Στου Στρέφη

Αυτή η πόλη, που ελάχιστα εκτιμήθηκε και ακόμα λιγότερο αγαπήθηκε, έχει πολλές γωνιές απροσδόκητης ομορφιάς. Συνήθως βέβαια δεν πρόκειται για την κουκλίστική ομορφιά μιας γειτονιάς-μουσείου ή κάποιου εύτακτου σκηνικού καρτ ποστάλ, αλλά για την ομορφιά που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι συναγμένοι.

Ήμουνα τις προάλλες με φίλους στον λόφο του Στρέφη, σε ένα υπαίθριο ουζερί που είχα να πάω 17 χρόνια, μάλιστα με την εκεί παρουσία μας μάλλον ανεβάσαμε τον μέσο όρο ηλικίας. Μου έκανε εντύπωση η ευεξία που έβγαζαν προς τα έξω οι νέοι άνθρωποι στις παρέες τους, και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτή ήταν η διάθεση που βγάζαμε εμείς ως θαμώνες πριν 17 χρόνια.

Περιμένοντας τους υπόλοιπους της παρέας (έφτασα πρώτος), παρατήρησα ότι το μαγαζί ήτανε γεμάτο. Αναρωτήθηκα αν αυτό είναι το θέαμα της κρίσης, της αψιλίας, της εξαθλίωσης. Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε ως δικηγόροι του διαβόλου, εκπαιδευμένοι από τα ΜΜΕ στην αυτομαστίγωση και στον ηθικολογικό ψόγο της ζωής μας. Έχουμε εσωτερικεύσει την ενοχή που θα έπρεπε να φέρουν όσοι πλούτιζαν τον καιρό του λεγόμενου «πάρτυ», και οι οποίοι και τώρα τα πάνε μια χαρά. Αυτή είναι η μεγάλη παράδοση του αθηναϊκού χρονογραφήματος, η ερμηνευτική προσέγγιση «δεν είμαστε λαός / πού είναι το κράτος», εμπλουτισμένη με τα κλισεδάκια της μνημονιακής εποχής. Η κριτική μας ικανότητα ποδηγετείται από τον μώμο και την περιφρόνηση, σχεδόν εξ ολοκλήρου πια. Άλλωστε, η συλλογική αυτομεμψία εξασφαλίζει ότι δεν θα αποδωθούν οι εντελώς πραγματικές ευθύνες εκεί όπου πρέπει.

Με τους υπόλοιπους της παρέας συζητήσαμε την πιένα του υπαίθριου ουζερί. Μετά καταλάβαμε ότι όποιοι δεν μπορούνε να πάνε διακοπές, ανεβαίνουνε στου Στρέφη και σε άλλους λόφους για δροσιά, αφού οι διακοπές είναι πανάκριβο χόμπι τώρα πια, στον καιρό της ακτοπλοϊκής απελευθέρωσης. Επιπλέον, κοιτώντας γύρω, βλέπαμε περισσότερο κέφι, ευεξία και φτηνές μπύρες, παρά πειστήρια γαστριμαργικών καταχρήσεων. Ο διορατικότερος ανάμεσά μας επισήμανε ότι επιστρέφουμε σε μια Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 και σε αυτόν τον τομέα.

Την επόμενη μέρα σκέφτηκα ότι οι διακοπές είναι προνόμιο. Τις πρωτοκαταλάβαμε ως προνόμιο όταν οι τράπεζες μάς έδιναν διακοποδάνεια για να πάμε να ψωνίσουμε στο Λονδίνο ή στο Μιλάνο και να πιούμε καφέ στο Empire State (μα δεν τους έχει πει κανείς ότι ο καφές στην Αμερική είναι χάλια;). Μετά τις είδαμε να θεσπίζονται ως προνόμιο όταν λ.χ. στο Κουφονήσι κατέβηκαν τα αγροτικά 4×4 των εντελώς αστών, όπου χωρίς κράτηση εξοριζόσουν στην τρίτη από τις ταβέρνες της Χώρας. Σκέφτηκα ότι οι διακοπές δεν θα έπρεπε να είναι προνόμιο, ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουνε τη δυνατότητα για λίγες μέρες να μην κάνουν τίποτα.

Ο νους μου ξαναγύρισε στους εικοσάρηδες στου Στρέφη, που πέρναγαν καλά χωρίς πολλά λεφτά. Οι περισσότεροι πρέπει να ήτανε φοιτητές, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε οι σπουδές τους να τους δίνουν την ευκαιρία να σπουδάσουν και να μελετήσουν, επίσης να κοινωνικοποιηθούν και να πολιτικοποιηθούν, αλλά και να κάνουνε λάθη, να χασομερήσουν, να ψαχτούν, να χάσουνε την μπάλα και να αλλάξουνε γνώμη και οπτική (πολλές φορές). Ναι, με τα λεφτά του κράτους. Ναι, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια. «Χαμένη γενιά» τους λένε. Αλλά η εντύπωση που μου άφησαν, με την ευεξία και την έλλειψη νεοελληνικής κλάψας που τους χαρακτήριζε, ήταν ότι μπορεί να είναι αυτοί που θα ανακόψουν το φασιστικό μέλλον του Newspeak, της βαρβαρότητας και της ευέλικτης δουλείας. Αρκεί να μη χάσουνε κι αυτοί το κέφι τους.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 20.VII.2013

Όσα παιρνει ο διάολος

Η κυβέρνηση Παπανδρέου, κυβέρνηση ερασιτεχνών, όπως νομίζαμε τότε, αντικατέστησε την κυβέρνηση Καραμανλή, κυβέρνηση απλώς ανίκανων, όπως νομίζαμε τότε. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, στο όνομα της μεταρρύθμισης, όπως πολλοί νομίσανε τότε, θα επέβαλλε λιτότητα και εξορθολογισμό, στερήσεις και αναστολή κάποιων δικαιωμάτων, ίσως και κάποιων ελευθεριών, στο όνομα της εξυγίανσης του κράτους. Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε λοιπόν δυναμικά το έργο της ξηλώνοντας την εργατική νομοθεσία, για να καταστεί η Ελλάδα ελκυστικότερη για επενδύσεις — τα γνωστά ψεύδη (ή, αν είμαστε επιεικείς, νεοφιλελεύθερα δόγματα).

Πολλοί ήτανε βέβαιοι ήδη τότε, μόλις πριν τρία χρόνια, ότι μας ανέμενε καταστροφή ανήκουστη για μη εμπόλεμη χώρα. Ακόμα και αμαθείς περί τα οικονομικά, όπως εγώ, γνώριζαν αν μη τι άλλο ότι τα αρχικά Δέλτα Νι Ταυ είναι το αντίστοιχο στον πραγματικό κόσμο του βιβλικού Χι Ξι Στίγμα: τυραννία, ερήμωση, θάνατος — συνοδεία του Ψευδοπροφήτη που κάνει το άσπρο μαύρο. Κάποιοι σαφώς πιο διαβασμένοι και πιο καταρτισμένοι, όπως λ.χ. ο Ταλως στο Ιστολόγιό του και αλλού, προειδοποιούσαν ότι επίκεινται εξανδραποδισμός των πιο αδύναμων, γενικευμένη εξαθλίωση και ωμότατος αυταρχισμός. Με αριθμούς και γεγονότα και χωρίς καθόλου βιβλικές κορώνες.

