Οι επόμενες εκλογές

Κάποιοι ανυπομονούν να ξαναρχίσουν αντιπολίτευση με όρους σχολαρχείου

Ίσως, και λέω ίσως, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουνε καταλάβει ακριβώς τι γίνεται γύρω τους. Το έχουνε ξαναπάθει, τη χαμένη άνοιξη του ’19

Η χυδαία πρόταση Τσίπρα να χώνουμε τους μετανάστες στα χωράφια βεβαίως και έχει προηγούμενο: στην Κύπρο λόγου χάρη απαγορεύεται οι αιτούντες άσυλο να εργαστούν σε οτιδήποτε εκτός από την καθαριότητα και τη γεωργία-κτηνοτροφία. Το θέμα δεν είναι όμως από πού την ξεσήκωσαν μια τέτοια πρόταση οι λογογράφοι του Αλέξη, το θέμα είναι αν ο ίδιος θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ τέτοιες αθλιότητες.

Η απάντηση είναι βεβαίως πολύ απλή: πασχίζουν εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ψαρέψουν δεξιούς ψηφοφόρους. Οι οποίοι βεβαίως ηδονίζονται μουλωχτά στην ιδέα ότι ένα δεύτερο κύμα «Αλβανών» και «Μπαγκλαντεσιανών» (γιούχου Μανωλάδα) θα μας έρθει για να δουλεύει στα χωράφια και στα περβόλια για μισό ξεροκόμματο. Αυτό που δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν στην Κουμουνδούρου είναι το εξής:

Η κεντροδεξιοί και λοιποί κεντρώοι που επιτέλους σιχάθηκαν το κυνικό και διεφθαρμένο τσίρκο που μας κυβερνάει (τους πήρε μόλις μια άλωση της χώρας και ενάμισυ εξευτελισμό της Δημοκρατίας) θα πάνε να το ρίξουν ΠΑΣΟΚ: χαριτωμένη, «κανονική» και μη-αριστερή (βασικό!) επιλογή, που αφενός όλους τους βολεύει και αφετέρου κρατάει τις συνειδήσεις τους σχετικά ήσυχες ― ιδίως αν το ΠΑΣΟΚ ξεφορτωθεί τον αρχιβρυκόλακα Λοβέρδο.

Η δεξιοί είναι οι δεξιοί και γι’ αυτό ποτέ η ΝΔ ή όπως αλλιώς θα τη λένε στο μέλλον δεν πρόκειται να πάρει κάτω από 20% με τίποτα. Ιδίως αν παίξουν κανα μοναρχοφασιστικό χαρτί (όπως έπαιξαν το ’19 το Μακεδονικό τους), μια χαρά τους βλέπω.

Η ανένταχτοι αριστεροί, από τους αναρχοκομμουνιστές μέχρι τα κλαμένα απόπαιδα του Κόμματος, δεν πρόκειται ποτέ να ψηφίσουν το κόμμα του οποίου δεν ηγείται ο Άρης Βελουχιώτης και το οποίο δεν θα κάνει περιφορά του σκηνώματος του Λένιν στη «Σκομπία» αμέσως πριν ανακηρύξει τη ΛΔΕ. Ίσα-ίσα θα επιλέξουν όοοολα αυτά τα ταξικώς αλαφροΐσκιωτα νεοΝΑΡίτικα ζαβά και τα συν αυτοίς να απέχουν, ακουσίως πριμοδοτώντας το πρώτο κόμμα, όπως κάνουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Το ΚΚΕ είναι το ΚΚΕ, τα είπα τις προάλλες και σεκλέτισα τους 5 κνίτες φίλους μου· και μόνον ότι ο Πιθηκαλώπηξ είπε ότι θα μπορούσε το ΚΚΕ να συμμετέχει σε ευρεία κυβέρνηση με το Μέρα25 και τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει και πόσο άμπαλος είναι ― πέρα από όλα τ’ άλλα.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά: αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να βάζει διαρκώς νερό στο κρασί του υποχωρώντας προς τη δεξιά φαυλότητα (όπως κάνει από τον Σεπτέμβριο του ’15 διαπράττοντας αηδίες ή κάνοντας μισές καλές δουλειές), ίσως να προσπαθήσει να πείσει τον λαό ότι παραμένει σταθερός στις όποιες αρχές του και ότι σε μια (αναπόφευκτη) κυβέρνηση συνεργασίας θα προσπαθήσει να ξεκάνει ένα μικρό μέρος της κολοσσιαίας ζημιάς που έκανε η κυβέρνηση που υφιστάμεθα αυτή τη στιγμή.

