«Πέρα από τους μαλάκες» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Όταν έχεις χρόνο να ασχολείσαι με ταξινομήσεις κτλ.

Γνώρισα προχτές έναν από αυτούς τους ανθρώπους που μονοπωλούν τις συζητήσεις. Ο συγκεκριμένος ανήκε στην κατηγορία όσων μιλούν ασταμάτητα για τον εαυτό τους. Έχω πρόβλημα με το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του, ιδίως συνέχεια, ιδίως αν δεν του έχουν πει καν ένα «πες μας ρε ψυχή για τη ζωή σου». Αλλά εν πάση περιπτώσει, δικό μου ήταν το πρόβλημα, αφού το συγκεκριμένο άτομο πρέπει όντως να πέρασε ένα πολύ ευχάριστο δίωρο μιλώντας μας αναλυτικά για τη ζωή του.

Όταν επέστρεφα εξουθενωμένος κι ανακουφισμένος στο σπίτι αναλογιζόμουν ότι περισσότερο κι από το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του με ενοχλεί η πεποίθηση τέτοιων ανθρώπων ότι κανείς άλλος σε μια ομήγυρη 5-6 ατόμων δεν έχει κάτι να πει για τον εαυτό του. Θα μπορούσε πράγματι ο συγκεκριμένος άνθρωπος να μη μιλάει για τον εαυτό του, αλλά για μακαρονάδες π.χ.: τι καλύτερο; Νόστιμο θέμα κι ανεξάντλητο. Όμως και πάλι θα με προβλημάτιζε η αυτοπεποίθηση με την οποία μονοπωλεί κάποιος την κουβέντα σε μια παρέα 5-6 ατόμων.

Τουλάχιστον με αυτούς τους ανθρώπους ξέρεις πάνω κάτω πού στέκεσαι: δεν θα σε αφήσουν να σταυρώσεις κουβέντα ώστε να σου πουν για τα φροντιστήρια των παιδιών τους, για τα παραπτώματα των άλλων (συνήθως εις βάρος τους), για τη φιλοσοφία τους (βιωμένη και πρακτική, εννοείται), για τους διάφορους συναρπαστικούς τόπους όπου έχουν ζήσει (Ζωγράφου, Καλλιθέα, Πτολεμαΐδα, Ρόδος, Χαριλάου, Σέρρες, Βόνιτσα) αλλά και για τα ακόμα πιο συναρπαστικά ταξίδια τους (Ζάλτσμπουργκ και «Άλπεις», Παρίσι τρεις μέρες, γύρος Ιταλίας, Τυνησία, Κρακοβία-Άουσβιτς και «το μεγαλείο της γερμανικής σκληρότητας!», Ντουμπάι). Άλλωστε, τι να πουν οι υπόλοιποι για τη ζωή τους…

Υπάρχουν όμως και χειρότερα.

Συναντάς λ.χ. πολλές φορές ανθρώπους οι οποίοι είναι σιωπηλοί, χαμηλόφωνοι ― ή και τα δύο μαζί. Είναι συμπαθείς. Πώς να μην είναι; Όπως η Τήλος, όπως οι Λειψοί και το Μεγανήσι, είναι κι αυτοί όπως αναρίθμητοι αφανείς τουριστικοί προορισμοί: κάτι που απλώς κείται εκεί όπου κείται και περιμένει να ανακαλυφθεί.

Εντός του σιωπηλού και χαμηλόφωνου αυτού ανθρώπου κάποτε πεταρίζει ένας μεγάλης βουλής άγγελος, όμως απλώς πεταρίζει και σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να προσπαθήσει να σε εντυπωσιάσει κινηματογραφικώς με το άνοιγμα πτερύγων του ― όσο φαρδύ κι αν είναι αυτό. Το ουσιώδες είναι να τον προσέξεις, να πας εσύ σε αυτόν, να τον αναζητήσεις.

