Με αφορμή την Κύπρο

Τρεις σημειώσεις, χωρίς όμως κάποια συμπεράσματα

Σημείωση πρώτη:

Στην Κύπρο οι ηγεσίες έχουν ως πάγια τακτική τους να παρουσιάζουν συμφωνημένες ή μόνιμες διευθετήσεις για προσωρινές. Πέντε παραδείγματα μόνο:

α) Η διχοτόμηση της Λευκωσίας το 1957, με μια πράσινη γραμμή στο χάρτη, παρουσιάστηκε από την αποικιακή κυβέρνηση ως προσωρινή λύση, μέχρι να καταλαγιάσουν οι δικοινοτικές ταραχές. Αυτά σχετικά με τα τετελεσμένα.

β) Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μετά τη Ζυρίχη παρουσίασε την ανεξαρτησία ως ένα προστάδιο της ένωσης με την Ελλάδα. Δεν επρόκειτο για ρητορικό εύρημα: αυτή ακριβώς υπήρξε η πολιτική των ηγετών της ελληνοκυπριακής ηγεσίας αλλά και διάφορων παρακρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων μέχρι και το 1974. Αυτά σχετικά με το Σύνταγμα της Ζυρίχης «που δε δούλευε».

γ) Οι πρόσφυγες του 1974 έμειναν σε αντίσκηνα για πολύ περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο, αφού η πολιτική ηγεσία δεν είχε σκοπό να τους στεγάσει σε οικισμούς, πράγμα το οποίο τελικά αναγκάστηκε να πράξει. Ο λόγος ήταν ότι το θέαμα των σκηνιτών θα συγκινούσε τη διεθνή κοινή γνώμη ώστε να τερματίσει την τουρκική κατοχή, η οποία, έτσι κι αλλιώς, ήτανε μια προσωρινή και ανώμαλη κατάσταση. Αυτά σχετικά με τον ρεαλισμό ή με τη χρήση των οδυνών.

δ) Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος και το ΑΚΕΛ καλούσαν τους Ελληνοκύπριους να καταψηφίσουν το σχέδιο λύσης του 2004 γιατί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004 θα δίνονταν πάρα πολλές ευκαιρίες για μια καλύτερη, «ευρωπαϊκή» λύση του Κυπριακού. Μέχρι το 2013 δεν έχει αναφανεί καμμία, απεναντίας η διχοτόμηση έχει πλέον αμετάκλητα παγιωθεί με τους χειρότερους δυνατούς όρους για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτά σχετικά το Κυπριακό.

ε) Μετά το παραλίγο κανόνι της Λαϊκής Τράπεζας, αφού ο Βγενόπουλος τη φόρτωσε ελληνικά ομόλογα που εν συνεχεία κουρεύτηκαν, η κυβέρνηση Χριστόφια εφάρμοσε εισπρακτικά μέτρα και περικοπές για να εξευμενίσει τον επερχόμενο Μολώχ της τρόικας. Ο νεοεκλεγείς Αναστασιάδης επέλεξε να αφανίσει τον τραπεζικό τομέα, τη βασική πηγή πλούτου της Κύπρου μαζί με τον τουρισμό, και όχι να βγάλει τη χώρα ηρωικώς από το ευρώ — μια λύση πιθανότατα λιγότερο ζημιογόνα από αυτήν που επιλέχθηκε. Αυτά σχετικά με την προσδοκία να γεμίσει το νησί φωτοβολταϊκά και φυσικό αέριο (που δε θα διαρπάξουν οι ισχυροί της περιοχής και της γης).

Σημείωση δεύτερη:

Αντιλαμβάνομαι, όπως και κάθε τίμιος άνθρωπος, τις εγκληματικές ευθύνες της Ελλάδας για το τι συμβαίνει στην Κύπρο τα τελευταία 60 χρόνια. Η Ελλάδα άλλωστε συμπεριφέρεται σταθερά, μέχρι και σήμερα, ως ιδιότυπα νεοαποικιακή δύναμη στο νησί. Παράλληλα, ο σεφεριάζων λυρικός κυπροφετιχισμός μας ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε εξυπηρετεί κανέναν — πολύ περισσότερο τους Ελληνοκύπριους.

Όσο κι αν μας κάνει μια τέτοια εικόνα να βουρκώνουμε και να ανατριχιάζουμε, οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι ούτε λαός ηρώων (ή αγυρτών), ούτε ακρίτες κανενός. Δεν είναι τα απόπαιδα της Ελλάδας, παρά ένας μικρός, εξαρτημένος κι ανυπεράσπιστος λαός σε ένα πολύ συγκεκριμένο γεωπολιτικό και ιστορικό περιβάλλον που συνοψίζεται ως «αποικιοκρατία, Μέση Ανατολή, ελληνισμός, δεξιά βαρβαρότητα».

Σημείωση τρίτη:

Το βίαιο ξύπνημα των Ελληνοκυπρίων τον Μάρτιο του 2013 συνοδεύτηκε με απότομο, βαθύ και, ενδεχομένως, μόνιμο ρήγμα στην έως τώρα τυφλή πίστη τους στους θεούς του κεφαλαίου και των «επενδύσεων». Στις αντιμνημονιακές («αντιαποικιακές», καλύτερα) συγκεντρώσεις για πρώτη φορά κυριάρχησαν αντικαπιταλιστικά συνθήματα.

