Ζευγάρια που φτάσατε ως εδώ

Έχω την τύχη και το προνόμιο ο φιλικός μου κύκλος να περιλαμβάνει πολλά ομόφυλα ζευγάρια, «πολλά» σε σχέση με το πόσο μινιόν είναι ο φιλικός μου κύκλος. Άλλα είναι παντρεμένα ή σε σύμφωνο, άλλα όχι· άλλα έχουν μακροχρόνια σχέση, άλλα όχι· άλλα τρώγονται κάθε τρεις και λίγο, άλλα απολαμβάνουν τη διαρκή νηνεμία μιας συμβίωσης όλο συναλληλία.

Είναι τύχη και προνόμιο, όχι γιατί μιλάμε για τάχα εξωτικές φάσεις που μας κάνουν εμάς τους πεφωτισμένους να φαινόμαστε καλοί και να νιώθουμε καλύτερα, μιας και μετέχουμε της ποικιλότητας και της «διαφορετικότητας» — εκάς τα καλιφορνεζάκια! Είναι τύχη και προνόμιο γιατί είναι φίλες μου φίλοι μου και είναι ανοιχτοί και άνετοι μαζί μου και περνάμε καλά.

Εδώ και χρόνια έχω παρατηρήσει κάτι στα ομόφυλα ζευγάρια, κάτι που περιγράφει ο Χάουαρντ Ζινν και που ατελώς εικονογραφεί η προβληματικότατη «Ζωή της Αντέλ»: ακόμα και στα ομόφυλα ζευγάρια, ο ένας είναι άντρας και η άλλη η γυναίκα.

Ακολουθεί διευκρίνιση: δεν εννοώ τη χυδαία και βλακώδη ερώτηση «στο κρεβάτι ποιος κάνει τον άντρα και ποιος τη γυναίκα;» που συχνά απευθύνεται στα ομόφυλα ζευγάρια. Η ερώτηση είναι βλακώδης γιατί προϋποθέτει μια αντίληψη του σεξ κατά την οποία ερωτοπραξία είναι «διέγερση και παιχνίδι, διείσδυση πέους άντρα σε κοιλότητα γυναίκας, οργασμός άντρα, (προαιρετικά) οργασμός γυναίκας ή αναπαράστασή του». Όποιος και όποια στρέιτ δεν έχει σκάσει στα γέλια με την παραδοχή ότι αυτό και μόνον αυτό συνιστά ολοκληρωμένη ερωτοπραξία, εύχομαι να μην τους πιάσει η θάλασσα μέσα στη σκούνα που θα τους πάει για χατζηλίκι στις Άγιοι Τόποι.

Συνεχίζω. Σε πολλά ομόφυλα ζευγάρια βλέπω τη ροπή να αναλάβει το ένα μέλος το νοικοκυριό και τη φιλοξενία των φίλων (παιδιά δεν έχουν ακόμα οι φίλοι μου αυτοί) με το άλλο μέλος να κάνει την εργασία του κυρίως βιοπορισμού και να ασχολείται με τα εξωτερικά θέματα. Φυσικά είναι κι αυτός ένας διακανονισμός του καθημερινού βίου που, από μόνος του δεν λέει τίποτα: αλίμονο αν βλέπουμε πατριαρχία παντού όπως οι κνίτες βλέπουνε καπιταλισμό στο παγωτό χωνάκι κι οι χριστιανοί πορνικότητα στις φαινομηρίδες.

Ακριβώς γι’ αυτό μιλήσα για ροπή: δύο άντρες ή δύο γυναίκες που θα ξεκινήσουν να ζούνε μαζί συχνά θα αναλάβουν ο καθένας ή η καθεμία τον ρόλο «νοικοκυράκι» ή «κουβαλητάκι» κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν ασυζητητί και με κάποια προθυμία. Όχι απαραιτήτως, όχι πάντοτε. Αλλά περισσότερες φορές και πιο αβίαστα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από γκέι και λεσβίες, ανθρώπους που έχουνε ζήσει στο πετσί τους τη χρηστομάθεια της ετεροκανονικότητας (αν είναι τυχερές και τυχεροί) ή και τη βάναυση βία της. Γιατί τόση ανάγκη για συμμόρφωση σε μια εποχή που ακόμα και βαρετά παντρεμένα ζευγάρια μοιράζονται εξίσου τα καθήκοντα εντός και εκτός σπιτιού, εν μέρει διαβρώνοντας το δίπολο «νοικοκυράκι»-«κουβαλητάκι»;

Επαναλαμβάνω ότι δεν κρίνω: ο διπολικός διακανονισμός είναι κι αυτός ένας διακανονισμός και μάλιστα εύκολος, άλλωστε πολλά ετερόφυλα ζευγάρια πλέον έχουν νοικοκυράρη τον άντρα και κουβαλήτρα τη γυναίκα. Αυτό που με ξενίζει είναι η αβασάνιστη ευκολία με την οποία ένα ομόφυλο ζευγάρι ολισθαίνει προς τον διακανονισμό αυτό, πολλές φορές αψήφιστα, ακόμα και όταν μιλάμε για άτομα αντίστοιχου μορφωτικού επιπέδου, με ομόλογες επαγγελματικές ευθύνες κτλ.

Η εύκολη απάντηση, αλλά υπερβολικά γενική, είναι «η ισχύς της πατριαρχίας». Παραπέρα όμως;

Για την (ελληνική) οικογένεια

Μέσα σε ένα ασθενοφόρο που τρέχοντας ανέβαινε τη Συγγρού, στις 21:38 της 1ης Ιουλίου κράταγα το χέρι της μητέρας μου, που προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκεται και τι της συμβαίνει. Εκείνη τη ώρα αναρωτήθηκα:

Είναι η οικογένεια ο προνομιακός χώρος της αγάπης;

Η απάντηση είναι βεβαίως ναι. Η οικογένεια είναι προνομιακός χώρος της αγάπης. Όμως αυτή η παραδοχή ισχύει με τον τρόπο που η τροπική ζούγκλα είναι προνομιακό οικοσύστημα για πεταλούδες: όχι πάντοτε, όχι ολόκληρη και όχι για όλα τα είδη πεταλούδας.

Μπορεί κανείς να σταματήσει να διαβάζει εδώ.

Συνεχίζω εγώ.

Θέλω να μιλήσω για την οικογένεια κατά μέρος τις εξιδανικεύσεις για τη συζυγία, που τάχα εκπορεύεται από την αγάπη, την οποία τάχα γεννά ο έρωτας, ο οποίος είναι ή θα έπρεπε να είναι απαύγασμα ερωτικού πάθους. Μιλώντας για «οικογένεια» θέλω να ασχοληθώ με αυτό που πονάει, αυτό που δεν θέλουμε να αγγίξουμε — πολλώ μάλλον να αποδομήσουμε: τη σχέση γονέων και παιδιών.

Η γονική αγάπη

Η γονική αγάπη, όπως η ερωτική αγάπη, θεμελιώνεται σε σωματικότατα και βιολογικότατα θεμέλια. Από αυτή την άποψη είναι πολύ γερά θεμελιωμένη.

Ωστόσο, δεν πρέπει συμπεραίνουμε αυτομάτως ότι όπου υπάρχει γέννα και σεξ, το δυνάμει θεμέλιο, υπάρχει και οικοδομή, δηλαδή η γονική και η ερωτική αγάπη αντιστοίχως. Αυτή η διάκριση είναι πια λίγο-πολύ κατανοητή όσον αφορά την ερωτική αγάπη, είναι όμως συνήθως αδιανόητη όταν σκεφτόμαστε τη γονική αγάπη. Θεωρούμε δεδομένη τη γονική αγάπη δεδομένη, μια σταθερά που αναγκαία θα μεσολαβεί σε κάθε σχέση μάνας και παιδιού (και, λιγότερο, πατέρα και παιδιού). Όταν η σταθερά αυτή εμφανώς απουσιάζει θα επικαλεστούμε ανωμαλία, διαστροφή, ψυχασθένεια ή και ψυχοπάθεια. Αυτή η σταθερά, η αυτόματη αγάπη καθιστά τη σχέση γονέα-παιδιού a priori προνομιακή, αν όχι και ιερή.

Γνωρίζουμε στην πράξη πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι: οι μανάδες δεν είναι η Παναγία. Δεν αγαπούν όλες οι μάνες τα παιδιά τους. Υπάρχει στοργή, υπάρχει αφοσίωση, υπάρχει προσκόλληση, υπάρχει μέριμνα και φροντίδα, υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει αποστασιοποίηση — υπάρχει ολόκληρη η πολυδιάστατη γκάμμα της ανθρώπινης σχεσιακής κατάστασης. Δεν υπάρχει σώνει και καλά αγάπη στη σχέση γονέα και παιδιού.

Όσο και αν βομβαρδιζόμαστε ανελέητα με ρητορικές ότι η μητρότητα ολοκληρώνει τη γυναίκα, ότι την πάει τρεις (ή και τέσσερις) υπαρκτικούς αναβαθμούς ψηλότερα, ότι μεταμορφώνει και εξαϋλώνει τη γυναίκα καθιστώντας την Αγάπη και Φως κτλ., οι ρητορικές αυτές διατυπώνουν ενδεχόμενα, υπέροχα και θεοτικά ενδεχόμενα ίσως, αλλά ενδεχόμενα και μόνο: η γκάμμα και εδώ είναι πολυδιάστατη, όχι δίπολο, και ευρύτατη.
Αυτά τα ενδεχόμενα όμως («κάνε παιδί να γίνεις γυναίκα») πλασάρονται ως ιδανικά κι ιδεώδη ή — χειρότερα — ως αυτονόητες καταστάσεις που μαγικώς κι ατρέπτως επιφέρει ο τοκετός. Σε αυτό οι ρητορικές περί ολοκλήρωσης της γυναίκας με τη μητρότητα θυμίζουν το ατελείωτο μπούρου-μπούρου για την ερωτοπραξία που θα μετουσιωθεί σε έρωτα, αφού η ηδονή και ο οργασμός δεν μπορούν παρά να αποτελούν σκιές ή προοικονομίες πνευματικών και οπωσδήποτε ισοβίων προσκολλήσεων.

