Ετικέτα: Αποσπάσματα ken
[Κεντήματα και κουτιά]
«[…]
Ούτε η θέα τόσων κεντημάτων, τεντωμένων και ενταφιασμένων μέσα στα διαδοχικά και όρθια συρτάρια τους με βοήθησε πάντως. Συρτάρια όρθια, λεπτά, ανά γεωγραφική προέλευση, κάθε χώρα και κάθε περιφέρεια της Ευρωπης να εκπροσωπείται από καμμιά δεκαριά δείγματα. Προχώρησα και τράβηξα ένα συρτάρι. Είδα όλα αυτά τα λεπτολογημένα και ψιλοδουλεμένα κομμάτια σαν ιστούς ιστορισμένους από ανώνυμες πεθαμένες γυναίκες που κέντησαν με πείσμα τη ζωή τους καθώς γλίστραγε μέσα από τα χέρια τους όπως το νήμα που δεν βρίσκει τη βελονότρυπα· παγιδευμένες σε αγροτόσπιτα και σιωπηλά αστικά μέγαρα, έκαναν τη ζωή τους κλωστή και την πέρασαν μέσα σε λινά και βαμβακερά ή και σε μάλλινα υφάσματα: μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω. Ιστοί που τις κουκούλωσαν και τις παγιδέψανε: προικιά, φορεσιές, πετσετάκια. Ύστερα έφυγαν και λιώσανε κι οι ίδιες, όπως τρώει η βελόνα την κλωστή, αλλά οι ζωές τους παρέμειναν αξήλωτα κι ανεξίτηλα σχέδια και χρώματα, στο μουσείο.
Πήρα μια βαθειά ανάσα κι αποφάσισα να συμμαζευτώ και να κοιτάξω τι θα ξεσηκώσω για το δικό μου εργόχειρο, κυρίως γιατί ντράπηκα τον κόσμο που με κοιτούσε με την άκρη του ματιού να στέκομαι ενεή κι ακουμπισμένη πάνω στο τραβηγμένο συρτάρι Poland-Pomerania III, με κίνδυνο να το κατεβάσω κάτω γκρεμίζοντας όλη τη συλλογή. Άφησα στο πάτωμα τα μολύβια μου και το μπλοκ και έπιασα όλα τα συρτάρια, ένα ένα από την αρχή. Έψαχνα κάτι για να το χρησιμοποιήσω ως επαναλαμβανόμενο διακοσμητικό μοτίβο. Έπρεπε να βρω κάτι απλό, με μια σχετική συμμετρία και όχι πολύ γραμμικό. Όταν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, σημείωνα στην παλάμη με το στυλό τον αριθμό του (πού να γράφω France-Brittany VII, France-Savoy II και Brabant-Belgium V τώρα· έγραψα 57, 73 και 91). Ούτε και ήξερα πόσα ήταν όλα τα συρτάρια, τα ράφια συνεχίζονταν και απο πίσω και απέναντι και στη διπλανή αίθουσα. Για τη διάθεσή μου, που δεν ήτανε και η πιο φουντωτή, και για τον χρόνο μου, τον οποίο οριοθετούσε το μεσημεριανό κολατσιό, έμοιαζε σαν να ήμουνα σε μια άπειρη βιβλιοθήκη. Συνέχισα όμως.
Μέσα στην παλάμη μου είχα χαράξει τελικά γύρω στα εικοσιδύο νουμερα, από όλη τη βόρεια Ευρώπη, κι είχα ακόμη τη νότια, την ανατολική και τη Σκανδιναβία. Αν και σχεδίασα καμμιά τριανταριά μοτίβα, είχα λιγάκι απογοητευτεί. Κάποια κεντήματα είχαν υπερβολικά προσωπικό χαρακτήρα ή εξαιρετικά πολύπλοκα μοτίβα, ή καθόλου μοτίβα. Μέσα στα κεντήματα περιλαμβάνονταν και ατέλειωτες δαντέλες, πώς να μεταφέρεις το ανάγλυφο της δαντέλας σε μια μακέτα και στο υποθετικό κτήριο που αναπαριστά χωρίς να μπλέξεις με γύψους; Κάτι κεντήματα με ανθρωπάκια και ζωάκια ήταν από την αρχή εκτός. Σχεδίασα στο μπλοκ περίπου εφτά ή εννιά και τότε σταδιακά άρχισα να αισθάνομαι ανήθικη που σκεφτόμουν έτσι, είπα και μπράβο στον εαυτό μου. Από τη μια ψέγω τον φολκλορισμό, την ενασχόληση με ανώνυμες και απρόσωπες ‘παραδόσεις’ και ‘κληρονομιές’, κατακρίνω τη ληστρική διάθεση απέναντι σε σύμβολα, σχέδια και εικονογραφίες που αποσπούμε από το περιβάλλον, τον συμβολισμό και την ιερότητά τους και τα κάνουμε χαϊμαλιά και μπλουζάκια, και από την άλλη ψάχνω για τυπικούς εκπροσώπους και χαρακτηριστικά δείγματα, που να είναι και αρκούντως διακοσμητικά από πάνω. Συγχάρηκα τον εαυτό μου για την υποκρισία του, και τον βεβαίωσα πως η πτυχιακή μου θα επιζήσει και χωρίς διακοσμητικά μοτίβα και λαϊκότροπες ζωφόρους. Μάζεψα τα σύνεργα της δουλειάς και βρήκα το δρόμο μου μέσα από τις αίθουσες του μουσείου. Εδώ πιο δίπλα έχουνε μια συλλογή αντιγράφων των πιο διάσημων έργων τέχνης στα τέλη του 19ου. Ενδιαφέρον μαυσωλείο· συγκέντρωση παράταιρης και εκτός συμφραζομένων τέχνης· γυψοθύελλα. Βρήκα την έξοδο. Η πόλη.
Η πόλη, ένα κουτί. Αέναη κίνηση, φυσικό φως, τεχνητό φως. Περιφερειακοί δρόμοι. Πέτρες τούβλα μπετό. Πύργοι και υπόγεια. Ασανσέρ και τρένα. Πολλαπλές διαδρομές, ιστοί μέσα της: κόκκινο για τις πιο πολυσύχναστες πορείες και διαδρομές, κίτρινο για τις λιγότερο πατημένες και τις πιο περπατημένες. Αγγλισμοί, σκέφτομαι με αγγλισμούς. Τώωωωρα, καλά είσαι. Και να μίλαγα κι αγγλικά. Ένα κουτί. Ένας ιστός με κτήρια για παραγέμισμα; Ή κτήρια με δρόμους για διάκενα ανάμεσά τους; Πού οι στενές κατακόρυφες κοιλάδες της Νέας Υόρκης, θα σηκώνεις ψηλά το βλέμμα και θα νιώθεις πως η πορεία είναι κατακόρυφη, προς τα πάνω. Ένα κουτί του οποίου οι έδρες, έξι; παραπάνω; Κοιτάνε προς τα μέσα και διαρκώς πολλαπλασιάζονται: δωμάτια, εσωτερικοί τοίχοι, διαμερίσματα και γραφεία, παράθυρα, όψεις κτηρίων, τετράγωνα, συνοικίες: πρίσματα, τετράπλευρα, αθροίσματα σημείων και στιγμών. Άραγε θα πάω ποτέ στη Νέα Υόρκη;
Κατέβηκα στο κουτί μέσα σε ένα κουτί και στη στοά περίμενα ένα κουτί. Ξανά εκείνη η μελωδία κάτω από την πόρτα του άγνωστου ενοίκου – του χαφιέ. Το κουτί με πήγε σε άλλο κουτί, άλλαξα κουτί και έφτασα στο κουτί όπου μεταλλικά κουτιά ελάχιστου πλάτους γράφανε ‘Angel’ στην εξωτερική όψη τους. Θυμήθηκα εκείνη την αράχνη του Υπογείου. Θα την έφαγε κανα ποντίκι. […]»
[Στο τέλος ενός ραντεβού]
» […]
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.
Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.
Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως.»
[φωνή αύρας λεπτής]
Ε, στον Κουκουζέλη, ρε παιδιά, και στον Rakasha.
«[…]
Κατέβηκα στη στάση, είχα χρόνια να έρθω στην πολυκατοικία που στεγάζει το µεγαλείο του πατέρα µου, όχι πως είχε αλλάξει τίποτε απ’ έξω – εκτός φυσικά από την ταµπέλα στο µπαλκόνι, που φρόντιζε πάντοτε να κρατάει ολοκαίνουργια. Στάθηκα στο πεζοδρόµιο περιµένοντας να περάσω απέναντι. Ο ιδρώτας έτρεχε ενοχλητικά στο µέτωπό µου. Ένα ανώνυµο και αθλιούτσικο σουξεδάκι που είχα πρωτοακούσει στη Σαλονίκη στον σταθµό βούιζε ενοχλητικά γύρω από το κεφάλι µου. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σφαίρα, κανένας κερατάς δεν µε άφηνε να περάσω. Με τους οδηγούς οδηγός, µε τους πεζούς πεζή.
