Περπατάω στην Κυδαθηναίων

Στις 15 Φεβρουαρίου 2012, το Βυτίο μού έστειλε ένα μήνυμα, στο οποίο έλεγε συν τοις άλλοις:

Στέλνεις [για το Μπαχάρ 2] 200 με 300 λέξεις οι οποίες περιγράφουν/απεικονίζουν μια σκηνή/λεπτό/εικόνα της σημερινής πόλης. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει το δικό σου βλέμμα κλπ της σημερινής κατάστασης στην Αθήνα. Δεν πρόκειται για κείμενο το οποίο θα δημοσιευτεί αυτούσιο. Θα χρησιμοποιηθεί απλά η εικόνα σου.

Έστειλα ένα σενάριο για μικρό κόμικ. Χωρίς να ξέρω, το Βυτίο και ο radio sociale έδωσαν το σενάριο στον πολύ καλό φίλο κομιξά Τάσο Αναστασιάδη. Ο Τάσος, αντί να φτιάξει ένα συμβατικό κόμικ με το σενάριό μου, το χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει 21 πάνελ, τα οποία απόψε ποστάρω με την άδειά του, καθώς και με αυτή του του Βυτίου και του radio sociale. Ευχαριστώ με την καρδιά μου και ειλικρινά και τους τρεις φίλους. Το Μπαχάρ 2 δε βγήκε ποτέ, για τεχνικούς λόγους.

Νομίζω ότι το έργο του Τάσου είναι ακόμα πιο επίκαιρο τον Σεπτέμβριο του ’13.

Α-θή-να

Πέρασα μεγάλο μέρος της εφηβείας μου ανεβοκατεβαίνοντας την Κηφισίας με λεωφορεία, με ταξί και με τα πόδια. Αν και ποτέ δε συμπάθησα τα τέρατα του Babis Vovos, που τότε ανεγείρονταν το ένα μετά το άλλο προς γενικό θαυμασμό ολόκληρης της αμφικτυονίας των ΒΠ, για μένα η Κηφισίας ήτανε πρότυπο λεωφόρου και το Ψυχικό πρότυπο συνοικίας — αν και βεβαίως σαρωτικά μη ρεαλιστικό πρότυπο. Αλλά τότε πίστευα σε άπιαστα ιδανικά και ακολουθούσα πλατωνικά πρότυπα και γενικά δεν ήξερα πού μου παν τα τέσσερα.

Πρωτοείδα τη Λεωφόρο Σχιστού το 1997. Μου προκάλεσε θλίψη και απέχθεια που ακόμα δεν έχουνε καταπραϋνθεί αποτελεσματικά. Μου φάνηκε ένα ελεεινό γραμμικό τοπίο βρωμιάς και αθλιότητας: με ένα καινούργιο νεκροταφείο που όλοι οι πενθούντες μισούσαν, μη θέλοντας να πετάξουν τον άνθρωπό τους στα νταμάρια, με ένα υπαίθριο παζάρι τίγκα στα κλεψιμέικα, με σκουπίδια και με το άλλο όνομά της, με ένα μοναστήρι και κάτι ασυνάρτητες πινακίδες.

Αυτές τις μέρες γύρισα πολύ στο λεκανοπέδιο. Δεν ξέρω αν το λεν ακόμα «λεκανοπέδιο». Μπαίνοντας από τη Λεωφόρο Σχιστού, καθώς πλησίαζα προς το τέλος της, είδα από μακριά τα πρίσματα των πολυκατοικιών στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα. Η σύνθεση που έφτιαχναν με έπιασε σχεδόν στον ύπνο. Πριν τα αναγνωρίσω, πριν πω «α, πολυκατοικίες», απλώς είδα μια σύνθεση από πρίσματα στο φως του απομεσήμερου. Ήταν όμορφα, με την αισθητική έννοια. Μια αρμονική σύνθεση, άψογη φόρμα με κυματισμό κι ενδιαφέρον. Τοπίο σαν αυτά που οι άνθρωποι φτιάχνουμε από τον καιρό του Μοχέντζο Ντάρο έως τη Ντεφάνς. Μετά σκέφτηκα «πολυκατοικίες, Κερατσίνι, Δραπετσώνα» και όλα τα σχετικά αντανακλαστικά πυροδοτήθηκαν. Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα: «τι ομορφότερο έχουν οι στέγες του Παρισιού ειδωμένες από το Μονπαρνάς; ή — πολύ περισσότερο — το Λόουερ Ηστ Σάιντ όταν το κοιτάς από ψηλά;» Η αναπάντεχη απάντηση: «Τίποτε μα τίποτε απολύτως».