Οι ρητορικές αυτές, όταν δεν είναι κανονιστικές και τυραννικές, πηγή ενοχών και αισθημάτων ανεπάρκειας και μειονεξίας, επαναλαμβάνω ότι περιγράφουν κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, κάποια ενδεχόμενα· και πάλι όμως με τρόπο στρεβλό: αν πρέπει να καταγράψω τη γνώμη μου, κάποιες ολοκληρωμένες κι αυτοπραγματωμένες γυναίκες μπορεί να γίνουν υπέροχες μητέρες, άλλες γυναίκες μπορεί να ωριμάσουν μέσω της μητρότητας — ή και όχι. Και πάει λέγοντας.

Για την ίδια τη γονική αγάπη τελικά δεν έχω να πω τίποτα εκτός από το ότι δεν είναι δεδομένη και ότι δεν πρέπει να θεωρείται σταθερά στη συζήτηση περί οικογένειας.

Η οικογένεια ως φυτώριο, ως πρότυπο και ως καβάτζα σχέσεων.

Ακόμα και όταν δεν θεωρούμε την οικογένεια χτισμένη πάνω στη σταθερά ή στην επιδίωξη της γονικής αγάπης, αντανάκλασης της αγάπης του θεού-πατέρα ή της μητέρας-θεάς κτλ., υπάρχουνε λόγοι που εντός μας ανακηρύσσουμε ιερή την οικογένεια:

Η δεμένη οικογένεια παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Αυτοί ακριβώς οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταφράζονται συνήθως εκ του προχείρου σε «αγάπη»: αν κάτι αποτελεί «αγάπη», τότε είναι κάτι που μοιάζει με τους συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια. Έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την οικογένεια και φυτώριο της αγάπης αλλά και θησαυροφυλάκιο όπου φυλάσσονται τα χρυσά μέτρα και τα επακριβώς ζυγισμένα σταθμά της αγάπης: τα κριτήρια και οι ιδανικές εκδοχές της αγάπης.

Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι παροχή της «δεμένης οικογένειας» που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ’ ό,τι σε άλλους: στον μεσογειακό κόσμο λόγου χάρη. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά· εφοδιάζεσαι με σόι να αγαπάς και να σε αγαπάει, σόι έκτασης και σύνθεσης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Η οικογένεια δεν είναι λοιπόν μόνο το εκκολαπτήριο της αγάπης και το μέτρο της: είναι και μια καλή καβάτζα αγάπης. Η συνέπεια του να έχεις αυτό το εφόδιο είναι και η νοοτροπία κατά την οποία δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο με ξένους: έχεις τους δικούς σου ανθρώπους προεγκατεστημένους.

Βεβαίως, η καβάτζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα, π.χ. «οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;«.

Η δεμένη οικογένεια ισχυρίζεται επίμονα πως έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.

Και πού είναι το κακό;

Με δυο λόγια, όταν αντιμετωπίζουμε την οικογένεια με τον παραπάνω τρόπο, εξοικειωνόμαστε με ψυχαναγκαστικές, ανταλλακτικές, κυριαρχικές, εκβιαστικές ή και κακοποιητικές σχέσεις μόνο και μόνο γιατί αναπτύσσονται και λειτουργούνε μέσα στην οικογένεια. Αν καταπιέζουμε ή καταπιεζόμαστε, αν υλοποιούμε σε διαπροσωπικό επίπεδο κοινωνικές συμβάσεις και ετεροκαθορισμούς, κανένα πρόβλημα και μια χαρά αφού βρισκόμαστε μέσα στην οικογένεια.

Στη χειρότερη περίπτωση εκπαιδευόμαστε στο να αναγνωριζούμε κάθε λογής μανιπουλάρισμα, καταπίεση κι υστεροβουλίες ως σχέσεις αγάπης. Στην καλύτερη περίπτωση εξοικειωνόμαστε με την ιεραρχική καταπίεση (που πολλές φορές οδηγεί τη συμπεριφορά των γονέων) ή με τον εκβιασμό και τον μη οριοθετημένο ετσιθελισμό (όπως πολλές φορές συμπεριφέρονται τα παιδιά) και καταντούμε να τις θεωρούμε αποδεκτές, ενίοτε γνήσια αγαπητικές, συμπεριφορές.

Συνεπώς η οικογένεια νομιμοποιείται ως φυτώριο, μέτρο και καβάτζα (ή παρακαταθήκη αν προτιμάτε) αγαπης και παράλληλα οικειοποιείται τη μητρική αγάπη, την πατρική στοργή και την αφοσίωση των τέκνων — ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν εκ των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν θεμελιώνει η οικογένεια την αυθεντία της: στην επίκληση της αγάπης, και μάλιστα της αγάπης στην ευγενέστερη μορφή της, στην αγάπη που αφορμάται (αλλά με καμμία παναγία δεν περιορίζεται σε αυτή) από τη βιολογική ανάγκη να φροντίσεις τον άλλο: το παιδί ή τον γονιό.

Η φροντίδα είναι κομβική έννοια: η φορτική φροντίδα μέσα στην οικογένεια καθίσταται διαπίστευση αγάπης. Και η φροντίδα είναι αμφίδρομη, πάει και από τους γονείς προς τα τέκνα αλλά και από τα τέκνα προς τους γονείς. Βεβαίως η φροντίδα καθεαυτή δεν είναι πρόβλημα: τουναντίον, λίγες ανθρώπινες εκδήλώσεις είναι τόσο απαράμιλλα ευγενείς όσο η φροντίδα και η μέριμνα για τα γονικά σου ή για τα παιδιά σου. Όμως, όπως κάθε ευγενές μέταλλο, στο τέλος η φροντίδα αποκτά ανταλλακτική αξία: η απαίτησή της εξαργυρώνει «αγάπη», η προσφορά της εξαγοράζει φροντίδα προς την αντίθετη κατεύθυνση — και ούτω καθεξής, με συνέπειες που πολλοί από εμάς ζούμε.

Περιττεύει να επισημάνω πόσο πληγώνει και τραυματίζει και αλλοιώνει το να κατανοείς κάθε λογής σχέσεις και συναλλαγές ως αγάπη. Γι’ αυτό και από την τριάδα της τυραννίας η οικογένεια είναι ο ισχυρότερος εξουσιαστικός μηχανισμός, ο πιο βαθύς — γιατί τη σημαία του (που τη λεν αγάπη) την κρατάει μια μάνα στο όνομα του πατρός. Μάνα έχουν και οι άθρησκοι και οι απάτριδες. Κι έτσι, την πατρίδα την πολεμάς, την απομυθοποιείς, τη χλευάζεις, την αποκηρύσσεις, την ξεφορτώνεσαι (τάχα) με εξορία ή (τέλος πάντων) πολεμάς να την αλλάξεις — κάτι. Τη θρησκεία, πάλι, τη διαγράφεις, την αποσυναρμολογείς, τη μεταμορφώνεις ή την υποτάσσεις. Αλλά την οικογένεια μπορεί να σου την ξεριζώσει μόνο με τανάλια κανας ψυχαναλυτής. Και μάλιστα, παίρνει καιρό το ξερίζωμα, και χρειάζεται αντοχή στον πόνο, καθώς η τανάλια κουνιέται πέρα δωθε με βία.

Άρα;

Άρα είναι αναγκαίο να απομαγευτεί η οικογένεια ως θεσμός, ως χώρος de facto αγάπης και μάλιστα ιδανικής αγάπης.

Ενόσω αγωνιζόμαστε για ισότητα στον γάμο, παράλληλα ερχόμαστε σταδιακά σε επίγνωση — όσο μας το επιτρέπει η ατροφία των ανθρωπιστικών σπουδών — ότι δεν πρόκειται για ιερό και ισόβιο δεσμό με υπερβατικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, ενώ οι οικογενειακοί δεσμοί, έστω και ως προς το θεμελιώδες βιολογικό και γενετικό σκέλος τους, είναι ακατάλυτοι, ωστόσο ούτε αυτοί είναι ιεροί ή a priori αγαπητικοί, ούτε αυτοί είναι υπερβατικά δοσμένοι και αναλλοίωτοι. Άλλωστε τίποτε στα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι υπερβατικό και αναλλοίωτο πολλώ μάλλον όταν γίνεται εκκολαπτήριο και χώρος εξουσιαστικών σχέσεων, πολλώ μάλλον όταν το πώς λειτουργεί τραυματίζει ανθρώπους διά βίου — όπως πολλές φορές συμβαίνει μέσα στην οικογένεια. Και από εκεί ακριβώς θα ξεκινήσουμε να συζητάμε τα προβλήματά της.

Η εικονογράφηση από πόστερ ανώνυμου καλλιτέχνη στην Καλλιρρόης.

Γενεά σκολιά κτλ. κτλ.

Η γενιά μας μεγάλωσε με πολλές μικρές θλίψεις, όχι μέσα σε κατακλυσμιαία γεγονότα όπως πόλεμοι, κατοχές και μνημονιοκρατίες — γι’ αυτό και ο Δεκέμβρης του ’08 μας φάνηκε δυσερμήνευτος ή κι εντελώς ακατάληπτος.