[…]
Αυτό ήτανε το συνάθροισµα των αποφάσεων, στη σειρά και µε τάξη, µια κανονικότατη συνθήκη ειρήνης. Αποφάσεις, ειρήνη. Πάτησα στο οδόστρωµα. Είναι αρκετά µακριά το φορτηγάκι; Έτρεξα µέχρι τη διαχωριστική. Θυµήθηκα τον χάρτη του Bloom. Η Ευρώπη όχι των συνθηκών και των αυτοκρατοριών, αλλά των περιοχών, των λαών – ‘της ελευθερίας’, σαν να λέµε. Του πότε είναι ο χάρτης; ∆εν θυµάµαι. Πάντως σχεδιάστηκε µια εποχή «όπου οι ισχυροί υπέγραφαν συνθήκες µεταξύ τους για να υποτάξουν τους µικρούς και τους αδύναµους ή επέβαλαν τις αποφάσεις τους στους µικρούς». Μετά µού είχε µιλήσει µε θέρµη για την Πολωνία-Λιθουανία και την κατρακύλα της κάτω από τις κλωτσιές των απολυταρχικών γειτόνων της, µια πρώιµη ∆ηµοκρατία που διαµελίστηκε, µπλα µπλα… Αποφάσεις. «Οι ωραίες αποφάσεις είναι οι δύσκολες αποφάσεις», µού είχε πει ο στρουµπουλός παπάς την τελευταία φορά που εξοµολογήθηκα, ήµουνα δεκαπέντε. Τότε κατάλαβα πως ήθελε να µείνω κρίνο µέχρι τον γάµο κι ότι, αφού αυτή είναι µια δύσκολη απόφαση, είναι η ωραία απόφαση. Εξοργίστηκα και δεν ξαναπήγα. Μπορεί να εννοούσε κάτι άλλο. Όπως οι προφητείες, άλλα λένε κι αλλού το πάνε, πέρα από το προφανές. Αγρίεψα µε τον εαυτό µου που, αγκιστρωµένη στη διαχωριστική, στη µέση του δρόµου, αντί να περάσει τον δρόµο ασχολείται µε ψυχοθεολογήµατα, σαν την ξεµωραµένη τη θεια µου. Πήρα φόρα και, µε την προστασία του φύλακα αγγέλου µου, βρέθηκα επιτέλους στο απέναντι πεζοδρόµιο, µε έναν παπάρα να βρίζει και να µουτζώνει µερικούς πόντους πίσω µου: ένιωσα δυνατό στην πλάτη το ρεύµα από το Fiat του.
Στάθηκα τροµαγµένη στο πεζοδρόµιο, ακίνητη δίπλα σε ένα ατροφικό δεντράκι πρόσφατης προεκλογικής δεντροφύτευσης. Κι άλλος ιδρώτας στο πρόσωπο και στα ρούχα, της τροµάρας, αυτόν που ονοµάζουνε ‘κρύο’, αλλά για µένα ήτανε πανοµοιότυπος µε τον άλλο ιδρώτα, της κουφόβρασης, εξίσου κολλώδης. Στάθηκα εκεί. Είµαι τριάνταπέντε χρονών και δεν ξέρω ακόµα πώς παίρνουµε τις αποφάσεις. Με παρόρµηση και τόλµη, για να µετανιώσεις µετά που είχες ελλιπείς πληροφορίες; Κατόπιν ωρίµου και µακράς σκέψεως, όταν όλοι και όλα θα σε έχουνε πιέσει παντοιοτρόπως µε το κοντό και το µακρύ και το άσχετο και το κακόβουλό τους; Με το µυαλό; Με την καρδιά; Με τις ωοθήκες; (χαχά! ή είµαι φεµινίστρια ή κουρεύω αυγά!) Αισθάνθηκα µια µαλακισµένη, µια αποτυχηµένη, µια εκ πεποιθήσεως άτολµη και άβουλη, άρα ένα εκ πεποιθήσεως θύµα, µια καθ’ έξιν γεροντοκόρη. Και πάλι στο κλίµα της ηµέρας παρακάλεσα για ένα θαυµατάκι, και καλά σαν το προηγούµενο µε τη διάσωσή µου από το Fiat Dodici (τουλάχιστον θα µε σκότωνε καλοσχεδιασµένο αµάξι). Να συµβεί κάτι συνταρακτικό, να δω τον Μάνο τώρα µπροστά µου τυχαία, να γίνει ένας σεισµός, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως στο σπίτι µας περιµένει ένας Γερµανός κι έχει σπάσει τα τηλέφωνα – αν και ξέρει µόνον τη διεύθυνση του σπιτιού στη Βενιζέλου, έστω, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως η Ίλντικο έχει σπάσει τα τηλέφωνα γιατί µε ψάχνει εκει ένας Γερµανός, ο,τιδήποτε. Στεκόµουν εκεί ιδρωµένη, µούσκεµα δηλαδή, ταλαιπωρηµένη, πηγαίνοντας να ανακοινώσω τις αποφάσεις µου άρθρο άρθρο στον πατέρα µου.
Ένιωσα τότε ένα πολύ ψιλό, σχεδόν µουσικό αεράκι, έναν λεπτό αιθέρα να κόβει µέσα από τις µάζες του κορεσµένου υγρού και αδρανούς αέρα. Η ιδέα µου; όχι. Ήτανε τόσο ψιλό και δροσερό, τόσο ευκίνητο και λαµπερό καθώς γλιστρούσε µέσα από την παχειά κολλώδη σαπίλα που αναγκαζόταν να αναπνέει όλη η πόλη κι όλος ο κάµπος, ώστε σχεδόν είχε όψη και χροιά, µια κρυστάλλινη αλλά διαυγή, τι διαυγή, στιλπνή και καθαρή χροιά σαν αντιφέγγισµα καθρέφτη. Θα µπορούσα να πω πως ήταν ένα πάρα πάρα πολύ απαλό βιολετί. Με χτύπαγε στην πλάτη σαν ένα νήµα από σπίθες, ανατρίχιασα. Στράφηκα λιγάκι προς το µέρος του, απέναντί του, προς τα εκεί από όπου φυσούσε. Πιο καθαρό από νερό, πιο ψιθυριστό αλλά και πιο µουσικό από βοριαδάκι, ένα καθαρό αλλά αθόρυβο ‘ιιι’, σαν απόκοσµη φωνή, µια ουσία που διέσχισε τον δρόµο για να δροσίσει εµένα και µόνον εµένα. Ένα αεράκι, µε χρώµα, µελωδικό, δικό µου.
Μπήκα στην πολυκατοικία και ανέβηκα στον τρίτο.
[…]»
[Πάρτυ]
στον Alberich και την xilaren, και την ευγένειά τους
«[…]
Η Νατάσα έµενε κοντά στη στάση, απέναντι από το οµώνυµο πάρκο. Σκέφτηκα πως πρέπει να είναι απίστευτα µατσωµένη για να µπορεί να µένει σ’ αυτή την περιοχή, πράγµα που ξανασκέφτηκα εµφατικότατα µόλις είδα το ίδιο το σπίτι, µια φρεσκοβαµµένη καλοσυντηρηµένη βικτωριανή βίλλα, πανταχόθεν ελεύθερη φυσικά, µε ωραιότατη στέγη. Κοίτα ρε πού µένει ο φοιτητόκοσµος, όχι σαν εµάς µέσα στο πενταόροφο…
Το εσωτερικό και οι συστάσεις µε την Νατάσα µε γείωσαν αµέσως: το σπίτι το µοιράζονταν εφτά άτοµα παρακαλώ, συν ο γκόµενος της Νατάσας, από το Βανκούβερ, οκτώ. Έτσι έβγαινε και το νοίκι. Τώρα, όταν µε ξενάγησε η Νατάσα στο σπίτι, ξενέρωσα εντελώς: είχε ένα χωλάκι, δύο σαλόνια (πάνω-κάτω), µία σοφίτα (της Νατάσας και, ανεπισήµως, του Καναδού), πέντε υπνοδωµάτια και µία κουζίνα και ένα µπάνιο. Σαν σε Εστία, δηλαδή, άσε που κάποιος κοιµότανε στο σαλόνι, τον γνώρισα, ένας πανύψηλος µε ξυρισµένο κεφάλι και µια σκουλαρίκα από το πειρατικό του κάπταιν Τζίµυ. Φορούσε κάτι µπότες χρώµα σάπιο µήλο. Πάντως το πάρτι είχε ήδη ψιλοξεκινήσει, καθήσαµε µε την Εύη σε κάτι καρέκλες µε κόκκινη κεντητή ταπετσαρία και κουτσοµπολεύαµε τον κόσµο. Η Εύη ήτανε προπτυχιακή στο τελευταίο έτος και την κορόιδευα πάντα λέγοντάς της ότι θα µπορούσε να είναι κόρη µου, όµως εύστροφος άνθρωπος· απόψε πάντως έµοιαζε τελείως µε Λονδρέζα ξέκωλη, από αυτές που ούτε κυλότα δεν φοράνε, για καλύτερα, γρηγορότερα κι ευκολότερα… η Εύη µε βεβαίωσε πάντως ότι όσον αφορά τα εσώρουχα, η ίδια ήτανε σεµνά ντυµένη.