Με άλλα λόγια δεν υπάρχει πια καμία προοπτική αυτοδυναμίας ή και ποσοστών πάνω από το 25%. Όσο κι αν ονειρεύονται ένα νέο 2015, οι Συριζαίοι καλά θα κάνουν να προσαρμοστούν στην ιδέα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα κυβερνήσουν μαζί με το Μερα25 και με το ΠΑΣΟΚ.

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.

Αλλάζει ο κόσμος, μπρε;

Ο παππούς μου, μεταμελημένος κομμουνιστής, προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα. Επιπλέον προσπαθούσε να μου παρουσιάσει αυτή του την πεποίθηση ως νόμο της φύσης περίπου, ως κάτι αναπόφευκτο. Καταλάβατε, στο πνεύμα του βοτανιού «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα» που καλύπτει μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις των σοσιαλμήντια.

Εννοείται πως αυτή η πολιτική μοιρολατρία ενθαρρύνεται από όσα βλέπουμε γύρω μας, με τον τρόπο που καταλήγουμε να τα βλέπουμε. Εννοείται πως μπορείτε να τη βαφτίσετε κοινωνική εντροπία αν ξέρετε και λίγη Φυσική. Ό,τι κι αν εννοείται, βεβαίως, είναι ψευδές: ο κόσμος αλλάζει.

Ο κόσμος όμως αλλάζει προς το καλύτερο σε πολλούς τομείς, σε εκείνους ακριβώς τους τομείς στους οποίους οι ελίτ δεν έχουνε καταφέρει ακόμα να στήσουνε το παιχνίδι ώστε να τζογάρουν ανενόχλητες το μέλλον της ανθρωπότητας με σκοπό να αυξήσουν τα κέρδη τους την επόμενη πενταετία και να συσσωρεύσουν περισσότερο μπανάλ πλούτο. Ο επισιτισμός, τα φάρμακα, η εκπαίδευση, κάποιες απλές τεχνολογικές λύσεις σώζουν εκατομμύρια ζωές και βελτιώνουν τη διαβίωση σε τόπους που δεν φτάνουν στις ειδήσεις.

Ο κόσμος επίσης αλλάζει προς το χειρότερο, με τις μηχανές του πολέμου να αναπτύσσονται και να κάνουν τη φονική δουλειά τους, με τη σε εξέλιξη περιβαλλοντική συντέλεια (κλιματική αλλαγή, τοξικά απόβλητα, πλαστικοπλημμύρα…), με την υποχώρηση ελευθεριών κι εργασιακών δικαιωμάτων και με τους φασισμούς στο προσκήνιο του ανεπτυγμένου κόσμου. Με άλλα πολλά.

Άρα, ως φαταλισμός και ΤΙΝΑ, ως απολίτικη πολιτική μοιρολατρία, γαμιέσαι Κεμάλ (μετά συγχωρήσεως). Ο κόσμος αλλάζει, οι ελίτ και η θεομηνία της απληστίας τους δεν αλλάζουν.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο κόσμος αλλάζει λοιπόν προς το χειρότερο: τα σύνορα κλείνουν για μια ακόμα φορά στην ανθρώπινη ιστορία παρά το πρόσχημα (ή με το πρόσχημα) του ανώτερου πολιτισμού μας, τα εργασιακά δικαιώματα συρρικνώνονται, οι ελευθερίες κατακερματίζονται και αντιμετωπίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση, ανορθολογισμοί από ταυτοτικοί μέχρι ανοιχτά φασιστικοί κερδίζουν το παιχνίδι του δημόσιου λόγου ονλάιν κι οφλάιν, η θλιβερή ομοιομορφία και ο χαρωπός αυταρχισμός νεοφιλελεύθερων σοβιετιών εξαπλώνονται.

Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, τα ίδια και λίγο χειρότερα: ναζί βουλευτής υπόδικης οργάνωσης καλεί σε πραξικόπημα και σε ανατροπή του πολιτεύματος, διαφεύγει, καταδιώκεται (;), συλλαμβάνεται, αφήνεται ελεύθερος. Τι συμβαίνει με την Ηριάννα και τι συνέβη παλιότερα με τον Θεοφίλου ή τον Σακκά να μην τα υπενθυμίσω. Θυμάται κανείς την Combat 18; (εγώ ο ίδιος δυσκολεύτηκα)

Προφανώς οι φασίστες εχθροί της δημοκρατίας είναι λιγότερο επικίνδυνοι γι’ αυτήν από τους αναρχικούς πολέμιούς της. Το οπλοστάσιο κάποιας αριστερής οργάνωσης επιμολύνει όσους αγγίξουν κάποιον που ίσως το άγγιξε — περίπου όπως οι διατάξεις περί του μιάσματος της εμμηνόρροιας στον μωσαϊκό νόμο. Τα οπλοστάσια των φασιστών είναι συλλογές και η ύπαρξή τους είναι χρήσιμη σε περισσότερους από όσους θα το παραδέχονταν. Αυτή η κραυγαλέα μεροληψία, που καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, είναι επιλογή του ελληνικού κράτους κι εδράζεται στα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας: ο αναρχικός είναι αλήτης, ο φασίστας νοικοκύρης που αγανάκτησε (ενίοτε κι οι γκάνγκστερ νοικοκυραίοι είναι). Μέχρι εδώ καλά. Μόνο που ο νόμος και τα δικαστήρια δεν επιθυμούν να πάνε κόντρα σε αυτά τα αντανακλαστικά: προφανώς εδώ δεν μας χρειάζεται κράτος δικαίου. Ενδεχομένως οι φασίστες είναι πιο χρήσιμοι από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε.

Και πάμε στην έξοδο από τα μνημόνια — ή όπως αλλιώς θέλετε να πείτε αυτό που αποφασίστηκε χτες. Πέρασαν οχτώ χρόνια αυταρχισμού και αστυνομικής βίας κατα τα οποία εξαθλιώθηκαν ή πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και καταληστεύτηκε ο εθνικός πλούτος. Πράγματι, αν δεν αισθανθήκατε τις συνέπειες της εξαθλίωσης μάλλον κακώς διαβάζετε αυτό το κείμενο: είτε ανήκετε στις ελίτ (μην ταράζεστε, παρά τις διαβεβαιώσεις λματ και κωστόπουλων στην Ελλάδα δεν τις διακρίνει γκλαμουριά), είτε ζείτε εκτός Ελλάδας. Στην Ελλάδα πάντως, τα όργανα των ελίτ με ιεραποστολικό ζήλο προσπάθησαν τρία πράγματα:

  • να πείσουν την ελληνική κοινωνία για τη χρησιμότητα μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν ποτέ ή που έγιναν με οθνεία αποτελέσματα, συνήθως κολοβώνοντας εργασιακά δικαιώματα·
  • να πείσουν όσους δεν ανήκουν στις ελίτ ότι εκείνοι ακριβώς ευθύνονται για τη Μνημονιοκρατία και, 
  • να μη θιγούν ποσώς τα ντήλια, τα προνόμια και ο τρόπος ζωής των ελίτ.

Τα πέτυχαν και τα τρία, ενώ χάρη στο νοβοκαϊνικό μούδιασμα της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ’15, εξουδετερώθηκαν οι κοινωνικές αντιστάσεις και τα κοινωνικά κινήματα, ακόμα και τα συστημικά συνδικάτα, αφήνοντας την όποια αντιμνημονιακή αντίσταση σε εθνικιστικές αταξικές φαιδρότητες τύπου ΛΑΕ και Πλεύσεις ή στο ξεκούτικο και ζαβλακωμένο ΚΚΕ. Με δυο λόγια, το έτος 2018 ξέρουμε ότι μπορείς να πάρεις μια μικρού μεγέθους ανεπτυγμένη χώρα και να της αλλάξεις τον αδόξαστο στο εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι.

Μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα. Αν το ΠΑΣΟΚ έπαθε pasokification, η Νέα Δημοκρατία άντεξε ενόσω έπειθε τις ελίτ και τους θεράποντές τους ότι είναι κεντροδεξιό κόμμα. Όμως έχει πάψει από καιρό να είναι. Σήμερα πλέον μπορεί κανείς να πει ότι λίγο οι άψογες κεντροδεξιές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο το φλερτ της ΝΔ με φασίστες, παλιοημερολογίτες και θιασώτες του αγροτοποιμενισμού εγγυώνται ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα μας κυβερνάει ο Παππάς για τα επόμενα 10 χρόνια και βάλε. Το παραδέχεται ή το ελπίζει και η πατρίδα μας η Ευρώπη.

Συνοψίζοντας, όπως έγραψε και η Καλυψώ Λάρα στο φέισμπουκ πριν λίγο, «Οι κρίσεις τελειώνουν μόνο όταν οι φασίστες ντρέπονται να πουν δημόσια αυτά που σκέφτονται. Προς το παρόν ο πλανήτης βρίσκεται σε προηγούμενο λέβελ.»

Η εικόνα από το κόμικ Fascista του Τάσου Αναστασιάδη.

It’s oh so quiet

Ο κόσμος έχει πάει πίσω πολλές φορές. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε για τα λεπτά ήθη, τη σπουδαία τέχνη και τη συναρπαστική τεχνολογία που χάθηκαν μεταξύ 600 και 1100 μ.Χ. Υπάρχουνε και οι πρώτες πόλεις της ανθρωπότητας, σύνθετες κοινότητες χωρίς ναούς και χωρίς παλάτια, που τις καπάκωσαν ιερατεία κι άρχοντες για τα καλά. Η βαρβαρότητα όμως ελλοχεύει παντού, όχι μόνο σε σκοτεινούς αιώνες, γενοκτονικές κονκίστες και στυγερές αντεπαναστάσεις.

Σε κάθε συγκυρία αναδίπλωσης, σε κάθε πρόσκομμα στην αργή και βασανιστική επέκταση του χώρου της ανθρώπινης ελευθερίας, ενυπάρχει το στοιχείο της βαρβαρότητας. Η βαρβαρότητα αυτή δεν εκφράζεται μόνον αφηρημένα ή με όρους ηθών και ιδεών παρά μεταφράζεται σε εξαθλίωση και σε πρόωρους θανάτους. Ακόμα χειρότερα, η εξαθλίωση και οι πρόωροι θάνατοι δεν είναι απαραιτήτως οικονομικής αιτιολογίας: όταν στο όνομα λ.χ. της «κοινωνικής συγκρότησης» ή της «εθνικής ενότητας» καταπιέζονται ή περιθωριοποιούνται λίγο όπως παλιά και λίγο με νέους τρόπους οι γυναίκες κι οι γκέι ή κάποια εθνότητα αντίστοιχα, τότε όλο και κάποια κοπέλα θα πάθει κάποιο σοβαρό ατύχημα, κάποια αδερφή θα καταλήξει να αυτοκτονήσει, κάποιος καρκινοπαθής θα ζήσει λίγο λιγότερο και πολύ πιο οδυνηρά, κάποιος τσιγγάνος θα βρεθεί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Και όλες αυτές οι μικρές αφανείς τραγωδίες θα είναι είτε μεμονωμένα περιστατικά είτε αναπόφευκτες συνέπειες κάποιας γενικής κι ακαθόριστης κρίσης που ερμηνεύεται και θα ερμηνεύεται περίπου σαν θεομηνία — όταν δεν μας βεβαιώνουν ότι φταίνε γι’ αυτήν οι αμαρτίες των πιστών ή των φορολογουμένων.