Στο έργο της την κυβέρνηση Παπανδρέου διαδέχθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Η οποία κληθηκε να «τολμήσει», αφού δεν ήτανε δέσμια της ψήφου και του πολιτικού κόστους, παρά ένα διορισμένο διευθυντήριο (αν και κάπως πολυπληθής για διευθυντήριο). Βεβαίως, όποιος δε δεσμεύεται από την ψήφο και το πολιτικό κόστος, δεν έχει και πολιτικές ευθύνες: εντολές εκτελεί. Η κυβέρνηση του συμπαθούς τραπεζίτη αποδείχτηκε λοιπόν στυγνότερη, ωμότερη από τους προκατόχους της. Αναδείχθηκε αποτελεσματικότατη στην καταστολή και στη βία, στις περικοπές, στο ξήλωμα της δημόσιας υγείας και στον στραγγαλισμό της παιδείας, ενώ εντελώς ανίκανη για μεταρρυθμίσεις, στον πολύ μικρό βαθμό που οι όποιες μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν ποτέ σοβαρό στόχο και όχι πρόσχημα για ξεπουλήματα. Παράλληλα, ξεσφήνωσε το παλούκι από την καρδιά του φασιστικού βρυκόλακα (που είχε και ένα 10 με 15% έτοιμο να τον δεχτεί εις τα ίδια) και του παρέσχε και ένα περιβάλλον κοινωνικής δυσωδίας και ζοφερής οπισθοδρόμησης, ώστε να κάνει τον φονικό βίο του ανάμεσά μας πιο ευχάριστο.

Μετά ήρθε η κυβέρνηση Σαμαρά: ένας εσμός παλιών καλών διεφθαρμένων, θέσει νεοφιλελεύθερων (τόσο όσο χρειάζεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους), παλαιοδεξιών και παραφασιστών. Παρατρεχάμενοί τους ένα πασοκικό απολειφάδι που τρέμει τις εκλογές και κάποιοι ανεκδιήγητοι σοσιαλδημοκράτες. Μια κυβέρνηση που επιτάχυνε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων και που μας απάλλαξε από προσχήματα και εκβιασμούς, αντικαθιστώντας τα με εναργείς δηλώσεις προθέσεων και ομολογίες πίστεως. Μια κυβέρνηση που έβαλε στο σαλονάκι τον φασισμό και τον κερνάει από το αίμα μας.

Στο μεταξύ, συνεχίζουν πολλοί να πέφτουν από τα σύννεφα: τελικά δεν απεμπολήσαμε τη δημοκρατία, τις ελευθερίες, τα δικαιώματά μας, την όποια ανοιχτή κοινωνία και τα δημόσια αγαθά για να μεταρρυθμιστούμε και να εξυγιανθούμε και να αλλάξουμε και να γίνουμε λαός και για να έρθει η ανάπτυξη. Τα απεμπολήσαμε αυτά και πολλά περισσότερα για να ξεπουληθούν τα πάντα σε ημέτερους (όπως παλιά), για να μετατραπεί ο δημόσιος πλούτος σε κρατικά επιχορηγούμενες ιδιωτικές ζημιογόνες επιχειρήσεις, για να σωθούν οι δανειστές μας. Ποιος το περίμενε, λένε.

Τουλάχιστον, όπως προαναφέρθηκε, γλυτώσαμε από προσχήματα, από κοινοβουλευτικά θέατρα και το συνειδησιακό δράμα του κάθε τοπικού γόνου ή υποσελέμπριτυ που εκλέχτηκε βουλευτής με όραμα κτλ. Νομοθετούν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (όρος που δεν είχα συναντήσει από το 1980 που διαβάζω εφημερίδες, κι έχω καλή μνήμη). Με μία ΠΝΠ (κι άλλα αρχικά) κλείνουν τη δημόσια ραδιοτηλεόραση αυθημερόν: αυτή η κυβέρνηση δε χρειάζεται καν την προπαγάνδα, ή μάλλον κάνει outsourcing και σε αυτήν. Και ό,τι δε χρειάζεται, το ξεπουλάει (αν μπορεί) ή το αφανίζει.

Το έτος λοιπόν είναι 2013. Τρία χρόνια μετά το Καστελόριζο, η κατάσταση στη χώρα συνοψίζεται ως τρόμος και αθλιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας: αστυνομική βία, πογκρόμ, Αμυγδαλέζα, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, διαπομπεύσεις, φασισμός υπό προστασία, ξεπούλημα κοινωνικών αγαθών, προπαγάνδα, ανεργία, εξαθλίωση, διαφθορά, φίμωση της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Για να το πούμε πιο βιβλικά: ζούμε το βδέλυγμα της ερημώσεως, ό,τι απομένει δηλαδή αφού τα πάρει όλα ο διάολος.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 22.VI.2013

Το καλύτερο παιδί

Μου έλεγε κάποιος γνωστός μου ότι δεν μπορεί να το πιστέψει πως ο Πλούταρχος είπε αυτά που είπε: ο Πλούταρχος είναι σοβαρός, οικογενειάρχης άνθρωπος, νοικοκυρόπαιδο. Δεν έχω σκοπό να δουλέψω τη μανιέρα των μνημονιακών ηθικολόγων γραφιάδων, που απομονώνουν ένα στοιχείο που δεν τους αρέσει από την Ελλάδα, από τη ζωή, από τον κόσμο και μετά το ανάγουν στην αιτία της κρίσης, μιλώντας με αταξικές γενικεύσεις όπως «γενιά» (άραγε εγώ που σπούδασα στο παρά τρίχα και η συνομήλική μου αυτάρεσκη στελεχάρα ανήκουμε στην ίδια «γενιά»;). Απλώς νομίζω ότι οι δηλώσεις του Γ. Πλούταρχου είναι συμβατές και συνεπείς με την ορθοφροσύνη και τον πρακτικό καιροσκοπισμό των νοικοκυραίων.

Είναι συνηθισμένο να κολακεύουμε τους νοικοκυραίους και να εξαίρουμε τις αρετές τους, όχι μόνο στην Ελλάδα. Πηγή αλλά και επιτομή των αρετών των νοικοκυραίων είναι, βεβαίως, η ηθική τους. Μόνο που μας διαφεύγει κάτι σημαντικό: οι νοικοκυραίοι δεν έχουν ηθική. Κι αν έχουν ηθική, δεν τους απασχολεί να ζήσουνε σύμφωνα με αυτή, αρκεί να μη λέει κουβέντες ο κόσμος για το ποιόν τους. Αυτό που πραγματικά απασχολεί τους νοικοκυραίους είναι η σταθερότητα των συνθηκών καθώς και η διατήρηση της ομαλότητας γύρω από τους ίδιους και από τις δραστηριότητές τους. Κι ας μείνει άνεργο το 1/4 του πληθυσμού, έχουν άκρες. Κι ας κλείνουνε τα μαγαζιά, αρκεί να είναι των άλλων. Όταν όμως τα πράγματα σκουρήνουν πολύ, τότε αναζητούνται λύσεις πρακτικές, συμφέρουσες, απλές: «Ας είναι ο,τι θέλουν. Φτάνει να βγάλουν την χώρα από το αδιέξοδο…»

Το πραγματικό πρόβλημα, επιμένω, είναι ηθικό. Όταν μιλάμε για τους νοικοκυραίους, συγχέουμε τα αντανακλαστικά συλλογικής αυτοσυντήρησης με την ηθική. Πριν χρόνια είχα μια συζήτηση με έναν καθηγητή φιλοσοφίας Άγγλο, ο οποίος έχει διδάξει Ηθική στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Μου είπε για το πρώτο μάθημα Ηθικής που έκανε στην Ελλάδα, σε ιδιωτικό ίδρυμα που αποσκοπεί στην πανεπιστημιοποίηση. Περίμενε λοιπόν ότι βάση για τη συζήτηση θα ήταν η ηθική της Ορθοδοξίας, άλλωστε οι Εγγλέζοι έχουν την εντύπωση ότι είμαστε είτε θρήσκοι είτε υποψήφιοι αντάρτες δρόμων είτε και τα δύο (όταν δε σπάμε πιάτα κτλ). Μέσα σε 40 λεπτά μαθήματος είχε χάσει πάσα ιδέα: η μόνη ηθική φιλοσοφία που αντιλαμβανόντουσαν και εφάρμοζαν όλα αυτά τα 19χρονα που φοιτούσαν αντί διδάκτρων ήταν ο σολιψισμός και ο ατομικιστικός ωφελιμισμός: ηθικό είναι ό,τι ωφελεί εμένα