Πήραµε ποτά, βότκες µε τόνικ, ιδέα της Εύης. Γιατί βότκα τόνικ; Γιατί είναι η χρυσή τοµή µεταξύ βότκας πορτοκάλι (ποτό για άσχετους που κατά βάθος θέλουνε µια Ήβη µπλε) και τζιν µε τόνικ (ποτό για λείψανα). Τους δίσκους έπαιζε στο σαλόνι του ισογείου ο Έρνεστ ο από κάτω της Νατάσας (µιας γλυκύτατης Καλαµατιανής), ένας Ολλανδός που είχε όψη παστής ρέγκας, µάλλον αφυδατωµένος από τις κούτες έκστασυ που είχε πιει στα νιάτα του. Μουσική πάντως έπαιζε υπέροχη, πράγµατα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν: ατµοσφαιρικά πνευστά (φυσούσαν, έβρεχαν, ανάσαιναν, κροτάλιζαν, θρόιζαν) θεµελιωµένα πάνω σε πονηρούληδες ρυθµούς, έξυπνοι τεχνητοί ήχοι πλεγµένοι µε ακουστικά όργανα, φωνές µέσα από συνθεσάιζερ σαν λιτές ευθείες που συγκλίνουν στο άπειρο, άγνωστα όργανα που έβγαζαν έναν ήχο σαν να έριξες πετράδια πάνω σε γυαλί, κάτι κοµµάτια που έµοιαζαν απλώς µε βραχώδεις παραλίες …
[…]
Στο µεταξύ ερχόταν όλο και περισσότερος κόσµος κι εγώ αγχωνόµουν πού θα µπούν όλοι αυτοί, τι θα πιούνε και τι θα φάνε. Όµως το σπίτι ήτανε µεγάλο και ο καθένας έφερνε κι από κάτι (η Εύη είχε κουβαλήσει κεφτεδάκια και µία βότκα µολότωφ). ∆ιάφορες φάτσες ήταν αρκετά γνωστές, µάλλον από το Κολλέγιο µοιάζανε να είναι, τύποι που κοιτάς κατά λάθος κατάµατα ανεβαίνοντας τρέχοντας την σκάλα κι αυτοί αρπάζονται από το κιγκλίδωµα µήπως και τους κουτουλήσεις παίρνοντάς τους σβάρνα. Η Εύη είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και την βρήκα στο χωλάκι, όπου µαζί µε την Νατάσα και την Νάγια (Ιταλίδα συγκάτοικο) ξεσκεπάζανε µε επισηµότητα αλουµινόχαρτα και ιδρωµένες χαρτοπετσέτες, αποκαλύπτοντας εδέσµατα, σαλάτες και πιλάφια, ενώ η µουσική άλλαζε σιγά σιγά. Η µυρωδιά του φαγητού και το κάλεσµα της Νατάσας «∆ε φουντ ιζ ρέντυ, έβρυ µπόντυ» σύναξε όλους όσους ήτανε διασκορπισµένοι από ’δω και από ’κει ψιλοκουβεντιάζοντας και πίνοντας τζάµπα οινοπνεύµατα. Επειδή φυσικά η σπαραγγόσουπα δεν επρόκειτο να µε πιάσει, µε τόσες συγκινήσεις και µε ήδη δύο βότκες τόνικ που έκαναν το στοµάχι µου να συστρέφεται, στιχήθηκα µε το πιάτο στο χέρι και περίµενα να δοκιµάσω.
Αφού φόρτωσα το πιάτο κι εφοδιάστηκα µε πολλές χαρτοπετσέτες για κάθε ενδεχόµενο, βρήκα έναν καναπέ τελείως άδειο, µια και ήµουν από τις πρώτες που πήγε στον µπουφέ, και θρονιάστηκα. ∆οκίµασα απ’ όλα κι επικέντρωσα το ενδιαφέρον µου σε έναν ταµπουλέ, κεφτεδάκια Εύης, τυροπιτάκια, τοννοσαλάτα, παραµελώντας το ριζότο και τις ψητές πατάτες. Καθώς µασούσα κοίταγα τον κόσµο γύρω µου συλλέγοντας φάτσα-ντάτα, που λέει κι ο φίλος µου ο Γιώργος
[…]
Τη ρώτησα πού είχε κρυφτεί, µού εξήγησε πως η Νατάσα τής έλεγε για µια περιπέτεια µε τον Κόλιν, άλλος συγκάτοικος αυτός: περπατούσανε στο Μπρίξτον και τους σταµάτησαν και βρήκανε δυο-τρία γραµµάρια στην τσέπη του Κόλιν και τους πήρανε στο τµήµα για επίπληξη κι υπόδειξη κι η Νατάσα είχε κάπως κοψοχολιάσει και πανικοβληθεί – αυτά συνέβησαν το προηγούµενο σαββατοκύριακο. Άρχισε να µού ψιλοπονάει και η κοιλιά µου.
«Αυτό που αναστάτωσε τη δόλια τη Νατάσα είναι ότι ο Κόλιν έχει αγοράσει κι άλλη φούντα και θα τη βγάλει απόψε. Έχει πανικοβληθεί παντελώς το χρυσό µου και πολύ σοβαρά µού έλεγε πως οι µπάτσοι που τούς έκαναν εξακρίβωση τούς έχουνε βάλει στο µάτι κι ότι µπορεί µέχρι κι απόψε να µπουκάρουν εδώ µέσα. Κι εγώ, Λίλα µου, προσπαθούσα να τής εξηγήσω πως αυτή εδώ η χώρα είναι, ανοργάνωτη, ένα κωλοχανείο του κερατά, κι ότι είναι αδύνατο των αδυνάτων να ενηµέρωσε το τµήµα στην άλλη άκρη το εδώ τµήµα για ένα ζευγάρι που κουβαλούσε δυο τσιγαράκια χασισάκι.»
[…]
Χορεύαµε συνέχεια σαν τρελές και σχεδόν αδιακρίτως τσιφτετελιάζαµε ο,τιδήποτε κι αν έπαιζε ο Έρνεστ ο τσίφτης και χορέψαµε πολλά και διάφορα κοµµάτια. Επειδή η τέταρτη βότκα κατέληξε η µισή στη µοκέτα, µαζί µε λάσπες και ποπκόρν και άλλες τροφές, όπως είδα όταν κοίταξα έντροµη προς τα κάτω, πήγα και γέµισα µία πέµπτη. Ο χορός καλά κρατούσε και σε κάποια φάση η Εύη µε έδειξε σαν να µε παρουσίαζε στο κοινό µου – αν και ο καθένας χόρευε για πάρτη του και δεν πτοούταν – και φώναξε ‘ζήτω η Γκιουµουλτζίνα! να ζήσει η Τουρκία!’· τη διαολόστειλα µε έµφαση και συνέχισα τον χορό µου σαν θραίσσα µαινάδα µε τη µαλακισµένη την Εύη πάντα απέναντί µου. Ο χορός συνεχιζόταν και όλες οι σκέψεις και οι µέριµνες και τα άγχη των τελευταίων ηµερών κυλούσανε µαζί µε τον ιδρώτα µέσα από τους πόρους µου προς εξάχνωση στην ατµόσφαιρα, που, ήδη βαρειά από τα τσιγάρα, µού έτσουζε τα µάτια. Ωραίο πράγµα ο χορός: καθαρή κίνηση, εικαστικός ρυθµός, ορατή µουσική. Κι ό,τι δεν είναι καθαρή µορφή και αρµονική κίνηση θολώνει και οσµώνεται µε όλα τα όµοιά του και δεν έχει σχήµα και ρυθµό.
Μετά από περίπου µια άνοιξη που µπορεί να κρατήσει για πάντα ή και για δύο καλοκαίρια, ο Έρνεστ έβαλε ένα τελείως παράξενο κοµµάτι, έµοιαζε µε κλασσικό κοµµάτι διασκευασµένο µε µπιτ· και κόπηκα αµέσως. Σταµάτησα ακίνητη κι έµεινα το σταθερό σηµείο µέσα στην κίνηση Μπράουν ολόγυρά µου.
«Yo Ernest, what da fuck is dis?», φώναξα µε τις διαλεκτικές ικανότητες που µού έδινε τώρα η έκτη βότκα («δεν πρέπει να ανακατέψουµε τα ποτά, Λίλα χρυσό µου»).
«Το Sanctus από τη λειτουργία σε ha-moll του Μπαχ, διασκευασµένο από κλώνο του κυρίου William Orbit» ακούστηκε µια φωνή δίπλα µου. Πάλι αυτός. Τον ευχαρίστησα όσο πιο ψυχρά µού επέτρεπε το γελοίο της κατάστασης και η ιλαρή µατιά προς τον κόσµο που χαρίζει το οινόπνευµα. Κι έτσι τον ρώτησα αν σπουδάζει µουσική εδώ στο Λονδίνο.
[…]
«Τι θα πει ha-moll, Μάρτιν;»
«Εε, κάτσε να δεις, B minor.»
«∆ηλαδή;»
«Si minore.»
«Κατάλαβα.» Πολύγλωσσος. «Από πού είσαι;»
«Γερµανία. Εσύ είσαι Ελληνίδα.»
«Πού το κατάλαβες;»
«Ε, η δουλειά µας. Άσε που φωνάζετε και χαλάτε τον κόσµο… κι έχεις κι ελληνική µύτη.»
Το βορειοευρωπαϊκό φλέγµα συναντάει τον νεοκλασσικισµό, ρε άει στο διάολο. Κι είναι όµως καλό να έχεις ελληνική µύτη; Ελληνική µύτη όπως η Κνιδία Αφροδίτη και η Αθηνά του Πειραιώς ή όπως η Παξινού, η Μελίνα κι η Ειρήνη Παππά; Τι να τού πω κι εγώ:
« Τι λέει λοιπόν ο Μπαχ που ακούµε;»
«Sanctus Sanctus Sanctus Dominus Deus Sabaoth, pleni sunt caeli et terra gloria tua. Hosanna in excelsis. Είναι κάτι που ακούς στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.»
«Α, µάλιστα.» Είναι και µισσιονάριος, ο εξυπνάκιας, Αλβέρτος Σβάιτσερ, πάνω που νόµιζα πως έβγαλα γκόµενο στο πάρτι. Μού έδωσε και τη µετάφραση του ύµνου καθώς προχωρούσαµε προς τον κήπο, όπου είδα πως είχανε βρει καταφύγιο πολλοί ξαναµµένοι από την ζέστη και τα τοιαύτα. Η µουσική που ερχόταν από µέσα, στο µεταξύ, ακουγότανε ξαφνικά να είναι τελείως χάλια – µπας κι έπαθε ξαφνικά κανα εγκεφαλικό ο Έρνεστ και δεν ξέρει τι βάζει; – κι έτσι, εντάξει, ας τα πούµε µε τον Γερµαναρά στον καηµένο τον αφρόντιστο κήπο. Η κοιλιά µου στο µεταξύ πονούσε πιο έντονα τώρα.