Αυτά συνέβησαν σε μια χώρα όπου «βγαίνω στους δρόμους» σήμαινε «κραδαίνω ελληνικές σημαίες για να διαλαλήσω τον ελληνισμό μου ή και το πόσο θύμα είμαι». Αυτά επίσης συνέβησαν σε μια χώρα χωρίς κοινοβουλευτική Αριστερά, αφού το ΑΚΕΛ τοποθετείται πολιτικά περίπου όπου και η ΔΗΜΑΡ αλλά και με τον τρόπο της ΔΗΜΑΡ. Όμως ας αναλάβουν άλλοι να εξηγήσουν το προφανές: ότι το ΑΚΕΛ είναι ένα κατεστημένο που λειτουργεί σαν κομμουνιστικό κόμμα και που απλώς στέκει ως αντίπαλο δέος απέναντι στη νεοφεουδαρχική Εκκλησία της Κύπρου.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 30.III.2013

Το τελευταίο σημείωμα του Sraosha για το Κυπριακό

Με διάφορες όψεις του Κυπριακού έχω ασχοληθεί αρκετά στο προηγούμενο μπλογκ. Οι ζεύξεις είναι οι ακόλουθες, με αντίστροφη χρονολογική σειρά:

Cyprus meze
Χρονομηχανή: tua res agitur
Μικρή νεκρολογία για ένα οδόφραγμα
Κυπριακό εικονογραφημένο
Δεν έχει (;) σίδερα η καρδιά σου να με κλείσει
«πειρασμός… σαγήνη… κακεντρέχεια»
Sine studio et ira
Cum grano salis

Ο λόγος που αυτό είναι το τελευταίο (δικό μου) σημείωμα είναι ο εξής: «το Κυπριακό τελείωσε, άμετε στα σπίτια σας«. Το γράφω με αφορμή μια διαφωτιστική κουβέντα με έναν (πρώην) βουλευτή της Κύπρου και μια συναρπαστική συζήτηση με έναν σοβαρό άνθρωπο στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις και οι δύο: ο μεν πρώην βουλευτής επειδή, ως πρώην, αισθάνεται ότι μπορεί πια να μιλήσει για πράγματα που έμαθε κατά τη θητεία του, ο δε σοβαρός άνθρωπος ως σπάνιο δείγμα σοβαρού ανθρώπου στην Ελλάδα.

Το θέμα μου είναι πώς συζητάμε το Κυπριακό στην Ελλάδα. Εντοπίζω τρεις πτυχές:

Η πρώτη

Μιλώντας με τον σοβαρό άνθρωπο, θιασώτη του Όχι, ξανάκουσα μια άποψη που έχω ακούσει πάρα πολλές φορές και την οποία συνοψίζω πιο κάτω. Πρόκειται για μια γνώμη και μια οπτική αρκετά δημοφιλή στην Ελλάδα:

Οι Ελληνοκύπριοι χωρίζονται σε όσους αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ελληνική ταυτότητά τους και σε όσους προσπαθούν να την υπονομεύσουν ή και να την απεκδυθούν. Οι δεύτεροι, οι λεγόμενοι ‘νεοκύπριοι’, με την αγγλική τους παιδεία και τις ποικίλες εξαρτήσεις τους από την νεοαποικιακή πολιτική της Βρετανίας, προσπαθούν να επιβάλουν μια ετεροκαθοριζόμενη ‘κυπριακή’ ταυτότητα και να απομακρύνουν την Κύπρο από τη σφαίρα επιρροής του ελληνισμού.

Είναι πραγματικότητα ότι διαφορετικοί Ελληνοκύπριοι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τη συμμετοχή τους στον ελληνισμό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, όσον αφορά τον τρόπο, δηλαδή. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην περιφέρεια μια ζώνης επιρροής, είτε αυτή λέγεται ‘ελληνισμός’, είτε λέγεται ‘Ευρώπη’, είτε κάτι άλλο. Σε κάθε περίπτωση είμαι κατά του ετεροκαθορισμού: κανείς δε θα πει σε κανέναν Ελληνοκύπριο πόσο Έλληνας (οφείλει να) είναι ή πώς.

Είναι επίσης πραγματικότητα ότι πολλοί από όσους αυτοκαθορίζονται ως Έλληνες ερωτοτροπούν (κάπως συμπλεγματικά) με έναν ελληνισμό ‘μητροπολιτικού’ τύπου, εντελώς ξένο με το νησί. Για παράδειγμα, πολλοί από τους συνειδητούς και γνήσιους Έλληνες της Κύπρου είναι λυσσαλέοι πολέμιοι της ντόπιας διαλέκτου, ως είδους μπάσταρδου και ως μιας λαλιάς που ανήκει είτε στο φολκλορικό παρελθόν, είτε στους αγγλοθρεμμένους ριψάσπιδες νεοκύπριους. Λαμπρή εξαίρεση σε αυτόν τον παραλογισμό αποτελεί ο κύκλος του Β. Φτωχόπουλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι ελληνική ταυτότητα δεν προϋποθέτει γλωσσικά την απάρνηση της κυπριακής ελληνικής (βεβαίως, πολιτικά, ο Φτωχόπουλος ταυτίζει τον ελληνισμό και την ελληνικότητα με την Ένωσιν, ταυτίζοντας έτσι απόλυτα τον πατριωτισμό με τον αλυτρωτισμό).

Από τη διχοτομία που περιέγραψα επάνω μέχρι τα σχηματικά δίπολα, ο δρόμος είναι αρκετά μακρύς αλλά πάντως κατηφορικός και έχει διανυθεί πολλές φορές χάρη και στις πολιτικές και τις τακτικές του μακαρίτη του Τάσσου Π.: Ελληνισμός-Ένωση/ενιαίο κράτος-αντίσταση/αντιαποικιακό πνεύμα-Όχι από τη μια, Ανθελληνισμός/Νεοκυπρισμός-Ομοσπονδία-υποταγή/ξενοδουλία-Ναι από την άλλη.

Επειδή το θέμα το έχω συζητήσει σε όλα τα παραπάνω ποστάκια, να ξαναπώ εδώ απλώς ότι η ίδια διχοτομία είναι πλαστή, εάν αυτό δεν έχει γίνει ήδη κατανοητό: σε έναν τόπο όπου τα πάντα αντιμετωπίζονται διλημματικά (ενδεχομένως κατ’ απαίτηση της μαμάς Ελλάδας), υπάρχει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που αντιλαμβάνονται ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πολλαπλές ταυτότητες, και μάλιστα όσοι ορμώνται από τις περιφέρειες. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν τους κάνει αγγλόδουλους και φορείς του ‘διαίρει και βασίλευε’.