Κάποιες από αυτές τις στενοχώριες και αγωνίες φαντάζουν (και είναι) ευτελείς και ελαφριές, σχεδον μικροπρεπείς: μεγαλώσαμε μέσα σε συνθήκες εν μέρει μικροαστικές, εν μέρει first world problems. Η διερωτησή μας καθώς μεγαλώνε και έπηζε μέσα μας η αντίληψη του κόσμου ήταν τι ζωή είναι αυτή που κυλάει ανάμεσα σε μικροκαβγάδες και ψευτοαπογοητεύσεις, μια ζωή μικρές ιστορίες στο κέντρο και στις συνοικίες. Βλέπαμε τη ζωή μας να κυλάει τα νερά της μέσα σε τοπία λοφώδη και πληκτικά, μακριά από αλπικά ανάγλυφα και χωρίς άγριους οριζόντιους διαμελισμούς, μακριά από χαράδρες και οροπέδια.

Η γενιά μας μεγάλωσε και με πολλές μικρές βεβαιότητες: κακή τσιμεντούπολη, καλό χωριό· Ελλάδα σε 53 χρωματιστά τμήματα εν μέσω μπεζ χαρτογραφικών ερήμων και γαλάζιας θάλασσας· μακριά από τα πολιτικά και τη διχόνοια που φέρνουν· ο καλός δεν χάνεται· όποιος κοιτάει τη δουλειά του δεν ζημιώνεται· άκου, βλέπε, σώπα· όχι στις υπερβολές· υπάρχουνε πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται — κτλ.

Και φτάσαμε πια στην ηλικία στην οποία καλοθυμόμαστε τους γονείς μας.  Και τα έχουμε λιγάκι χαμένα. Γιατί οι γονείς μας στην ηλικία μας έκαναν αυτά που τους κάπνιζε (έτσι έλεγαν τότε: ό,τι μου καπνίσει) και δεν τους απασχολούσε αν θα στεναχωρεθεί η μαμά τους ή αν δεν εγκρίνει ο μπαμπάς τους, γιατί είχανε δουλειά και πόρτα που έκλεινε πίσω τους και (συνήθως) είχανε και παιδιά δικά τους και — άμα λάχει — έκοβαν την καλημέρα στους γονείς τους εάν τόλμαγαν να πούνε καμμιά κουβέντα παραπάνω.

Εμείς πάλι ζούμε με τους γονείς ή κοντά τους, περίπου στην ηλικία που εκείνοι έχτιζαν σπίτια κι εξοχικά ή πήγαιναν στην Ευρώπη με φίατ κι όπελ και λάντα μέσω Γιουγκοσλαβίας — κατά την τάξη και κουλτούρα τού καθενός.

Τους αφήνουμε να μας ποτίζουν ενοχές και να μας κηρύσσουν τον λόγο του θεού τους, των νευρώσεων και των διαψεύσεών τους, λες κι είμαστε έφηβοι· τους ακούμε προσεκτικά.

Δεν μας νοιάζει μόνον η γνώμη του κόσμου, σαν καλοί Έλληνες που είμαστε, αλλά και των συγγενών, με τους φίλους μας να παριστάνουν τους αυτόκλητους ερασιτέχνες ψυχαναλυτές.

Βρίζουμε, καλιαρντεύουμε ντεμέκ και λέμε μαλάκα κάθε τρεις και λίγο για να νιώθουμε μεγάλοι, λες κι είμαστε δέκα χρονών.

Στην ηλικία που οι γονείς μας δοκίμαζαν δειλά τι εστί παρτούζα και αγόραζαν βίντεο για να βλέπουνε σπίτι τους τσόντες («δεν έχουν τίποτα τα κανάλια») εμείς χαμογελάμε όλο πλησμονή μπροστά από τις μέινστριμ ιντερνετικές τσοντίτσες.

Φοράμε κομποσχοίνια κατάσαρκα πάνω από τατού (όχι πια «τατουάζ») αφιερωμένα στην Παναγία, στην πατρίδα και στην οικογένεια, που είναι πάνω απ’ όλα· μιλάμε για Ορθοδοξία κι Ελληνισμό περισσότερο κι απ’ όσο μιλάμε για «πολιτικούς», γάβρους και τον ΠΑΟΚ.

Αγοράσαμε σπίτια και κάναμε οικογένειες όχι επειδή έπρεπε, σαν τις προηγούμενες γενιές, αλλά γιατί έτσι θέλαμε να πιστεύουμε ότι θα ολοκληρωθούμε σαν άνθρωποι…

Είμαστε η γενιά των μικρών θλίψεων, των δειλών αποφάσεων, της ανάγκης για ουδετερότητα κι ησυχία, των ήπιων απολαύσεων. Είμαστε αγκιστρωμένοι με πείσμα και λύσσα πάνω στην κανονικότητα κι ας αποσυντίθεται εκείνη στο άγγιγμά μας σαν άθαφτο λείψανο.

Οικογενειακά δεσμά

Για το θέμα (ελληνική) οικογένεια έχω ξαναγράψει. Παραδέχομαι όμως πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το θέμα, ιδίως αν θέλει να πάει πέρα από γενικές διαπιστώσεις ή από επισημάνσεις λίγο πολύ γνωστές.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γονείς και βεβαίως βρισκόμαστε σε πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους· επίσης πάρα πολλοί έχουμε παιδιά και πλέκουμε εξίσου πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους. Κι ας μη μιλήσουμε καν για αδέρφια. Πάρα πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η οικογένεια είναι οι μόνοι πραγματικά δικοί μας άνθρωποι και οι πιο κοντινοί μας. Αντιλήψεις όπως «πρώτα η οικογένεια», «η οικογένεια πάνω απ’ όλα», «η οικογένεια ποτέ δεν θα σε προδώσει» κτλ. είτε μας είναι πολύ οικείες είτε τις πρεσβεύουμε κιόλας. Τέτοιες αντιλήψεις συνθέτουν μια χαλαρή ιδεολογία με στέρεη βιολογική βάση και με την όλο βεβαιότητες επίνευση της αμερικανικής νοοτροπίας και ιδεολογίας: μια πολύ συγκεκριμένη θέαση της οικογένειας που πλασάρεται σαν πανανθρώπινη αλήθεια.

Επιπλέον, στην Ελλάδα όπως και αλλού, η επίκληση στην οικογένεια είναι βασική μέθοδος με την οποία ψευδοψυχαναλυτικά ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων: πόσοι δεν έχουμε περιπέσει στο σφάλμα να επικαλεστούμε τον αυταρχισμό, την αστοργία, τη φορτικότητα, την απουσία, την επιτυχία ή την ασημαντότητα κ.ο.κ. του πατέρα ή της μητέρας ώστε να εξηγήσουμε ή να δικαιολογήσουμε συμπεριφορές… Μάλιστα, υπάρχουν μέχρι και επαγγελματίες ψυχαναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν κοινωνικές ομάδες ή κοινωνίες ολόκληρες με βάση τη σχέση των ατόμων που τις απαρτίζουν με τα γονικά τους.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω είναι παραδόξως ακόμα τυφλά σημεία, αλλά δεν είναι τα μοναδικά σε σχέση με το φαινόμενο οικογένεια. Ας δούμε ακόμα τρία τέτοια τυφλά σημεία.

Διάολοι
Όλοι έχουμε υποστεί πιτσιρίκια εκτός ελέγχου που σκούζουν, φωνάζουν, τσιρίζουν, μανουριάζουν, μουτζοκλαίνε, γκαρίζουν, μινυρίζουν. Αν η μάνα είναι εργαζόμενη, ε, η μομφή είναι προκάτ κι ετοιμοπαράδοτη: «δεν ασχολείται με τα παιδιά της», λες και τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια που οι ανθρώπινες κοινωνίες ήταν κοινωνίες τροφοσυλλεκτών (ή και αργότερα) οι μανάδες ξημεροβραδυάζονταν διαπαιδαγωγώντας τα βλαστάρια τους. Αν πάλι η μάνα δεν εργάζεται, σίγουρα κακομαθαίνει τα γκρινιάρικα και άτακτα παιδιά, αφού είναι συνεχώς από πάνω τους και τους κάνει τα χατίρια. Εσχάτως, η απάντηση στην παιδική ζωηράδα είναι ritalin: για όλα πρέπει να υπάρχει κι από ένα χάπι.

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς δεν έχουνε καν επίγνωση πόσο τρομακτικά ενοχλητικό γίνεται το παιδάκι τους για τους γύρω ή, μέσα στην άφατη κόπωση και απογοήτευση τους, επιλέγουν τελικά να μην ασχολούνται άλλο με το πόσο αντικοινωνική είναι η διαγωγή του μικρού διαόλου: υποκρίνονται ότι η θηριώδης συμπεριφορά των μικρών τους εμπίπτει μέσα στα όρια του ναζιού, του ακκισμού, του χαριεντίσματος.

Επιπλέον, πολλοί γονείς μικρών τυράννων φαίνονται να μην αντιλαμβάνονται ολωσδιόλου πώς η δική τους συμπεριφορά ενθαρρύνει το παιδί να σκούξει, φωνάξει, τσιρίξει, μανουριάσει, μουτζοκλάψει, γκαρίξει, μινυρίσει. Συνήθως πρόκειται για τους ίδιους γονείς που μπινελικώνουν τα παιδιά τους, που πλακώνονται και βρίζονται μπροστά στα παιδιά, που δεν βάζουν όρια στο παιδί (και το παιδί σχεδόν νομοτελειακά θα προσπαθήσει να τα διευρύνει ούτως ή άλλως: να κοιμηθεί πιο αργά, να φάει κι άλλο παγωτό κτλ), που βάζουν ένα όριο ή υπόσχονται κάτι για να αθετήσουνε μετά τον κανόνα ή την υπόσχεση με ελάχιστη πίεση.