«Που λες, Μάρτιν, στα ελληνικά µόνον για σάς και τους Τούρκους έχουµε υπερθετικούς.»
«Υπερθετικούς; τι εννοείς;»
«Μµµ, όπως στα ιταλικά, εεε: stella – stellone, barba – barbone.»
«Α, εννοείς µεγεθυντικά.» Γαµώ το! «Πολύ ενδιαφέρον! Για πες µου πώς είναι ο µεγάλος
Γερµανός λοιπόν;»
«Γερµαναράς.»
«Πώς;»
«Γερµαναράς!» φώναξα. Μαλάκα εξυπνάκια.
«Γιέρ-µαν-άρας.” επανέλαβε σχεδόν γελώντας. «Α, Germania.»
[…]
Όσο για τους σποραδικούς πόνους, βεβαίως µού ερχόταν περίοδος, ευτυχώς παρά τη γενικότερη ζαλάδα το συνειδητοποίησα και, αφού βρήκα την τσάντα µου κάτω από στοίβες πανωφόρια και άλλες τσάντες κατευθύνθηκα στην τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε καταπληκτική, µε υπέροχα είδη υγιεινής, έναν πελώριο καθρέφτη και µια µπανιέρα µε ποδαράκια πάνω σε ένα χαµηλό βάθρο. Είχε και δύο πολύ όµορφες καρέκλες, ντουζιέρα κι έναν τεράστιο νιπτήρα κοχύλι. Οι οκτώ ένοικοι του σπιτιού, οι νυν κι οι προηγούµενοι, δεν φαίνονταν να έχουνε προκαλέσει σοβαρές φθορές ή και δολιοφθορές σε αυτό το παραµυθένιο λουτρό. Περίεργο, σκεφτόµουν αλλάζοντας, ποιος φτιάχνει ένα τέτοιο µπάνιο σε σπίτι που νοικιάζεται από φοιτητές; Προφανώς αυτό µέχρι πρόσφατα ήταν οικογενειακό σπίτι και πουλήθηκε κοψοχρονιά και ο καινούργιος ιδιοκτήτης του το έχει προς εκµετάλλευση. Ναι, έτσι εξηγείται.
Καθώς χτενιζόµουνα, συνειδητοποίησα ωστόσο πως, παρότι ήτανε µεγάλο και στενόµακρο, εξου κι ο καθρέφτης, το µπάνιο ήταν ιλιγγιωδώς ψηλοτάβανο. Με το µάτι υπολόγισα πως, παρότι ήµουνα στο ισόγειο, το ταβάνι του µπάνιου ήτανε το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Αυτή η ανεξήγητη δυσαναλογία, η υπερτροφία της κατακορύφου, µε ενόχλησε και µε τάραξε, µου δηµιούργησε αγωνία και ίλιγγο, λες και το µπάνιο ήτανε ένα κελλί επιστηµονικής φαντασίας και σε λίγο θα έπεφτα µε φόρα προς τα πάνω, προς το ταβάνι δυο ορόφους πάνω. ∆εν άντεξα τη θέα αυτού του µακρινού ταβανιού, τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι µου και ένιωσα ίλιγγο.
Ζαλίστηκα. Παρότι προσπαθούσα να µην κοιτάω προς τα πάνω, έκανα τελικά εµετό µέσα στην φιλόκαλη λεκάνη, έπλυνα το πρόσωπό µου, ξαναβάφτηκα κι ανασυνταγµένη έκλεισα την πόρτα πίσω µου και πήγα να βρω τον Μάρτιν στον κήπο.
[…]
«Σάς είδα που φλερτάρατε, αχ τα χρυσά µου!»
Ανατρίχιασα που µίλαγε σαν θείτσα αλλά τι να τής λέω πάλι· «Μπα, εγκυκλοπαιδική συζήτηση είχαµε ανοίξει, µού έλεγε για κάτι γλωσσικά δέντρα. Εσύ πώς περνάς;»
«Χόρευα µέχρι πριν από λίγο, ήρθα να πιω λίγο νερό. Πού είναι τώρα ο ξανθός;»
«∆εν ξέρω, τον έχασα όταν πήγα στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα. Κοίτα, στο πάνω σαλόνι έχει µαζευτεί το µισό πάρτι – δεν παρατήρησες πώς ξαφνικά αραιώσαµε; – και καπνίζουν κάτι joints. Πάµε πάνω κι εµείς;»
«Ρε συ εγώ δεν χρειάζοµαι ουσίες για να φτιαχτώ…»
«Γι’ αυτό έχεις πιει µισό βυτιοφόρο βότκα;»
«Εννοώ πως εγώ µπορώ να φτιάχνοµαι µόνη µου, απλώς ανασαίνοντας τον βραδινό αέρα και χορεύοντας στον δρόµο. Όταν ερχόµουνα να σε βρω…»
«Καλά, πριν µάς τραγουδήσεις τη Μαίρη Πόππινς, να σού πω ότι µ’ αυτά που λες µπορώ να σε διαγνώσω ως κυκλοθυµική…»
«Πάρε µωρή πρώτα το πτυχίο και µετά κάνεις και τη διάγνωση, το κέρατό µου.»
Βγάλαµε η µια στην άλλη τη γλώσσα και ανεβήκαµε την υπέροχη ξύλινη σκάλα µε το κόκκινο χαλί της στερεωµένο στην εσοχή κάθε σκαλοπατιού µε µπρούτζινα κιγκλιδωµατάκια. Τα πλανερά φύλλα της καννάβεως τα πρωτοδοκίµασα σε σπανακόρυζο της γιαγιάς µιας συµµαθήτριας. Μετά κάπνισα µερικά κιόλας στη Σαλονίκη και µετά ξανά σε µια εκδροµή στην Ολλανδία τον Μάιο, αλλά προς το παρόν δεν έχω ολισθήσει προς τα σκληρά, όπως υποτίθεται ότι είναι η νοµοτέλεια των ναρκωτικών. Μάλλον είµαι από αυτούς που δεν τους πιάνει, ποτέ δεν έχω νιώσει κι εγώ τη µαστούρα. Οι φανατικοί του εν λόγω λαχανικού επιµένουν πως αυτό συµβαίνει γιατί ποτέ δεν έχω χαλαρώσει πριν καπνίσω για να µπορέσω να δηµιουργήσω την κατάλληλη διάθεση. Όµως αν χρειάζεται να αυτοϋποβληθώ για να φτιαχτώ, φτιάχνοµαι και µόνη µου τραγουδώντας της Μαργαρίτας το αλωνάκι χωρίς να σκάω τις ωραίες µου λίρες στον τύπο µε το υπεραιωνόβιο πουλόβερ και το σκουριασµένο ταχυδροµικό ποδήλατο που κάθε τόσο κάνει βράδυνες επισκέψεις στο δωµάτιο δορυφορικής τηλεόρασης του Cattermole House, του ενδόξου ερειπίου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, γεµάτου µνήµες και αγαθές προθέσεις, αρχιτεκτονικά ιδανικά που χάθηκαν από ετήσιο προϋπολογισµό σε ετήσιο προϋπολογισµό.
Στο µεταξύ είχαµε µπει µέσα στον τεκέ, πώς µυρίζει έτσι αυτό το πράµα, σαν πολυκαιρισµένο µάλλινο, ιδρωµένο ξανά και ξανά και άπλυτο. Ο κύκλος των ινδιάνων στο πάτωµα άνοιξε και καθήσαµε µε την Εύη, µερικοί χαµογέλασαν καλωσορίζοντάς µας, άλλοι ξεκαρδίστηκαν απλώς. Όλα στο πρόγραµµα, no offence. Α, να κι ο Έρνεστ, γι’ αυτό κι είχε αλλάξει η µουσική απότοµα όταν ήµουνα στον κήπο µε τον Μάρτιν. Πού είναι η αφεντιά του; Η συζήτηση ήτανε φυσικά µαστουροκουβέντα, όλες οι φυλές της γης µε τεχνητά και εξαρθρωµένα αγγλικά µοιραζόντουσαν τις εµπειρίες τους από ταξίδια, αεροδρόµια, βαπόρια, ωτοστόπ και νερό δυσεντερίας στο Κάιρο. Η µουσική που έβγαινε από ένα µικρό στέρεο ήτανε το Abbey Road – µπήκαµε στο δωµάτιο µεταξύ Come Together και Something. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και κάποια στιγµή σίγουρα θα έβγαινε κανένας γείτονας να µάς τραγουδήσει, αφού τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Ο µπάφος έφτασε στην Εύη κι αυτή τράβηξε µια τζούρα µε µια έκφραση Σαρτρ µε το Γκωλουάζ στο χέρι, καθώς εµπνέεται την ιδέα για το Μηδέν και τη Φούντα. Τρεις ινδιάνους δεξιά της καθόταν ένας λιγδερός µούσιας µε πράσινα µάτια και ένακόκκινο φουλάρι Νίκος Παπάζογλου στο λαιµό. Η σκέψη πως θα έπρεπε να κάνω τζούρα από τσιγάρο που είχε περάσει απ’ αυτόνε µε αποκαρδίωσε – κι έτσι το πέρασα κατευθείαν στ’ αριστερά µου χωρίς να τραβήξω.