Επειδή ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία επί της αρχής τόσο προσκυνούμε την ταπεινότητα και τους σεμνούς χαρακτήρες όσο στην πράξη υφιστάμεθα καθημερινές κι ασταμάτητες περιαυτολογίες, αυτός ο σιωπηλός και χαμηλόφωνος τύπος, αυτός ο φαινομενικά άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, φαντάζει ιδεώδης για παρέα, αν όχι και για παραπάνω. Μοιάζει ψυχή τρυφερή, ντοστογιεφσκική: άκακος και μετρημένος, λίγο σαλός κι ίσως καημένος ― όμως αγνός κατά βάθος.

Ενδεχομένως να είναι πράγματι έτσι. Μπορεί όμως και όχι. Δεν γίνεται να ξέρεις έτσι εύκολα. Μπορεί ωστόσο το θρόισμα που κάνει εντός του το πετάρισμα του αγγέλου κάποιας μεγάλης βουλής να παραμένει σεμνό κι αθόρυβο θρόισμα ακριβώς επειδή δεν το συνοδεύει η δυνατότητα κι η θέληση να εκπληρωθεί η μεγάλη αυτή βουλή.

Η ατολμία αυτή, ο συστημικός αυτός δισταγμός, η διβουλία κι η καρτερική (πάντοτε καρτερική) αμφιθυμία μπορεί και να συνοδεύεται από τον φόβο του αυτογκόλ. Και πάλι, ποιος ξέρει. Ενίοτε ίσως τον άνθρωπο αυτό να τον κατατρύχει ο φόβος της σύγκρισης ή της αντιπαράθεσης· μπορεί να συμβεί σε όλους αυτό, μας συμβαίνει.

Μπορεί λ.χ. να σκέφτεται ο σιωπηλός Κακανός, ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ενώ γίνεται μια κουβέντα: «Πώς θα βγω να εξιστορήσω το ταξίδι μου στη Νότια Κορέα μπροστά στην παρέα; Αν τυχόν κάποιος ανάμεσά τους έχει πάει λ.χ. στη Βόρεια Κορέα; Όχι μόνο θα με επισκιάσει αλλά θα έχω εκτεθεί, αφήνοντας πίσω τη μεγαλοσύνη της σιωπής μου και τις πολλές υποσχέσεις που κρύβει για να καταντήσω απλό εφαλτήριο της ιστορίας κάποιου άλλου, κάποιου που είχα την ατυχία να μην τον έχει καλέσει η Σάμσουνγκ αλλά να έχει εισχωρήσει στα άδυτα της Πιονγιάνγκ». Κοινώς, καταστροφή.

Αν πράγματι ο Κακανός ανήκει σε αυτή τη φάρα, αν δεν είναι μια μάλλον σαλή αλλά αγνή και κάπως καημένη όμως σεμνή στη σιωπή της ψυχή, τότε μπορεί ενδεχομένως σε βάθος χρόνου να γίνει ένας μικρός σιωπηλός σκορπιός. Δείτε το κι αλλιώς:

Τον πληκτικό τύπο που μονοπωλεί τη συζήτηση τον ξεκόβεις από την πρώτη φορά, αν θες.

Τον οριακά αλλοπρόσαλλο πάλι τον ξεκόβεις στους έξι με δεκαπέντε μήνες, αν έχεις τύχη ― ξέρετε, αυτόν που μοιράζει δεξιά κι αριστερά κατακρίσεις, που λοιδωρεί ό,τι τον ενοχλήσει βγάζοντάς το σκάρτο, για τα σίδερα, προϊόν ανεπίλυτων ψυχολογικών προβλημάτων και που θεωρεί τη μανική αυστηρότητά του ένδειξη βαθειάς σοφίας και μαντικής οξυδέρκειας επειδή συνοδεύεται από ανελέητη ικανότητα για αυτοτιμωρία.

Τον κακό Κακανό όμως; Πώς να τον ξεκόψεις; Δεν θα ήταν ένδειξη αναισθησίας ή και σκληρότητας; Άλλωστε μπορεί τελικά να μην είναι κακός.