Ξαναθυμήθηκα και σκεφτόμουν αυτή την εικόνα, τις πολυκατοικίες στο Δραπετσίνι, φεύγοντας σήμερα από την σκιερή Κηφισιά, που την έχουνε πια γεμίσει μωλ και μικρομώλ, κάτι ξένα σώματα χλιδομαγκιάς που γράφουνε σαν πλατίνες σε ακτινογραφία. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, έστριβα νοερά προς τα Μελίσσια, τα Μαρούσια και τα Χαλάνδρια των φίλων. Αλλά σωματικά προχώραγα ευθεία προς Αθήνα. Είδα τα επιπλάδικα στο Μαρούσι και τον συγκροτημένο ολυμπιακό ερειπιώνα, αγνόησα τους σκελετούς ιχθυόσαυρων, απομιμήσεις Καλατράβα, αγνόησα και το Βωβαριό. Είδα τη σημαία των Εμιράτων και του Κατάρ, χλιδερών αυταρχικών κηλίδων στο απατηλά αστραφτερό πάτωμα του free world. Είδα τότε σαν σε όραμα να μου αποκαλύπτεται η σύνθεση των πρισμάτων καθώς κατεβαίνω τη Σχιστού και αισθάνθηκα πως δε θα χρειαζόμουν καμμία άλλη πόλη στον κόσμο, αν αυτή εδώ είχε λίγα δέντρα παραπάνω (επειδή αγαπώ εγώ τα δέντρα, όχι για καλλωπιστικούς λόγους), αν είχε λιγότερο θόρυβο και λιγότερα σκουπίδια. Αμέσως επιτίμησα τον εαυτό μου που χαριεντίζεται με διανοητικά γουσταρλίκια τύπου «μία, μία, μόνο μία και στον κόσμο καμμία άλλη». Ήδη πέρναγα το Γηροκομείο όμως, οπότε ξανάμπαινα στην πόλη όπως την ξέρω, που εγώ θα λέω πάντα σπίτι μου και καύλα μου. Αν όχι και έρωτα μεγάλο. «Αθήνα», σκέφτηκα.

Λάρισα

Λένε ότι η Λάρισα συναγωνίζεται το Ηράκλειο για τον τίτλο της πιο άσχημης πόλης στην Ελλάδα. Από το Ηράκλειο του 1993, τη μόνη μου φορά εκεί, θυμάμαι την Ντάπια του Μαρτινέγκου, κάτι άθλια γύψινα αγάλματα σε νεοπλουτίστικα διώροφα, τα Λιοντάρια, τη Λότζια, κυκλοφοριακό χάος, τον Άγιο Τίτο, οδούς με ονόματα αριθμούς (χρονολογίες, όχι νιουγιόρκ), τον Μασταμπά. Τη δεύτερη μέρα μου, στον δρόμο για την Κνωσσό, με έπιασε γερή διάρροια. Έμεινα στο κρεβάτι παραληρώντας με πυρετό, αφυδατωμένος και με ρίγη για τις επόμενες τρεις ή τέσσερις μέρες, μέχρι που πήρα το βαπόρι για τον Πειραιά.