Τρεις γύρες µετά, άκαρπες κι οι τρεις για µένα, αφού ο µούσιας προθυµότατα ρούφαγε τζούρες, κι οι ιστορίες για κράχτες, τελωνειακούς κι αγρίους συνεχίζονταν. Ο Κόλιν µάς έλεγε τώρα γελώντας για όταν γύριζε από το Νεπάλ πέρσι µε µια εταιρία που δεν την ήξεραν ούτε οι αεροσυνοδοί της κι ότι ένιωσε πως το αεροπλάνο έκανε σαφέστατα περισσότερη ώρα να ξεκολλήσει από τον διάδροµο του Κατµαντού απ’ ό,τι θα ’πρεπε κι ότι ήταν ο µόνος που το κατάλαβε και πανικοβλήθηκε. Συµπαθέστατο, όλοι γέλασαν µε την παντοµίµα της παλάµης του µε τον αντίχειρά τεντωµένο που δεν έλεγε να σηκωθεί από το χαλί. Η θεά που είχα δει στην αρχή του πάρτι, η κατάλευκη µε τα στιλπνά µαλλιά, σηκώθηκε και βγήκε από το δωµάτιο, δυο τύποι που όταν µπήκα ήτανε ψαρωµένοι, τώρα ήταν κι αυτοί υπό την επήρεια και άρχισαν να χαχανίζουν µε µια καθυστέρηση µισής φάσης. Η θεά γύρισε µετά από λίγο µε έναν ναργιλέ. Ωχ. Η ώρα πέρναγε, το Abbey Road είχε προπολλού τελειώσει, είχε αλλαχτεί µετά από σιωπή δύο, πέντε, δεκατριών λεπτών και οι ιστορίες γινόντουσαν όλο και πιο µινιµαλιστικά αστείες. Τα γέλια γινόντουσαν πιο δυνατά και πιο συχνά, ο κύκλος των ινδιάνων είχε σπάσει και µερικοί ζητούσαν να τους φέρνουνε τον ναργιλέ στον τόπο της ύπτιας αναπαύσεώς τους, πράγµα καµµιά φορά δύσκολο – άντε να σηκώνεσαι τώρα, και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλους αυτούς που την είχαν ακούσει στερεοφωνικώς ήµουν η µόνη ξενέρωτη και βαριόµουν, η νηφαλιότητα είναι κακός σύµβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι κιόλας είχαν σταµατήσει να συµµετέχουνε στον διάλογο του ελαχίστου, ασυµπτωτικά µηδενικού, κι απλώς γλαρωµένοι και χαµογελαστοί κουτούλαγαν και πότε-πότε µούγκριζαν. Η Εύη είχε λαγοκοιµηθεί πάνω στην κοιλιά κάποιου άσχετου, κι ας λεν ότι η κάνναβις είναι αφροδισιακή. Σε τέτοιες φάσεις η συµµετοχή είναι το παν, κι εγώ δεν είχα την δυνατότητα. Ευτυχώς, είχα πάρει κανα-δυο ψυχαναγκαστικά δυνατές ρουφηξιές από τον ναργιλέ και αυτό δρούσε σαν αποτελεσµατικό παυσίπονο στο υπό κατάρρευση ενδοµήτριό µου – που λέει κι ο ∆ρακούλης ο γυναικολόγος. Βγήκα άπρακτη από το δωµάτιο µε την όραση οξυµένη, µπορούσα να διακρίνω τα µοτίβα πάνω στο ξεθωριασµένο κόκκινο χαλί της σκάλας µε θαυµαστή ακρίβεια και οξυδέρκεια. Στη βάση της σκάλας, αντίκρισα σχετική ερηµιά. Ένιωθα ελαφριά καθώς κατέβαινα την σκάλα, µάλλον µ’ έπιασε κάπως το πράµα το καλό, λοιπόν. Στον νου µου είχανε προσκολληθεί ασυνάρτητες λέξεις: Ποδοκάταρο, αΐδιος, κροκίδωση, Ιόλαος, βάρθακας, άνωση, perpendicolarmente, στροβιλορόδακας, κρηπίδωµα. Έφτασα µε ασφάλεια στο ισόγειο και αντίκρισα ερήµωση. Στάθηκα στην πόρτα του κήπου και στον κήπο ήτανε τρεις κι ο κούκος. Πρέπει να έµεινα εκεί περίπου κανα πεντάλεπτο, ίσως παραπάνω, ώσπου άκουσα την φωνή του Μάρτιν δυνατή σαν σάλπιγγα πίσω µου· και στράφηκα πίσω µου και τον είδα ωραίο κι ολόφωτο.
«Άργησες στην τουαλέτα, ε;»
[…]»
[Προσφυγιές]
«[…]
«Τι σκέφτεσαι, Λίλχεν» (ή κάπως έτσι).
«Πώς με είπες;»
«Μικρή Λίλα. Diminutive.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή χαϊδευτικό, περίπου.»
«Α.»
«Λοιπόν;»
Πού να εξηγώ. «Αφαιρέθηκα… σκεφτόμουν τη θεία μου, αυτή με μεγάλωσε. Για μένα αυτή η γυναίκα είναι η Ελλάδα που ήξερα, ενσαρκώνει την Ελλάδα που ξέρω, της επαρχίας.»
«Ω.»
«Είχε μαγαζί στο κέντρο με εσώρουχα. Έκανε πολύ καλές δουλειές, κυρίως γιατί ένας άλλος που είχε παρόμοιο μαγαζί έπαιρνε μάτι τις πελάτισσές του, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν τα κομοτηναίικα όρνια. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όταν έπεσε η μεγάλη κρίση πριν κάτι αιώνες, ο πατέρας μου, που ως δικηγόρος δεν πεινάει ποτέ, τής ξεχρέωσε κάτι φέσια με φούντα… Η θεία μου δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά, η γιαγιά μου είναι επί των γαστρονομικών. Ήταν όμως δεινή παίκτρια.»
«Σε τι άθλημα;»
«Κουμκάν.»
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Χαρτοπαίγνιο. Για κυρίες. Παίζεις λεφτά.»
«Μάλιστα.»
«Φοράει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή κάτι λουλουδάτα φορέματα, φοράει τις πέρλες ή την χρυσή καρφίτσα, κάτσε όχι, αυτή τη φοράει με τα μονόχρωμα στην εκκλησία την Κυριακή, και παίρνει την τσάντα με τον προϋπολογισμό αφρικανικής χώρας (κρύο χιούμορ του αδερφού της). Παίζουνε γύρω από ένα τραπέζι με ένα πράσινο ύφασμα, don’t know the word in English, και καπνίζουν αμίλητοι, σαν βαλσαμωμένοι. Παίζουνε με τέμπο και νεύρο. Βασικά μια φορά τους έχω δει, δε γουστάρουνε περισπάσεις και ηλίθια σχόλια του τύπου ‘μα καλά, δεν βαριέστε;’ από τρίτους. Το άλλο πράγμα που κάνει η θεία μου είναι να τρέχει με τις κυρίες της Μητρόπολης σε διάφορες φιλανθρωπίες.»
«Όταν κερδίζει;»
«Όχι, πάντα. Τρέφουνε φτωχές οικογένειες – πριν κάτι χρόνια αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και Τούρκους, Μουσουλμάνους εν πάση περιπτώσει, και την έβγαλαν όλα τα κανάλια, και στην Αθήνα.»
«Α, είναι επικεφαλής;»
«Όχι, έχει λέγειν σαν τον αδερφό της. Τέλος πάντων, ανοικοδομούν εκκλησίες, βρίσκουνε δουλειές σε μετανοούσες και κακοπληρωμένες βουλγάρες μπαρόβιες και στριπτιζούδες, μοιράζουνε γεύματα, ντύνουν παιδάκια, ανακαινίζουν μοναστήρια, κινούν αγωγές κατά των Γιεχωβάδων, ταχυδρομούνε βοήθεια σε πληγείσες χώρες, μοιράζουνε φυλλάδια κατά των εχθρών της Ελλάδας και της Εκκλησίας, φιλοξενούν άπορους Ουκρανούς και Σλοβάκους φοιτητές της Θεολογίας Θεσσαλονίκης που λένε να πάνε στα μέρη μας για προσκύνημα να ξεσκάσουν – αυτά. Από το δωμάτιο ξένων του πατέρα μου έχει περάσει όλο το Παραπέτασμα, που λέει κι εκείνος…»
«Γιατί σαρκάζεις; Όποια κι αν είναι τα κίνητρα αυτών των κυριών, ωφελούνε και βοηθάνε κόσμο.»
«Καλά ντε, εντάξει.»
Παύση.
«Λεφτά έχει ο πατέρας μου, όχι εγώ. Με υποτροφία ήρθα εδώ. Και δεν μού φτάνει κιόλας»
«Οκέι.»
Μετά τον πιάσανε κάτι τρανταχτά γέλια που αντιλάλησε το ντεσεβώ, λες και το δονούσε καρ στέρεο.
«Όταν μού είπες πως η θεία σου γυναίκα συμβολίζει την Ελλάδα, περίμενα άλλα. Περίμενα να μού πεις τίποτε για αρχαίες πέτρες και καμμιά μαυροφορεμένη χήρα, κυπαρίσσια κι ερείπια που χαϊδεύει το τραχύ ελληνικό φως. Ή κάτι τέτοιο.»
«Ωχ καημένε… Πάντως δεν μπορείς να χηρέψεις αν δεν παντρευτείς. Κι αυτή δεν ήθελε να πάρει κανέναν: όλοι οι γαμπροί της Κομοτηνής ήταν ή καπνοκαλλιεργητές ή εμπορίσκοι ή γύφτοι.»
«Από πού είναι η οικογένεια σου;»
«Πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.»