Μιλάω για την πολιτική ηθική όλων μας, για την επίγνωση ότι κοινωνία υπάρχει και ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Μετά το (κατά τα φαινόμενα προσωρινό, με ιστορικούς όρους) τρομακτικό σοκ του ναζισμού, και χάρη και σε ανθρώπους όπως ο Ράσελ και οι υπαρξιστές, ο όρος Ηθική πήρε για κάποιες δεκαετίες μια πιο σοβαρή και ουσιώδη σημασία στην καθομιλουμένη, από το να είναι απλώς το παρατσούκλι για το κουμάντο στο κορμί της γυναίκας (από το κεφάλι της μέχρι τους αστραγάλους). Ξεκίνησε η επαναδιατύπωση της ηθικής και για τον απλό κόσμο με όρους του αν καταπιέζεις, αν κάνεις ληστρικούς πολέμους, αν κλέβεις, αν καταχράσαι, αν σκοτώνεις εξ αμελείας με τα προϊόντα και τα εργοστάσιά σου. Για λίγο ίσως, μια μερίδα κόσμου αντιλήφθηκε ότι ανήθικο δεν είναι να «απολαμβάνεις υπεύθυνα» αλλά να εκμεταλλεύεσαι και να καταπιέζεις, ότι ο πλουτισμός ίσως να είναι ανηθικότερος από το διαζύγιο κτλ.

Αυτά όμως τελείωσαν. Προεκιμένου να βγει η χώρα από το αδιέξοδο, επιστρέφουμε και ανοιχτά πια στη λογική της αστυνόμευσης, της ολοκληρωτικής περιχαράκωσης, του αυταρχικού ετεροκαθορισμού, στην πρακτική μη-ηθική στάση των νοικοκυραίων: «Ας είναι ο,τι θέλουν. Φτάνει να συνεχίσουμε να είμαστε ο καθένας μας το καλύτερο παιδί στα μάτια του κόσμου.»

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 1.VI.2013

Η κόκκινη καραμέλα της αγάπης

«Είναι ωραίο τα καλά πράγματα να κρατάνε για πάντα», διαπιστώνει η διαφήμιση, αφού μας έχει δείξει από πολύ κοντά τα πρόσωπα ενός ερωτευμένου ζευγαριού καθώς ασπάζονται το ένα το άλλο διαχρονικά από την εφηβεία μέχρι τα γεράματα, σε μια συνοπτική ερωτοτροπία. Η κάμερα παραμένει προσηλωμένη στα πρόσωπα ενώ το φόντο, σε φλου, αλλάζει: βορειοευρωπαϊκός κήπος, κλαμπ, φοιτητικό δωμάτιο, οικογενειακό σπίτι με σιλουέτα παιδιού στο βάθος — σπίτι από το οποίο δεν ξεφεύγουμε μέχρι το τέλος της σύντομης περιστροφής της ματιάς μας γύρω από τα δύο πρόσωπα.

Ο τρόπος που παριστάνεται το ζευγάρι λέει «έρωτας»: υπάρχει το απότομο τέντωμα αλλά και η ένταση της επιθυμίας. Λέει και «διάρκεια παρά τις αντιξοότητες»: περνούν και κάποιες σκυθρωπές σκιές από τα πρόσωπα. Λέει, τελικά, «αγάπη»: η κινηματογράφηση την υπονοεί σαφέστατα. Αυτή η αγάπη είναι ο όρος σύγκρισης για πρόγραμμα κινητής τηλεφωνίας.

Η χυδαιότητα του να χρησιμοποιείς τη σχέση δύο ανθρώπων, σχέση που έχει διάρκεια και εξυπακούει ‘αγάπη’, για να πεις «να, έτσι είναι και το πρόγραμμα που προσφέρουμε» είναι προφανής και θα αποτελούσε αφορμή έντονης δυσφορίας, αν δεν είχαμε πια συνηθίσει πολλά και τρισχειρότερα. Δε θέλω να σταθώ σε αυτό όμως, παρά στο πώς γίνεται η αγάπη ως καραμέλα να χρησιμοποιείται για να διαφημιστούν προγράμματα κινητής τηλεφωνίας. Γιατί να είναι πρόσφορο να πουλήσεις ένα προϊόν χρησιμοποιώντας μια μακροχρόνια σχέση ενός ζευγαριού, ταυτίζοντάς την μάλιστα με την αγάπη;

Η αγάπη στην επίμαχη διαφήμιση είναι μια μεταφορά για τη διάρκεια του συμβολαίου. Η ταύτιση ερωτικού πάθους, μακροχρόνιας συμβίωσης και αγάπης παρουσιάζεται ως πηγαία, αυτονόητη και αβίαστη, ως κάτι νορμάλ. Τέλος, σχολιάζεται ως «καλό πράγμα» — και ποιος θα διαφωνούσε;

Από πού προέρχεται αυτή η ταύτιση πάθους, συζυγίας και αγάπης; Μάλλον δεν πρόκειται για εμπειρική παρατηρήση που προκύπτει αν κοιτάξει κανείς τα ζευγάρια γύρω του. Άρα μάλλον πρόκειται για κάποιο ιδανικό. Η μονογαμικότητα, έτσι κι αλλιώς, είναι πανάρχαιο αίτημα, που παραδοσιακά προοριζόταν να διαφυλάξει τη γνησιότητα των τέκνων και να ρυθμίσει ζητήματα κληρονομιάς. Την παραδοσιακή μονογαμικότητα όμως δεν την έτρεφε το ερωτικό πάθος, ούτε η παραδοσιακή μονογαμική σχέση εκπήγαζε από την αγάπη. Στον αντίποδα αυτής της πιο πρακτικής και πραγματιστικής (πεζής, ίσως, και σίγουρα πατριαρχικής) αντίληψης της μονογαμίας, βρίσκεται η εποχή μας: η διάρκεια στη σχέση έχει πλέον στηθεί ως ένα ηθικό είδωλο στο οποίο έρωτας, συντροφικότητα, κοινός βίος και αγάπη ταυτίζονται αδιαιρέτως ως ομοούσια.

Νομίζω πως αυτή η ταύτιση του έρωτα με τη συζυγία και με την αγάπη προέκυψε από τη συνάντηση του Χόλυγουντ, που τη θεωρεί δεδομένη και την προβάλλει ως τη μία και μοναδική λύση σε κάθε πρόβλημα ανθρώπινων σχέσεων, και της σεμνής, ας πούμε νεορθόδοξης, ερωτικής χειραφέτησης που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’80.

Πιο αναλυτικά: στην Ελλάδα μετά τον χουντικό γύψο ακολουθήθηκε βεβαίως η πoρνογραφική οδός αντίδρασης: η απελευθέρωση των επιθυμιών θα επερχόταν, δια της σοσιαλδημοκρατικής μεθόδου, με σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρώτα στα τσοντοσινεμά και αργότερα μέσω βίντεο.

Σχεδόν παράλληλα διατυπώθηκε και έγινε δημοφιλής η (ας την πούμε) νεορθόδοξη μέθοδος. Ακούγονταν φωνές ότι και οι πατέρες μας (οι μητέρες δεν αγγίζονται τόσο εύκολα) μίλησαν για τον έρωτα, ότι και στων Ελλήνων τις κοινότητες ερωτευόταν ο κόσμος, ότι τα δημοτικά τραγούδια μιλάγανε για εκτός γάμου σχέσεις αλλά και για πάθη έκνομα. Δε χρειαζόμαστε λοιπόν τη βιομηχανική πορνογραφία της Δύσης: έχουμε την παραδοσιακή μας τέχνη και οικοτεχνία. Τέλος, γραπτά εκκλησιαστικών πατέρων όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Μάξιμος ο Ομολογητής και άλλοι επιστρατεύτηκαν επιμελώς για να στηρίξουν την καθ’ ημάς ερωτική μεταρρύθμιση. Η όλη προσπάθεια συνοψίστηκε σε ένα εκτός συμφραζομένων πρόσταγμα του ιερού Αυγουστίνου: «αγάπα και κάνε ό,τι θες». Δεν ήτανε και λίγο κάτι τέτοιο για τη βαθιά θρησκόληπτη νεοελληνική κοινωνία: ο Θεός μάς λέει να «κάνουμε έρωτα» και να γίνουμε, ενδεχομένως, παραβατικοί στο όνομα του έρωτα. Δηλαδή της αγάπης.

