Ο άλλος, 2043

he dreamed, I now realize, the impossible date on that dollar bill

Πίσω στον χρόνο δεν θα ταξιδέψουμε ποτέ, τουλάχιστον όχι όπως θα θέλαμε. Αλλά όταν θα είμαι 70, το 2043 (ούτε το 2046, ούτε το 2049) θα επισκεφθώ τον 19χρονο εαυτό μου στο όνειρό του, με τον τρόπο του Χόρχε Λούις Μπόρχες, αφού τότε θα την έχουμε αναπτύξει αυτή την τεχνολογία βεβαίως.

Αντίθετα με τον 70χρονο Μπόρχες, δεν θα του αποκαλύψω το μέλλον του: η φρίκη ενός και μόνον ενός εφιάλτη στον οποίο συναντάει τον εβδομηντάχρονο εαυτό του, τον εαυτό μου, εμένα, θα αρκούσε να τον συντρίψει: τον ξέρω καλά και τον θυμάμαι καλύτερα,
 τον 19χρονο εαυτό μου και ξέρω ότι υπέστη όνειρα που τον στοιχειώναν μήνες. Δεν θα διακινδυνέψω λοιπόν το παρόν μου τώρα ως 44χρονος ούτε το παρόν μου τότε ως 70χρονος με άσκοπες αποκαλύψεις, με την τερατωδία ενός διαυγώς μαντικού ονείρου: ακόμα κι ο Θεός παχειές και ισχνές αγελάδες έστελνε, θα κάνω εγώ φιγούρα;

Ούτε καν συμβουλές υπό μορφή χρησμών δεν θα του δώσω, όπως έκανε ο Πετεφρής πριν κλείσω τα σαράντα.

Αυτός θα κάθεται στο πεζούλι της Ρωμαϊκής Αγοράς και θα περιμένει την Α. Θα παραβλέψω πόσο κακοντυμένος ήταν και ήμουν και θα καθήσω δίπλα του. Όπως ο εβδομηντάχρονος Μπόρχες, εγώ θα βρίσκομαι στα 2043 αλλά στο μπαλκόνι μου που βλέπει μισή Ακρόπολη αν παραμερίσεις τα φυτά που ξεκίνησε να φροντίζει η μάνα μου και αναγκαστικά θα έχω αναλάβει πολλά χρόνια πριν το ’43 (κανείς δεν θα λέει πια δύο χιλιάδες σαραντατρία). Θα του πω μόνον ένα πράγμα, αυτό που μου είπαν πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν πολλά χρόνια τότε στο 2043:

Είσαι πολύ καλύτερος από όσο νομίζεις. Κι αν δεν είσαι, όσο φοβάσαι τόσο σκαρτεύεις. Κάνε μου τη χάρη και κοίτα να φοβάσαι λιγότερο.

Γιατί ελπίζω ότι μέχρι τότε θα έχω τελειοποιήσει την τάχα ατημέλητη επιγραμματικότητα.

Κεφάλαιο γ’: η Συνάντηση

Και είπε ο Δάσκαλός μου:

Όλα σ’ εμένα έρχονται και εγώ δεν πάω σε τίποτα.

Κινούμαι ευθύγραμμα και ομαλά, αλλά δεν υπάρχει μία μόνο διάσταση: μπορείς να με συναντήσεις και χωρίς να έρχεσαι μετωπικά κατά πάνω μου.

Αφού θα έχεις έρθει εσύ σ’ εμένα, έχω χρέος να σε ακούσω.
Μπορείς να μείνεις όσο θες ή όσο πρέπει ή όσο γίνεται.
Όμως
αφού θα έχεις έρθει εσύ σ’ εμένα, εγώ δεν θα σε αφήσω
αν δεν μου το ζητήσεις.

Θα σου μιλήσω αν μου το ζητήσεις, και πάλι ίσως όχι.
Θα σου δείξω αν μου το ζητήσεις αλλά και αν μπορώ.

Σ’ εμένα θα δεις ό,τι σε τρώει
από εμένα θα ακούσεις κάτι δικό μου ή δεν θα ακούσεις τίποτα
δεν θα είμαι καλύτερός σου, γιατί μαλλον δεν μπορώ,
αλλά ούτε χειρότερός σου, γιατί δεν θέλω.

Αν δεν μπορείς να γελάς με τον εαυτό σου δίχως να τον οικτίρεις, μην έρθεις σ’ εμένα.
Αν δεν μπορείς να γελάς με τον κόσμο δίχως να τον περιφρονείς, μην έρθεις σ’ εμένα.
Αν δεν μπορείς να γελάς μ’ εμένα, μην έρθεις σ’ εμένα.