Τη Λάρισα την ξέρω κάπως καλύτερα. Πήγαινα κι έμενα για βδομάδες τα καλοκαίρια με τους θείους μου, πρώην Gastarbeiter  που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα. Μου άρεσε πολύ να κάνω παρέα με τους ξαδέρφους μου: μιλάγαμε για Φυσική, για Αστρονομία (μέγα πάθος έκτοτε), για Χημεία, για Βιολογία, πώς χαϊδεύεις τα κορίτσια πίσω από το αυτί και κάνουνε σα γατούλες. Ακούγαμε μουσική που δεν είχαμε στο σπίτι μου (οι δικοί μου διέθεταν κλασσική, χατζιδακοθεοδωράκηδες και ‘πραγματικά λαϊκά’: Μπιθικώτση, Διονυσίου, Χιώτη…). Πηγαίναμε βόλτες με τα πόδια, μέχρι τον Πηνειό, το πρώτο πραγματικό ποτάμι που αντίκρυσα. Τρώγαμε τα φαγητά της θείας μου, που ήτανε νόστιμα και σε πελώριες μερίδες. Τις πατάτες τις τηγάνιζε σε μια φριτέζα που είχε φέρει από τη Γερμανία (μου τρέχουνε τα σάλια).

Ο αδερφός της μάνας μου είχε αγοράσει χονδρική το στοκ κάποιου δισκάδικου που είχε κλείσει χρόνια πριν. Για χρόνια το είχε στιβαγμένο σε κούτες στο ισόγειο του σπιτιού του, εκεί όπου είχε μια μικρή βιοτεχνία βρεφικών και παιδικών ρούχων. Όταν πήγαινα να μείνω μαζί τους για βδομάδες τα καλοκαίρια, βοηθούσα κι εγώ στη βιοτεχνία: πέρναγα ετικέτες στα ρουχαλάκια με το πιστολάκι, δίπλωνα ‘σωστά’ και συσκεύαζα τα ρούχα. Κάναμε και ταξίδια για δουλειές, γυρνάγαμε την Κεντρική Μακεδονία και δειγματίζαμε σε διάφορα μαγαζιά. Έτσι έφτασα στην Κρύα Βρύση και στη Βέροια· έξω από την Κρύα Βρύση καταλήξαμε σε αρδευτικό χαντάκι σε αργή κίνηση: τα φρένα του αμαξιού έπιασαν (το αμάξι ζει ακόμα, γιατί είναι γερμανικό) αλλά η πρόσφυση στο οδόστρωμα ήταν παγοδρομίου. Μας ρυμούλκησε ένα τρακτέρ, δειγματίσαμε σε μαγαζιά της Κρύας Βρύσης, μετά φάγαμε σαν αγάδες σε ένα ποντιακό σπίτι. Στη διαδρομή οι θείοι κουτσομπόλευαν (μάλλον) στα γερμανικά, εγώ στο πίσω κάθισμα με τον ένα ξάδερφο προσπαθούσαμε να πιάσουμε λέξεις. Μία θυμάμαι: zwanzig. Σε ένα άλλο ταξίδι πρωτοαντίκρυσα τη μαγική και μακρινή Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε σκονισμένη και πολύβουη — κι ας μεγάλωσα στην Αθήνα.

Οι δουλειές μάλλον πήγαιναν καλά και ο θείος αποφάσισε να ξεφορτωθεί το στοκ από το δισκάδικο, που συστεγαζόταν με κοπτικές, ραπτομηχανές, ύφασμα και σχεδόν έφραζε τον δρόμο προς την τουαλέτα. Το στοκ μάλλον δεν πουλιότανε με τίποτα και ανοίξαμε τις κούτες. Μου είπανε να διαλέξω ό,τι θέλω. Σχεδόν δεν πίστευα στην τύχη μου: τζάμπα δίσκοι! Ήμουν γύρω στα 12 τότε και οι δίσκοι ήτανε για τα πλούσια παιδιά, εμείς βολευόμασταν με γραμμένες κασέτες, καμμιά φορά από το ράδιο (267, 344). Προς μεγάλη μου απογοήτευση, όλοι οι δίσκοι ήταν εντελώς άγνωστα σ’ εμένα κι εμπορικότατα ελληνικά και μόνον της δεκαετίας του ’70. Δεν υπήρχανε καθόλου έντεχνα και καθόλου μα καθόλου ξένα. Θυμάμαι να κοιτάζω με μίσος έναν δίσκο που λεγόταν «Ω, τι κόσμος, μπαμπά!». Απογοήτευση. Από κι εγώ δε θυμάμαι πόσες και πόσες κούτες πήρα 3-4 δίσκους, ένας από αυτούς ήτανε κάτι χρυσές επιτυχίες του ’73, εκεί.