Και πώς να ξέρεις αν ο Κακανός είναι κακός; Μην ξεχνάμε ότι όποιος δεν μίλησε δεν έχασε, κι ο Κακανός το ξέρει. Seul le silence est grand, κουτουλού: είτε είσαι σιωπηλός διδάχος, είτε ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης· είτε σε παραλύει ο φόβος του αυτογκόλ, είτε σε μεταρσιώνει η συμπονετική κατανόηση για τις αδυναμίες του κόσμου· είτε κάτι το ενδιάμεσο. Η σιωπή πάντως σε συμφέρει κάργα αν είσαι σκορπιός: σκάσε και πιέσου και θα ‘ρθει η ώρα να κεντρίσεις.

Αν λοιπόν τελικά είσαι από τη σκάρτη τη φάρα την κακανική, κρατάς προσεκτικά το κεντρί σου ακίνητο και σφίγγεσαι. Σφίγγεσαι και περιμένεις. Θα έρθει η ευκαιρία να σπάσεις τη σιωπή σου, μα σε δέκα, μα σε δεκαπέντε, μα σε είκοσι χρόνια. Άλλωστε, για να σωπαίνεις τόσο καιρό, για να έχεις υπάρξει τόσο καρτερικός με τα βόλια και τα βέλη της ανελέητης μοίρας σου, ε, κάτι πάρα πολύ βαθύ θα έχεις να πεις: το κέντρισμά σου θα είναι αρκούντως τοξικό.

Στο τέλος με μια κίνηση μικρή και κατ’ επίφαση συμπονετική, του δίνεις του αλλουνού να καταλάβει. Ιοβόλα.

«Κατά μαλάκα» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Κάποιος απαισιόδοξος θα ισχυριζόταν ότι προστασία απέναντι στον μαλάκα δεν υπάρχει, πολλώ μάλλον ότι ο μαλάκας ούτε παλεύεται ούτε καταβάλλεται. Όπως το έθεσε και ο Φρειδερίκος Σίλλερ σε άπταιστα γερμανικά (από τα οποία δυστυχώς λείπει ο τεχνικός όρος «μαλάκας»),  mit der Dummheit kämpfen Götter selbst vergebens.

Παρόλ’ αυτά από ένα πόνημα με τίτλο Πώς να μη γίνετε μαλάκας δεν θα μπορούσε να λείπει ένα κεφάλαιο σχετικό με την αυτοπροστασία μας, που να πραγματεύεται πώς θα πολεμήσουμε τον μαλάκα. Δυστυχώς ένα τέτοιο κεφάλαιο είναι μάλλον απαραίτητο αφού πολλοί γινόμαστε μαλάκες πολεμώντας τον μαλάκα. Όπως θα το έθετε ένας άλλος γερμανόφωνος: «Όποιος πολεμάει μαλάκες πρέπει να προσέξει μη γίνει ο ίδιος μαλάκας».

Όπως είδαμε και στο οικείο κεφάλαιο το σχετικό με την τάχα θεομορφία τού μαλάκα, κατά τις διατυπώσεις του Ξανθάκη, όχι μόνο «δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει» τον μαλάκα αλλά επιπλέον

όπου και να κρυφτείς
όσο και να κρυφτείς
ο μαλάκας θα σε βρεί

και θα σε τυραννίσει.

Με άλλα λόγια, ναι μεν δεν μπορείς να νικήσεις τον μαλάκα, αλλά θα αναγκαστείς οπωσδήποτε να τον πολεμήσεις αφού «θα σε βρει / και θα σε τυραννίσει».

Όπως αναφέρθηκε πριν, είναι πολύ εύκολο να γίνει κανείς μαλάκας πολεμώντας μαλάκες και η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από παράδειγματα μαλακομάχων που έγιναν έως και χειρότεροι τριμαλάκες από τον χατζημαλάκα που πολέμαγαν. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: οι μαλάκες είναι ακατάβλητοι, αφού είναι θωρακισμένοι με τις βεβαιότητές τους. Από εκεί και πέρα το πράγμα είναι κλασικές αρχές του πολέμου, το εσκαλέισον που λέει κι ο Τζόκερ στον Μπάτμαν: προσομοιώνεις τις αμυντικές βεβαιότητες που θωρακίζουν τον μαλάκα ώστε να τον προσβάλεις αλλά στο τέλος καταλήγεις να ενστερνίζεσαι αυτές τις όποιες βεβαιότητές σου κι εσύ ο ίδιος· κι έτσι γίνεσαι κι εσύ σιγά σιγά μαλάκας.