«Πρόσφυγες; Πότε;»
«Το 1923.»
«Α, πριν από πολύ καιρό.»
«Ε, ναι… καλά, άσε, μεγάλη ιστορία, μην το ψάχνεις…»
[…]
Τέλος πάντων. Γιατί φλομώνω τον έρμο τον ξένο τον καλό με ιστορίες για πρόσφυγες με ανταλλαγές πληθυσμών και τους φίλους μας τους Τούρκους; Άνοιξε το ραδιόφωνο όπου μια κότα έσκουζε στα λατινικά, pax sincera, κι έτσι. Προσφυγιές και μιζέριες με τους Βούλγαρους και τον μουστάκια Πλαστήρα, κι ο Κεμάλ από της Ανατολής τα μέρη, τι δουλειά έχουν οι Βόρειοι, οι οικοδόμοι της ευρωπαϊκής ενότητας, με όλο αυτό το τσίρκο; Έρχονται στο Λονδίνο και κάνουν διδακτορικά και κλείνονται σε ποντικοδωμάτια ψάχνοντας από πού έρχεται η γνώση και για πλατωνικά αρχέτυπα, ενώ εμείς κουνιόμαστε για τοπική υπερδύναμη αλλά στο παραμικρό βγάζουμε παντιέρα την επαρχιώτικη μοναδικότητά μας και την καθ’ ημάς Αναντολού.
«Και οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πρόσφυγες. Κομμουνιστές βαμμένοι, έφυγαν ωστόσο πιτσιρικάδες από την Πολωνία μαζί με τους υπόλοιπους Γερμανούς το ’45, από την Πομερανία συγκεκριμένα, και βρέθηκαν στη Λειψία. Σε πέντε χρόνια αυτομόλησαν τρέχοντας στη Δύση και, παρότι ήτανε κοντοχωριανοί πίσω στην ‘πατρίδα’, μεταξύ τους γνωρίστηκαν στον σταθμό του Μονάχου.»
Μάλιστα. «Κατάλαβα. Κι από κει είναι η μάνα σου; Βαυαρέζα;»
«Ναι. Μισή άνθρωπος, μισή Αυστριακή.»
[…]»
[επιδόρπιο]
«[…]
Τελειώσαµε το φαγητό χωρίς να πούµε κουβέντα, σαν αστοί που παριστάνουν τους ευγενείς – που µε τη σειρά τους παριστάνανε τους καλόγερους. Μού ξαναγέµισε το ποτήρι σιωπηλά ώσπου αδειάσαµε το µπουκάλι. Εγώ δεν έλεγα τίποτα γιατί το κεφάλι µου κολυµπούσε µέσα στους αφρούς και τα τελευταία κυµατάκια της µουσικής που αποτραβιόταν σιγά σιγά
[…]
«Πάω να φέρω το επιδόρπιο.»
Χαµογέλασα χαριτωµένα, ελπίζοντας πως δεν θα φάµε τίποτε µπακλαβάδες ή µαχλέπια µε σιρόπι από νεράτζι και τήλιο. Ευτυχώς ήρθε παγωτό, κι όχι καϊµάκι µε βύσσινο.
«Μη µού πεις πως κι αυτό το έφτιαξες µόνος σου;»
«Όχι, είναι παγωτό maple από το Sainsbury εδώ κοντά.»
«Πολύ ωραίο, µπα, δεν έχω ξαναφάει τέτοιο πράγµα.» Έχει κι ωραίο άρωµα. Τι θα πει ‘mapple’; Ο τελευταίος απόηχος της µουσικής έσβηνε στα αυτιά µου.
[…]»
[Μπερδεψομαγειρέματα]
στον Αθήναιο, που μας ανοίγει την όρεξη
“[…]
Κάθησα στο τραπέζι. Είχε ένα εξαιρετικό λινό λευκό τραπεζομάντηλο και το σερβίτσιο το είχε στρώσει, απ’ όσο καταλάβαινα, εννοείται, σύμφωνα με όλα τα έδικτα και τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ. Τα ποτήρια είχαν μια διαυγέστατη υποκύανη χροιά. Πώς είναι δυνατόν ένας φοιτητής να έχει κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού; Μήπως κι αυτά τα βρήκε εδώ, μαζί με το πιάνο; Μήπως έτσι ζούνε όλοι οι διδακτορικοί φοιτητές κι απλώς εγώ δεν το ξέρω; Ο Μάρτιν έφερε από την κουζίνα μια σαλάτα και ξαναπήγε μέσα – «θέλεις βοηθεια;» «όχι, με τίποτα, κάτσε εκεί που είσαι, δεν θ’ αργήσω.» Πώς γίνεται να τρώω στο σπίτι κάποιου που γνώρισα ούτε σαραντα οκτώ ώρες πριν; Μήπως είμαι μια παρδαλή ξετσίπωτη και δεν το ξέρω; Α, ναι: ήρθα για τον Μπετόβεν.
Από ’κεί που καθόμουνα δεν έβλεπα τον φούρνο, κι έτσι αυτό το πράγμα που μύριζε υπέροχα παρέμενε μυστήριο. Ξανάρθε μέσα με μια μπουκάλα κρασί. Ξαναπήγε στην κουζίνα. Από κάπου, ίσως το διπλανό σπίτι, ακουγόταν μια τηλεόραση, μια φωνή μπουκωμένη μέσα από τη μεσοτοιχία έλεγε «the man from the guesthouse in Dorset» και κάτι γέλια κοινού. Τι κάνω εδώ μέσα περιμένοντας τον ξένο να με ταΐσει σαλάμια, πουρέδες και ζάουερ-κράουτ. Αισθάνθηκα το στομάχι μου να αντιδράει και από εκνευρισμό και στην πείνα. Ο Μάρτιν εμφανίστηκε με κάτι που έμοιαζε με δύο πιάτα γεμάτα κάτι που έμοιαζε με τυροπιτάκια.
«Ορεκτικά. Θα μού πεις αν τα πέτυχα.»
«Τι είναι;”
«Burekia – typical Northern Greek recipe.»
Τον κοίταζα με όλη την κατάπληξη του κόσμου. Γιατί από την Βόρεια Ελλάδα; Πώς μπορεί να ξέρει πως είμαι από κει; Πώς ξέρει να φτιάχνει μπουρεκάκια; Μήπως έχει καμμιά Ελληνίδα γιαγιά γκασταρμπάιτερ; Γιατί μού έφτιαξε ελληνικό φαγητό; – κάτσε να το φάμε πρώτα, να δούμε αν είναι ελληνικό και, κυρίως, αν είναι φαγητό.
«Πού τη βρήκες την συνταγή;»
«Σ’ ένα βιβλίο που λέγεται Greek Cooking. Το είχα αγοράσει όταν είχα πάει διακοπές στην Κρήτη με την οικογένειά μου.» Τοποθέτησε τα πιάτα στο τραπέζι και κάθησε.
Φαντάστηκα κάτι μουστακαλήδες βρακοφόρους με τσουγκράνες και κοσές να υποδέχονται αλεξιπτωτιστές αλλά δεν τού είπα τίποτε.
«Καλά, και πώς ήξερες πως είμαι από την Βόρεια Ελλάδα;»
«Μού το είπε ο Ρολάνδος.»
«Και πού άκουσε ο Ρολάνδος τη φωνή μου;»
«Στο προχθεσινό πάρτυ, καπνίζατε φούντα μαζί στον πάνω όροφο.»
«Α.»
Κοκκίνισα μέχρι το λαρύγγι και δάγκωσα ένα μπουρέκι. Το φύλλο ήτανε τραγανό απ’ έξω αλλά σωστά ψημένο κι όχι στεγνωμένο από μέσα, η γέμιση ήτανε το κάτι άλλο… ναι, φέτα, φέτα είναι, ρε – ούτε μυτζήθρες, ούτε ανθότυρα και κασέρια. Πού να το περίμενα πως θα ξαναφάω φέτα στο Λονδίνο στο σπίτι ενός Γερμανού. Και ωραία φέτα.
«Πώς σού φαίνεται;»
«Just like home. Or even better.»
Τότε άρχισε κι αυτός να τρώει ένα μπουρέκι, το πήρε με το χέρι, καθώς πρέπει. Ενώ το μάσαγε κομψά αλλά όχι χωρίς να το φχαριστιέται πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και κατευθύνθηκε προς ένα μικρό στερεοφωνικό στη γωνία της τραπεζαρίας, που δεν το είχα προσέξει. Είχε ξεχάσει τον Μπετόβεν. Απλώς πάτησε το πλέι και επέστρεψε στη θέση του και το πιάτο του. Μια αργή μελωδία τσούλαγε τώρα μέσα από τα ηχεία. Δεν είπε τίποτα, δεν είπα τίποτα και συνεχίσαμε το ορεκτικό μας. Εγώ πάντως προσπαθούσα να τρώω αργά, μην γίνω ρεζίλι, λες και δεν είχα φάει από προχτές. Επίσης πρόσεχα πολύ μην πέσει κανα ψίχουλο στο λαδί το φόρεμα και είμαι γελοία ολόκληρο το υπόλοιπο της βραδιάς. Ακροβατούσα τέλος ανάμεσα στο καίριο βάψιμό μου, τα δόντια μου και τα θρύμματα του φύλλου κρούστας. Πιεζόμουνα λίγο, γενικά.
[…]
«Πάω να φέρω το κύριο πιάτο.»