Η δεύτερη

Στην Ελλάδα μια άλλη τάση είναι να συζητιέται το κυπριακό με γεωπολιτικούς όρους, σχεδόν αποκλειστικά. Αυτό είναι αναμενόμενο, υπάρχουν σημαντικές γεωπολιτικές παράμετροι στο πρόβλημα. Ενδεχομένως μάλιστα η έμφαση στη γεωπολιτική μεριά να αντισταθμίζει υγιώς τον φρενήρη νομικισμό ο οποίος για πολλούς Ελληνοκύπριους φαντάζει η μόνη πλέον σημαίνουσα διάσταση του όλου θέματος, λες και λύθηκε ποτέ διεθνές πρόβλημα στα δικαστήρια. Δυστυχώς στην Ελλάδα η έμφαση στα γεωπολιτικά ζητήματα γίνεται λόγος να παραγνωρίζονται κάποιες ουσιώδεις συνιστάμενες του Κυπριακού προβλήματος: τα εγκλήματα της Ελληνικής και της Ελληνοκυπριακής πλευράς το 1957-58, το 1963-4, το 1967 και το 1974, η παρανόηση του αγώνα της ΕΟΚΑ (που, πριν την εκτροπή του 1957, υπήρξε ξεκάθαρα εθνικοαπελευθερωτικός και σε καμμία περίπτωση αντιαποικιακός, αντι-ιμπεριαλιστικός ή ταξικός), η αδιαλλαξία της πλευράς μας που για χρόνια χρησιμοποιούσε ως σκίαστρο την αγυρτεία του Ντενκτάς, την εμμονή μας να θεωρούμε ότι Τουρκοκύπριοι δεν υπάρχουν ή ότι δεν έχουν σημασία (ως δήθεν μαριονέττες μιας Τουρκίας που ήδη από τη δεκαετία του ’80 τους έχει αποξενώσει), η σαφής προτίμηση της πλειοψηφίας των Κυπρίων για μια διχοτομική λύση (που όμως θα κόστιζε αδιανόητα βαριά σε όποιον Ελληνοκύπριο πολιτικό θα την υπέγραφε, καθώς και στο κόμμα του).

Η τρίτηΣτην Ελλάδα έχουμε την πεποίθηση ότι η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί με το γεωγραφικό ατύχημα να κείται μακράν, περίπου όπως το Καστελόριζο, αλλά πιο έντονα. Σε ένα έθνος που οικοδομήθηκε πάνω στη μία και μόνη ταυτότητα, και με την ιδέα της οποίας τρέφεται, είναι αδιανόητο το απλό γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται στη Μέση Ανατολή, με πρόσφατο αποικιακό παρελθόν και με την ιδιορρυθμία να έχει παραμείνει πεισματικά ελληνόφωνη και ορθόδοξη. Όπως είχα πει και εδώ, πολλοί Έλληνες λόγιοι θέλουνε να βλέπουν υπεραναπληρωτικά στην Κύπρο την ουσία και την ειδοποιό διαφορά του ελληνισμού. Αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις και τραγελαφικές ασυναρτησίες, που θα ήταν κωμικές εάν δε μαύριζαν τη ζωή τόσων ανθρώπων. Η μάταιη διανοητική άσκηση να ανακηρύξουμε την Κύπρο ελληνικότερη όλων των ελληνικών χωρών και πατρίδων είναι διπλά μάταιη: αφενός, όπως ο ποντιακός ελληνισμός ή η Κέρκυρα, η Κύπρος ανήκει στην περιφέρεια του νέου ελληνισμού (και η Κέρκυρα ευλογήθηκε να την έχει περπατήσει ο Θεός της Ελλάδας: ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κόντες πιστοποιημένος από τη Γαληνοτάτη), ανήκει στο καβαφικό μείγμα. Φτάνει έτσι να θυμάται κανείς τους βρετόνους, που κάποτε παριστάνουν τους υπερ-γάλλους, όπως ο Ζαν-Μαρί Λεπέν λ.χ. Αφετέρου, το κέντρο του νέου ελληνισμού είναι εδώ και 177 χρόνια η Αθήνα, και 177 χρόνια είναι πολύς καιρός. Η συγκεντρωτική, μισαλλόδοξη, περίκλειστη Αθήνα. Κι αυτό δεν είναι προσωρινό κάταγμα, είναι μια εδραιωμένη ιστορική πραγματικότητα, τόσο εδραιωμένη στο παρόν μας όσο ότι στην Αμερική ζούνε και λευκοί, ότι στην Κύπρο μιλάνε κυρίως ελληνικά κι ότι στη Μακεδονία μιλάν ακόμα ντόπικα / (σλαβο)μακεδονικά.

Ένα μάθημα για τους ιακωβίνους της Αθήνας θα ήταν και το εξής: αντί να ψάχνουνε χαμένα κέντρα, να εξασκηθούν στην κατανόηση δυο πραγμάτων:
α. είμαστε ένα στάνταρ μικρομεσαίο ευρωπαϊκό κράτος (από τα Βαλκάνια έχουμε σαλπάρει μακριά ήδη από το 1913)
β. πιο πολλά κοινά έχουμε με τους Τούρκους του Αιγαίου και της Πόλης, με τους Μακεδόνες της Δ. της Μακεδονίας και τους απαίσιους Αλβανούς, παρά με τους προπάτορες Βυζαντινούς. Τον καφέ και το ντοματάκι το ψιλοκομμένο οι βυζαντινοί δε θα ήξεραν τι να τα κάνουν.

(Καλή Πρωτομαγιά! Να δείτε το Κύμα.)

Μικρή νεκρολογία για ένα οδόφραγμα

Αύριο 3 Απριλίου στις 9 το πρωί θα ανοίξει το οδόφραγμα της Οδού Λήδρας στη Λευκωσία.

Το οδόφραγμα, το οποίο έστησαν οι δικοί μας το 1963, ήτανε για χρόνια το μόνο αξιοθέατο της Λευκωσίας (τώρα δεν έχει μείνει κανένα, εκτός ίσως από το άγαλμα του Μπάτμαν): έφερναν με τα πούλμαν τους τουρίστες από την Αγιάναπα, τη Λεμεσό και την Πάφο για να δούνε τον δρόμο που κοβότανε στη μέση, το δράμα της διαιρεμένης πρωτεύουσας, μετά τους τάιζαν κυπριακό σουβλάκι και τους ξαπέστελναν από κει που ‘ρθαν.

Πραγματικά ήτανε φρικτό θέαμα (για όποιον τουλάχιστον δεν έχει δει την κλειστή πόλη της Αμμοχώστου, το Βαρώσι — ακόμα και στο γεωπολιτικό γκραν-γκινιόλ υπάρχουν διαβαθμίσεις), τα δύο πρώτα χρόνια μου εδώ με ενοχλούσε και με πονούσε.