Ας αναφέρουμε συνοπτικά δύο παραδείγματα πολέμου με μαλάκα:

Ο ειλικρινής μαλάκας θα χρησιμοποιήσει αυτό που αποκαλεί ειλικρίνεια για να σας πλήξει. Αν πέσετε στην παγίδα, ξεκινώντας να πολεμήσετε κατά του μαλάκα καταλήγετε να πολεμάτε κατά τον μαλάκα: του λέτε κι εσείς κάποια αλήθεια (…) που φρονείτε ότι θα τον πονέσει. Όμως είπαμε: ο μαλάκας δεν πονάει γιατί και κατώτερός του είστε και είναι και θεός. Αποτέλεσμα; Γίνατε λίγο πιο πολύ μαλάκας χρησιμοποιώντας την ωμότητα μιας κάποιας ειλικρίνειας ως όπλο.

Ο μισογύνης μαλάκας θα κάνει τα μισογυνικά του, με τα «ναι μεν αλλά» του και με τα απ’ όλα του. Ας πούμε ότι θέλετε να τον αντιμετωπίσετε είτε γιατί είστε γυναίκα, είτε γιατί είστε μουνόδουλος, είτε γιατί είστε αδερφάρα από αυτές που ξέρουν ότι η πατριαρχία έχει πολλά ποδάρια — και μάλιστα όχι από αυτά που αρέσουν. Απαντάτε λοιπόν στα μισογυνικά του με μια προσβολή που αφορά τον χαρακτήρα ή το ποιόν του μισογύνη μαλάκα. Όμως ο μισογύνης δεν έβρισε εσάς προσωπικά ή μια γυναίκα, παρά μίλησε για αυτό το ψευδές, αόριστο και πολλαπλό είδωλο που λέγεται «γυναίκα», μίλησε για μια κατασκευή. Άρα ποιος είναι τώρα ο μαλάκας, που αντέταξε σε μια πλατωνική κουβέντα ένα σαφές ad hominem; Ποιος άλλος: εσείς.

Γίνεται λοιπόν να είσαι κατά του μαλάκα χωρίς να γίνεσαι κατά τον μαλάκα; Ίσως, αλλά ακόμα και οι θεοί το ψάχνουν το πώς, όπως είδαμε. Πιθανόν μια καλή μέθοδος μαλακομαχίας είναι να ακινητείς περιμένοντας να ξεθυμάνει ο μαλάκας και μετά να παραστήσεις ότι τίποτε δεν κατάλαβες, ότι δεν έτρεξε κάστανο: κανείς μαλάκας δεν αντέχει να νιώθει ότι είναι ατελέσφορη η μαλακία που τον δέρνει και τον κινεί και τον ζωοποιεί. Τότε λοιπόν ίσως και να σκάσει ο μαλάκας — που είναι και το ουσιώδες.

«Είναι ο μαλάκας Θεός;» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Βεβαίως κάθε μαλάκας πιστεύει ότι είναι θεός ή και ο Θεός. Ενδεχομένως αυτό είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του μαλάκα: πιστεύει ότι είναι θεός. Σίγουρα η πεποίθησή του ότι είναι αντίθεος (με την ομηρική έννοια) είναι ισχυρή: είπαμε ότι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες· όσο πιο ακράδαντες, τόσο πιο μαλάκας. Όμως ο μαλάκας δεν πιστεύει απλώς ότι είναι θεός, παρά μοιάζει με θεό και σε κάτι ακόμα: δεν ορίζεται εύκολα.

