Ήμουνα τις προάλλες με φίλους στον λόφο του Στρέφη, σε ένα υπαίθριο ουζερί που είχα να πάω 17 χρόνια, μάλιστα με την εκεί παρουσία μας μάλλον ανεβάσαμε τον μέσο όρο ηλικίας. Μου έκανε εντύπωση η ευεξία που έβγαζαν προς τα έξω οι νέοι άνθρωποι στις παρέες τους, και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτή ήταν η διάθεση που βγάζαμε εμείς ως θαμώνες πριν 17 χρόνια.
Περιμένοντας τους υπόλοιπους της παρέας (έφτασα πρώτος), παρατήρησα ότι το μαγαζί ήτανε γεμάτο. Αναρωτήθηκα αν αυτό είναι το θέαμα της κρίσης, της αψιλίας, της εξαθλίωσης. Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε ως δικηγόροι του διαβόλου, εκπαιδευμένοι από τα ΜΜΕ στην αυτομαστίγωση και στον ηθικολογικό ψόγο της ζωής μας. Έχουμε εσωτερικεύσει την ενοχή που θα έπρεπε να φέρουν όσοι πλούτιζαν τον καιρό του λεγόμενου «πάρτυ», και οι οποίοι και τώρα τα πάνε μια χαρά. Αυτή είναι η μεγάλη παράδοση του αθηναϊκού χρονογραφήματος, η ερμηνευτική προσέγγιση «δεν είμαστε λαός / πού είναι το κράτος», εμπλουτισμένη με τα κλισεδάκια της μνημονιακής εποχής. Η κριτική μας ικανότητα ποδηγετείται από τον μώμο και την περιφρόνηση, σχεδόν εξ ολοκλήρου πια. Άλλωστε, η συλλογική αυτομεμψία εξασφαλίζει ότι δεν θα αποδωθούν οι εντελώς πραγματικές ευθύνες εκεί όπου πρέπει.
Με τους υπόλοιπους της παρέας συζητήσαμε την πιένα του υπαίθριου ουζερί. Μετά καταλάβαμε ότι όποιοι δεν μπορούνε να πάνε διακοπές, ανεβαίνουνε στου Στρέφη και σε άλλους λόφους για δροσιά, αφού οι διακοπές είναι πανάκριβο χόμπι τώρα πια, στον καιρό της ακτοπλοϊκής απελευθέρωσης. Επιπλέον, κοιτώντας γύρω, βλέπαμε περισσότερο κέφι, ευεξία και φτηνές μπύρες, παρά πειστήρια γαστριμαργικών καταχρήσεων. Ο διορατικότερος ανάμεσά μας επισήμανε ότι επιστρέφουμε σε μια Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 και σε αυτόν τον τομέα.
Την επόμενη μέρα σκέφτηκα ότι οι διακοπές είναι προνόμιο. Τις πρωτοκαταλάβαμε ως προνόμιο όταν οι τράπεζες μάς έδιναν διακοποδάνεια για να πάμε να ψωνίσουμε στο Λονδίνο ή στο Μιλάνο και να πιούμε καφέ στο Empire State (μα δεν τους έχει πει κανείς ότι ο καφές στην Αμερική είναι χάλια;). Μετά τις είδαμε να θεσπίζονται ως προνόμιο όταν λ.χ. στο Κουφονήσι κατέβηκαν τα αγροτικά 4×4 των εντελώς αστών, όπου χωρίς κράτηση εξοριζόσουν στην τρίτη από τις ταβέρνες της Χώρας. Σκέφτηκα ότι οι διακοπές δεν θα έπρεπε να είναι προνόμιο, ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουνε τη δυνατότητα για λίγες μέρες να μην κάνουν τίποτα.
Ο νους μου ξαναγύρισε στους εικοσάρηδες στου Στρέφη, που πέρναγαν καλά χωρίς πολλά λεφτά. Οι περισσότεροι πρέπει να ήτανε φοιτητές, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε οι σπουδές τους να τους δίνουν την ευκαιρία να σπουδάσουν και να μελετήσουν, επίσης να κοινωνικοποιηθούν και να πολιτικοποιηθούν, αλλά και να κάνουνε λάθη, να χασομερήσουν, να ψαχτούν, να χάσουνε την μπάλα και να αλλάξουνε γνώμη και οπτική (πολλές φορές). Ναι, με τα λεφτά του κράτους. Ναι, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια. «Χαμένη γενιά» τους λένε. Αλλά η εντύπωση που μου άφησαν, με την ευεξία και την έλλειψη νεοελληνικής κλάψας που τους χαρακτήριζε, ήταν ότι μπορεί να είναι αυτοί που θα ανακόψουν το φασιστικό μέλλον του Newspeak, της βαρβαρότητας και της ευέλικτης δουλείας. Αρκεί να μη χάσουνε κι αυτοί το κέφι τους.
Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 20.VII.2013