Αφήνω κατά μέρος τις αναλύσεις και τις βιωματικές παλάβρες. Ελπίζω στο νέο άνοιγμα της πράσινης γραμμής, στο κέντρο της πόλης, να αρχίσει να ξαναζεί η πόλη αυτή (της οποίας το χιλιομετρικό σημείο μηδέν είναι πάντα «από κει», στην Πλατεία Σαραγιού / Ατατούρκ). Ελπίζω ο κοινός χώρος που θα δημιουργηθεί (όπως πάρα πολύ εύστοχα επισήμανε ο Γρηγόρης Ιωάννου) να γίνει χώρος (επανα)σύνδεσης κι όχι απλώς (επανα)προσέγγισης: άλλωστε, μετά την αγυρτεία του 2004, τα περιθώρια είναι πια στενά: είτε οι δύο κοινότητες θα συνυπάρξουν, είτε θα αποκτήσουμε κι άλλα κρατίδγια δίπλα στο Μαυροβούνιο, το Κοσσυφοπέδιο, την Αμπχαζία και την Οσσετία…

Κυπριακό εικονογραφημένο

Ι.

Ένας από τους λόγους που το Κυπριακό φαντάζει ανεπίλυτο και πλήρως ακατανόητο στο ελληνικό κοινό (και δε λέω ‘ελλαδικό’ ακριβώς για να συμπεριλάβω και τους Ελληνοκυπρίους, ιδίως τους κάτω των 40) είναι γιατί από την επίσημη ελληνική προπαγάνδα προσφέρεται ως ένα ασυνάρτητο αφήγημα που συνοψίζεται ως εξής: 1960, ανεξαρτησία· 1974 εισβολή. Η τρομοκρατία / ανταρσία / εξέγερση / σύγκρουση του ’63-’64 αποσιωπάται εντελώς. Κάποιες πληροφορίες εδώ.

Στον βαθμό που η πλευρά μας ασχολείται με τη ρίζα του κακού (από τα ματωμένα Χριστούγεννα του ’63 μέχρι την ανάκρουση πρύμνας των Τούρκων τον Αύγουστο του ’64, αφού έριξαν τις ναπάλμ τους και τους έτριξαν τα δόντια οι ΗΠΑ), την υποσημειώνει ως ‘ταραχές’, αποσιωπώντας τις βιαιότητες, τις σφαγές, τις βαρβαρότητες, τους πρόσφυγες και τη διχοτόμηση Λευκωσίας και Αμμοχώστου. Παρότι και οι δύο πλευρές επέδειξαν ζηλευτή προθυμία να σφαγιάσουν, να μακελέψουν και να σκάψουν ομαδικούς τάφους, αναμφισβήτητα οι Τουρκοκύπριοι ήτανε τα θύματα εκείνης της περιόδου.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά κουτοπόνηρο λεβαντίνο δημοτικό σύμβουλο όταν πρωτοεπισκέφτηκα το 2002 το εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο χωριό Άγιος Σωζόμενος. Πριν με πείτε οριενταλιστή, να σπεύσω να εξηγήσω ότι η λεβαντίνικη κουτοπονηριά του Κυπραίου είναι πανομοιότυπη με του Έλληνα, του Βαλκάνιου, του Κατωιταλού — κάθε πρώην και νυν δούλου, δηλαδή. Συνεχίζω. Ο κουτοπόνηρος κύριος, αφού βεβαιώθηκε ότι είμαι ‘εξ Ελλάδος’ (άρα κάργα άσχετος για όσα κεφαλαιώδους σπουδαιότητας και πανελληνίου ενδιαφέροντος αφορούν τη Νήσο), ισχυρίστηκε ότι ναι μεν υπήρχαν Τουρκοκύπριοι στον Άγιο Σωζόμενο αλλά ότι έφυγαν αυθόρμητα πριν τον πόλεμο (έτσι λένε την εισβολή του ’74 εδώ). Όταν ρώτησα πού είναι το τζαμί, μου είπε ότι δεν είχαν. Δεν μπήκα στον κόπο να τον ρωτήσω γιατί το χωριό είναι ολόκληρο ερείπια.

Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι από το εξαιρετικό λεύκωμα Century από τη Phaidon, ίσως το μόνο βιβλίο Ιστορίας που χρειάζονται τα παιδιά μας (έτσι πώς καταντήσαμε).

ΙΙ.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλλος εξήγησε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι είναι κατά μιας ομοσπονδιακής λύσης για την Κύπρο σύμφωνα με την οποία τα συνιστώντα κρατίδια θα είναι εθνοτικώς αμιγή. Συμφωνώ. Αλλώστε γι’ αυτό και το σχέδιο Αννάν προέβλεπε την επιστροφή του 1/3 των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στις εστίες τους στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο (σε ό,τι θα τους έμενε δηλαδή, μετά την επιστροφή εδαφών όπως η Αμμόχωστος, η Μόρφου κ.τ.λ. στο ελληνοκυπριακό κρατίδιο).

Αλλά δε βαριέσαι. Αφού πια κλειδώσαμε (όπως έλεγε κι ο εθνικός Σημίτης) τη διχοτόμηση. Και μάλιστα μια διχοτόμηση όπου οι Τουρκοκύπριοι (θα) έχουν δικαιώματα και στον Νότο. Εν ολίγοις, το Κυπριακό τελείωσε, άμετε στα σπίτια σας. Εκτός από τους πρόσφυγες, έτσι;

Παρακάτω σας δίνω τον χάρτη της Κύπρου το 2046, μέσω ΙΚΕΑ:

Όπως και παλιότερα, κόβω τα σχόλια. Αντιδράστε από μέσα σας, που λέει κι ένας ντόπιος μπλογκάς.

Δεν έχει (;) σίδερα η καρδιά σου να με κλείσει

Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το Κυπριακό από 15 χρονών, ενώ εδώ και κάμποσα χρόνια κατέληξα και να πηγαινοέρχομαι στην Κύπρο. Οι εμπειρίες μου από τη Μεγαλόνησο (συνήθως χαρακτηριζόμενη και ως «μαρτυρική» από τους εξ Ελλάδος) θα συμπυκνωθούν κάποτε σε έναν πολυτελή τόμο, τον οποίο όλο και κάποιος θα μου φέρει στο κεφάλι (να ένας κίνδυνος που δε διατρέχουμε μπλογκάροντας).