Έφυγε για την κουζίνα κι εγώ τσίμπησα λίγη από τη σαλάτα κατευθείαν μέσα από το μπωλ, να τσιμπήσει κι αυτός μετά κι έτσι να με φιλήσει έμμεσα. Ντράπηκα με την ηλίθια αυτή ιδέα, ένιωσα κανονικότατα μαλακισμένη. Ήθελα να ξαναδώ αυτή τη θεσπέσια αχλύ. Απέναντι μου η πόρτα του διαδρόμου, απ’ όπου μπήκα, και στα αριστερά το πιάνο. Την αδιάφορη μουσική που ακούγαμε πριν την διαδέχτηκε μια παρόμοια κι εξίσου γλυκερή μελωδία. Οκέι. Τι περιμένω εδώ, εκτός από το φαγητό; Μέλλον ή παρόν; Ταύτιση ή τη γέφυρα που θα συνδέσει τα όσα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν διαφορετικά; Θυμήθηκα τον χάρτη του Bloom. Το Αμβούργο πρέπει να βρισκόταν κανονικά στη θέση του, στη Γερμανία, στη ρίζα της χερσονήσου της Δανίας αλλά θυμάμαι πως, όταν έψαξα την Κομοτηνή, δεν υπήρχε πουθενά σ’εκείνον τον χάρτη· μόνο μια παραθαλάσσια τοποθεσία με τ’ όνομα Asbenosa δεξιά από τους Φιλίππους, στη χώρα Romania, τον τόπο των Ρωμιών στην άλλη άκρη της Ευρώπης, πίσω από πολλά βουνά, πίσω από τους Τούρκους και τον Δούναβη… Από πού ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε τυχαία σε μια βιβλιοθήκη σε μια τρίτη άκρη της Ευρώπης; Άραγε έχουνε συναντηθεί ποτέ οι γραμμές των οποίων είμαστε οι απολήξεις; Θα συναντηθούν τώρα; Για πόσο;
[…]
Ο Μάρτιν μπήκε κρατώντας ένα ταψί που αποδείχτηκε η πηγή της ευωδιάς που είχε διαχυθεί σε ολόκληρο το σπίτι. Το άφησε πάνω σ’ ένα ψάθινο σουπλά κι αφού σέρβιρε και στα δυο πιάτα έκατσε στην θεση του.
«Συγγνώμη που άργησα, ήθελα να είναι στην εντέλεια.»
Αντίκρυσα ένα κρέας με σάλτσα και κάτι πατάτες στο πιάτο μου. Η σάλτσα είχε ελιές και μύριζε αυτό το γνώριμο μυρωδικό, «τι μυρωδικό είναι αυτό;»
«Αρνί με σάλτσα από ελιά και δεντρολίβανο. Με πατάτες, βεβαίως.»
Πήρα σαλάτα με την κουτάλα κι έβαλα στο πιάτο μου. Δοκίμασα μια πατάτα. Τραγανή απ’ έξω και ψωμωμένη από μέσα. Πολύ ωραία. Έφαγα λίγη σαλάτα. Ψωμί, πολύ περίεργο. Ο Μάρτιν με κοιτούσε μάλλον, μάλλον περιμένοντας να δει αν θα δοκιμάσω από το αρνί.
«Τι ψωμί είν’ αυτό;»
«Σικάλεως γερμανικό. Σού αρέσει;»
«Πολύ ωραίο.»
Έφαγα άλλη μια πατάτα. Θεσπέσια. Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω το αρνί και τη σάλτσα του. Μάλλον με ξανακοίταξε. Τελικά σήκωσα το μαχαίρι με το δεξί μου χέρι και έκοψα ένα μικρό κομμάτι εκεί που δεν έφτανε η σάλτσα. Πολύ ωραίο. Καλοψημένο και τρυφερό, πολύ τρυφερό και, ευτυχώς ευτυχώς, δεν μύριζε καθόλου αρνίλα, αυτή την ξινολιγδερή μυρωδιά που στάζει στο χώμα και στα ποδοπατημένα χόρτα και κηλιδώνει σβησμένα κάρβουνα κάθε Πάσχα Ελληνικό. Το είπα στον μάγειρα, πόσο καλοψημένο και λαχταριστό το αρνάκι του είναι από κάθε άποψη εξαίσιο. Αυτός ένευσε και με παρότρυνε να δοκιμάσω κι από τη σάλτσα. Τι να κάνω κι εγώ, έκοψα ακόμα ένα κομματάκι και το βούτηξα στη σάλτσα μάλλον με δισταγμό. Ωχ, ποιος ξέρει τι θα βάλω πάλι στο στόμα μου… κι αν το δεντρολίβανο έχει γεύση απαίσια παρά το άρωμά του, όπως η βανίλια; Κατόπιν θυμήθηκα κι ένα ειδεχθές αρνί με μέντα που είχα φάει μαζί με κάτι συναδέλφους από τη Σχολή σε μια παμπ ‘με πάρα πολύ καλό φαΐ’· ήταν αηδιαστικό, σαν αρνί (το αρνί είναι αρνί) πασαλειμμένο με τσίχλα χωρίς ζάχαρη. Μόνο που μέχρι και ζάχαρη πρέπει να είχε εκείνη η σάλτσα. Δοκίμασα κι εγώ λοιπόν από τη σάλτσα του αρνιού του Μάρτιν.
Δεν ήταν τόσο άσχημη, μύριζε ωραία, έδενε με το αρνάκι και οι ελιές κόβαν την κρεατίλα. Μάλλον εξωτική γεύση μού φάνηκε. Καθόλου άσχημο. Τού το είπα. Τού είπα επίσης πως μού φάνηκε εξωτική συνταγή. Πήρα άλλο ένα κομμάτι προσέχοντας πάντα μη στάξει στο τραπεζομάντηλο.
«Μού κάνει πάρα πολλή εντύπωση που σού φάνηκε εξωτικό το φαγητό. Εγώ διάλεξα να σού το φτιάξω για να σού ξαναφυσήξει λίγη από τη θαλασσινή δροσιά της πατρίδας σου εδώ στο ανταριασμένο Λονδίνο…»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Μού αρέσει, με προκαλεί, ας πούμε.» Και δεν είμαι θαλασσινή και ο καιρός στο Λονδίνο τελευταία είναι μια χαρά.
«Κατάλαβα. Πάντως εγώ το έφτιαξα, όπως και τα burekia για να φάμε μεσογειακή κουζίνα σήμερα, πώς να το πω.»
«Τι εννοείς με το ‘μεσογειακή’; Ιταλία, Ισπανία; Μήπως Μέση Ανατολή; Η Μεσόγειος είναι μεγάλη.»
«Εε, νόμιζα πως πιο πολύ φέρνει προς την ελληνική κουζίνα.»
«Μπα, όχι απ’ ό,τι ξέρω. Πολύ βαριά αρώματα… Μάλλον, για να δούμε, βορειοαφρικανική φαίνεται η συνταγή.»
«Δηλαδή μάλλον δε σ’ αρέσει, αυτό θέλεις να μού πεις;»
«Γιατί το λες αυτό, επειδή είπα πως η συνταγή μοιάζει βορειοαφρικανική;»
«Όχι, επειδή σού φαίνεται βαρύ το φαγητό…»
Τσαντίστηκα. «Όχι, μ’ αρέσει, σού είπα. Δεν μού φαίνεται καθόλου βαρύ.» Μάς τα ’πρηξες. Στο μεταξύ σταμάτησε κι η μουσική να βγαίνει από τα ηχεία. Αφοσιώθηκα στο φαγητό μου. Δεν αρχίσαμε καλά. Άντε, να φάω και να πηγαίνω κι εγώ. Μού έκανε νόημα και ύψωσε το ποτήρι σε σιωπηλή πρόποση. Να δούμε από πού είναι κι αυτό, από τα ερείπια της Καρχηδόνας; Από αμπελάκια ανάμεσα στους κέδρους του Λιβάνου; Πήρα μια γουλιά κι ήταν υπέροχο, πάντως. Ένα ωραιότατο κόκκινο κρασί. Πολύ ωραίο.
«Το κρασί από πού είναι;»
Γαλλικό απλώς.
[…]”
[Το παιχνίδι με τα στρωσίδια]
Στην helion και στη mor, για τη θεσπέσια αχλύ και την αναψυχή που μας χαρίζουν.
» […]
Έξω από το παράθυρο µια συννεφιά σαν ξέπλυµα λερωµένο µε άσπρη τέµπερα απλωνόταν και λέρωνε τον λουλακί ουρανό. Δε φαινόταν ούτε ένας ίσκιος έξω από το παράθυρο, µόνον απαλά χρώµατα Vermeer.