Τον δίσκο με τις χρυσές επιτυχίες τον πρωτοάκουσα όταν γύρισα στην Αθήνα. Δύο τραγούδια μού έμειναν από εκεί μέσα. Το ένα ήτανε το ‘ο Χάρος βγήκε παγανιά’: με ξένιζε αυτή η περίεργη κιθάρα στην εισαγωγή (ναι, μεγάλωσα σε σπίτι χωρίς ροκενρόλ) και η λέξη ‘ανεμοζάλη’. Το τραγούδι όμως που μού κόλλησε από εκεί μέσα και το άκουγα ξανά και ξανά ήτανε το ‘ιστορία μου αμαρτία μου’. Στιχουργικά δε μου άρεσε, αλλά με τράβαγαν ανεξήγητα και πολύ δυνατά η φωνή κι η ερμηνεία. Το έγραψα και σε κασέτα, το μόνο από όλον τον δίσκο, και βεβαίως ήταν άσχετο με τα υπόλοιπα τραγούδια της κασέτας. Εκείνη την εποχή, ή λίγο μετά, βγήκε και ‘ο κοντός με τη γραβάτα’, αργότερα ‘οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες’ και το Μέγαρο με τον παίδαρο.

Για μένα η ερμηνεία του ‘ιστορία μου αμαρτία μου’ είναι εκεί ψηλα μαζί με το ‘σε βλέπω στο ποτήρι μου’, το ‘αν είναι η αγάπη αμαρτία’ και το ‘πρώτη φορά’ (και το ‘θέλω κοντά σου να μείνω’, αλλά αυτό το ντρέπομαι).

Ο θείος πέθανε πολύ πρόωρα το ’92. 

Το δάσος και η πόλη

στη Σώτη Τριανταφύλλου, επί τη ευκαιρία

Όταν σκέφτομαι όμορφη φύση, σκέφτομαι δέντρα. Ούτε βράχια, ούτε ξεραΐλες, ούτε χορτάρι. Ούτε τη θάλασσα. Δέντρα. Τη χαρά που μου δίνει να περπατάω σε μονοπάτι στο δάσος μου την έχει δώσει μόνο η μουσική.

Τα δάση, αντίθετα με τα λιβάδια, τις ερήμους και τις γυμνές πλαγιές, δεν έχει πολύ νόημα να τις κατοπτεύεις από κάποιο ψηλό σημείο σαν ρομαντικός περιηγητής. Πρέπει να είσαι μέσα στο δάσος: το δάσος είναι τρισδιάστατο. Τα δέντρα δημιουργούν χώρο, δίνουν το ουσιώδες ύψος. Παράλληλα, κρύβουν τον ορίζοντα ή την ορεογραμμή. Διαχέουν το φως και θαμπώνουν τους ήχους.

Ανέβηκα τις προάλλες στο Γκάλαξυ στο Χίλτον, όπου το ποτό έχει τιμή μπριζόλας και προδιαγραφές πάρτυ εικοσάρηδων. Έχει όμως τη συγκλονιστικότερη θέα της Αθήνας: οι Βασιλέως Κωνσταντίνου και Βασιλίσσης Σοφίας εξακτινώνονται φωτεινές και ευθείες μπροστά σου, οι απαλές δομημένες λοφογραμμές λαμπυρίζουν με τα φώτα των σαλονιών τους. Ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολη συμπληρώνουν το τοπίο χωρίς όμως να δεσπόζουν.