Κι έτσι, η ερωτική χειραφέτηση συσχετίστηκε, ή μάλλον μπερδεύτηκε γλυκά, με την αγάπη. Η αγάπη, από κάτι που περιέγραφε δεσμούς γονικούς και φιλικούς και βαθιάς συζυγικής αφοσίωσης, σύντομα βρέθηκε παντού: στις ανοικονόμητες τρέντυ εκφράσεις, στις εξιδανικευμένες αφηγήσεις γελοίων ερώτων που έμαθαν τον Έλληνα να διαβάζει πεζογραφία, στην περιγραφή οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ ανθρώπων. Και η αγάπη έγινε καραμέλα, και μάλιστα κατακόκκινη: το ερωτικό πάθος έπαψε να είναι σκέτο πάθος, με το ζόρι κατέστη και πειστήριο ή ένδειξη αγάπης. Η ερωτική προσκόλληση, η εμμονή του πάθους και οι άγριοι έρωτες έγιναν αγάπες ιερές και καθαγιασμένες — ή έπρεπε να οδηγούν προς τα εκεί, τουλάχιστον. Όσοι προσπαθούσαν να διαχωρίσουν πόθο από έρωτα, από αγάπη και από γάμο, στιγματίστηκαν στα μάτια της νέας κανονικότητας ως κυνικοί, ως άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα ή έρμαια των παθών τους, ως τσούλες και καψούρηδες.

Από εκεί μέχρι το ιδανικό της μονογαμικής σχέσης, όλο ερωτική ευωχία και οργασμική τρυφή, που είναι και παθιασμένη και ισόβια, που δημιουργεί οικογένειες και αγοράζει σπίτια, που ουδέποτε πίπτει και που πηγάζει από αληθινή αγάπη — είναι ένα τσιγάρο δρόμος, από τα τσιγάρα που γίνονται μετά τη συνεύρεση και ανάκραση ψυχών.

Αυτό το στιλπνό ιδανικό του «για πάντα» είναι λοιπόν στην περίπτωσή μας παιδί του Χόλυγουντ και του «αγάπα και κάνε ό,τι θες»: ένα παιδί θαύμα που διαφημίζει κόκκινα (όπως η μόδα προστάζει) συμβόλαια τηλεφωνίας, και αυτά «για πάντα», όπως η ευτελισμένη αγάπη.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 18.V.2013

Μεγαλοβδομαδιάτικος ρεμβασμός στην Αθήνα

Photo 28-1-17, 15 55 46

Τη βραδιά που κανα-δυο χιλιόμετρα από το σπίτι μου η Βουλή των Ελλήνων ρύθμιζε νομικά την εξώθησή μας στην ανεργία και τη φτώχεια για τις επόμενες μια-δυο γενιές σκεφτόμουν ότι, τελικά, πολλοί θεωρήσαμε ότι η κρίση ήταν ευκαιρία. Όχι μόνον οι «sure, tax me: find me», οι εργολάβοι, οι δογματικοί νεοφιλελεύθεροι ή οι απολίτικοι διανοητές μικρομεσαίου βεληνεκούς. Αλλά και όσοι νομίσαμε ότι η μεθοδική και μαζική εξαθλίωση, το συστηματικό και μεγάλης κλίμακας ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, ο πόλεμος ψεύδους και προπαγάνδας και η βάναυση καταστολή θα διαμόρφωναν συνειδήσεις και θα αφύπνιζαν όσους συνήθως δεν ασχολούνται «με αυτά». Όχι ντε και καλά για να επισυμβούν τεκτονικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός «σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο», ούτε καν για να εξυγιανθεί η δημοκρατία. Αλλά για να αποκτήσουν περισσότεροι Έλληνες επίγνωση του ότι κανένα δικαίωμα δεν είναι δεδομένο, ότι καμμία (μα καμμία όμως) κατάκτηση κοινωνική δεν είναι ‘κεκτημένη’. Για να γίνει αντιληπτό ότι, όταν υπάρχει αυτόματος πιλότος στα κοινά, οι προνομιούχοι μοιράζονται μεταξύ τους τα αλεξίπτωτα και οι υπόλοιποι, προσδεμένοι, πηγαίνουμε σούμπιτοι και καρφωτοί προς την πλαγιά.

Και βεβαίως διαψευστήκαμε: η μόνη σοβαρή αλλαγή που βλέπουμε είναι αφενός η κατά κράτος νίκη του ψεύδους και της προπαγάνδας, αφετέρου ο θρίαμβος της ηθικολογίας και της χρηστομάθειας, που σου διδάσκει ότι είσαι άθλιος αμαρτωλός και ότι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να πάψεις να παραπονιέσαι. Και η επακόλουθη νομιμοποίηση του νεοναζισμού στις συνειδήσεις του κόσμου, σε μικροκοινωνικό επίπεδο: από γειτονιά σε οικογενειακό τραπέζι, από ταξί σε παιδική χαρά, από τα ειδικά εφέ της καταστολής μέχρι τους άνεργους νέους στα παγκάκια παρατημένων πεζοδρόμων.

Μιλώντας για παρατημένους πεζοδρόμους: διάβασα πριν λίγες μέρες μονορούφι το «Φακός στο στόμα» του Χρήστου Χρυσόπουλου, ένα κείμενο που δραστικά φώτισε την πόλη (την Αθήνα, δηλαδή) και τη φύση της περιπλάνησης στην πόλη. Μέσα από το βιβλίο αναδύεται για άλλη μια φορά μία λεπτή αλλά θεμελιώδης διαφορά: άλλο παρατημένη και εγκαταλελειμμένη πόλη (που είναι, δυστυχώς, η Αθήνα, σχεδόν επίτηδες ενδεχομένως) και άλλο πόλη που αναπτύσσεται ζωντανά, οργανικά, αυτορρυθμιζόμενα — όπως δηλαδή αρμόζει σε μεγαλούπολη. Αυτά βεβαίως τα λέει εδώ και δεκαετίες ο Δημήτρης Φιλιππίδης. Σύμφωνοι. Όμως ο Χρυσόπουλος τα επαναδιατυπώνει όχι από τη σκοπιά του θεωρητικού της Αρχιτεκτονικής, παρά με τη ματιά του διαβάτη που διαβάζει ξανά και ξανά την πόλη στην οποία περπατάει και που διαρκώς αλλάζει.

Και ναι: στη ματιά βρίσκεται το νόημα. Γι’ αυτό και είναι πολύτιμο το θέατρο: επί σκηνής συμβαίνουν πολλά και ως θεατής είσαι ελεύθερος να επιλέξεις πού θα στρέψεις το βλέμμα σου, αφού δε σε τραβάει από τη ματιά το μεγάλο (ή μικρότερο) κινηματογραφικό κάδρο, αφού δεν υπάρχουν προνομιακές αποστάσεις και οπτικές γωνίες ή κοντινά πλάνα για να σου επιβληθούν. Δυστυχώς για μένα, το θέατρο το έμαθα αργά, από τη Ζ., αφού ήδη είχα φύγει από την Ελλάδα. Κάθε φορά λοιπόν που επιστρέφω στην κατασυκοφαντημένη και παρατημένη πόλη μου, θαυμάζω όχι μόνον ότι έχει περισσότερα θέατρα από το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, κυρίως από εκείνα που έβαλε σκοπό να κλείσει ο κύριος δήμαρχος, αλλά και το πόσο πρωτοποριακό, ευρηματικό και απροσδόκητο θέατρο δουλεύεται, καλλιεργείται και παριστάνεται εδώ. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε πολυδιαφημισμένες αβανγκάρντ παραστάσεις στο Λονδίνο και μερικές βδομάδες μετά σε «οκέι, μια χαρά» παραστάσεις στην Αθήνα: η διαφορά υπέρ της Αθήνας ήταν ανεξαιρέτως καταιγιστική. Όταν στο Λονδίνο ακόμα παραληρούσαν με το Copenhagen του Φρέυν, εμείς εδώ βλέπαμε το Bella Venezia των Διαλεγμένου και Βογιατζή.