Ο Θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών όντως ορίζεται κυρίως αποφατικά: μέσω του τι δεν είναι παρά με βάση κάποια χαρακτηριστικά του. Ο Θεός αυτών των θρησκειών είναι υπερβατικός, ενώ «κάθε θεότητα που δεν είναι υπερβατική, έχει γνωρίσματα: ο Βαάλ τη μοσχαροκεφαλή και τις μύγες, ο Απόλλων τον ήλιο και το τόξο» κτλ. Ο ένας Θεός δεν έχει γνωρίσματα, λέμε ότι δεν έχει σώμα (ασώματος), ότι δεν βρίσκεται κάπου στον χώρο (πανταχού παρών), ότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός (απερινόητος). Γι’ αυτό και συσσωρεύουν οι θρησκείες επίθετα του Θεού τους (99 το Ισλάμ, περισσότερα οι χριστιανοί), γνωρίσματά του, αφού τον ίδιο τον Θεό τους δεν μπορούν να τον ορίσουν επιτυχώς. Μέσα από τη συσσώρευση επιθέτων προσπαθούν οι πιστοί Του να περιγράψουν και να προσεγγίσουν τον υπερβατικό Θεό τους.

Έτσι και στην περίπτωση του μαλάκα. Παρά τις βεβαιότητές του, απέχει ιλιγγιωδώς από το να είναι υπερβατικός. Ωστόσο δεν ορίζεται με βεβαιότητα. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να διατυπωθεί ένας ορισμός του μαλάκα. Τι είναι μαλάκας; Αμηχανία. Πώς ορίζεται; Θέμα. Συνήθως λοιπόν αναγκαζόμαστε να συσσωρεύσουμε κι εμείς χαρακτηρισμούς κι επίθετα και περιγραφές και περιστατικά με μαλάκες αφού ο μαλάκας δεν ορίζεται. Ο Χρήστος Ξανθάκης, που ζήλωσε τη δόξα του μεγάλου αυτού πονήματος για τον μαλάκα που διαβάζετε κι εσχάτως ασχολήθηκε και αυτός με το θέμα, το διατυπώνει με τον κατάλληλο τόνο:

ο μαλάκας είναι ασταμάτητος, ασύνορος και απροσμέτρητος
και δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει

Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο μαλάκας αποτελεί διαρκεί πηγή εκπλήξεων, ανεξαιρέτως δυσάρεστων. Ακόμα και όταν ξέρουμε ότι κάποιος είναι μαλάκας και είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι, ποτέ δεν είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι: θα βρει εκείνος τον τρόπο να μας βλάψει ή να μας βγάλει από τα ρούχα μας ή έστω να μας ενοχλήσει. Θα βρει εκείνος τον τρόπο να γίνει ακόμα πιο μαλάκας ή να γίνει μαλάκας με κάποιον καινούργιο τρόπο. Γιατί είναι έμπειρος και ξέρει. Γιατί η βεβαιότητα σε συνδυασμό με τον σολιψισμό σε απαλλάσσουν από την υποψία ότι μπορεί να γίνεσαι γελοίος, ενώ σε εμψυχώνει να ανέβεις καμαρωτός και ξεσκούφωτος το Έβερεστ της μαλακίας μέχρι την κορυφή του, ή μέχρι να σε σκοτώσουν η ανοξία και το μαλακόκρυο.

Μια τεταρτη ιδιότητα του μαλάκα (πέραν από το ιδεασμό ισοθεΐας, την αδυναμία να οριστεί και το ότι πάντοτε θα βρει τρόπους να μας βλάψει) είναι τέλος η κάτωθι. Και σε αυτήν την ιδιότητά του ο μαλάκας μοιάζει με τον τιμωρό Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών, και πάλι επιγραμματικώς διατυπωμένη από τον οψίμως ενδιαφερθέντα Ξανθάκη:

όπου και να κρυφτείς
όσο και να κρυφτείς
ο μαλάκας θα σε βρεί

και θα σε τυραννίσει

Τι άλλο να πει κανείς λοιπόν εκτός από το ni Dieu ni malakas.