Όσοι έχουν περάσει από την ελληνική κοινωνία (μέγα σχολείο, η ελληνική κοινωνία, κάτι σαν το ορφανοτροφείο του Όλιβερ Τουίστ), γνωρίζουν τη στάση και τα στερεότυπά της απέναντι στους (Ελληνο)Κύπριους. Όσοι Καλαμαράδες έχουνε ζήσει στην Κύπρο, έχουνε ζήσει την αντιφατική στάση των (Ελληνο)Κυπρίων απέναντι στον Ελλαδίτη / Καλαμαρά / εξ Ελλάδος / Αδελφό / Πουστοκαλαμαρά. Δε θα σταθώ σε αυτά. Να επισημάνω μόνο πως η Κύπρος μαζεύει (δυσανάλογα;) μεγάλο ποσοστό αλιτήριων Ελλαδιτών, καιροσκόπων και υπερφίαλων νεοαποικιοκρατών που βρίζουν, χλευάζουν κι ασχημονούν και λένε μεγάλα λόγια, αφού αισθάνονται άρχοντες και βεζύρηδες στο νησί σε σχέση με την Κυψέλη, την Τριανδρία, την Κοζάνη και το Ληξούρι, απ’ όπου κουβαλήθηκαν φοροφυγαδες, φυγόστρατοι, φυγόδικοι — ή τι στην ευχή. Φυσικά υπάρχουν και καλοί Ελλαδίτες στην Κύπρο (πρέπει να κάνω τέτοιες ρητές επισημάνσεις, μη μου βγει και τ’ όνομα πως μισώ τους ομοίους μου…).

Ξέρετε πως οι Έλληνες στην Αίγυπτο (όπως καταγράφει και μαρτυρεί και ο Τσίρκας στην Αριάγνη), στο Κογκό, στη Νότια Αφρική αλλά και στην πατρογονική μου Πόλη έσπευδαν να συντάσσονται με τους αποικιοκράτες. Είμαστε απαρηγόρητοι που δε μας δόθηκαν αποικίες. Κι έτσι συμπεριφερόμαστε προς την Κύπρο, ως μία αποικία, όπου έχουμε στρατό και αεροπορία και μια κυβέρνηση που μας κοιτά στα μάτια σαν κακοποιημένος πιτσιρικάς μουρμουρίζοντας τον δικό μας εθνικό ύμνο, την ιταλιάνικη μάρτσια ενός κόντε. Κι έτσι, πότε τους αναγορεύουμε ακρίτες υπερέλληνες, πότε μιξο-ανατολίτες μπάσταρδους τουρκόσπορους. Πότε τους βαφτίζουμε βρετανόμουτρα διαβρωμένα με τους αγγλισμούς τους, πότε ανατολίτικες σκυλόφατσες με τα τουρκόφωνα (τάχα μου) ch και dzh και mba και ndou, πότε καθαρούς και ιδανικούς Αχαιούς με τις αρχαίες λέξεις και τα διπλά τους σύμφωνα. Πότε συνθέτουμε παιάνες και θρήνους για τη φτώχεια, την καρτερία, την απλότητα και την καθαρή καρδιά και ματιά τους ριγώντας μπροστά στη φρικτή προσφυγιά, πότε τους φτύνουμε σαρκάζοντας για τα λεφτά, τα ρούχα, τα αυτοκίνητα και τα διαμερίσματα. Άλλοτε σιχτιρίζουμε την Ευρώπη που παραγνωρίζει τα δίκια τους, άλλοτε τους κακίζουμε που ήρθαν στην Ελλάδα και μας πήραν τις δουλειές, τις μπίζνες και τα πάλκα.

Βεβαίως οι Έλληνες καλή κουβέντα δεν έχουν για κανένα. Βεβαίως ο ακυρωμένος αποικιακός μας οίστρος δεν αφορά και κανέναν πέραν από εμάς. Βεβαίως διανύουμε μια εποχή κατά την οποία έχουμε άλλα κι άλλα που μας καίνε και επιεικώς χεστήκαμε για την Κύπρο. Όμως, αυτά (και άλλα) που ανθολόγησα παραπάνω, έχουν εσωτερικευθεί από πολύ μεγάλο μέρος των Κυπρίων. Κοινώς, οι Ελλάδα και οι Ελλαδίτες οικειοποιούνται τη φωνή των (Ελληνο)Κυπρίων. Θέλουμε να μιλάμε εκ μέρους τους και αυτοί να ασπάζονται το τι λέμε γι’ αυτούς και να το παπαγαλίζουν ευλαβικά.

Μιλάμε εξ ονόματός τους, κοινώς, κι αυτοί ακούνε τι έχουμε να τους πούμε για τη ζωή τους. Μετά το αναπαράγουν άψογα.

Εδώ και δεκαετίες, οι Ελλαδίτες προσπαθούνε να επιβάλλουν στους (Ελληνο)Κύπριους πώς να σκέφτονται, πώς να αισθάνονται, ποιοι να είναι. Ξεκινώντας από την πολιτική ηγεσία, τους διπλωμάτες, τον Σεφέρη, τη διανόηση και κατεβαίνοντας προς τους απλούς Καλαμαράδες (στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα). Έτσι, όλα τα παραπάνω μεταφράζονται σε, κατά καιρούς αντιφατικές μεταξύ τους, οδηγίες προς τους (Ελληνο)Κύπριους, τις οποίες καλούνται να ενστερνιστούν: «να αισθάνεστε πολύ / λίγο / καθόλου Έλληνες», «να αισθάνεστε πολύ / λίγο / καθόλου Κύπριοι», «είστε ανατολίτες», «είστε Ευρωπαίοι», «να ζήσετε αγκαλίτσα με / να ζήσετε παράλληλα με / να εξοντώσετε τους (Τουρκο)Κύπριους». Και πάει λέγοντας.