Παγιδευμένοι σε οράματα βιεννέζικης ομοιομορφίας και παριζιάνικης (στα καλά αροντισμάν) ευταξίας, αδυνατούμε να δούμε τι θαυμαστά τοπία και τι ανθρώπους έχει αυτή η πόλη, ή — χειρότερα — τι τοπία και λόγο και ματιές δημιουργούν οι άνθρωποι αυτής της πόλης. Κι αυτά τα ένιωσα το Σάββατο του Λαζάρου, για πολλοστότατη φορά, εν προκειμένω με αφορμή την λοξή αλλά καίρια ματιά του βαριετέ-μεταεπιθεώρησης «Αδέσποτες Σκύλες στο Βαλς των Βρώμικων Δρόμων Νο. 3»: δε θα έβλεπες κάτι τέτοιο επί σκηνής στη Νέα Υόρκη ούτε off Broadway, νομίζω.

Προσδοκώ την εθελούσια ανάσταση αυτής της πόλης και των ανθρώπων της.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 3.V.2013

Από πού φυσάει ο άνεμος

Μόλις διάβασα για τη βομβιστική επίθεση στον μαραθώνιο της Βοστώνης. Το να μιλήσει κανείς απλώς για φρίκη και καταδίκη είναι ευτελές: κανονικά, όσοι είναι άνθρωποι αηδιάζουν με τέτοιες βαναυσότητες χωρίς να τις εντάσσουν σε κάποιο σχήμα, όπως αηδιάζουν με τις αόρατες σφαγές στη Συρία και στο Ιράκ ή με το να δολοφονείς εκατοντάδες αμάχους ανά έναν ταλιμπάν με μη-επανδρωμένα αεροσκάφη στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν. Ο μάλλον φτωχός Αφγανός ή Πακιστανός που πάει σε γάμο, στο τζαμί ή στην αγορά δεν ευθύνεται περισσότερο για τα εγκλήματα (αν υπάρχουν) άλλων Αφγανών ή Πακιστανών από όσο ευθύνεται για τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑο όχι τόσο φτωχός Βοστωνέζος που συμμετέχει σε ένα όμορφο αγώνισμα. Οι νεκροί άμαχοι, όπως γράφτηκε στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης στο ίντερνετ, δε συμψηφίζονται, παρά αθροίζονται φρικτά. Αυτονόητα πράγματα που, όσο περνάει ο καιρός, θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε όλο και πιο συχνά.

Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε κάπου αλλού να επαναλαμβάνουμε όσα μας απασχολούν, αυτονόητα ή μη, παρά μόνο στο ίντερνετ. Εκεί υπάρχει επίφαση ελευθερίας, πολυφωνίας και δημοκρατικότητας, εκεί δημιουργούνται κοινότητες. Εκεί κυκλοφορούν μηνύματα, κείμενα, μουσικές, εικόνες και βίντεο. Ένα υπερμέσο, ίσως. Όμως, πιο σημαντικό και από το κατά πόσον το διαδίκτυο θα απορροφήσει την τηλεόραση, τον τύπο και το ραδιόφωνο είναι το εξής: ποιος ελέγχει το ίντερνετ.

Όταν μιλάω για έλεγχο δεν αναφέρομαι ούτε στο να κόψει ένα καθεστώς τα καλώδια, ούτε στο να λογοκρίνει ό,τι δεν εγκρίνει, ούτε στο να επιβάλει νομοθεσίες που περιορίζουν και φιμώνουν, ούτε καν στο σφράγισμα ανεπιθύμητων σέρβερ. Βεβαίως και όλα τα παραπάνω αποτελούν καταστρατηγήσεις της ελευθερίας του λόγου ή απλώς ωμές πράξεις καταστολής της. Αλλά τουλάχιστον δημιουργούν επίγνωση ότι αποτελούν λογοκρισία και καταστολή. Σχετικά με τα νέα μέσα, με το ίντερνετ τέλος πάντων, εμένα με απασχολεί περισσότερο κάτι άλλο: ποιος ελέγχει τις τάσεις και ποιος καθορίζει τι συζητιέται, τι θεωρείται σημαντικό, τι αποτελεί καυτό ζήτημα. Ακριβώς επειδή αγνοεί ο χρήστης των κοινωνικών μέσων ή των ενημερωτικών ιστότοπων ότι σε αυτές τις περιπτώσεις υφίσταται έλεγχος.

Με το τι θα ασχοληθούμε όσοι «ενημερωνόμαστε από το διαδικτυο» δεν προκύπτει ούτε δημοκρατικά και κατά πλειοψηφία, ούτε καν μέσα στις επιμέρους διαδικτυακές κοινότητες κι ομάδες. Σε θέματα ενημέρωσης και γνώμης, λόγου χάρη, την ατζέντα την ορίζουν τα παραδοσιακότερα μέσα και κατά κύριο λόγο η τηλεόραση. Αρκεί να μπει κανείς στο τουίτερ ή στο φέισμπουκ κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, δημοφιλούς τηλεπαιχνιδιού ή πολιτικής συζήτησης: λίγοι ασχολούνται με κάτι άλλο. Και ας πούμε ότι εν προκειμένω ο κόσμος ακολουθεί την επικαιρότητα: την εξ αντανακλάσεως συγκίνηση του αθλήματος ως θεάματος, την αίσθηση ανωτερότητας που δημιουργούν στον απαθή (αφού απλώς παρακολουθεί) θεατή οι όλο πάθη κι ελαττώματα διαγωνιζόμενοι των ριάλιτυ, τις υλακές νεοναζιστών βουλευτών να συμπλέκονται με τον ίσκιο του πρωθυπουργού ή με τα μανικά και διψώδη ρητορικά σχήματα του κυρίου Βενιζέλου.

Η ατζέντα στο ίντερνετ όμως καθορίζεται και αλλιώς. Ποδηγετείται από την επίμονη προβολή θέσεων και απόψεων που δεν είναι καινούργιες και δεν είναι πρωτότυπες και δεν είναι καθόλου μα καθόλου ορθολογικές (πρέπει γρήγορα κάποιος να αποκαταστήσει τον ορθολογισμό και τον διαφωτισμό στον ελληνικό δημόσιο λόγο, προς το παρόν τον καπηλεύονται κακοί μαθητές του Νίκου Δήμου ή, χειρότερα, καλοί μαθητές της Άυν Ραντ). Η παλιά κακή χρονογραφία του αθηναϊκού τύπου ξαναζεί και παίρνει το αίμα της πίσω τροφοδοτώντας τις διαδικτυακές συζητήσεις: με τις εικοτολογίες της, με τον καζουισμό της, με την ευλογοφάνειά της. Κείμενα που γενικώς στηλιτεύουν και ειδικώς λοιδωρούν, που κατασκευάζουν ιστορίες («αφηγήματα» λέγονται πια) και μετά τα εγκαταλείπουν, που ανάγουν το ‘ναι μεν αλλά’ σε επιχείρημα: αυτά συζητιούνται, κοινοποιούνται, ανακυκλώνονται, αναιρούνται, αποδομούνται, αλλά τελικά χρησιμοποιούνται ως πηγές και παρατίθενται.