«Καθώς γίνεσαι μαλάκας» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Εάν πράγματι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες, ποια είναι η διαφορά βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων; Η διαφορά είναι μάλλον απλή: οι βεβαιότητες δεν μεταβάλλονται, δεν αναθεωρούνται, δεν αναιρούνται και, βεβαίως, δεν καταρρίπτονται. Ήδη νιώθει κανείς να σχηματίζεται το προφίλ του ιδανικού μαλάκα: εκείνου που δεν θα σαλέψει ούτε ρούπι από τις βεβαιότητές του, που μερικά χρόνια πριν θα σου έλεγε κιόλας το παλιακό «ου με πείσεις καν με πείσης».

Οι βεβαιότητές σου σε κάνουνε σιγά σιγά μαλάκα καθώς αμφισβητούνται ή καθώς ο κόσμος ή ο εαυτός σου σε εξαναγκάζουνε να τις αναθεώρησεις. Αυτό που σε καθιστά σιγά σιγά μαλάκα είναι η άρνηση: η αντίστασή σου στην πραγματικότητα· επιπλέον, η αντίστασή σου στον ίδιο σου τον εαυτό, στις ιδιαιτερότητες και στους περιορισμούς του, μπορεί να σε κάνει δυστυχισμένο ή μαλάκα.

Εδώ κάνουμε μια πρώτη διάκριση σε δύο τύπους μαλάκα:

  1. εκείνου που αντιστέκεται στην πραγματικότητα και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον κόσμο γύρω του (και συνεπώς και για τον εαυτό του) και
  2. εκείνου που αντιστέκεται στον ίδιο του τον εαυτό και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον εαυτό του — αφού τον κόσμο γύρω του τον έχει εντελώς γραμμένο.

Αυτή η δεύτερη κατηγορία μαλάκα είναι η πιο επιδραστική, αφού περιλαμβάνει ανθρώπους που ναι μεν είναι μαλάκες απροσχημάτιστα αλλά εντοπίζονται δύσκολα γιατί δεν σε προειδοποιεί κανενός είδους κενοδοξία, μεγαλαυχία, αμετροέπεια, επιδειξιομανία, στόμφος κ.ο.κ. Πολλοί λοιπόν προτιμούν την ατραπό του μαλάκα τύπου 2 από εκείνη της δυστυχίας, αγκιστρωμένοι επώδυνα και οριακά στο τσιγκέλι των βεβαιοτήτων τους. Άλλωστε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, όταν είσαι μαλάκας βλάπτεις μόνο τους γύρω σου, όχι τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν εύλογο να προτιμάει κανείς να είναι μαλάκας παρά δυστυχισμένος.

Έχοντας ακλόνητες βεβαιότητες έχεις λοιπόν πάντοτε δίκιο. Πάντοτε. Δεν είναι δυνατόν να έχεις άδικο. Έτσι ξεκινάει η διαδικασία και έτσι εξελίσσεται. Καθώς λοιπόν γίνεσαι μαλάκας διαπιστώνεις επιπλέον ότι οι βεβαιότητές σου για τον κόσμο ή για τον εαυτό σου σε θωρακίζουν από τη δυστυχία και από την ενοχή. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του μαλάκα: δεν φταίει ποτέ.

Το πλεονέκτημα αυτό υφίσταται ακόμα και αν ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία μαλάκα του οποίου οι βεβαιότητες έχουν χαρακτήρα αυτομεμψίας ή και αυτοκαταστροφικό. Και σε αυτή την περίπτωση, που η δυστυχία καταφέρνει τελικά να σε διαποτίσει παρότι είσαι μαλάκας, βρίσκεσαι σε καλύτερη μοίρα από τον απλώς δυστυχισμένο: με τη βεβαιότητά σου ότι είσαι άχρηστος, ένοχος γενικώς, ανίκανος και λούζερ, συνελόντι ειπείν χάλιας, και πάλι απαλλάσσεις τον εαυτό σου από κάθε ευθύνη. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες σου, γίνεσαι μια ωραία αυτοεκπληρούμενη δυσοίωνη προφητεία ενώ, όπως κάθε μαλάκας, εσύ δεν φταις και δεν ευθύνεσαι για τίποτα.