Ο δεσποτικός λόγος της Ελλάδας, του εξ ορισμού εθνικού κέντρου των (Ελληνο)Κυπρίων, επελαύνει ανεξέλεγκτος, αναντίλεκτος, αγέρωχος. Ορίζει ποια ντόπια ψελλίσματα είναι προς βρώσιν και ποια ακάθαρτα. Τυποποιεί αναλόγως ιδέες, στάσεις και κινήσεις στο νησί. Απαιτεί την ανεπιφύλακτη υιοθέτησή του από τους ντόπιους. Έρχεται στη νήσο να της τραγουδήσει πώς πρέπει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Ο δεσποτικός λόγος της Ελλάδας καθορίζει ακόμα και το πώς πολλά άτομα βλέπουν τον εαυτό τους ως Κυπραίους εδώ στο νησί (το θυμάστε αυτό; υπάρχουν πολλά).

Κι όλα αυτά αναδύονται και μορφοποιούνται μέσα από την απέραντη ασχετοσύνη, άγνοια και άξεστη ιδεοληψία της Ελλάδας περί την Κύπρο, έναν κυκεώνα (τουρλού, καλύτερα) υλικών όπως ψέματα, προπαγάνδα, αποσιωπήσεις. Τουλάχιστον σε αυτό, η συνεργασία μεταξύ (κάποιων) Ελλαδιτών και (κάποιων) (Ελληνο)Κυπρίων ήταν αγαστή και, σχεδόν, ισότιμη.

"πειρασμός… σαγήνη… κακεντρέχεια…"

Καλή η νηστεία (τι νηστεία, κολοκύθια, τσιμπολογούσα από ‘δώ κι από ‘κει σχολιάζοντας στα μπλογκ του κοσμάκη — υποκρίταρος), αλλά πείνασα. Τι σας έχω λοιπόν για σήμερα; Κάτι καλο.

Εντελώς τυχαία βρήκα αυτό το πολύ ενδιαφέρον, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γραφή, κείμενο. Σας προσκαλώ-προκαλώ (όπως έλεγε σε τζινγκλάκι του πολύ παλιά ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος, με σήμα το χερουβείμ) να το διαβάσετε και να το σχολιάσετε ελεύθερα κάτωθι. Τουλάχιστον ο συντάκτης του Πολίτη (ο οποίος αντιλαμβάνομαι πως είναι σοβαρή εφημερίδα) είναι εχθρός της ενδογαμίας και δεν έχει κόμπλεξ με τη λεγόμενη ‘φυλετική καθαρότητα’.

Υ.Γ. Μα γιατί να μην παραθέσω κι εδώ το κείμενο; Ορίστε:

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ ΞΕΝΗ

Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές

Το 32% των γαμπρών του 2003 παντρεύτηκαν αλλοδαπές. Οι προτιμήσεις των αντρών αυτών στην εθνικότητα της νύφης, περιορίζονται στις πρώην ανατολικές χώρες. Κακά τα ψέματα, ο πειρασμός είναι μεγάλος. Ποιος δεν θαύμασε την απαράμιλλη ομορφιά των καλλονών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η παρουσία τους στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια σαγήνευσε τον αντρικό πληθυσμό, ο οποίος και στατιστικά πια αποδεικνύεται ότι έχει καταγοητευτεί από αυτές. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την απότομη στροφή στις προτιμήσεις του αντρικού πληθυσμού στην Κύπρο, σε ό,τι αφορά στην επιλογή της συζύγου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, μόνο το 2003 ένας στους τρείς γαμπρούς συνήψε γάμο με αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, το 32% των αντρών παντρεύτηκε με ξένη. Σε πραγματικούς αριθμούς, το ποσοστό μεταφράζεται σε 1420 γάμους, από τους 4419 γάμους που τελέστηκαν κατά το 2003. Βεβαίως, το μεγαλύτερο ποσοστό επιμένει … κυπριακά και συγκεκριμένα, το 68% των αντρών που παντρεύτηκαν κατά το 2003, επέλεξαν κατά την παροιμία «παπούτσι απ’ τον τόπο τους». Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν εν μέρει τις ανησυχίες μιας μερίδας Κυπρίων γυναικών, οι οποίες μάλιστα κατά το παρελθόν είχαν οργανωθεί, ιδρύοντας και Σύνδεσμο ! Βεβαίως, ως υπέρμαχοι των δικαιωμάτων μειονοτήτων και αλλοδαπών ξεκαθαρίζουμε πως ουδεμία προκατάληψη ή και κακεκντρέχεια τρέφουμε προς τις δίμετρες καλλονές. Ας το δούμε άλλωστε και από τη θετική του πλευρά. Σε είκοσι χρόνια από τώρα, το DNA των Κυπρίων θα έχει διαμορφωθεί με ψηλόλιγνα και ξανθά χαρακτηριστικά.

Προτιμούνται οι Ρωσίδες

Οι περισσότεροι άντρες και συγκεκριμένα εφτά στους δέκα που επιλέγουν για σύζυγό τους αλλοδαπή, τελούν πολιτικό γάμο. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, για τους πολιτικούς γάμους του 2003, είναι ενδεικτικά και για τις προτιμήσεις των αντρών στην εθνικότητα της νύφης, οι οποίες ως επί το πλείστον εστιάζονται στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Συγκεκριμένα, το 2003, 181 άντρες παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο Ρωσίδες, 174 παντρεύτηκαν Ουκρανές, 122 Μολδαβές, 106 Βουλγάρες και 103 Ρουμάνες. Με πολιτικό γάμο ενώνονται και πολλά ζευγάρια από το εξωτερικό, στην Κύπρο. Μάλιστα σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, τουλάχιστον το 2003, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών γάμων που τελέστηκαν στην Κύπρο, και συγκεκριμένα έξι στους εφτά, ήταν μεταξύ ζευγαριών από τρίτες χώρες. Τη χώρα μας επιλέγουν για να παντρευτούν κυρίως οι Βρετανοί και οι Ισραηλινοί. Οι μισοί σχεδόν πολιτικοί γάμοι κατά το 2003 ήταν μεταξύ Βρετανών.

