
Γνώρισα προχτές έναν από αυτούς τους ανθρώπους που μονοπωλούν τις συζητήσεις. Ο συγκεκριμένος ανήκε στην κατηγορία όσων μιλούν ασταμάτητα για τον εαυτό τους. Έχω πρόβλημα με το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του, ιδίως συνέχεια, ιδίως αν δεν του έχουν πει καν ένα «πες μας ρε ψυχή για τη ζωή σου». Αλλά εν πάση περιπτώσει, δικό μου ήταν το πρόβλημα, αφού το συγκεκριμένο άτομο πρέπει όντως να πέρασε ένα πολύ ευχάριστο δίωρο μιλώντας μας αναλυτικά για τη ζωή του.
Όταν επέστρεφα εξουθενωμένος κι ανακουφισμένος στο σπίτι αναλογιζόμουν ότι περισσότερο κι από το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του με ενοχλεί η πεποίθηση τέτοιων ανθρώπων ότι κανείς άλλος σε μια ομήγυρη 5-6 ατόμων δεν έχει κάτι να πει για τον εαυτό του. Θα μπορούσε πράγματι ο συγκεκριμένος άνθρωπος να μη μιλάει για τον εαυτό του, αλλά για μακαρονάδες π.χ.: τι καλύτερο; Νόστιμο θέμα κι ανεξάντλητο. Όμως και πάλι θα με προβλημάτιζε η αυτοπεποίθηση με την οποία μονοπωλεί κάποιος την κουβέντα σε μια παρέα 5-6 ατόμων.
Τουλάχιστον με αυτούς τους ανθρώπους ξέρεις πάνω κάτω πού στέκεσαι: δεν θα σε αφήσουν να σταυρώσεις κουβέντα ώστε να σου πουν για τα φροντιστήρια των παιδιών τους, για τα παραπτώματα των άλλων (συνήθως εις βάρος τους), για τη φιλοσοφία τους (βιωμένη και πρακτική, εννοείται), για τους διάφορους συναρπαστικούς τόπους όπου έχουν ζήσει (Ζωγράφου, Καλλιθέα, Πτολεμαΐδα, Ρόδος, Χαριλάου, Σέρρες, Βόνιτσα) αλλά και για τα ακόμα πιο συναρπαστικά ταξίδια τους (Ζάλτσμπουργκ και «Άλπεις», Παρίσι τρεις μέρες, γύρος Ιταλίας, Τυνησία, Κρακοβία-Άουσβιτς και «το μεγαλείο της γερμανικής σκληρότητας!», Ντουμπάι). Άλλωστε, τι να πουν οι υπόλοιποι για τη ζωή τους…
Υπάρχουν όμως και χειρότερα.
Συναντάς λ.χ. πολλές φορές ανθρώπους οι οποίοι είναι σιωπηλοί, χαμηλόφωνοι ― ή και τα δύο μαζί. Είναι συμπαθείς. Πώς να μην είναι; Όπως η Τήλος, όπως οι Λειψοί και το Μεγανήσι, είναι κι αυτοί όπως αναρίθμητοι αφανείς τουριστικοί προορισμοί: κάτι που απλώς κείται εκεί όπου κείται και περιμένει να ανακαλυφθεί.
Εντός του σιωπηλού και χαμηλόφωνου αυτού ανθρώπου κάποτε πεταρίζει ένας μεγάλης βουλής άγγελος, όμως απλώς πεταρίζει και σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να προσπαθήσει να σε εντυπωσιάσει κινηματογραφικώς με το άνοιγμα πτερύγων του ― όσο φαρδύ κι αν είναι αυτό. Το ουσιώδες είναι να τον προσέξεις, να πας εσύ σε αυτόν, να τον αναζητήσεις.
Επειδή ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία επί της αρχής τόσο προσκυνούμε την ταπεινότητα και τους σεμνούς χαρακτήρες όσο στην πράξη υφιστάμεθα καθημερινές κι ασταμάτητες περιαυτολογίες, αυτός ο σιωπηλός και χαμηλόφωνος τύπος, αυτός ο φαινομενικά άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, φαντάζει ιδεώδης για παρέα, αν όχι και για παραπάνω. Μοιάζει ψυχή τρυφερή, ντοστογιεφσκική: άκακος και μετρημένος, λίγο σαλός κι ίσως καημένος ― όμως αγνός κατά βάθος.
Ενδεχομένως να είναι πράγματι έτσι. Μπορεί όμως και όχι. Δεν γίνεται να ξέρεις έτσι εύκολα. Μπορεί ωστόσο το θρόισμα που κάνει εντός του το πετάρισμα του αγγέλου κάποιας μεγάλης βουλής να παραμένει σεμνό κι αθόρυβο θρόισμα ακριβώς επειδή δεν το συνοδεύει η δυνατότητα κι η θέληση να εκπληρωθεί η μεγάλη αυτή βουλή.