Κι όμως, όπως και τα δάση, τις πόλεις δεν πρέπει να τις κοιτάζεις από ψηλά. Είναι το λάθος σημείο. Μόνον η Πράγα μοιάζει εξίσου όμορφη από πάνω. Η Νέα Υόρκη επιβλητική και θεαματική, αλλά τίποτε άλλο. Πόλεις όπως η Ρώμη, το Λονδίνο, η Βαρκελώνη, το Βερολίνο και το Παρίσι μοιάζουν με την Αθήνα από ψηλά — πράγμα που μάλλον τις αδικεί.

Οι πόλεις είναι κι αυτές τρισδιάστατες. Πρέπει να τις βλέπεις από μέσα. Και δεν πρέπει να μένεις στις ευθείες και στις καμπύλες των δρόμων τους ή στις προσόψεις. Μόνο στο Παρίσι (και στους παριζιάνους) οι προσόψεις μπορεί να είναι κάποτε πιο συναρπαστικές από το εσωτερικό των κτιρίων. Αλλά, κατά κανόνα, οι πόλεις είναι οι δαιδαλώδεις εσωτερικοί χώροι τους, οι λαβύρινθοι σπιτιών, διαμερισμάτων, αποθηκών, ορόφων, κλιμακοστασίων, διαδρόμων, υπογείων. Χώρια οι εσωτερικές αυλές, οι στέγες, οι ταράτσες, οι χώροι στάσης, οι πλατείες, οι σπιανάδες. Τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, οι διαβάτες, οι ζωές, οι λύπες, οι έρωτες, τα παιδιά, οι δυνατότητες, τα ερείπια, οι φωνές…

Και μετά βέβαια είναι το θέμα του πώς βλέπουμε τις πόλεις. Το Αμβούργο δεν είναι καμμιά κουκλίστικη (ή έστω «ανθρώπινη») πόλη. Με εντυπωσίασε όμως με πόση αγάπη την κινηματογραφεί ο Fatih Akın στο Soul Kitchen. Πολλοί από όσους ζούνε στις πόλεις δεν τις αγαπούν. Αυτό μού είναι ακατανόητο. Έχω ξαναπεί ότι η Αθήνα λ.χ. έχει προβλήματα, που συνοψίζονται ενδεχομένως από το «Όμορφη πόλη αλλά παρατημένη» της συμβίας. Αλλά από εκεί (τα σκουπίδια, τον θόρυβο, το πρόβλημα στάθμευσης) μέχρι τα ανοικονόμητα «τέρας», τα αμετροεπή «φρίκη» ή το αστοιχείωτο «τριτοκοσμική» κτλ. υπάρχει τεράστια απόσταση.

Μέρος της σύγχυσης και της αθηνοφοβίας οφείλεται στην εγγενή πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα της μεγαλούπολης. Η Αθήνα είναι μεγαλούπολη. Σε όλες τις μεγαλουπόλεις υπάρχει μαζική στέγαση. Στη μεγαλούπολη έρχεσαι μοιραία αντιμέτωπος με την ποικιλία. Πολλοί αισθάνονται δυσανεξία στην περιορισμένη πολυμορφία που μας επιτρέπει η ανθρώπινη φύση· η μεγάλη πόλη, που την αναδεικνύει αναιδώς και περήφανα, τους φαντάζει χαοτική. Να πάνε στο Λουξεμβούργο ή στη Γενεύη λοιπόν. Είμαι σίγουρος ότι κι εκεί δε θα κολλήσουν, για άλλους λόγους βέβαια.