Είμαι το δέντρο που βλέπεις όταν κοιτάς το δάσος. Αλλά δεν είμαι ξέχωρος από το δάσος.
Δεν είμαι ένας από εσάς, γιατί δεν βρίσκομαι απέναντι από εσάς, είμαστε εμείς και είμαστε μαζί. Είμαστε το δάσος και είμαστε ο κόσμος.

Η φωτογραφία είναι του Boris Dmitriev

Apologia

(Μετά από αυτό.)

Δε χαρίστηκα σε κανέναν. Κανείς δε μου χάρισε ποτέ τίποτα.

Ό,τι έφτιαξα, τίποτε σπουδαίο, το έφτιαξα μόνος μου, αλλά υπήρξα φίλος δύσκολων ανθρώπων, μαθητής άξιων δασκάλων και υπότροφος του ελληνικού κράτους. Δεν έχω λεφτά και κτήματα, είμαι τυχερός που δεν έχω αφέντη και πιθανότατα δεν έχω θεό.

Πατρίδα μου είναι η Αθήνα και το Λονδίνο και όπου υπηρξα ευτυχισμένος, έστω κι αν είναι η είσοδος μιας πολυκατοικίας, ένα μπαρ, ένα παγκάκι, δυο πιθαμές παραλία, μια ψάθινη καρέκλα.

Είμαι ρονίν, χωρίς τη γκλαμουριά του δεξιοτέχνη μοναχικού πολεμιστή, αφού είμαι άχαρος κι άξεστος παίκτης. Ζω όμως με το δικό μου άγραφο Χαγκακούρε, που ενίοτε με ζορίζει πολύ. Κι αν μέχρι τώρα ήμουνα σεμνός και ταπεινός, ε, ας όψεται η ταπεινή καταγωγή μου και το βαθιά ενοχικό του χαρακτήρος μου. Τουλάχιστον ξέρω ότι είμαι παιδί ενός τεχνίτη και μιας κόρης αγρότη και ξέρω ότι κάποια στιγμή θα πεθάνω.

Φούμαρα δεν πούλησα και δε σκοπεύω να πουλήσω. Έμαθα με τον καιρό να σωπαίνω (όσο μπορώ) όταν θυμώνω και να αφήνω (όσο αντέχω) τον χρόνο να με δικαιώσει. Συνήθως δικαιώνομαι. Όταν δε δικαιώνομαι, το παραδέχομαι.

Κατά τ’ άλλα είμαι μαλάκας.

Ερωταποκρίσεις

Είμαι δέντρο.
Ναι, μα θυμήσου ότι και τα δέντρα πεθαίνουν, είτε για να προσφέρουν το πιο ευγενικό υλικό που ξέρει ο άνθρωπος, είτε γιατί τελείωσε ο χρόνος τους. Ακόμα και τα δέντρα μαραίνονται στο τέλος.

Είμαι καθρέφτης.
Καλώς, αλλά το ξέρεις ότι κάθε καθρέφτης πάντοτε παγιδεύει λίγο από το φως που δέχεται.

Είμαι βιβλιοθήκη.
Μάλιστα, αλλά να μην ξεχνάς ότι η βιβλιοθήκη χωρίς τα μάτια των αναγνωστών της είναι αποθήκη, ότι κάθε διαδρομή μέσα της είναι μια καινούργια βιβλιοθήκη. Μέσα στην ησυχία της γεννιούνται σιωπηλά φωνές, βοή και μουσικές.

Είμαι βράχος.
Α, όλοι ξέρουν πως οι βράχοι…

Είμαι λαβύρινθος.
Εντάξει, όμως στην καρδιά κάθε λαβύρινθου υπάρχει κάτι που προσμένει να βρεθεί. Αλλιώς, το ξέρεις κι αυτό, λαβύρινθος δεν χρειάζεται.

Είμαι ματιά προς τον έναστρο ουρανό.
Οκέι, κι έμαθες ότι ματιά χωρίς το σώμα δεν υπάρχει. Τα μάτια βλέπουνε ψηλά, βαθιά και μακριά μετά τον έρωτα, με τους χυμούς και τις αναθυμιάσεις του.

Είμαι καταιγίδα και βροντή.
Έχεις επίγνωση ότι οφείλεις το φως της αστραπής και να ποτίσεις τον κόσμο, λοιπόν.