Τελικά ξεχνιούνται τα κείμενα που λ.χ. συζήταγαν την ακαλαισθησία του δείνα (ενώ ο ανώνυμος τάδε συνθλίβεται) και άλλα παρόμοια κείμενα παίρνουνε τη θέση τους. Η ανατροφοδοτημένη τηλεόραση θα μιλήσει για «σάλο στο ίντερνετ» με αφορμή τα κείμενα αυτά, όμως τα πάθη που εξήψαν θα καταλαγιάσουν. Κάποιοι θα κουνήσουν το κεφάλι, οι περισσότεροι θα πεισθούν ότι τίποτα τελικά δεν έχει νόημα, ότι η πολιτική είναι κάτι που απλώς συμβαίνει, μια θεομηνία. Ο ακατάστατος κι ατελέσφορος θόρυβος που προκλήθηκε θα επιβεβαιώσει αυτό που ξέρουν ήδη, αυτό που πάντοτε μας έλεγαν: ότι ‘η αλήθεια είναι πάντοτε κάπου στη μέση’, ότι ‘όλα εξαρτώνται από το πώς τα βλέπεις’ και ότι (βεβαίως) ‘αυτό θα φάει τον Έλληνα: ο Έλληνας τον Έλληνα’.

Κι έτσι η κυλάει η ζωή μέσα στο διαδίκτυο, ενώ έξω από αυτό ολοένα λιγοστεύει.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 20.IV.2013

Με αφορμή την Κύπρο

Τρεις σημειώσεις, χωρίς όμως κάποια συμπεράσματα

Σημείωση πρώτη:

Στην Κύπρο οι ηγεσίες έχουν ως πάγια τακτική τους να παρουσιάζουν συμφωνημένες ή μόνιμες διευθετήσεις για προσωρινές. Πέντε παραδείγματα μόνο:

α) Η διχοτόμηση της Λευκωσίας το 1957, με μια πράσινη γραμμή στο χάρτη, παρουσιάστηκε από την αποικιακή κυβέρνηση ως προσωρινή λύση, μέχρι να καταλαγιάσουν οι δικοινοτικές ταραχές. Αυτά σχετικά με τα τετελεσμένα.

β) Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μετά τη Ζυρίχη παρουσίασε την ανεξαρτησία ως ένα προστάδιο της ένωσης με την Ελλάδα. Δεν επρόκειτο για ρητορικό εύρημα: αυτή ακριβώς υπήρξε η πολιτική των ηγετών της ελληνοκυπριακής ηγεσίας αλλά και διάφορων παρακρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων μέχρι και το 1974. Αυτά σχετικά με το Σύνταγμα της Ζυρίχης «που δε δούλευε».

γ) Οι πρόσφυγες του 1974 έμειναν σε αντίσκηνα για πολύ περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο, αφού η πολιτική ηγεσία δεν είχε σκοπό να τους στεγάσει σε οικισμούς, πράγμα το οποίο τελικά αναγκάστηκε να πράξει. Ο λόγος ήταν ότι το θέαμα των σκηνιτών θα συγκινούσε τη διεθνή κοινή γνώμη ώστε να τερματίσει την τουρκική κατοχή, η οποία, έτσι κι αλλιώς, ήτανε μια προσωρινή και ανώμαλη κατάσταση. Αυτά σχετικά με τον ρεαλισμό ή με τη χρήση των οδυνών.

δ) Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος και το ΑΚΕΛ καλούσαν τους Ελληνοκύπριους να καταψηφίσουν το σχέδιο λύσης του 2004 γιατί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004 θα δίνονταν πάρα πολλές ευκαιρίες για μια καλύτερη, «ευρωπαϊκή» λύση του Κυπριακού. Μέχρι το 2013 δεν έχει αναφανεί καμμία, απεναντίας η διχοτόμηση έχει πλέον αμετάκλητα παγιωθεί με τους χειρότερους δυνατούς όρους για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτά σχετικά το Κυπριακό.

ε) Μετά το παραλίγο κανόνι της Λαϊκής Τράπεζας, αφού ο Βγενόπουλος τη φόρτωσε ελληνικά ομόλογα που εν συνεχεία κουρεύτηκαν, η κυβέρνηση Χριστόφια εφάρμοσε εισπρακτικά μέτρα και περικοπές για να εξευμενίσει τον επερχόμενο Μολώχ της τρόικας. Ο νεοεκλεγείς Αναστασιάδης επέλεξε να αφανίσει τον τραπεζικό τομέα, τη βασική πηγή πλούτου της Κύπρου μαζί με τον τουρισμό, και όχι να βγάλει τη χώρα ηρωικώς από το ευρώ — μια λύση πιθανότατα λιγότερο ζημιογόνα από αυτήν που επιλέχθηκε. Αυτά σχετικά με την προσδοκία να γεμίσει το νησί φωτοβολταϊκά και φυσικό αέριο (που δε θα διαρπάξουν οι ισχυροί της περιοχής και της γης).

Σημείωση δεύτερη:

Αντιλαμβάνομαι, όπως και κάθε τίμιος άνθρωπος, τις εγκληματικές ευθύνες της Ελλάδας για το τι συμβαίνει στην Κύπρο τα τελευταία 60 χρόνια. Η Ελλάδα άλλωστε συμπεριφέρεται σταθερά, μέχρι και σήμερα, ως ιδιότυπα νεοαποικιακή δύναμη στο νησί. Παράλληλα, ο σεφεριάζων λυρικός κυπροφετιχισμός μας ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε εξυπηρετεί κανέναν — πολύ περισσότερο τους Ελληνοκύπριους.

Όσο κι αν μας κάνει μια τέτοια εικόνα να βουρκώνουμε και να ανατριχιάζουμε, οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι ούτε λαός ηρώων (ή αγυρτών), ούτε ακρίτες κανενός. Δεν είναι τα απόπαιδα της Ελλάδας, παρά ένας μικρός, εξαρτημένος κι ανυπεράσπιστος λαός σε ένα πολύ συγκεκριμένο γεωπολιτικό και ιστορικό περιβάλλον που συνοψίζεται ως «αποικιοκρατία, Μέση Ανατολή, ελληνισμός, δεξιά βαρβαρότητα».

Σημείωση τρίτη:

Το βίαιο ξύπνημα των Ελληνοκυπρίων τον Μάρτιο του 2013 συνοδεύτηκε με απότομο, βαθύ και, ενδεχομένως, μόνιμο ρήγμα στην έως τώρα τυφλή πίστη τους στους θεούς του κεφαλαίου και των «επενδύσεων». Στις αντιμνημονιακές («αντιαποικιακές», καλύτερα) συγκεντρώσεις για πρώτη φορά κυριάρχησαν αντικαπιταλιστικά συνθήματα.

Αυτά συνέβησαν σε μια χώρα όπου «βγαίνω στους δρόμους» σήμαινε «κραδαίνω ελληνικές σημαίες για να διαλαλήσω τον ελληνισμό μου ή και το πόσο θύμα είμαι». Αυτά επίσης συνέβησαν σε μια χώρα χωρίς κοινοβουλευτική Αριστερά, αφού το ΑΚΕΛ τοποθετείται πολιτικά περίπου όπου και η ΔΗΜΑΡ αλλά και με τον τρόπο της ΔΗΜΑΡ. Όμως ας αναλάβουν άλλοι να εξηγήσουν το προφανές: ότι το ΑΚΕΛ είναι ένα κατεστημένο που λειτουργεί σαν κομμουνιστικό κόμμα και που απλώς στέκει ως αντίπαλο δέος απέναντι στη νεοφεουδαρχική Εκκλησία της Κύπρου.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 30.III.2013

Η γραμμή του ορίζοντος

Ανήκω σε μια γενιά που γενικά φρονούσε ότι η πολιτική είναι ζήτημα οργανωτικών και ηγετικών ικανοτήτων, ταλέντου και ευφυίας, ότι ο καλός πολιτικός είναι περίπου όπως ένας γερός προπονητής.