Μέρος της σύγχυσης και της αθηνοφοβίας οφείλεται στην αδυναμία να δούμε την πόλη στη σωστή κλίμακα και στα σωστά συμφραζόμενα. Είναι σφάλμα να συγκρίνουμε την Αθήνα του 1832 της φτωχής Ελλάδας με το Παρίσι, ή το Λονδίνο, ή τη Βιέννη, πόλεις κέντρα πολυεθνικών αυτοκρατοριών ή πλούσιων χωρών στις οποίες έχουν εισρεύσει αμύθητα πλούτη και — κυρίως — που μετράνε ιστορία αιώνων. Είναι κωμικό να ψάχνουμε χάλκινες στέγες στην Αθήνα και ανθισμένα μπαλκόνια στο Αμπερντήν. Είναι αφέλεια να συγκρίνουμε το κέντρο της Ρώμης των παπών με τα Πατήσια, να θαυμάζουμε τις κεντρικές Βρυξέλλες αγνοώντας την αχανή Αχαρνών που κρύβει η βελγική πρωτεύουσα. Και τα λοιπά. Αν θέλουμε να δούμε πώς πάμε, πρέπει να κοιτάξουμε προς τη Λισαβώνα και προς τη νότια Ιταλία, ίσως. Και — ω φρίκη — προς τα Βαλκάνια και προς την Ανατολική Ευρώπη επίσης.

Στο μεταξύ, εγώ την αγαπάω αυτήν την πόλη.

Ντιστρόυ Άθενζ

Athens 1968
Αθήνα 1968

Η νεοελληνική ‘συνείδηση’ φαίνεται εμποτισμένη από το μίσος της πόλης, κυρίως μετά την αστυφιλία του ’50, αλλά και πολύ πρωτύτερα. Θυμάμαι το κωμειδύλλιο ‘Η τύχη της Μαρούλας’ (αυτά έδειχνε η τιβί στην εποχή μας, παιδιά μου), όπου ο ανδριώτης χωρικός, πατέρας της Μαρούλας, νομίζω, εκφράζει την έκπληξή του μπροστά στην Αθήνα-τέρας των 50.000 ξέρω γω κατοίκων με ένα τραγούδι («Έλα Χριστέ και Παναγιά / πώς έγιν’ η Αθήνα»), το οποίο το 1890 έγινε προεκλογικός παιανίσκος (με αλλαγμένα λόγια) του κόμματος του Δηλιγιάννη…

Τα ξανασκέφτηκα αυτά με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο κειμένων λογοτεχνίας της Β’ Γυμνασίου, το οποίο φυσικά περιλαμβάνει και τα απαραίτητα πονεμένα κείμενα για την τσιμεντούπολη, τη μοναξιά της πόλης και τα χαμόγελα που λείπουν από την οδό Αχαρνών. Σε αυτό δεν έχει αλλάξει τίποτε από τα μεταπολιτευτικά και πρώιμα πασοκικά εγχειρίδια από τα οποία μάθαμε (;) εμείς γράμματα· εκεί διαβάζαμε για τα τσιμεντένια κουτιά των πόλεων όπου φυλακίζονται τα παιδάκια, μια και δεν έχουν αλάνες να βγούνε να παίξουν, ενώ δε θυμάμαι να διαβάζαμε τόσο συστηματικά για τα παιδάκια της μετεμφυλιακής ελληνικής επαρχίας που είχαν αλάνες να παίξουν και γίδες να αρμέξουν και να βατέψουν (τα κορίτσια σπίτι και κέντημα) αλλά και χωρίς ψωμάκι να φάνε και σχολείο να πάνε.

Αντιλαμβάνομαι ότι ο ερχομός στην πόλη δεν έγινε για τους περισσότερους Έλληνες για να βρούνε τ’ όνειρο, παρά σχεδόν στανικά, για να γλιτώσουνε τη φτώχεια, τον χαφιέ και το γκασταρμπαϊτερλίκι. Όμως, εδώ και αιώνες, και πολύ πιο έντονα τις τελευταίες έξι δεκαετίες, με παρόμοιους όρους αστικοποιούνται δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη από το Σάο Πάολο μέχρι το Λος Άντζελες, από το Τόκυο μέχρι τη Βομβάη και από την Σαγκάη μέχρι το Κάιρο. Ωστόσο, οι Έλληνες, ομφαλοσκοπώντας παροιμιωδώς — όπως συνηθίζουμε για κάποια θέματα — τα ρίξαμε όλα στην απάνθρωπη τερατούπολη, την Αθήνα και καθαρίσαμε. Αυτά συνιστούν τον παλαιό μισαθηναϊσμό: «μισώ την Αθήνα γιατί μου λείπει (;) το χωριό, η ψαρόβαρκα, το σαμάρι».