Καθώς ανεβαίνει κανείς τούς αναβαθμούς του μαλάκα, συνήθως εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους γύρω του εκτός και αν α) εξασφαλίσει την ανοχή τους με ταλέντα κι ικανότητες ή β) την εκβιάσει με ψυχαναγκασμό, δόλο, χειρισμό ή και βία ή γ) την εξαγοράσει με εξουσία, σεξ ή χρήμα. Ωστόσο, όπως είδαμε, ο μαλάκας είναι βλαπτικός για τους γύρω του και συνήθως ανυπόφορα βλαπτικός — ακόμα και όταν δεν είναι εξόφθαλμα αντικοινωνικός. Περιττό να πούμε ξανά ότι βεβαίως ο μαλάκας δεν έχει καμμία επίγνωση του ότι φταίει ο ίδιος που εγκαταλείπεται και αποξενώνεται από τους άλλους: εξυπακούεται ότι φταιν εκείνοι.

Αν είναι μαλάκας τύπου 1, γνωρίζει ότι φταιν οι άλλοι που φεύγουν τρέχοντας να σωθούν από την ευθυκρισία του και από το ότι έχει πάντα δίκιο. Αν είναι μαλάκας τύπου 2 διαισθάνεται πως οι δραπέτες από το μεγαλείο του είναι μάλλον είτε ανήθικοι, είτε λίγοι, είτε (απλούστατα) βλάκες. Σε αυτό ο μαλάκας τύπου 2 θυμίζει σταλινικά καθεστώτα και κάθε λογής θεοκρατίες: αν δεν αντέχεις φταις εσύ που είσαι είτε δόλιος, είτε βλαξ, είτε λίγος, είτε — απλούστατα — τρελός. Κι έτσι όσο ανεβαίνει την κλίμακα του μαλάκα ο μαλάκας μαθαίνει να δουλεύει με αυτούς που τον ανέχονται, με αυτούς που εκβιάζει και με αυτούς που εξαγοράζει. Ενδεχομένως δεν τους θεωρεί αντάξιούς του αλλά — ως έρμαιο των βεβαιοτήτων του — ο μαλάκας συμπεραίνει ότι η μοναδικότητά του ευθύνεται για τη σχετική μοναξιά του και όχι που είναι μαλάκας.

Η εισαγωγή του «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες. Όσο περισσότερες και όσο πιο στέρεες είναι οι βεβαιότητές σου, τόσο αυξάνεται η προδιάθεσή σου να γίνεις μαλάκας. Μαλάκα δεν σε κάνει η μαλακία, αυτή είναι κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Επίσης, παρά όσα θρυλούνται, δεν σε κάνουνε μαλάκα οι αρχές, οι πεποιθήσεις ή τα ιδεώδη σου: αυτά στη χειρότερη περίπτωση σε καταντούν αφελή, στην καλύτερη σε ζωοποιούν ώστε να είσαι Άνθρωπος.

Οι βεβαιότητες δημιουργούν την προδιάθεση να γίνεις μαλάκας όχι μόνον επειδή σε αναγκάζουν να σκέφτεσαι και να ζεις με έναν συγκεκριμένο και κλειστό τρόπο — έναν τρόπο που είναι η οδός η απάγουσα στη μαλακία — αλλά κι επειδή σε αναγκάζουν να τον επιβάλεις τον τρόπο αυτό στους άλλους στανικώς και χωρίς πολλά πολλά. Κι αυτή είναι η ουσία του μαλάκα: κάποιου που ζει με ανεξέταστες παραδοχές τις οποίες λόγω τεμπελιάς ή αλαζονίας έχει λαξέψει σε βεβαιότητες που προσκυνάει και που ψάχνεται να τις επιβάλει και στους άλλους.