Ανήκω επίσης σε μια γενιά που τη διαφθορά, αν και βρισκόταν παντού, τη θεωρούσε παρείσακτο στοιχείο, θόρυβο και φύρα και δεν την αντιλαμβανόταν ως ζωτικό στοιχείο του συστήματος. Η γενιά μας επίσης αντιμετώπιζε τη διάχυτη βία (του ποινικού εγκλήματος, των καθημερινών σχέσεων εξουσίας, τη μέχρι πρόσφατα κρυφή βία του κράτους) καθαρά ως ζήτημα παιδείας και καλλιέργειας, πάντοτε στα πλαίσια του γενικευμένου εκθεσαδισμού. Αυτός ο ίδιος εκθεσαδισμός αποτελεί το υπόβαθρο της ιδεολογίας «της ομάδας των, μέχρι πρότινος αδρανών έως αμέτοχων στα κοινά και τώρα όψιμα ‘ενεργών’ διανοουμένων», κατά τον Άρη Μαραγκόπουλο: όσων εσχάτως ανακάλυψαν την ύπαρξη της βίας και τη θεώρησαν καινοφανή εκδήλωση άνομης απείθειας ενός ολόκληρου λαού — ή και ανθρωπογεωγραφικού χώρου.

Γενικά, επιθυμούσε με κάθε μέσο να πιστέψει η γενιά μου πως όλα θα πήγαιναν μια χαρούλα αν είχαμε καλούς πολιτικούς και τίμιους, σοβαρούς και μεθοδικούς. Οποιαδήποτε συζήτηση περί συστήματος και καπιταλισμού (θεός φυλάξοι!) ήταν ιδεοληψίες αριστερές, άξιες να γίνουν βορά της επιθεώρησης ή και του Δελφινάριου. Ακόμα και μια μεγάλη μερίδα της Αριστεράς ευαγγελιζόταν τις αρετές του ηρέμα ακτιβισμού και της φιλάνθρωπης συμπαράστασης, χωρίς φανατισμούς και κουβέντες για τάξεις και εκμετάλλευση. Χωρίς ουτοπίες.

Αλλά και ποιος έχει διάθεση να ασχοληθεί με ουτοπίες. Άλλωστε, όπου ακούς πραγματωμένη ουτοπία, κράτα καλάθι για την αυταρχικότερη και αγριότερη δυστοπία. Οι δήθεν πραγματωμένες ουτοπίες, χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», υπήρξαν απέραντες ανοιχτές φυλακές. Φυλακές που ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται ιδιαιτέρως ικανός και πρόθυμος να ξαναοικοδομήσει, αυτή τη φορά στο όνομα ενός δόγματος που ανερυθρίαστα κι απροκάλυπτα προορίζεται για λίγους, καπάτσους και ήδη προνομιούχους.

Καμμιά συγκίνηση λοιπόν και καμμία νοσταλγία για τους θυρεούς κάθε υπαρκτής ουτοπίας ή για τις εξαγγελίες εγκαθιδρύσεών τους. Γράφει όμως ο Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα. Αν κάνω δύο βήματα προς το μέρος της, αυτή απομακρύνεται δυο βήματα πίσω. Αν προχωρήσω δέκα βήματα μπροστά, εκείνη ξεγλυστράει δέκα βήματα πιο πέρα. Όσο μακριά κι αν πάω, ποτέ δεν την αγγίζω. Προς τι λοιπόν η ουτοπία; Μας αναγκάζει να προχωρούμε».

Η ουτοπία είναι η γραμμή του ορίζοντος προς την οποία πορεύθηκαν και όσοι πολέμησαν τον νομοθετημένο ρατσισμό και την καθ’ όλα κόσμια δουλεία, όσοι ανέτρεψαν μοναρχίες και φεουδάρχες, όσοι πολεμούν τις διακρίσεις και όσοι χειραφέτησαν τις γυναίκες — έστω και ελλιπώς. Αυτή η γραμμή του ορίζοντος αποτελεί τον προορισμό όσων αγωνίστηκαν, άφρονες κι ονειροπόλοι στα μάτια των συγχρόνων τους, για τις (επαπειλούμενες πλέον) ελευθερίες, κατακτήσεις και δικαιώματά μας: ελευθερία του λόγου, γραπτά συντάγματα, πενθήμερο, πληρωμένες διακοπές, οκτάωρο, ίση αμοιβή για ίση εργασία, συλλογικές συμβάσεις, απαγόρευση διακρίσεων — όσα έστω και λίγο περιστέλλουν και ελέγχουν τη φυσική ροπή προς τον αυταρχισμό και την αδηφαγία που χαρακτηρίζουνε την εξουσία και τον συσσωρευμένο πλούτο.

Τίποτε δεν έγινε ποτέ από όσους απλώς τηρούσαν πολιτικές στάσεις. Αυτό δυστυχώς περιλαμβάνει και τη στάση με τα χέρια σε ανάταση και τις παλάμες τεντωμένες να ασβολώνουν τη Βουλή. Γνωστά πια αυτά από την καλή και, κυρίως, από την ανάποδη. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να μετακινηθούμε πέρα από εκεί που ξέρουμε ότι στεκόμαστε και να βαδίσουμε προς τη γραμμή του ορίζοντος.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 2.III.2013

Καθώς πέφτουμε

Η πασίγνωστη αφήγηση προλογίζει την ταινία La Haine (‘Το Μίσος’) του Κασοβίτς: «Είναι που λες κάποιος και πέφτει από ένα πενηνταόροφο κτίριο. Ο τύπος όσην ώρα πέφτει λέει ξανά και ξανά για να παρηγορηθεί: ‘μέχρι εδώ όλα καλά, μέχρι εδώ όλα καλά, μέχρι εδώ όλα καλά’. Όμως αυτό που μετράει δεν είναι η πτώση, είναι η πρόσκρουση.»

Δεν έγιναν τώρα τελευταία οι δημοσιογράφοι γνώμης πιο θρασείς κι υπερόπτες ή πιο καζουιστές. Δε στέγνωσαν πρόπερσι από γνήσια ενσυναίσθηση (γιατί από υποκριτική διαθέτουν να περάσουν πολλούς χειμώνες ακόμη). Έτσι τους θυμάμαι από καταβολής ιδιωτικής τηλεόρασης και από τον καιρό που τα εκδοτικά συγκροτήματα σφιχταγκαλιάστηκαν φανερά με τα όποια συμφέροντα: να ευαγγελίζονται είτε μπλαζεδοψύχραιμη είτε γκλαμουρολαϊκιά χρηστομάθεια και να νουθετούν. Να σιωπούν για τα καίρια και να ρητορεύουν αυτάρεσκα για τα ανώδυνα, δηλαδή να κάνουν δημόσιες σχέσεις αντί για δημοσιογραφία. Όπως τώρα.

Δεν έγιναν πρόσφατα οι συγγραφείς, διανοούμενοι και λοιποί πνευματικοί άνθρωποι τιμητές και λυκειάρχες. Πάντοτε φύσει διαφορετικοί από τους χαζούς αστούς, ως ευφυέστεροι, αλλά και από τον κάφρο Ελληνάρα, ως πιο καλλιεργημένοι. Σταθερά κι αμείωτα ερωτευμένοι: άλλοι με την εύτακτη ή με την χημικά ολοζώντανη (αναλόγως) φούσκα στις σχετικές γειτονιές του Παρισιού, του Βερολίνου, του Λονδίνου, της Νέα Υόρκης και του Ελ-Έι, άλλοι με νεορθόδοξα οράματα κοινοτήτων σφιχταγκαλιασμένων — για να φτάνει πιο εύκολα ο ένας το λαρύγγι του άλλου, ποτέ δεν ξέρεις.