Η ατολμία αυτή, ο συστημικός αυτός δισταγμός, η διβουλία κι η καρτερική (πάντοτε καρτερική) αμφιθυμία μπορεί και να συνοδεύεται από τον φόβο του αυτογκόλ. Και πάλι, ποιος ξέρει. Ενίοτε ίσως τον άνθρωπο αυτό να τον κατατρύχει ο φόβος της σύγκρισης ή της αντιπαράθεσης· μπορεί να συμβεί σε όλους αυτό, μας συμβαίνει.
Μπορεί λ.χ. να σκέφτεται ο σιωπηλός Κακανός, ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ενώ γίνεται μια κουβέντα: «Πώς θα βγω να εξιστορήσω το ταξίδι μου στη Νότια Κορέα μπροστά στην παρέα; Αν τυχόν κάποιος ανάμεσά τους έχει πάει λ.χ. στη Βόρεια Κορέα; Όχι μόνο θα με επισκιάσει αλλά θα έχω εκτεθεί, αφήνοντας πίσω τη μεγαλοσύνη της σιωπής μου και τις πολλές υποσχέσεις που κρύβει για να καταντήσω απλό εφαλτήριο της ιστορίας κάποιου άλλου, κάποιου που είχα την ατυχία να μην τον έχει καλέσει η Σάμσουνγκ αλλά να έχει εισχωρήσει στα άδυτα της Πιονγιάνγκ». Κοινώς, καταστροφή.
Αν πράγματι ο Κακανός ανήκει σε αυτή τη φάρα, αν δεν είναι μια μάλλον σαλή αλλά αγνή και κάπως καημένη όμως σεμνή στη σιωπή της ψυχή, τότε μπορεί ενδεχομένως σε βάθος χρόνου να γίνει ένας μικρός σιωπηλός σκορπιός. Δείτε το κι αλλιώς:
Τον πληκτικό τύπο που μονοπωλεί τη συζήτηση τον ξεκόβεις από την πρώτη φορά, αν θες.
Τον οριακά αλλοπρόσαλλο πάλι τον ξεκόβεις στους έξι με δεκαπέντε μήνες, αν έχεις τύχη ― ξέρετε, αυτόν που μοιράζει δεξιά κι αριστερά κατακρίσεις, που λοιδωρεί ό,τι τον ενοχλήσει βγάζοντάς το σκάρτο, για τα σίδερα, προϊόν ανεπίλυτων ψυχολογικών προβλημάτων και που θεωρεί τη μανική αυστηρότητά του ένδειξη βαθειάς σοφίας και μαντικής οξυδέρκειας επειδή συνοδεύεται από ανελέητη ικανότητα για αυτοτιμωρία.
Τον κακό Κακανό όμως; Πώς να τον ξεκόψεις; Δεν θα ήταν ένδειξη αναισθησίας ή και σκληρότητας; Άλλωστε μπορεί τελικά να μην είναι κακός.
Και πώς να ξέρεις αν ο Κακανός είναι κακός; Μην ξεχνάμε ότι όποιος δεν μίλησε δεν έχασε, κι ο Κακανός το ξέρει. Seul le silence est grand, κουτουλού: είτε είσαι σιωπηλός διδάχος, είτε ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης· είτε σε παραλύει ο φόβος του αυτογκόλ, είτε σε μεταρσιώνει η συμπονετική κατανόηση για τις αδυναμίες του κόσμου· είτε κάτι το ενδιάμεσο. Η σιωπή πάντως σε συμφέρει κάργα αν είσαι σκορπιός: σκάσε και πιέσου και θα ‘ρθει η ώρα να κεντρίσεις.
Αν λοιπόν τελικά είσαι από τη σκάρτη τη φάρα την κακανική, κρατάς προσεκτικά το κεντρί σου ακίνητο και σφίγγεσαι. Σφίγγεσαι και περιμένεις. Θα έρθει η ευκαιρία να σπάσεις τη σιωπή σου, μα σε δέκα, μα σε δεκαπέντε, μα σε είκοσι χρόνια. Άλλωστε, για να σωπαίνεις τόσο καιρό, για να έχεις υπάρξει τόσο καρτερικός με τα βόλια και τα βέλη της ανελέητης μοίρας σου, ε, κάτι πάρα πολύ βαθύ θα έχεις να πεις: το κέντρισμά σου θα είναι αρκούντως τοξικό.
Στο τέλος με μια κίνηση μικρή και κατ’ επίφαση συμπονετική, του δίνεις του αλλουνού να καταλάβει. Ιοβόλα.