H γενικευμένη απαξίωση της Αθήνας ως τριτοκοσμικής άσχημης τσιμεντούπολης «άναρχα δομημένης» κτλ. εξακολουθεί να στοιχειώνει το συλλογικό μας κατιτίς ως ένας νέος πια μισαθηναϊσμός· παρά το ότι πολύ περισσότεροι Αθηναίοι έχουνε βγει στις μεγαλουπόλεις του κόσμου, παρά το ότι η μετακίνηση μέσα στην Αθήνα είναι ασύγκριτα ευκολότερη από όταν ήμουν παιδί (βεβαίως ούτε τότε ούτε τώρα μετακινούμουν με ΙΧ, πολλώ μάλλον με Landrover). Αυτή η απαξίωση είναι γενικότερα αντιπαραγωγική, αφού, συν τοις άλλοις, υπαγορεύει ασυνάρτητα διακοσμητικά μέτρα, όπως η καλλωπιστική εκστρατεία του ανεκδιήγητου δημάρχου Αβραμόπουλου ή η 43η ανάπλαση της πλατείας Μοναστηρακίου (έπεται και πάλι η Ομόνοια σύντομα, υποθέτω), όπου άλλα χαζά κελεύει ο Δήμος, άλλα ανέφικτα οι αρχιτέκτονες, άλλα άκομψα η Αττικό Μετρό, κι άλλα στήνουν στο τέλος οι εργολάβοι (οι εργολάβοι! οι εργολάβοι! οι δαίμονες!).

Ωστόσο, κατ’ αρχάς, η Αθήνα (μιλάω τώρα για την ευρύτερη περιοχή μέχρι τα ‘σύνορα’ του πάλαι Σταυρού Αγίας Παρασκευής και χωρίς το Μενίδι) είναι λειτουργικότατη πόλη, όπως έδειξε η περίφημη μελέτη Δοξιάδη τη δεκαετία του 70 — και (για) την οποία αδυνατώ να βρω ονλάιν. Τι εννοώ. Σε αντίθεση με πολλές (μεγαλου)πόλεις, για κάθε κάτοικό της ο χρόνος πρόσβασης στις διάφορες χρήσεις είναι ανάλογος του πόσο αναγκαία είναι η χρήση: σε λίγη ώρα βρίσκεις ψιλικατζίδικα και έβγες και περίπτερα, σε λίγο περισσότερη φαγάδικα, σε λίγη ακόμα φαρμακεία, σε αρκετά περισσότερη σινεμά — και ούτω καθεξής. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο (όπως λ.χ. η σταθερά χαμηλή εγκληματικότητα), δείτε το συγκρότημα του Λονδίνου, μικρότερες αγγλικές πόλεις, τις πόλεις του κομμουνισμού ή της Άπω Ανατολής ή ακόμα και τη Λευκωσία (για να μην πιάσουμε τις βορειοαμερικάνικες πόλεις), όπου πρέπει να πας (με αυτοκίνητο) στην άλλη άκρη για να αγοράσεις ψωμί, γάλα, εφημερίδα και ένα μπουκάλι κρασί…