Αυτό που όμως άλλαξε είναι ότι πέφτουμε πια. Είτε γιατί έλιωσε και έσπασε ο σαθρός πρόβολος πάνω στον οποίο στεκόμασταν, όπως ισχυρίζονται δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και οι πολιτικοί του business as usual, είτε και γιατί μας έσπρωξαν στο κενό.

Όσοι επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την παραμυθία ή την παραμύθα του ‘μέχρι εδώ όλα καλά’, όσοι πιστεύουν ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, ξέρουν ωστόσο πως πέφτουμε: το αντιλαμβάνονται και από την αίσθηση έλλειψης βάρους. Όλα μοιάζουν να αιωρούνται, όλα λέγονται, όλα παίζονται, όλα είναι στον αέρα. Οι ζωές που χάνονται (δε σταμάτησαν οι αυτοκτονίες), η Υγεία και η Παιδεία που περνούν οριστικά στα χέρια ιδιωτών και των πελατών τους, οι συνθήκες διαβίωσης που εξαχνώνονται, οι ελευθερίες, τα δικαιώματα, οι ίδιοι οι θεσμοί που συνθλίβονται: όλα είναι αβάσταχτα ελαφριές υποθέσεις. Όλα τα γεγονότα μπορούν να γυρίσουν το μέσα-έξω, με ολίγη από κακοχυμένη αποδόμηση, που ευδοκιμεί πια σε έναν τόπο ο οποίος εχθρεύεται παλαιόθεν την κριτική (γιατί τη θεωρεί απαξίωση) και την κριτική σκέψη.

Κάποιοι από όσους πέφτουμε θυμόμαστε από το σχολείο ότι η πτώση είναι επιταχυνόμενη κίνηση. Και οι υπόλοιποι το ζούμε βεβαίως, αφού πια δεν προλαβαίνουμε τις εξελίξεις: λάθρα εκποιήσεις εθνικού πλούτου, γενικευμένη αστυνομική κτηνωδία προς σωφρονισμό, δολοφόνοι με ασυλία, έφηβοι γηγενείς χωρίς ιθαγένεια, λαϊκά δικαστήρια όπου δικάζονται γονείς ενηλίκων γιατί δεν ανάθρεψαν τα παιδιά τους σωστά (το σχολείο κατηγορήστε: αυτό μας μαθαίνει ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε από άνομους πλιατσικολόγους κλεφταρματολούς που έπαιζαν κρυφτούλι με τις οθωμανικές αρχές). Και ποιος ξέρει τι άλλο, μέχρι να έρθει το Σάββατο και να τυπωθούν αυτές οι αράδες. Αράδες που κανονικά θα έπρεπε να είναι ουρλιαχτό: αυτό μας αρμόζει καθώς πέφτουμε.

Αλλά ας μην κλείσω με ουρλιαχτά. Ας κλείσω νηφάλια, αξιοποιώντας την τεχνική του μοντάζ.

Όταν ήμουν φοιτητής έπεσε στα χέρια μου ένα λογοτεχνικό αλμανάκ από τη συλλογή του παππού. Της Ένωσης Συντακτών, νομίζω. Πολλά γνωστά ονόματα των γραμμάτων μας, που αναγνωρίζουμε από ανθολογίες και σχολικά βιβλία, έγραφαν εκεί για την επικαιρότητα. Για το αν ορθώς δενδροφυτεύτηκαν η Ακρόπολη κι ο Φιλόπαππος με πεύκα αντί για ελιές αττικές. Για τη νοοτροπία του Έλληνα. Για το πώς με σύνεση και ομοψυχία «θα περάσουμε την παρούσα δύσκολη συγκυρία». Στο εξώφυλλο υπήρχαν ευχές για ευτυχές το 1943.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 16.II.2013

Η μάνα, η μπάνκα

Από το τάβλι μέχρι τη μονόπολη, όποιος κρατάει την μπάνκα ή τη μάνα, κρατάει το παιχνίδι.

Σε παιχνίδια με ασυγκρίτως πιο βαθειές και μακροχρόνιες συνέπειες, όπως η πολιτική, όποιος ορίζει την ατζέντα και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου κρατάει γερά και το πλεονέκτημα στο παιχνίδι και τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Αριστερά υποτίθεται ότι ανέκαθεν προσελκύει καλλιεργημένους ή έστω ευφυείς ανθρώπους ή τουλάχιστον ευφραδείς και με ευγλωττία. Η Αριστερά υποτίθεται ότι φωτίζεται από το γενικό πρόταγμα της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, του αδιαπραγμάτευτου δικαιώματος για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό. Η Αριστερά υποτίθεται ότι μεριμνά και αγωνίζεται για την ευημερία των πολλών και όχι για τον πλουτισμό των λίγων.

Αναλογιστείτε τώρα πόσο κούφια σας ακούστηκε η προηγούμενη παράγραφος. Παραδεχτείτε ότι η όποια διανοητική, μορφωτική και ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς απλούστατα δεν έχει κανένα αντίκρυσμα στην πολιτική κωμωδία που ζούμε από τον Ιούνιο και μετά. Στη μετεκλογική αυτή κωμωδία, οι απαξιωμένοι συγκυβερνούν μαζί με τους βαθιά διεφθαρμένους, σε ένα σχήμα που θα ήτανε γελοίο αν δε διάβρωνε ταχύτατα κάθε (μα κάθε) πολιτική και κοινωνική κατάκτηση των τελευταίων 40 ετών. Και το χειρότερο: αν γίνονταν την Κυριακή εκλογές, πάλι ένα παρόμοιο κυβερνητικό σχήμα θα προέκυπτε, απέναντι σε ένα βολικά χειραφετημένο 10% νεοναζιστών.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής και οπωσδήποτε βλέπω τα πράγματα αποσπασματικά. Βλέπω όμως καθαρά ότι την μπάνκα, τη μάνα, την κρατάνε γερά στα χέρια τους οι δύο Ηρακλείς που στηρίζουν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας: το άτυπο ιερατείο της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς και οι θεολόγοι της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας των ολίγων.

Όλη η ρητορική και όλη η θεματολογία κάθε δημόσιου διαλόγου ξεκινάει από αυτούς τους δύο Ηρακλείς. Η Αριστερά απλώς παίζει άμυνα: απαντάει στις ερωτήσεις τους, αναιρεί τους παραλογισμούς τους, προβαίνει σε αποδόμηση των σοφισμάτων τους, επισημαίνει τα αυτονόητα, ψελλίζει για το ενδεχόμενο σκευωριών και κινήσεων αποπροσανατολισμού, επαναλαμβάνει ασθμαίνοντας ‘απεταξάμην’ στις απανωτές ερωτήσεις εξορκισμών νομιμοφροσύνης. Και δεν την ακούνε τελικά παρά μόνον οι ίδιοι πιστοί της Αριστεράς, κάποιοι προσήλυτοί της και, ίσως, κάποιοι κατηχούμενοι.

Αν πρέπει να γίνει κάποια ρήξη εκ μέρους της Αριστεράς, αυτή πρέπει να είναι ρήξη στον πολιτικό διάλογο. Δε γίνεται να σύρονται οι εκπρόσωποί της στα κανάλια για να δώσουν προφορικές εξετάσεις, για να αποκρούουν σουτάκια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο τρέχον φαλιμέντο των θεσμών) και οφείλει επιτέλους να ορίσει τη δική του ατζέντα: να (ξαν)ανοίξει τη συζήτηση για το Μνημόνιο, για την αποσυναρμολόγηση των θεσμών, για την κατάρρευση της δημόσιας Υγείας και της Παιδείας, για τον εκβαρβαρισμό της αγοράς εργασίας, για τον προϊόντα γενικευμένο εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η Αριστερά σε αυτή τη φάση, τώρα, πρέπει να γίνει η μάνα του παιχνιδιού, να πάρει την μπάνκα στα χέρια της.

Για τα Ενθέματα της Αυγής της 3.ΙΙ.2013.