Παραδοσιακές οι Κύπριες

Την τάση των αντρών δεν φαίνεται να ακολουθούν οι Κύπριες, οι οποίες επιμένουν παραδοσιακά. Αυτή τους όμως η επιμονή έχει και συνέπειες, καθώς, σύμφωνα με τα στατισικά στοιχεία, κατά το 2003, ο αριθμός των γυναικών που παντρεύτηκαν ήταν κατά πολύ μικρότερος, από αυτόν των αντρών (κατά 20%). Συγκεκριμένα, το 2003 παντρεύτηκαν 4419 άντρες, και 3475 γυναίκες, δηλαδή, 944 λιγότερες από τους άντρες. Μόνο το 14% των γυναικών επέλεξαν κατά το 2003 να παντρευτούν με ξένο. Η συντριπτική πλειοψηφία, το 86% παντρεύτηκαν με Κύπριο. Οι Έλληνες αποτελούν την πρώτη επιλογή των Κύπριων γυναικών που παντρεύονται ξένους. Ακολουθούν οι Βρετανοί, οι Λιβάνιοι και οι Αμερικανοί.

ΓΡΑΦΟΥΝ ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ
Κωδικός άρθρου: 553549
ΠΟΛΙΤΗΣ – 11/06/2005, Σελίδα: 24

Sine studio et ira

Σχετικά με τις προηγούμενες σκέψεις μου για το Κυπριακό: ο Γιώργος Στρατής έκανε και πάλι το θαύμα του, αναδημοσιευοντας αυτό το συγκλονιστικό κείμενο του Άδωνι Φλωρίδη. Σας παροτρύνω να το διαβάσετε.

Επειδή ο κόσμος είναι μικρός, και η Κύπρος ακόμα μικρότερη, να τονίσω πως ο Φλωρίδης είναι βεβαίως σκηνοθέτης της ταινίας Kalabush, μιας από τις καλύτερες ελληνόφωνες ταινίες των τελευταίων δέκα χρόνων, η οποία θα άξιζε πολύ ευρύτερης προβολής και προώθησης από διάφορα πάρεργα που… τέλος πάντων. Δε συνεχίζω, μόνο να επισημάνω πως η άλλη καλή ελληνική ταινία (πέραν του oeuvre του Γιάνναρη) των τελευταίων δέκα χρόνων είναι επίσης από Κύπριο σκηνοθέτη, τον Γιάννη Οικονομίδη, το αδυσώπητο και κινηματογραφικά έκπαγλο Σπιρτόκουτο.

Τέλος πάντων: διαβάστε το κείμενο, δείτε την ταινία

Cum grano salis

Δεν ξέρω εάν τα διαβάζετε τα ψιλά. Εκεί δηλαδή όπου εναποτίθενται οι χαμένες υποθέσεις και τα μακρινά επίκαιρα. Όταν ήμουνα δεκάξι (ή κάπου εκεί) διάβασα στα ψιλά για έναν Πολωνό μετανάστη, από τους πρώτους τότε, Σταβομίρ Ζιμάνσκυ τον έλεγαν, που είχε κρεμαστεί σε ένα ελληνικό κρατητήριο. Οι λεπτομέρειες, δεν είναι του παρόντος, αλλά με είχανε τόσο συγκλονίσει, που ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Αλλά αυτά είναι για άλλα τσακάλια, όχι για τον κακομοίρη τον Σραόσα. Αφήστε που μετά ακολούθησαν ορδές αντιθέων Αλβανών, μαύροι που βρίσκουνε σε νάρκες μέσα στη σιωπή του Έβρου και μαυριδεροί που πνίγονται και ξεπαγιάζουν έξω από τα νησιά του γαλανού Αιγαίου. Κύλησε νερό στο αυλάκι, δηλαδής (μετά το σουξέ του ‘άραγες’, λέω να τους γενικεύσω λιγάκι αυτούς τους διαλεκτικούς τύπους).

Μού έμεινε ωστόσο το κουσούρι των ψιλών. Διαβάζω λοιπόν στα ψιλά πως ο βαρύς μηχανισμός που κινεί το ρολόι ‘Κυπριακό’, στραβωμένος και σκουριασμένος ξαναμπαίνει σιγοτρίζοντας σε κίνηση. Χρίιιιτς, σκρουντς-σκρουντς-σκρουντς, γκζζζζζζνταπ. Επειδή θέλω να σάς κρατάω ενήμερους και ανήμερους, να σας πω δυο-τρία πραγματάκια που δε χωράνε στα ψιλά. Θα σας παρουσιάσω δύο σενάρια, με στοιχεία για το καθένα από πρώτο χέρι, αφήνοντάς σας να σχηματίσετε γνώμη μόνοι σας. (Άλλες πηγές: Δρουσιώτης, Γιώργος Στρατής, και το Cyprus Conflict, για μια πιο συστηματική θεώρηση)

Η ερώτηση που κανείς μα κανείς δεν θέλει να ρωτάει στην νότια / ‘ελεύθερη’ Κύπρο είναι και η πιο σημαντική: γιατί ψήφισαν οι Ελληνοκύπριοι ‘όχι’ στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004; Αν και κανείς δεν θέλει να θέτει αυτή την ερώτηση, ακριβώς επειδή είναι σημαντική, συνήθως ωστόσο απαντάται χωρίς καν να τεθεί ως εξής: «Ναι στη λύση, όχι στο σχέδιο Ανάν.» Μια τέτοια θέση αποτελεί είτε, τουλάχιστον, οξυμωρο σχήμα είτε κρύβει κάτι. Οξύμωρο σχήμα, εφόσον το σχέδιο αποτελεί επιτομή των διαπραγματεύσεων από το ’74 και μετά, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (του μόνου διαύλου μέσα από τον οποίο οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι μπορεί να περάσει η διευθέτηση) αλλά και της ΕΕ (πράγμα που κουκουλώθηκε τεχνηέντως στην Κύπρο). «Κρύβει κάτι», την αντίληψη πολλών (πάρα πολλών) Ελληνοκυπρίων πως λύση συνεπάγεται επιστροφή στην 19η Ιουλίου 1974 (οι Ελληνοκύπριοι στα σπίτια και τις μπίζνες τους και οι Τουρκοκύπριοι στα μαντριά / θύλακες) ή ένα κράτος όπου η κεντρική κυβέρνηση θα είναι αρκετά ισχυρή μόνον εάν ελέγχεται κατά πλειοψηφία από τους Ελληνοκύπριους ώστε να έχουνε τη δυνατότητα να επιβάλλουν πάντοτε τη θέλησή τους.