Σε αυτό το βιβλίο θα δούμε πρακτικούς… [cetera desunt]

Πόρνη στο κρεβάτι αλλά, ε, χμ, εντάξει, όχι — εξαρτάται.

 

Στους περισσότερους άντρες η ερωτική επιδεξιότητα και η λαγνική προθυμία μιας γυναίκας προκαλούν αμηχανία και πολλές φορές καχυποψία.

Ο προφανής λόγος είναι ότι μια γυναίκα που «τα κάνει όλα» ενδεχομένως να έχει περάσει και καλύτερα απ’ ό,τι θα περάσει μαζί μας, ενώ σίγουρα είναι περπατημένη κι εξασκημένη. Με άλλα λόγια, αν κάνει κόλπα και «ανωμαλίες» και αν θέλει διάφορα δεν περιμένει από εμάς για να δει χαρά ενώ μάλλον έχει συμμετάσχει σε διάφορα έργα λαγνικά στα οποία ίσως δεν μπορούμε να αντεπεξέρθουμε.

Βεβαίως, αν δεν περιμένει από εμάς να της ανοίξουμε τα μάτια αλλά εντέλει επιλέγει εμάς, πάει να πει ότι εμάς θέλει κι ότι εμάς διάλεξε — και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι κολακευτικότερο για τον λεγόμενο ανδρικό εγωισμό, που πολλοί λένε κι ανδρισμό.

Παρ’ όλα αυτά συγκαταλέγεται σε κοινοτοπίες επιπέδου σεξολόγου της τιβί και ποιότητας «γυναικείων» σάιτ η επισήμανση ότι μεγάλο μέρος της πατριαρχίας είναι οργανωμένο ακριβώς γύρω από το να μοιάζουν οι γυναίκες παρθενικές και πειθήνιες στην ερωτοπραξία, ώστε π.χ. να μην «ευνουχίζουν» τον άντρα.

(Επαναλαμβάνω ότι προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μια γυναίκα που θα πέσει με τα μούτρα πάνω σου θα σε «ευνούχιζε», όμως εγώ είμαι ούφο.)

Ταυτόχρονα, οι άντρες θέλουμε πολύ να είναι ερωτικώς επιδέξια και λαγνικά πρόθυμη, κοινώς καυλιάρα, η γυναίκα· κατά πρότίμηση αφού την καβατζώσουμε και βεβαίως αποκλειστικά μαζί μας — εκτός εάν τρωγόμαστε για κανα τρίο οπότε και δεν πρέπει να φέρει πολλές αντιρρήσεις (σίγουρα να φέρει κάποιες, μην τυχόν και ψάχνεται ή μας βαρέθηκε) και δεν πρέπει να κάνει ζήλειες αν ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με το τρίτο πρόσωπο.

Κανείς άντρας, εκτός από οριακά νεκρόφιλους, δεν θέλει να λαγνουργεί πάνω σε ένα κομοδίνο ή σε μια χαλκομανία. Μια τσαχπινιά τη χρειάζεται η γυναίκα, σωστά; Να κάνει διάφορα. Πολλά από τα ζητήματα που τόσα χρόνια έρχονται και μου εμπιστεύονται φίλοι και λιγότερο γνωστοί είναι της κατηγορίας «πώς να την κάνω να μου κάνει / πάρει / δώσει / βάλει Χ», όπου Χ το αρεσούμενο του αντρός.

Και πάλι είναι προφανές πόσο αντιφατική κι οξύμωρη είναι η κατάσταση: η γυναίκα οφείλει να θέλει τόσα όσα και όπως θα ήθελε ο άντρας — αλλά να μη φαίνεται ότι του κάνει και χατήρια. Και ξανά, είναι κουρασμένα προφανές να τονιστεί ότι η πατριαρχία αποσκοπεί στο να εξοπλίσει τις γυναίκες με ένα μιλομανάρειο κουμπί που θα ρυθμίζει ανά πάσα στιγμή την ένταση της καύλας τους αλλά και, στα πιο προχωρημένα μοντέλα, τον τύπο της επιθυμίας τους και τον τρόπο εκπλήρωσής της.