Αν και είμαι αναρμόδιος να γνωματεύσω, μου φαίνεται ότι το να είσαι γονιός είναι πρωτίστως πράξη στοργής και μετά συνέπειας. Όμως η στοργή χωρίς συνέπεια είναι μάλλον χειρότερη από τη συνέπεια χωρίς στοργή — αν ντε και καλά πρέπει η μία από τις δύο να απουσιάζει (που δεν πρέπει).

Προσωπικές αρχαιολογίες
Είπαμε για την επίκληση στην οικογένεια: συζητάς με ενήλικες που δικαιολογούν και ερμηνεύουν συμπεριφορές, και τις δικές τους και των άλλων, με βαση τη σχέση με τους γονείς τους, και μάλιστα όπως τη βλέπουν αναδρομικά, ως ενήλικες. Τις περισσότερες φορές σφετερίζονται την έννοια του τραύματος: αίφνης, το να σε κορόιδευε ο πατέρας σου γίνεται κάτι ποιοτικά ομοειδές με τη φρίκη του να σε κακοποιούσε, μόνον οι ποσότητες διαφέρουν. Άλλοι μιλούν για το μεγάλωμά τους μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια σαν να πρόκειται για ελαφριά μορφή εγκατάλειψης, λες και το ορφανοτροφείο και μια μονογονεϊκή οικογένεια είναι ποιοτικώς ομοειδείς και διαφέρουν μόνον ως προς την ποσότητα της εγκατάλειψης. Το ότι είσαι πρωτότοκος (άρα νιώθεις ότι παρακολουθείσαι, άρα αισθάνεσαι ένας μικρός ενήλικας) γίνεται καραμέλα που ανακουφίζει τις όποιες φλεγμονώδεις συνειδήσεις, λες και το να είσαι πρωτότοκος ισοδυναμεί με το να είσαι το πεντάρφανο που δούλεψε στα ορυχεία από τα 9 του για να αναστήσει τα αδερφάκια του.

Ενθαρρυνόμαστε να ανασκάπτουμε την παιδική μας ηλικία (ή των άλλων) όχι ως μέρος μιας  ψυχαναλυτικής διαδικασίας υπό την καθοδήγηση ειδικού, παρά με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η αρχαιολογία για να ταΐσει τον εθνικισμό: επιλεκτική ερμηνεία ανασκαφών σε στοχευμένες τοποθεσίες της μνήμης που θα «εξηγήσει» συμπεριφορές και άρα θα τις δικαιολογήσει. Καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας απαραθραύστως ως παιδιά. Θεωρώ ότι αυτή η χρήση της παιδικής ηλικίας από ενήλικες, επαναλαμβάνω όχι ως μέρος μιας θεραπευτικής διαδικασίας, είναι πολύ μεγάλη απάτη ή αυταπάτη, ένα ψέμα που λέμε για να καθησυχάσουμε και να δικαιολογήσουμε. Επίσης νομίζω, να το ξαναπώ, ότι «από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ’ εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.»

Κι εν πάση περιπτώσει, όπως διάβασα πρόσφατα εδώ, «για να υπάρξεις χωρίς τον πατέρα, υποστήριζε ο Λακάν, πρέπει να μάθεις να τον αξιοποιείς. Η άρνηση του πατέρα σε αλυσοδένει για πάντα στον πατέρα. Το μίσος δεν απελευθερώνει, δεσμεύει αιωνίως, δημιουργεί μονάχα τέρατα, εμποδίζει την ανάπτυξη της ζωής. Η ρητορική που υποδεικνύει να γινόμαστε γονείς του εαυτού μας –ψευδαίσθηση την οποία υποστηρίζει η εποχή μας– παραβλέπει το γεγονός ότι καμιά ανθρώπινη ζωή δεν δημιουργείται από μόνη της. Απορρίπτοντας την πατρότητα απορρίπτει και το συμβολικό χρέος που κάνει εφικτή τη γενεαλόγηση διά μέσου των γενεών. Η ελευθερία αποσυνδέεται από την ευθύνη και γίνεται ιδιοτροπία, θρίαμβος της διαστροφής».

Αλκατράζ της αγάπης
Τα παραπάνω σχετίζονται με το ολοκληρωτικό ιδανικό της δεμένης οικογένειας, κατά Χάουαρντ Ζινν της «κατεξοχήν φυλακής ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Δεχόμαστε ως ενήλικες να εγκλειστούμε σε αυτή την ειρκτή συνήθως ισοβίως, γιατί ο κόσμος εκτός της είναι ζούγκλα, όπως μας υπενθυμίζει και ο Κυνόδοντας.

Η δεμένη οικογένεια, που είναι φυλακή όταν δεν είναι χίμαιρα, παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Στη σύγχρονη και πιο αμερικανική εκδοχή της, υποτίθεται ότι παρέχει εξασφαλισμένη απεριόριστη αγάπη διαρκείας.

Η εγγυημένη υποστήριξη συνήθως είναι κάτι που πράγματι η δεμένη οικογένεια παρέχει, σε κάποιες κοινωνίες θεσμικώς σχεδόν: τροφή, στέγη, υποστήριξη, σπουδές και κατάρτιση, προίκα και χαρτζιλίκι μέχρι τα 16, τα 25, τα 30 ή τα 50· φροντίδα στην αρρώστεια, την ανέχεια ή τα γεράματα. Το αντάλλαγμα είναι η συμμόρφωση, όπως σε κάθε εξουσιαστική δομή — πολύ περισσότερο σε μια φυλακή: σπουδές αν είναι οι σωστές, χαρτζιλίκι αν δίνεις λογαριασμό, προίκα αν πάρεις τον σωστό άντρα, γηροκόμηση αν δεν κάνεις τρέλες, δεν πολυμιλάς και δεν κάνεις πράγματα που «πια δεν μπορείς να κάνεις» (κι έτσι φυραίνεις και πεθαίνεις μια ώρα αρχύτερα).

Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι μια παροχή της «δεμένης οικογένειας» που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ’ ό,τι σε άλλους. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά, σόι έκτασης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Έχεις καβάντζα αγάπης. Δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο με ξένους — άλλωστε ο κόσμος εκτός της οικογενείας είναι ζούγκλα.

Βεβαίως, η καβάντζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα, π.χ. «οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;«.

Η δεμένη οικογένεια επιμένει ότι έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.

Και κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αιώνια παιδιά ή να αποζητούμε να «ολοκληρωθούμε» και να αυτοπραγματωθούμε μέσα από τον ρόλο μας ως γονείς· όχι μέσα από τη δουλειά, ή τον έρωτα, ή τη φιλία, ή τη μελέτη, ή το ταξίδι, ή τα μεράκια μας… Κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την αγάπη δεδομένη και αυτοματισμό.

Πόρτνοϋ, μανούλες, κέρατο

Τον Οκτώβριο του 2013 έγινα σαράντα χρονών ελπίζοντας ότι θα εκπληρωθεί το γνωμικό και θα αρχίσει η ζωή μου. Το γνωμικό θα δικαιωνόταν μερικούς μήνες αργότερα. Πάντως, λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά μου διέσχιζα την πολιτεία της Νέας Υόρκης με αυτοκίνητο. Επειδή δεν μου αρέσει να οδηγώ, έκανα μια συμφωνία με μια συνάδερφο: εκείνη θα οδηγούσε τεσσερισίμιση ώρες πήγαινε συν τεσσερισίμιση ώρες έλα κι εγώ θα αναλάμβανα την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία της μιλώντας της.

Αφού ολοκληρώθηκε η επιμόρφωση, κάπου εκεί μετά τον ποταμό Delaware, η συνάδερφος, Αμερικάνα ινδικής καταγωγής από κάστα βραχμάνων, έφερε την κουβέντα στις οικογένειες. Με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο «πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;». Τη ρώτησα πώς γίνεται, ποια είναι η μέθοδος της Ινδής μανούλας. Οι Εβραίες και οι Ιταλίδες βάζουνε λίγο μέσα τον Θεό για να σε ποδηγετήσουν. «Α, οι Ινδές μανάδες δεν χρειάζονται θεούς, είναι οι ίδιες ο ανικανοποίητος θεός που διαρκώς γίνεται θυσία.» Σαν τις Ελληνίδες, της είπα.

Όλα αυτά τα θυμήθηκα απόψε εξαιτίας του Φίλιπ Ροθ. Μετά την Αγανάκτηση, τον Καθένα και το ‘Ζώο που ξεψυχάει’ — τρία βιβλία που αγαπώ πολύ — αποφάσισα να διαβάσω τη ‘Νόσο του Πόρτνοϋ’. Με ζορίζει σαν βιβλίο. Βγάζει παντού και καταιγιστικά όλο το ψυχαναλυτικό ζόρι του να έχεις Εβραίο μαμά και Εβραίο μπαμπά (δεν εννοώ τον ἐν τοῖς οὐρανοῖς που έχουμε όλοι μας), εμπειρία που κάνει τους Έλληνες γονείς να μοιάζουν παγεροί middle class Εγγλέζοι μπροστά τους. Το μειονέκτημα του βιβλίου είναι ότι γράφτηκε το 1969 και έκτοτε, κυρίως μέσω Γούντυ Άλλεν, έχουμε φάει πολύ αμερικανοεβραϊκό Angst στη μάπα. Επιπλέον, ο Γούντυ Άλλεν άνοιξε τον δρόμο για να γίνει το αμερικανοεβραϊκό Angst θέμα για αναρίθμητες κομεντί μέχρι και την ‘Νταντά αμέσου δράσεως’, άρα ως ζήτημα πάει, ψόφησε.

