα τίποτα, είδα απλώς στο χάρτη ότι εκεί συναντιόντουσαν δύο γραμμές του μετρό. Με εντυπωσίασε το σκουπιδαριό, και πώς μύριζε ο αέρας κάτω από τη μπαγιάτικη μποχίτσα του σκουπιδαριού. Μέχρι πριν από λίγα δευτερόλεπτα νόμιζα ότι ήταν η 26η Σεπτεμβρίου, ήταν όμως η 22η, ημέρα εκλογών στην Ελλάδα. Μετά τον περίπατο και πολυαναμενόμενο γεύμα σε κινέζικο πήγα στο προξενείο της Ελλάδας για να πάρω βεβαίωση ότι δεν μπορούσα να ψηφίσω.

Πρόλαβα το Λονδίνο πριν τις μεγάλες αλυσίδες. Δεν μπορούσες να πιεις καφέ τότε εκτός από νεσκαφέ (τον οποίο ακόμα λατρεύουν οι Άγγλοι και τα απόπαιδά τους στη Μεγαλόνησο) και εσπρέσο στο Bar Italia. Ούτως ή άλλως πρόλαβα ένα Λονδίνο που δεν υπήρχε το 1994 και που είχε ήδη εξαφανιστεί το 1998: αυτή η πόλη αναδιαμορφώνεται και αναδιατάσσεται κάθε τόσο, τη μια η γειτονιά σου είναι βόθρος (π.χ. Hackney) , την άλλη μέσα στην τρεντίλα και στην επικαιρότητα. Εντάξει, ήταν και η εποχή αλλόκοτη: πανηγυρισμοί στους δρόμους με κόρνες και σημαίες για την απόλυτη επικράτηση του Τόνυ στις εκλογές, κατόπιν το καταιγιστικό και ασυμμάζευτο πάνδημο πένθος για την μπαϊλντισμένη πριγκηπέσσα. Το 1997 είναι ό,τι κοντινότερο έχει ζήσει το Λονδίνο σε Μεταπολίτευση — στην υπόλοιπη Αγγλία δε νομίζω να αλλάζει ποτέ τίποτα, πέρα από τα σπίτια που σκεπάζουν τας εξοχάς και τις άσκοπες γκαλερί.

Κάποτε ένιωθα τρελό παράπονο που δε θα ξαναζούσα στο Λονδίνο. Τελικά κατάλαβα ότι δε θα ξαναζούσα στο Λονδίνο που έζησα. Εκείνο το Λονδίνο δεν υπάρχει πια έτσι κι αλλιώς. Ούτε κι ο Σραόσα εκείνος υπάρχει πια. Ευτυχώς, σχεδόν.