Γιατί λοιπόν το ‘όχι’; Υπάρχουνε βασικά δύο σενάρια:

α. Η ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι άρρωστη. Γνωρίζοντας πως μία «λύση» σαν αυτές που σκιαγράφησα πιο πάνω είναι ανέφικτη, προτιμάται η μη λύση και η διαιώνιση του ανώμαλου μεν, ποικιλότατα δε συμφέροντος (λ.χ.: η νόμιμη εκπροσώπηση της νήσου βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των Ελληνοκυπρίων) και προσοδοφόρου (από πού να αρχίσει κανείς…) status quo. Κάτι τέτοιο έχει διαγραφεί καθαρά από κάποιες δημοσκοπήσεις, δυστυχώς κυρίως ανάμεσα στις νεώτερες ηλικίες. Πέραν των ρητορικών, βασικό επιχείρημα κατά του ‘Ναι’ στο δημοψήφισμα σε πηγαδάκια και καφενεία ήτανε πως θα κοστίσει λεφτά, θα προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, θα οδηγήσει υπαλλήλους και αξιωματικούς στην ανεργία (αναληθής, όμως διαδεδομένη αντίληψη), θα είναι οι τουρίστες ελεύθεροι να πάν «από κει», που είναι και πιο ωραία κ.ο.κ. Αυτή η στάση εκφράστηκε περίφημα στο εξής ελάχιστα δημοσιοποιημένο (πλην όμως καταγεγραμμένο) περιστατικό: όταν αντιπροσωπεία προσφύγων παρακάλεσε τον Πάφου Χρυσόστομο να υποστηρίξει το ‘Ναι’, ο επίσκοπος τους επιτίμησε που χαλάνε τον κόσμο για μερικά «παλιοχώραφα» (και όχι, λ.χ., ‘βωμούς και εστίες’), τάζοντας να τους παραχωρήσει όσα θα έχαναν, εάν επικρατούσε το ‘όχι’, από τα περιουσιακά της Μητροπόλεώς του — το οποίο και δεν έπραξε. Εάν αυτά ισχύουν αυτούσια, το κυπριακό δεν θα λυθεί ποτέ, εν όσω οι Ελληνοκύπριοι θα καλούνται να αποφανθούν με δημοψήφισμα.

β. Η ανηλεής προπαγάνδα και η εκτενής (αλλά ανθρώπινης κλίμακας) τρομοκρατία στην οποία οι εθνικιστικές δυνάμεις και οι κυβερνώντες υπέβαλαν τους Ελληνοκυπρίους πανικόβαλαν, αποπροσανατόλισαν και παραπλάνησαν τους ψηφοφόρους. Αυτό διευκολύνθηκε πολύ από την επίτηδες μη διαπραγμάτευση (όσο και εάν φωνασκούν περί του αντιθέτου) εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης στα τελικά στάδια, καθιστώντας το σχέδιο λιγότερο ‘ελκυστικό’. Πριν το δημοψήφισμα προηγήθηκαν στο νησί διάφορα, όπως:

η διαρκής υπογράμμιση του πόσα λεφτά θα κοστίσει η λύση και συγκεκριμένα η ανοικοδόμηση της κλειστής πόλης Αμμοχώστου (εσκεμμένα, διότι οι περί τους 80.000 Αμμοχωστιανοί, που θα επέστρεφαν πρώτοι στις 15 Αυγούστου 2004, θα αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος του ‘Ναι’),

κυβερνητικές εγκύκλιοι όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι καλούνταν να δηλώσουν εάν ενδιαφέρονται να υπαχθούν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όπου και επισημαινόταν (ψευδώς) πως δεν υπήρχαν εγγυήσεις ότι δε θα βρεθούνε στον δρόμο. Φανταστείτε τι σημαίνε αυτό στη χώρα με τον μεγαλύτερο δημόσιο τομέα στην ΕΕ!

η κυκλοφορία φημών πως οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να καταργήσουν τις θρησκευτικές αργίες τους…

το ξυλοκόπημα μαθητών των οποίων οι γονείς έγραφαν υπέρ του ‘Ναι’ στις εφημερίδες,

η συστηματική διαστρέβλωση των προνοιών του σχεδίου για τις περιουσίες,

η μη κυκλοφορία του σχεδίου ευρέως (με το ψευδές πρόσχημα πως ήταν 9000 σελίδες, ενώ είναι γύρω στις 200),

η απροκάλυπτη φίμωση του ‘Ναι’ και ο αποκλεισμός των υποστηρικτών του ‘Ναι’ από τα κανάλια: τα δύο κρατικά, το Σίγμα (συμφερόντων ελληνοκυπρίων πολιτικών), του Μέγκα (συμφερόντων Εκκλησίας) και του Αντέννα (τρέχα γύρευε),

ο υστερικός τονισμός του δικαιώματος της Τουρκίας να επέμβει (με 600-τόσους στρατιώτες στην τελική φάση έναντι 900-τόσων Ελλήνων, χωρίς βαρύ οπλισμό, εάν φυσικά οι Ελληνοκύπριοι είχανε σκοπό να ξανασφάξουν),

το δόγμα πως μόνο μία παρελκυστική πολιτική (βλέπε τακτική Ντενκτάς) θα τελεσφορούσε, και μάλιστα στη μετά την ένταξη εποχή. Ο Παπαδόπουλος είχε δηλώσει πως πολλές ευκαιρίες για λύση θα εμφανίζονταν, και πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Όταν του το υπενθύμισαν (μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2004), αρνήθηκε πως είχε ποτέ δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν αντέχετε, δείτε και το δακρύβρεχτο διάγγελμά του εν προκειμένω και σχηματίστε εσείς γνώμη,

και άλλα πολλά.

Εάν αυτό το σενάριο ισχύει, το κυπριακό δεν θα λυθεί ποτέ, εν όσω οι ίδιες δυνάμεις διαφεντεύουν στην ελληνοκυπριακή πλευρά.

(Αυτή τη φορά δεν θα επιτρέψω σχόλια εδώ, όμως καλοδεχουμενες όποιες σκέψεις σας στο ιμέιλ μου. Ελπίζω πως αυτό το μέτρο θα αποθαρρύνει μερικές λιγότερο σοβαρές αντιδράσεις.)