Η Νόσος του Πόρτνοϋ είναι, υποτίθεται, ένας σχοινοτενής μονόλογος που απευθύνεται στον ψυχαναλυτή του Πόρτνοϋ (η συνεδρία πρέπει να είναι πολύ σπέσιαλ και να διαρκεί μέρες). Έχοντας διαβάσει καμμιά σαρανταριά σελίδες σήμερα αισθάνθηκα ότι η δραματοποίηση μέσα από πλήθος ταινιών και μυθιστορημάτων, εν είδει μιας μεγάλης συλλογικής συνεδρίας ψυχανάλυσης, του τι σημαίνει να έχεις Εβραίους γονείς πρέπει να βοήθησε χιλιάδες αμερικανοεβραίους να έρθουνε τουλάχιστον σε επίγνωση της κατάστασής τους, ενδεχομένως και να χειραφετηθούν. Οι Ινδοί ή οι Ιταλοί δεν ξέρω τι έχουνε κάνει για το ζήτημα των μαμάδων τους, άλλωστε αναπόφευκτα ο νους μου πήγε στον ελληνόφωνο κόσμο.

Μανάδες που μας παιδεύουν υπάρχουνε παντού στην ελληνική πεζογραφία: από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και τον Βιζυηνό (κι εδώ μιλάμε μάλλον για τα πελωριότερα πεζογραφήματα που έχουνε γραφτεί στα ελληνικά) μέχρι ‘Το βιβλίο της Κατερίνας’ του Κορτώ. Βεβαίως, πουθενά δεν βλέπω, χωρίς να παριστάνω τον φιλόλογο, την άγρια αποδομητική και εικονοκλαστική διάθεση που έχει ο Πόρτνοϋ απέναντι στη μητέρα του. Γενικά, νομίζω ότι η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να τα βάλει με τη μαμά. Και πάλι, φιλόλογος δεν είμαι, μπορεί να μου διαφεύγει κάτι προφανές.

Απεναντίας, από τη δεκαετία του ’70 και μετά η πραγματική ελληνική κοινωνία πασχίζει να ριζοσπαστικοποιηθεί κυρίως μέσα από το κέρατο, κάτι ενδεχομένως ατελέσφορο αλλά που οπωσδήποτε αντανακλάται στην ελληνική πεζογραφία. Δεν είναι νομίζω τυχαίο το ότι η κυκλοφορία της ελληνικής πεζογραφίας άρχισε να αναζωογονείται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τις πωλήσεις έργων όπως λ.χ. το Τάλγκο, του Αλεξάκη (με κινηματογραφική μεταφορά τον ‘Ξαφνικό έρωτα ‘), η Πλωτή Πόλη της Δούκα ή τα μυθιστορήματα της Μ. Βαμβουνάκη. Φαίνεται πως η ελληνική «ψυχή», αντί να επιτεθεί κατά μέτωπο και στο πεδίο της μάχης στον ιερό θεσμό της οικογένειας και στο ιερό πρόσωπο της μάνας που την εμψυχώνει, προτιμάει τον ανταρτοπόλεμο.

Δεν ξέρω και σίγουρα δεν θέλω να τσακώσω καμμιά μεγάλη ανάλυση. Πάντως δεν είναι τυχαία η λειτουργία της μοιχείας στην πολύ νεώτερη ελληνική πεζογραφία: αντίθετα με το τι συμβαίνει στο λαϊκό τραγούδι ή στο εμπορικό αμερικανικό σινεμά, το κέρατο δεν είναι αφορμή καταστροφής και απώλειας παρά γεγονός που γίνεται αφορμή επιφάνειας, γεγονός σημαδιακό. Ακόμα και όταν δεν εξιδανικεύεται, η μοιχεία μεταφράζεται σε παράγοντας που εξαναγκάζει τον ήρωα ή την ηρωίδα να αφυπνιστεί και να αναθεωρήσει τη ζωή της ή τη ζωή του.

Όμως θα είχε πλάκα, έστω και πενήντα χρόνια μετά, να έβγαινε ένας Έλληνας Πόρτνοϋ.

Εναντίον του γάμου

Ο Χάουαρντ Ζινν περιγράφει τον θεσμό της οικογένειας ως την «κατεξοχήν φυλακή ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Ώρες αφού διάβασα αυτό το απόσπασμα, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι δεν πρόκειται για φυλακή, παρά για σέχτα, για εταιρεία, για κόμμα — για ένα  αποκλειστικό κλαμπ με πολύ περιορισμένο αριθμό μελών.

Σε μια λίγο-πολύ μόνιμη σχέση η ιδιοκτησιακή νοοτροπία στον έρωτα, όσο και αν μου είναι απεχθής, δεν παύει να είναι κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο στο κάτω κάτω. Ωστόσο, αν πρόσεχα λιγάκι περισσότερο τι συμβαίνει γύρω μου, θα είχα διαπιστώσει νωρίτερα ότι οι οικογένειες λειτουργούν ως στεγανοί οργανισμοί, ως μια μονάδα με εσωτερικούς κανονισμούς, πειθαρχία και — κυρίως — ενιαίο προφίλ προς τα έξω, περίπου όπως τα εταιρικά προφίλ. Γι’ αυτό και δεν θα έλεγα την οικογένεια «φυλακή», παρά σέχτα, εταιρεία, κόμμα ή ένα κλειστό κλαμπ.

Υποθέτω ότι εύκολα αναγνωρίζουμε αυτή τη λειτουργία της οικογένειας. Δεν λέω για το πόσο ισχυροί είναι οι οικογενειακοί δεσμοί στη Μεσόγειο, μιλάω για το πώς η οικογένεια παγκοσμίως συμπεριφέρεται και ως κλειστή μονάδα και ως ένας μικρο-οργανισμός που επιβάλλει ομερτά στα μέλη της, επιβεβλημένη αλληλεγγύη και συνενοχή. Κάθε οικογένεια είναι μια μικρή Μασωνία.

Βεβαίως, υπάρχουν ιστορικοί, κοινωνικοί, ανθρωπολογικοί και βιολογικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό. Με μια καίρια διαφορά: όταν η «οικογένεια» είναι κλαν, φάρα, σόι, τότε η ομερτά, η αλληλεγγύη και η συνενοχή έχουν κάποιο νόημα — λειτουργικώς αν όχι ηθικώς. Εκεί μεν υπάρχει μια εσωτερική ιεραρχία που επιβάλλεται αλλά ενίοτε γίνεται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, εκεί άλλωστε έχουμε να κάνουμε με μια πολύπλοκη ιεραρχία που περιλαμβάνει πρωτότοκους και δευτερότοκους, πεθερές και νυφάδες, ad hoc μητριαρχίες και άτυπα συμβούλια αδελφών κ.ο.κ. Σε μια εκτεταμένη οικογένεια υπάρχουν οι ίδιες σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης που υπάρχουν και στην πυρηνική οικογένεια του σήμερα, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν περισσότερα κελλάρια και πατάρια μέσα της για να κρυφτεί κανείς, περισσότεροι και πιο ρευστοί ρόλοι, αν μη τι άλλο.

Η τυπική πυρηνική οικογένεια, δυο γονείς με μάξιμουμ τρία, συνήθως δύο, παιδιά, αποτελεί την μικρη κι ευέλικτη, και κάπως μηχανοποιημένη, εκδοχή αυτού του θεσμού. Βεβαίως, τυπικά, δεν πατριαρχείται πλέον: δεν είναι πια ο σύζυγος-πατέρας ο κύριος κι αφέντης και ο στύλος της οικογένειας. Αλλά η κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας, όπως ξέρουμε, δεν συνεπάγεται κατάλυση κάθε καταπιεστικού στοιχείου. Διότι η οικογένεια παραμένει οικογένεια και εξακολουθεί να συγκροτείται κατόπιν μιας «δικαιοπραξίας πανηγυρικού χαρακτήρα» (όπως έμαθα πρόσφατα), δηλαδή του γάμου. Διότι η οικογένεια επικαλείται την αγάπη για να επιβάλει εσωτερική πειθαρχία ή μάλλον, και χειρότερα, οικειοποιείται τη μητρική αγάπη, την πατρική στοργή και την αφοσίωση των τέκνων — ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν. Έτσι θεμελιώνει την αυθεντία της: στην επίκληση της αγάπης, και μάλιστα της αγάπης στην ευγενέστερη μορφή της, στην αγάπη που αφορμάται (αλλά με καμμία παναγία δεν περιορίζεται σε αυτή) από τη βιολογική ανάγκη να φροντίσεις τον άλλο: το παιδί ή τον γονιό.

Η πυρηνική οικογένεια δεν είναι πια απλώς φυλακή, σέχτα, εταιρεία, κόμμα και κλειστό κλαμπ. Αποτελεί κλειστοφοβική φυλακή, γίνεται συνωμοσία, τριανδρία, συμμορία. Το μεν ζευγάρι λογοδοτεί για τη δράση του, τις αποδόσεις και την επιτυχία του προς τα έξω χωρίς καμμία εσωτερική βοήθεια, χωρίς έμπιστους εντός: ο ένας με τον άλλο, άντε και με κάποιον από τους κάθε είδους θλιβερούς συμβούλους γάμων. Γι’ αυτό και πρέπει να παρουσιάζει αρραγές μέτωπο, χωρίς περιθώριο για αμφιβολία, για αυτοσχεδιασμό ή για λιγάκι μπάχαλο. Τα δε παιδιά είναι υφιστάμενοι κι υποτελείς υπό τη σχεδόν αποκλειστική εποπτεία των γονέων, ενώ η συναναστροφή τους με συνομηλίκους ελέγχεται από τους γονείς, που από τη φύση τους θα προσπαθήσουν να τα προστατεύσουν και να τα ποδηγετήσουν, είτε ως «φίλοι» είτε ως δεσπότες. Οι γονείς παράλληλα λειτουργούν σαν προπονητές των παιδιών: αν τα παιδιά αποτύχουν, υπήρξαν άχρηστοι, αφού μόνον αυτούς, άντε και ένα-δυο αδέρφια, είχανε τα παιδιά για καθοδήγηση.