Κατάφερα να σηκωθώ για να βάλω λίγη µουσική, θεόρατη µητέρα στους ουρανούς που κυβερνά / ήλιους και φεγγάρια ηλεκτρικά και ξαναχύθηκα στο κρεβάτι. Άκουγα προσεκτικά, µην έχοντας µε τι άλλο να ασχοληθώ και σιγά-σιγά αναδύονταν µέσα από τη µουσική σούπα τα διάφορα όργανα, σαν καρότα, πατάτες, κρεµµύδια και µανιτάρια ψιλοκοµµένα, η κιθάρα παίζοντας τα δικά της παράλληλα µε το µπουζούκι και κάτι που πρέπει να είναι το πάντοτε άπιαστο µπάσσο. Άπλωσα το χέρι στο γραφείο και πήρα ακόµα ένα µανταρίνι, τα καλά των µικρών δωµατίων. Ωραίο είναι αυτό. Αποκαρωµένη στη γλυκειά νωθρότητα µόνο που δεν αποκοιµήθηκα πάνω στο ωραίο στρωσίδι µου, που το αισθανόµουνα δροσερό εκεί που άγγιζε το δέρµα µου και, όταν ζεσταινόταν, απλώς µετακινούσα λίγο το χέρι ή το πόδι ή τη µέση µου για να απλωθώ προς δροσερές ακόµα επιφάνειές του. Αυτό το παιχνίδι µε τα δροσερά στρωσίδια το παίζω από µικρή, όταν µε άφηναν µόνη µου στα σκιερά δωµάτια τα καλοκαιρινά µεσηµέρια ελπίζοντας πως θα κοιµηθώ για να ησυχάσουνε κι αυτοί. Θυµάµαι το ντιβάνι στο καµαράκι και το πράσινο κάλυµµά του µε σιέλ λαχούρια. Εγώ ξάπλωνα εκεί, βαριεστηµένη περιεργαζόµουνα µε πολλή προσοχή τα λαχούρια ελπίζοντας πως έτσι θα περάσει η ώρα και θα σηκωθούνε οι µεγάλοι για καφέ ή ότι στο µεταξύ θα µε πάρει ο ύπνος. Άπλωνα ταυτόχρονα προσεκτικά τα χέρια και τα πόδια µου ώστε το δέρµα µου να αγγίζει µέρη του στρωσιδιού ανέγγιχτα κι άρα δροσερά µέσα στο πνιγηρό καλοκαίρι. […]»
[Ενθύμια]
«[…]
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, µάλλον αναδύθηκα µέσα από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι έχασα το πρωινό και µπήκα έτσι κι αλλιώς για µπάνιο. Στο µυαλό µου επικρατούσε νηνεµία, µια ήρεµη ακίνητη θάλασσα βαρειά ακόµα από το αλάτι του ύπνου. Ντύθηκα, πήρα µαζί και τον χαρτοφύλακά που µού έκανε δώρο ο µπαµπάς αφού θυµήθηκα να βάλω µέσα και το δοκίµιο της διπλωµατικής. Βγήκα στον δρόµο, σήµερα αντί για πνιγηρή ζέστη είχε έναν ανοιξιάτικα έκπαγλο ουρανό µε ελαφρύ αεράκι, γι’ αυτό ο κόσµος κυκλοφορούσε µε κοντοµάνικα και καλτσωµένα σαντάλια (ηµερολογιακά είναι ακόµη καλοκαίρι και δεν έχει χιονιά), η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα µπορούσα να πω πως ο καιρός ήτανε δυσάρεστος. Τα φύλλα των δέντρων (που δεν έχει ποτέ αρκετή ζέστη ώστε να τσιτσιριστούν και να σβήσουν νεκρά) θρόιζαν και σηκώνοντας το βλέµµα είδα τη σηµαία του Βατικανού τεράστια να κυµατίζει έξω από την καθολική εστία. Τα παραταγµένα δέντρα σηµατοδοτούσαν την πορεία προς τον τρούλλο του Κολλεγίου, leafy Bloomsbury, όπως µάς το διαφήµιζε ο οδηγός…
Η κεντρική βιβλιοθήκη βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ αυτόν τον τρούλλο. Έδειξα την κάρτα µου στον αγουροξυπνηµένο κι ήδη πηγµένο φύλακα κι ανέβηκα τα σκαλιά. Ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, ένα γλυπτό όπου κάποιο τεκνό λογχίζει και ποδοπατάει κάποιον γέροντα, κλασσικά γυµνοί κι οι δύο. ‘Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον Εωσφόρο’. Δεν ήξερα πως είχανε τόση διαφορά ηλικίας αυτοί οι δύο, κανονικά δεν θα έπρεπε… Ωραίο γλυπτό πάντως, έτσι ακαδηµαϊκό. Έφερα γύρω του δυο-τρεις βόλτες. Ο τελευταίος ρόγχος του µιχαηλαγγελικού ιδεώδους, να σαρκώσουµε την πνευµατική ρώµη µέσα από το σωµατικό σφρίγος, να πλάσουµε οµορφιά ώστε να παραστήσουµε αρετή. Ένας ρόγχος παγωµένος και κρυσταλλιασµένος κάτω από τον κολλεγιακό τρούλλο, για τους εκλεκτούς.
Μπήκα µέσα στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξυλεπένδυση, ρολόι, ωραία ψηλά παράθυρα. Αφού βρήκα κάτι εισαγωγικά βιβλία και κάποια έργα αναφοράς που έψαχνα, τα κουβάλησα γύρω γύρω στους διαδρόµους µέχρι που βρήκα θέση. Η αίθουσα µύριζε κάτι ακαθόριστο, ίσως αυτή είναι η µυρωδιά της πολυκαιρίας, που λέει κι ο Ιούλιος Βερν. Ακούµπησα κάποια µικρότερου σχήµατος βιβλία πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου κι άρχισα τις αναγνωριστικές αναγνώσεις.
Νύσταζα τώρα αρκετά και ήµουνα και χωρίς καφέ. Είχα κουβαλήσει από τα ράφια και µια σειρά τεσσάρων τόµων µε διάσηµες κατόψεις και τοµές, ‘Architectural Wonders’ λεγόταν, ώστε κάποια στιγµή να κάνω διάλειµµα ξεφυλλίζοντάς τους. Δυστυχώς η ώρα ήτανε δώδεκα και έντεκα ακόµα, πολύ νωρίς για διάλειµµα, όµως είχα βαρεθεί τα θεωρητικά κείµενα και τις συζητήσεις της ανοικειωτικής λειτουργίας του µεταµοντέρνου κτίσµατος όπως εντάσσεται και δεν εντάσσεται µέσα στην µοντερνιστική πόλη. Έτσι αποφάσισα να πάρω µια προκαταβολή από το ‘Architectural Wonders’. Έσπρωξα λοιπόν προς τις άκρες της περιοχής µου όσα περισσότερα ‘χρήσιµα’ βιβλία µπορούσα, τακτοποιώντας πεντ’ έξι σε µια παγόδα στα δεξιά µου και µπουκώνοντας τα υπόλοιπα πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου. Άνοιξα λοιπόν έναν από τους τόµους του διαλείµµατος και άνοιξε στον Άγιο Πέτρο. Θυµήθηκα την εκδροµή στη Ρώµη που είχαµε πάει µε τη Σχολή από τη Θεσσαλονίκη, το πρωινό που βγήκαµε από το ξενοδοχείο.
Περιπλανηθήκαµε χωρίς να ξέρουµε ιταλικά, περπατήσαµε χωρίς χάρτη, χαθήκαµε αφού κανείς δεν ήξερε αγγλικά και τελικά βγήκαµε στον Τίβερη, περάσαµε µια γέφυρα και περπατούσαµε κατά µήκος της όχθης, του ‘Lungotevere’. Περάσαµε µπροστά από ένα τερατώδες πέτρινο ψευδοκλασσικιστικό µπάχαλο, το Palazzo di Giustizia ήταν, και αφού γλιτώσαµε από ζουρλαµένα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από παντού, στο βάθος αντικρίσαµε τον τρούλλο του Αγίου Πέτρου να υψώνεται κάτω από τα σύννεφα, µέσα σε µια ελαφριά καταχνιά, κάτω από έναν λόφο µε γλυπτά δέντρα αλλά σαν να ήτανε στην κορυφή της πόλης και περιβεβληµένος τον θόρυβο της πόλης. Η πόλη µύριζε, µύριζε όπως µυρίζουν εκ των υστέρων όλες οι ευτυχισµένες αναµνήσεις, στατικές και εξιδανικευµένες, κι ας έζεχνε σαπίλα το ποτάµι.
Σταθήκαµε ολόκληρο το γκρουπ, φοιτητές µε µάρσιπους και σακκίδια και παπούτσια αθλητικά µε φθαρµένες µύτες, έλληνες επαρχιώτες, Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, να ατενίζουµε έκθαµβοι µε τα µάτια µισόκλειστα από τον ήλιο πίσω από τα σύννεφα το ποτάµι και τις γέφυρές του και την πόλη γύρω από τον τρούλλο, ασθµαίνοντας από το µεγαλείο. Αριστερά µια γέφυρα µε µπαρόκ αγάλµατα στα παραπέτα της, άγγελοι και άγιοι αγκυλωµένοι στον χρόνο. […] Ο κόσµος έστεκε ακίνητος, αφού δεν χρειαζότανε να πάει πουθενά.
Η Ρώµη έµοιαζε εκείνη την αποκρυσταλλωµένη στιγµή λοιπόν ο τόπος αιωνίων διακοπών, µεγαλείο και έκσταση, θαύµασµα και φως γλυκερό αλλά δελεαστικό. Μας περίµεναν κατόπιν πάµπολλες τουρτόσχηµες εκκλησίες και στενοί βρόµικοι δρόµοι και η σκόνη της πόλης και όλη η µαγεία τους για την οποία µάς προετοίµαζε διακριτικά το εκπαιδευτικό σύστηµα και τα διαβάσµατά µας. Δεν ήµασταν οι τουρίστες της φοιτητικής εκδροµής, παρά ταξιδευτές και οδοιπόροι, περιηγητές µε παρελθόν και αναρίθµητες παραστάσεις, µαγεµένοι από τον Άγιο Πέτρο πάνω από τον Τίβερη και τις γέφυρες όχι γιατί είχαµε δει τη Σαλονίκη και τη Λάρισα και τις Σέρρες και την Κοµοτηνή (εγώ), παρά γιατί γι’ αυτό η Ρώµη υπάρχει και χτιζόταν και υπέστη το 1527 και τους άπλυτους επιδροµείς, ερηµώσεις και µεγάλα σχέδια, άναρχη δόµηση και προγραµµατική πολεδόµηση – για να γοητεύει τους πολυταξιδεµένους και τους κοσµογυρισµένους […]»