Φυσικά η Αθήνα έχει πολύ σοβαρά προβλήματα: τον θόρυβο, τη βρωμιά, το παρκάρισμα, τις όχι ακόμη ικανοποιητικές συγκοινωνίες, την έλλειψη ανοιχτών χώρων (που δε θα εγκαταλείπονται κατόπιν, όπως το Πάρκο Βασιλίσσης / Τρίτση, ή και το Κτήμα Βορρέ), την εμμονή της λογικής της «κάλυψης ως αναβάθμισης» (Κτήμα Θων, Βοτανικός, Μωλ, βιλλάτζια). Φυσικά, ούτε τα παραπάνω, ούτε βεβαίως η πολυκατοικία ως οικιστική μονάδα (μόνιμος στόχος του παλαιού μισαθηναϊσμού), την καθιστούν τριτοκοσμική πόλη, όπως κάποιοι κοσμογυρισμένοι διατείνονται (η Νάπολη και το Παλέρμο, λ.χ., τι να είναι άραγε, αν η Αθήνα είναι τριτοκοσμική;).

Με άλλα λόγια, η κίνηση και το μαρτυρικό παρκάρισμα είναι (πια) συνέπεια του να κινείσαι σε οποιαδήποτε σχεδόν μεγαλούπολη… Απεναντίας, ο θόρυβος και η ρύπανση-βρώμα στην Αθήνα είναι και ανυπόφορα και προβλήματα της συγκεκριμένης πόλης και μάλλον πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτά, και στη βελτίωση των συγκοινωνιών, αντί να πετάμε ατάκες τύπου «Βυρητός! Κάιρο! Τεχεράνη!» (παρεμπιπτόντως, άντε να σας δω να ζείτε εκεί…). Φοβάμαι πάντως ότι οι παρωπίδες του νέου μισαθηναϊσμού μάς εμποδίζουν να ξεχωρίσουμε τα γενικά προβλήματα της μεγαλούπολης από τα ειδικά της Αθήνας, αποπροσανατολίζοντάς μας…

Επίσης, τα πραγματικά προβλήματα, αντίθετα με όσα περιοδικώς γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου στην ΑΒού (αν και υπάρχει κι αυτό το πρόσφατο και πιο ενδιαφέρον), δεν αρκούν να μας κάνουν να ξεγράψουμε μια πόλη: η Νέα Υόρκη όπου οι τσοπεράδες πρεζέμποροι αλώνιζαν την 8η Οδό, όπου μπούκαραν οι διαρρήκτες στις 9.10 στις πολυκατοικίες του Βίλλατζ (αφού όλοι θα ήτανε σίγουρα στη δουλειά) για να αδειάσουν τα διαμερίσματα ένα-ένα (ξεκινώντας από πάνω προς τα κάτω), όπου οι πορτοφολάδες σε κωλοχέριαζαν ασύστολα όταν δε σου κόλλαγαν μια κάννη στον αφαλό, με την απίστευτη βρώμα και φτώχεια κι εξαθλίωση μεταξύ 14 δρόμων και της Canal (ας πούμε) τελικά έλυσε κάποια από αυτά τα προβλήματά της. Παρόλ’ αυτά, και απ’ ό,τι ξέρω, δεν έβγαινε ο Νόρμαν Μέιλερ (λέμε τώρα) να την αποκαλεί τριτοκοσμική κι αθλιούπολη…

Γενικά πρέπει να πάψουμε να συγχέουμε την πολυσυλλεκτική, αντιφατική και πολύπλοκη μεγαλούπολη με το ουτοπικό μας όνειρο, είτε το τρέφουν προαστειακές φαντασιώσεις, είτε λεκορμπυζιανίστικοι παραλογισμοί.

(Άσε που το ‘The Cities Book’ του Lonely Planet έβγαλε την Αθήνα 38η ανάμεσα στις 200 καλύτερες πόλεις του κόσμου. Αλλά αυτοί είναι κουτόφραγκοι.)

(Προς σχετικά ενδιαφερόμενους δημοσιογράφους: Πριν γράψτε κάτι, πάρτε κανα τηλέφωνο καναν άνθρωπο από ΕΜΠ μεριά. Απ’ όσο ξέρω ακόμα στην Πατησίων είναι η Αρχιτεκτονική.)