Ναι· και ο γάμος χωρίς παιδιά; Και πάλι, ελλείψει μιας ευρύτερης οικογένειας που θα απορροφούσε το «άκληρο» ζευγάρι ως θειους και θειάδες, το άτεκνο ζευγάρι καταλήγει ένα στροβιλιζόμενο γιν-γιανγκ, παγιδεύεται σε ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων το οποίο περιορίζουνε μόνον η πατριαρχία και ο σεξισμός — που αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία συνήθως επιλύονται οι διαφορές και διευθετούνται οι κρίσεις, με τις γυναίκες να δείχνουν κατανόηση (μονομερώς), τους άντρες να συγκαταβαίνουν κτλ. Αυτά όταν διευθετούνται οι κρίσεις δηλαδή, και όταν δεν καταλήγουν οι δύο του ζευγαριού στην αλληλοφαγία ή (στην καλύτερη περίπτωση) στο διαζύγιο.

Και λοιπόν, τι πρέπει να γίνει; Επιστροφή στην εκτεταμένη οικογένεια, στο κλαν, στο σόι, στη φάρα; Όχι βέβαια, δεν θα λύσουμε λ.χ. τα εργατικά ζητήματα επιστρέφοντας στην γήινη και χειροπιαστή φεουδαρχία. Ίσως λοιπόν να πρέπει να μάθουμε να ζούμε μόνοι, όπως γίνεται όλο και περισσότερο στη Βρετανία; Ούτε: ο μοναχικός βίος είναι βαρύς και, από ένα σημείο και μετά, αβάσταχτος (και αυτό το λέει ένας κατεξοχήν μονήρης άνθρωπος).

Ίσως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αποϊεροποιηθεί η οικογένεια: η μητρική αγάπη, η πατρική στοργή και η αφοσίωση των τέκνων στους γονείς είναι ιερές από μόνες τους, όταν υπάρχουν, και δεν χρειάζονται θεσμούς για να τις καλλιεργήσουν. Αν αποϊεροποιούνταν η οικογένεια, ίσως να μεγάλωναν οι ενήλικοι τα παιδιά τους χωρίς να πρέπει και να είναι τέλειοι (γιατί δεν είναι) και χωρίς ντε και καλά να τα αγαπάνε (γιατί δεν συμβαίνει πάντοτε). Ίσως έτσι και τα παιδιά να αποκαθήλωναν κάπως, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αυτούς στους οποίους χρωστούν την ύπαρξη ή και την επιβίωσή τους. Προς την κατεύθυνση της αποϊεροποίησης θα βοηθούσε και το σύμφωνο συμβίωσης για όλους. Όλους όμως. Και όποιος θέλει τα περαιτέρω, ας πάει στην εκκλησία, στο τζαμί, στη συναγωγή ή όπου αλλού.

Η γενιά και το τρίπτυχο

Το αμερικανικό όνειρο πείθει (ακόμα) ότι όλοι μπορούνε να γίνουν πλούσιοι και επιτυχημένοι. Η ελληνική πραγματικότητα, τον καιρό που μεγάλωνα και ήμουν νεαρός (τώρα πια είμαι επιτέλους νέος) έπεισε ότι όλοι είμαστε πλούσιοι. Βοηθούσε και το τουλάχιστον ένα περιουσιακό που είχε σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια: κτήμα, ρίζες, χωράφια, οικόπεδο, διαμέρισμα, σπίτι, εξοχικό — κάτι.

Η μητέρα μου, ακόμα και τώρα, εκνευρίζεται να με ακούει να λέω ότι από τα 16 μέχρι τα 34 έζησα σε οικονομική στενότητα, ειδικά για τα πρώτα εφτά χρόνια, που ζούσα μαζί τους: «στερήθηκες ποτέ τίποτα; γιατί λες ότι ήμασταν φτωχοί;». Λες και είναι κουσούρι να είσαι φτωχός, ή (με βάση το τι σημαίνει σήμερα να είσαι φτωχός στην Ελλάδα) να μην το φυσάς: να βασίζονται τέσσερις άνθρωποι σε μία πρόωρη μειωμένη σύνταξη.

Κι όμως, αυτή η «πραγματικότητα» μας αφηνε κι εμάς να ελπίζουμε ότι θα μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε άχρηστες σπουδές ή ταξίδια στο Παρίσι με διατροφή σάντουιτς, τόνο κονσέρβα και μπισκότα. Η πεποίθηση ότι δεν είμαστε φτωχοί μάς άφησε να ονειρευόμαστε και άλλα πολλά πέρα πέρα από έναν καλό γάμο, ένα σπίτι, μια δουλειά. Η γενιά μου δεν είναι μόνο δαπίτες και παιδιά του Κλικ και μπουζουκονταγλάν ψευτοροκάδες, η γενιά μου έβγαλε και γενναίες γυναίκες και ξεκαβαλημένους άντρες. Και μου φαίνεται ότι όσοι έρχονται μετά από εμάς είναι πολύ καλύτεροι, πιο ελεύθεροι, πιο διαβασμένοι, πιο μαχητικοί. Γιατί έζησαν τη συντριβή της πεποίθησης αυτής και, όπως λέει και στο Damage του Λουί Μαλ (ταινία τοτέμ για μένα): «Damaged people are dangerous. They know they can survive.»

Βεβαίως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Από την τριάδα της τυραννίας, το γνωστό τρίπτυχο της δουλείας, η οικογένεια είναι ο ισχυρότερος εξουσιαστικός μηχανισμός, ο πιο βαθύς — γιατί τη σημαία του (που τη λεν αγάπη) την κρατάει μια μάνα στο όνομα του πατρός. Μάνα έχουν και οι άθρησκοι και οι απάτριδες. Κι έτσι, την πατρίδα την πολεμάς, την απομυθοποιείς, τη χλευάζεις, την αποκηρύσσεις, την ξεφορτώνεσαι (τάχα) με εξορία ή (τέλος πάντων) πολεμάς να την αλλάξεις — κάτι. Τη θρησκεία, πάλι, τη διαγράφεις, την αποσυναρμολογείς, τη μεταμορφώνεις ή την υποτάσσεις. Αλλά την οικογένεια μπορεί να σου την ξεριζώσει μόνο με τανάλια κανας ψυχαναλυτής. Και μάλιστα, παίρνει καιρό το ξερίζωμα, και χρειάζεται αντοχή στον πόνο, καθώς η τανάλια κουνιέται πέρα δωθε με βία.

Ψυχαναλυτής και μόνο; Δεν ξέρω. Τον Νοέμβριο έτρωγα στο σπίτι του προέδρου της ψυχιατρικής εταιρείας ευρωπαϊκής χώρας. Είχε φτιάξει κατι ωραία λαζάνια, έφαγα το μισό ταψί. Τον ρώτησα για την ψυχοθεραπεία. Η άποψή του ήταν ότι πάνω απ’ όλα μετράει η ενσυναίσθηση του αναλυτή και το πώς κολλάει μαζί σου — όχι τόσο τα ερμηνευτικά εργαλεία ή οι μέθοδοι. Ούτε καν τα φάρμακα του ψυχίατρου («εκτός αν μιλάμε για σχιζοφρένεια ή ψύχωση»). Εξίσου καλή δουλειά μπορεί να κάνει ο γκουρού κι ο εξομολόγος. «Άρα και ο κολλητός σου, που του λες τα δικά σου μετά από ενδοσκόπηση;», τον ρώτησα. «Α, όχι: ο κολλητός σου δεν είναι αυθεντία. Ο αναλυτής, ο ψυχοθεραπευτής, ο γκουρού, ακόμα κι ο εξομολόγος, αν πιστεύεις, είναι αυθεντία: θα αναγκαστείς να κάτσεις να τον ακούσεις.»

Μέχρι την επόμενη παλινωδία

Αποφάσισα να σταματήσω να γράφω εδώ επ’ αόριστον. Μέχρι να με ταράξει η επόμενη κτηνωδία ή, κάπως πιο απίθανο, η επόμενη μεγάλη χαρά. Αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια κάπως πιο διαρκή σιωπή.

Δε θα αιτιολογήσω την απόφασή μου, είναι απόφαση που εκφράζεται σαν τάχα παρόρμηση, ενώ σιγοψήνεται μέσα μου καιρό. Απλώς θα παραθέσω παραγράφους σχετικά με αυτή τη διαδικασία σιγοψησίματος, που μπορεί να είναι χρήσιμες πέρα από αυτοαναφορικότητες και ψώνισμα.

Οχτώμισυ χρόνια γράφω εδώ, αυτή είναι η ενιακοσιοστή δέκατη πέμπτη ανάρτηση. Πρέπει να προσέχουμε να μη γίνουμε Ρίτσος: ο πληθωρισμός ευτελίζει ακόμα και τα πολύτιμα. Και η ανάγκη να αποφύγεις τη μανιέρα γίνεται στο τέλος κι αυτή μανιέρα. Ξέρετε τι εννοώ, διαβάστε έντυπο Τύπο… Συνεπώς, μεταξύ μανιέρας, που με εξάσκηση γίνεται εύκολη, και σιωπής, που με εξάσκηση γίνεται αβάσταχτη, προτιμάς τη σιωπή. Ιδίως αν δεν έχεις κάτι να πεις, ιδίως αν νιώθεις ότι επαναλαμβάνεσαι.

Εδώ και τριάμισυ χρόνια ό,τι και να πω για τα κοινά, για το ευρύτερα πολιτικό, μοιάζει λεκιασμένο από μέλια ζαχαρωμένα και ξεραμένα που μάζεψαν σφήκες και μυρμήγκια. Πολτός τα νοήματα, βούτυρα πασαλειμμένα πάνω σε τραπεζομάντηλα τα επιχειρήματα. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να ουρλιάζουν, να συζητάω θέλω. Έτσι ζω, συζητώντας. Ρωτώντας. Ακούγοντας. Πολλές φορές διακόπτοντας και μετανιώνοντάς το. Σιχαίνομαι τα βρισίδια προς ανθρώπους, γι’ αυτό και απολαμβάνω να βρίζω πράγματα: τον λάπτοπ, το κινητό και το αμάξι μου, το γαμημένο το στυλό που πέφτει στο πάτωμα. Αλλά η κατάσταση μετά τον Φεβρουάριο του ’12 είναι για κραυγές και για βρισίδια και για πολλά άλλα και πολύ χειρότερα. Ποστάκια θα γράφουμε; Για να τα διαβάζουν όσοι συμφωνούνε μαζί μου; Ναι, ξέρω ότι εγώ ο ίδιος έχω αντικρούσει αυτό που λέω εδώ. Αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα με την αντίφαση και την αυτοαναίρεση, νάφομεν και απιστούμεν, μονολογώ φωναχτά: όποιος θέλει δόγματα, εκεί που τα πουλάνε.

Γράφω περισσότερο από όσο θα ήθελα εδώ γιατί είμαι στερημένος: άγρια στερημένος από τη ζωή στην πόλη. Σιχαίνομαι την επαρχία και χλευάζω τα προάστεια αλλά, να, ζω 5+12 χρόνια στην επαρχία νησιών, από τα ανοιχτά βορειοδυτικά της Ευρώπης στα ανοιχτά νοτιοανατολικά της. Για μένα λοιπόν τα σοσιαλμήντια είναι το αποκούμπι αυτοέκφρασης και σχετικού αυθορμητισμού. Δεν περιμένω να καταλάβετε, απλώς το λέω.

Ενθουσιάζομαι εύκολα και δωρεάν. Κάθε φορά που ενθουσιάζομαι, κάποιοι θα με ρωτήσουν τι κρύβεται από πίσω. Σίγουρα θα ψάχνω δουλειά, γκόμενα, ανάδειξη και φήμη (ναι, μέσα από ένα μπλογκ που μόλις μια ανάρτηση ξεπεράσει τα πεντακόσια χιτ μπαίνει στα Greatest Hits — χαχά), ή να το παίξω μέντορας και αρχιπαράγοντας αν όχι εκδότης-διευθυντής. Αφενός, άμα εκτίθεσαι (σχεδόν) δημόσια, τα ακούς αυτά, και άλλα πολλά. Αφετέρου, ζω στην επαρχία: γνωστό φαινόμενο οι κουτσομπόληδες κι ανακατωσούρηδες που σου μιλάνε για τη ζωή σου γιατί η δική τους είναι σαθρές κατασκευές με ελενίτ. Και τους καταλαβαίνω τους κουτσομπόληδες και τις καγκουριές τους: από στέρηση, ακύρωση κι οργή ασχολούνται με τις ζωές των άλλων. Κι εγώ από στέρηση της πόλης βάζω τον πόνο μου σε πίξελ, που λέει κι ο Γίγας. Something’s gotta give.

Ναι, είμαι υπεράνω, αν είναι να το πούμε έτσι. Όλοι οι ψημένοι άνθρωποι είμαστε υπεράνω. Από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ’ εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.

Ενθουσιάζομαι εύκολα, βαριέμαι γρήγορα, αλλά η αφοσίωσή μου και η προτίμησή μου για ό,τι με ενθουσίασε δε σβήνει. Δεν πρόκειται για αφοσίωση στην ανάμνηση του ενθουσιασμού. Απλώς οι «υπεράνω» μάλλον αφήνονται να ενθουσιαστούν από όσα τους μιλάνε, τους αγγίζουν, τους μετακινούν, τους στέλνουνε στους δήμους ονείρων. Όταν πρωτοάκουσα την Παθητική Σονάτα, νόμισα ότι είναι το συγκλονιστικότερο κομμάτι μουσικής όλων των εποχών (ναι, ρε Γιώργο, αφού με ξέρεις: των υπερθετικών είμαι). Δεν είναι. Αλλά κάθε φορά που θα την ξανακούσω, μέχρι και τώρα, 26 χρόνια μετά, τα σφυράκια του πιάνου χτυπάνε μικρούς κρυστάλλους μέσα μου, κι όχι μόνο τα σύρματα μέσα στο ξύλινο τελάρο του αργαλειού που λένε πιάνο.

Δε θα κλείσω αμερικάνικα, ομολογώντας πόσους ανθρώπους γνώρισα και πόσους φίλους έκανα και πόσα έμαθα. Όχι. Άλλωστε θα είναι κλειστά εδώ μόλις μέχρι νεωτέρας, μέχρι την επόμενη παλινωδία.

Η φωτογραφία είναι του Todd Webb.

Έκθεση ιδεών

Το έτος είναι 1988. Ένα γειτονόπουλο μεγαλύτερό μου, που αργότερα έγινε νομικός (μαθαίνω ότι τώρα είναι δεσπότης ή πάει για δεσπότης), μου εξηγεί τη θεωρία του πέταλου: η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά είναι πολύ κοντά. Θυμάμαι ότι τότε μου είχε κάνει εντύπωση αυτή η ιδέα και μου είχε φανεί παράλογη: η άκρα δεξιά ήταν οι φασίστες που σκότωναν τον κόσμο και ήθελαν να φτιάξουν «ολοκληρωτικό καθεστώς» (που έλεγε ο μπαμπάς), ενώ η άκρα αριστερά είναι κάτι μουσάτοι με αμπέχωνα που μιλάνε συνέχεια για διαλεχτικό προτσές και στρουχτούρες και κολλάν αφίσες στα Εξάρχεια (θυμάμαι πώς γυάλιζε η φρέσκια κόλλα). Αυτά τα 1988.

Αργότερα, ένας μεγαλύτερος συμμαθητής μού εξήγησε τη θεωρία του εκκρεμούς: όσο πιο πολύ ταλαντώνεται προς τα αριστερά μια κοινωνία, τόσο πιο πολύ στα δεξιά θα επιστρέψει. Σαν εκκρεμές. Αυτά το 1990.

Γενιές Ελλήνων έχουμε μεγαλώσει με εκθέσεις ιδεών, με τις απλοϊκές ψευτοδιαλεκτικές αναλύσεις του Ευάγγελου Παπανούτσου. Έχουμε ντρεσαριστεί να σκεφτόμαστε επιφανειακά, σα φοιτητές της Σορβόννης επί σχολαστικισμού: με ναι μεν άλλα, με δράση και αντίδραση, με υπέρ και κατά, με cui prodest, με όπως το βλέπει κανείς. Έχουμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε την κριτική ‘στείρο αρνητισμό’ και τον σχετικισμό μετριοπάθεια. Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε όχι εκτός κοινωνικών συμφραζομένων αλλά με όρους και κοινωνικά συμφραζόμενα παρισινού αστού άντρα το 1962 που αναστοχάζεται τη μοιχεία και που σχεδιάζει να ζητήσει προαγωγή.

Μέσα από την Έκθεση έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε μόνο μία ουσιώδη σύγκρουση στην ανθρώπινη Ιστορία: εκείνη μεταξύ ευδαιμονισμού, καταναλωτισμού, υλισμού από τη μια και Αξιών από την άλλη. Αυτό που η ύλη της Έκθεσης θεωρούσε κοινή λογική είναι υπεράνω επιστήμης, κριτικής: το δοκίμιο είναι πάνω από το επιστημονικό άρθρο, το χρονογράφημα μπορεί να περιχαρακώσει, να ‘ψυχολογήσει’ και να εκτονώσει το έργο τέχνης. Η Έκθεση δίδασκε ως άχρονες και διαχρονικές τις πρόσκαιρες αξίες μιας χούφτας γραφιάδων συναθροισμένων γύρω από τη Ζωή, τον Παρνασσό, την ΕΡΕ, την Ευθύνη, τη ΧΑΝ και τη Νέα Εστία.

Η πολιτική θεωρία της Έκθεσης είναι αυτή καθαυτή η επίμονη μεσότητα, η μεσότητα του Προκρούστη: συμβιβασμός χωρίς δικαιοσύνη, πατριωτισμός χωρίς κριτική, κοινωνική ειρήνη χωρίς αντικουλτούρα, δημοκρατία χωρίς ελευθερίες, δικαιώματα και υποχρεώσεις ανάμεσα στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η προάσπιση των δικαιωμάτων.

Η ηθική της Έκθεσης είναι η συμμόρφωση και η υποταγή των νέων α λα Ηθικά Νικομάχεια, όπως τα ερμηνεύει ο Ράσελ:

This book (Nicomachean Ethics) appeals to the respectable middle-aged, and has been used by them, especially since the seventeenth century, to repress the ardours and enthusiasms of the young. But to a man with any depth of feeling it cannot but be repulsive.

Στον κόσμο που τροφοδοτεί την Έκθεση με έργα Παπανούτσου και Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ενίοτε και Β. Φίλια για ξεκάρφωμα, η αριστοτέλεια ηθική είναι εμπλουτισμένη με τη φιλανθρωπία και τη χριστιανική αγάπη αραιωμένες μέσα στο πρόταγμα να είσαι αδέκαστος σε βαθμό που καθίστανται βουδιστική συμπόνοια. Να βοηθήσω χωρίς να αναμειχθώ, χωρίς να μεροληπτήσω. Να συνεισφέρω χωρίς να παρέμβω, σχεδόν με αναχωρητισμό. Να θυμάμαι ότι μια κακή ειρήνη είναι καλύτερη από έναν καλό πόλεμο, εκτός και εάν ο πόλεμος είναι εθνικοαπελευθερωτικός. Ο έρωτας είναι ιδανικό που τροφοδοτεί την ποίηση ώσπου να γίνει γάμος κι οικογένεια, άρα κι αυτός ‘διαχρονική’ αξία.

Η λύση για όλα στον κόσμο της έκθεσης είναι η παιδεία: η Έκθεση υπάρχει και αρθρώνεται στον κόσμο του αχαλίνωτου εμπειρισμού και τρέφεται από το δόγμα του μπιχεβιορισμού. Με άλλα λόγια, η λύση για όλα στον κόσμο της έκθεσης είναι η προπαγάνδα.

Το 2013 διαβάζουμε παντού εκθέσεις ιδεών. Ζούμε μέσα σε μια έκθεση ιδεών, ζούμε στον κόσμο της. Από τον επικίνδυνο Σακκά μέχρι τον ακίνδυνο Κασιδιάρη. Από τους συμψηφισμούς μέχρι τη ρητορική της στρεψοδικίας. Από τον Χορό λευκοφόρων με πινακιδίτσες ‘όχι στη βία’, στους αρουραίους που τρέφονται με το φαγητό των εξαθλιωμένων αστέγων μέσα στα σκουπίδια. Ζούμε στη ρητορική και ζούμε την εκποίηση. Ζούμε στον θρίαμβο της προπαγάνδας. Στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου.

Η βαρύτητα κι οι μουσακάδες

Όπως πολλοί άλλοι, έχω μείνει κόκκαλο με την εκπομπή «Μια νύφη για τον γιο μου«. Μητέρες και γιοι ψάχνουν αντάμα για συζύγους που θα είναι νοικοκυρές, περιποιητικές κι υπάκουες, θα ψένουν μουσακάδες και θα κάνουν εγγονάκια.

Για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι η απέχθειά μου οφείλεται στα εκφυλοαντανακλαστικά μου, σημειώνω ότι παραμονή Πρωτοχρονιάς ο πατέρας μου, ένας καθ’ όλα αξιοπρεπής οικογενειάρχης και σιγανοπαπαδιά που πλέον έχει ψηφίσει τους πάντες πλην ΚΚΕ και ΛΑΟΣ, μας έβγαλε 5λεπτο φιλιππικό εκφράζοντας την απογοήτευσή του, την κατάπληξή του καθώς και την απορία του για το πού βαδίζουμε σαν κοινωνία όταν βγαίνουν τέτοιες εκπομπές και μάλιστα όταν βρίσκονται και παίκτες για να συμμετάσχουν σε αυτές.

Κακώς πέφτει από τα σύννεφα όμως. Το σύνθημα της σχωρεμένης της Μαλβίνας Κάραλη καθώς πολεμούσε τον αρχισατανά (δηλαδή τον καλύτερο μεταπολεμικό πρωθυπουργό της Ελλάδας) Κώστα Σημίτη ήταν «απενοχοποιηθείτε» (συνοδευόμενο από κάποια καμπ προσφώνηση που δε θυμάμαι: «χρυσά μου»; «μωρά μου»; «λατρεμένα μου»; «πουλιά μου»; κάτι τέτοιο). Βεβαίως, η Κάραλη μάλλον ευαγγελιζόταν γενικευμένη απενοχοποίηση: για τους θρησκόληπτους αλλά και για τους άθεους, για τις τεκνατζούδες αλλά και για τις γεροντόφιλες, για τους χοντρούς αλλά και για τους ανορεξικούς, για τους καρεκλάδες αλλά και για τους σκυλοτσιφτετελάδες, για τους φαλακρούς αλλά και για τους αφάνες, για τις αναγνώστριες του Φάις αλλά και της Δημουλίδου, για τους σινεφίλ που προσκυνούν τον Τάκη Κανελλόπουλο αλλά και τους βιντεοφίλ που γουστάρουνε Στηβ Ντούζο. Και ούτω καθεξής.

Η ελληνική κοινωνία πάντως άκουσε τη φωνή της προφήτιδος και συμμορφώθηκε. Ή μάλλον, η προφήτις ψυχανεμίστηκε (μόνο έλλειψη διορατικότητας δε θα μπορούσε να της προσάψει κανείς) το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας που ήθελε να απενοχοποιηθεί.

Η ελληνική κοινωνία ήθελε να ακούει και να χορεύει σκυλομαλακίες, ήθελε μαιζονέτες και πολυτελείς μονοκατοικίες και διαμερίσματα στα Βριλήσσια και στην Αγία Παρασκευή, ήθελε να διαβάζει Άρλεκιν εγχώριας παραγωγής κι όχι για τις αϋπνίες του Βιζυηνού, ήθελε να βλέπει βιντεοταινίες κι όχι για τη σιωπή του Θεού. Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα που η λέξη «κουλτουριάρης» ήταν (όχι αδικαιολόγητα) βρισιά ενώ, ταυτόχρονα, οτιδήποτε αμφισβητούσε τα θέσμια και τα ιερά καταχωρούνταν αμέσως ως «κουλτουριάρικο»: από τους χίπηδες μέχρι το ΚΚΕεσ, από τους ειρηνιστές μέχρι όσους έκαναν πολιτικό γάμο, από τον Νίκο Δήμου της δεκαετίας του ’80 μέχρι τον Ηλία Πετρόπουλο, από τον Σιδηρόπουλο μέχρι τις φεμινίστριες, από τον Κουν μέχρι τον παπα-Πιρουνάκη.

Η ιδεολογία των Ελλήνων (ιδεολογία μιας μειοψηφίας ίσως, πλην όμως πανίσχυρη):

α. Είναι ιδεολογία οικογενειοκεντρική και οικογενειοκρατική: η οικογένεια παραμένει υπέρτατη αυθεντία και εξουσία και στον ιδιωτικό βίο και στον δημόσιο βίο και στην πολιτική.

β. Είναι αόριστα και συγκεχυμένα φαλλοκρατική-μιλιταριστική: τους Ιταλούς τους κάνουν άντρες οι πουτάνες (ή τίποτα κορίτσια από όχι πολύ καλές οικογένειες), τους Έλληνες ο στρατός. Είναι και συγκρουσιολάγνα: ρητορικώς όλα είναι όπλα, αγώνας, αίμα, πάλη, μάχη, πόλεμος. Όπως έλεγε κι ένας φίλος: «Με τη βοήθεια του θεού, θα τους γαμήσουμ’ όλους», που μας φέρνει στο

γ. Είναι θρησκευτική με τη γιανναρική έννοια — αν και ο ίδιος, χαμένος στις εξιδανικεύσεις του, βεβαίως διαφωνεί. Στον ιδιωτικό βίο ο Έλληνας χρησιμοποιεί το θείο σαν πλούσιο μακροθειό ή σαν επιδεκτικό λαδώματος υπάλληλο. Πέρα από τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, επικαλείται κομποσχοίνια, φυλακτά, εικονίτσες, ματόχαντρα. Αν είναι φτωχός, μάγια και μάγισσες. Αν είναι πλούσιος, το ταϊβανέζικο χέρι της Φατίμα που αγόρασε στο σουκ στην Τυνησία, ή κανα καβαλιστικό χαϊμαλί. Στον δημόσιο βίο, η θρησκευτικότητα διαπιστεύει την ελληνικότητα, πράγμα σημαντικό αφού

δ. Για την ελληνική ιδεολογία, ο Άλλος είτε ενσωματώνεται, αφού συμμορφωθεί εξωτερικά (ο βαφτισμένος Εβραίος, ο διακριτικός ομοφυλόφιλος, η θρήσκα πόρνη, ο μαύρος που μιλάει άπταιστα ελληνικά, ο γραικομάνος Σλαβομακεδόνας, ο υπερέλληνας Βλάχος / Αρβανίτης, ο Σουηδός που παίζει σάζι και τάβλι, η Αμερικάνα μάνα που είναι υστερικότερη από την εγχώρια), είτε απορρίπτεται. Η συνύπαρξη μαζί με τον Άλλο είναι πάρα πολύ ζόρικη υπόθεση. Από αυτή την άποψη τα σχεδόν ανύπαρκτα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον αντισημιτισμό είναι μέρος μιας πανοραμικότερης εικόνας μονομανίας, μιας διαρκούς προσπάθειας να επιβληθεί η μονοδιάστατη ταυτότητά της.

Τέλος, η υποκρισία είναι κεντρικό στοιχείο της ελληνικής ιδεολογίας. Ίσως το ισχυρότερο: «κάνε ό,τι θες αλλά μη μας το λες», «μακριά από πάνω μας κι όπου θέλει ας πάει» και — φυσικά — όπως είπε ο εθνικός Καραμανλής: «υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δε λέγονται και πράγματα που λέγονται και δε γίνονται», ρήση που επίσης συνοψίζει πανέμορφα τη νεώτερη πολιτική μας ιστορία.

Τις τελευταίες δεκαετίες πάψαμε να υποκρινόμαστε ότι δεν είμαστε υποκριτές. Απενοχοποιήσαμε την υποκρισία, όπως και την ημιμάθεια, τη μεμψιμοιρία-ζοχάδα και τον ατομικό και συλλογικό μας τσαμπουκά-λεονταρισμό. Οι ψυχαναλυτές και οι γεροντάδες θα μείνουν το δίχως άλλο άνεργοι σύντομα, αφού ρέπουμε προς τα εκεί που μας τραβάει η βαρύτητα της ελληνικότητας, «φυσικά» και «αβίαστα».