Η κρίση τέτοιου τύπου, σαν και αυτή που σύντομα θα κλείσει οκταετία, δεν αντιμετωπίζεται με τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις που φαντασιωθήκαμε: εφόσον υπάρχει η υποψία ότι μπορούμε να γυρίσουμε στην κανονικότητα, όσο λειψή και περιορισμένη κι αν είναι, καμμία κοινωνική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο της ανατροπής.

Κατά συνέπεια η κρίση καταλήγει να κανονικοποιηθεί: αρχικά την απορροφούν οι θεσμοί και προσαρμόζονται αναλόγως, ερμηνεύοντας και αποφασίζοντας και ενεργώντας συνοπτικά, τυπολατρικά κι αυταρχικά. Επίσης οι αφανείς και οι άφωνοι, προβληματικοί λόγω της δυστυχίας τους και των άδικων ή πρόωρων θανάτων τους,  περιθωριοποιούνται ακόμα περισσότερο για χάρη της «κοινωνικής συγκρότησης» και της «εθνικής ενότητας». Η damnatio memoriae ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων επιτυγχάνεται είτε με την αποσιώπηση της ύπαρξής τους είτε με τον στιγματισμό τους ως φανατικών, ηλιθίων, εγκληματικών μαζών ή πλέμπας που εκφράζεται μέσα από ακρότητες κι ευτελείς εκτονώσεις (όπως π.χ. τα σπορ). Σε αυτή τη damnatio συντελούν τα μέγιστα (όπως είναι η διαχρονικώς σπουδαιοφανής διατύπωση) οι δοκιμασμένες μορφές ελέγχου: αυταρχική παιδεία, ολοκληρωτική οικογένεια, θρησκεία ενοχής και υποκρισίας. Παιδεία, οικογένεια και θρησκεία αναγορεύονται σε ιδανικά, ανανεώνονται και ξαναπλασάρονται ως συνεκτικοί δεσμοί ή απλώς ως το τσιμέντο που πνίγει και σαβανώνει τα bricks in the wall.

Στα δικά μας τώρα, το μακροπρόθεσμο πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι η ανικανότητα και ο ερασιτεχνισμός των στελεχών του, ποιότητες που διακρίνουν όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά τον Σημίτη. Η διαφορά του Σύριζα είναι ότι δεν διαθέτει τη μαγιά αδίστακτων που προσέδιδε στις πριν από τις δικές του κυβερνήσεις αίγλη ηγετική — η κυβέρνηση Σημίτη (που κι εγώ θαύμασα) πιθανόν μόνον από αδίστακτους ήταν στελεχωμένη. Το πρόβλημα του Σύριζα δεν είναι ούτε o θρυλούμενος αυταρχισμός του, που φαιδρώς και φαντασιακώς αποδίδεται σε σταλινικά αντανακλαστικά: υπό την καθοδήγηση του Νίκου Παππά και με ξεκάρφωμα 2-3 χρήσιμους ονειροπόλους, η κυβέρνηση Σύριζα είναι μια κανονικά αυταρχική ελληνική κυβέρνηση (θυμάστε λ.χ. κάποιον Μαρούδα; τα έργα της κυβέρνησης Μητσοτάκη; ας μην επεκταθούμε).

Το μακροπρόθεσμο πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι ούτε οι άψογα κεντροδεξιές πολιτικές του, δεν είνα καν ότι πρώτα συνθηκολόγησε και μετά προσπάθησε να μας κάνει όλους εθελουσίως μεν, happy δε, δούλους. Το πρόβλημα είναι ότι η υπόσχεσή του να περιορίσει τον χώρο της βαρβαρότητας και του αυταρχισμού μέσα στην ελληνική κοινωνία ακόμα και αν αποτύγχανε οικονομικά. Την υπόσχεση αυτή την εκπλήρωσε μερικώς με το Σύμφωνο Συμβίωσης και με την αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου, ταυτόχρονα μάς φόρτωσε τόνους έρμα για αντιστάθισμα: στεγνή δεσποτοκρατία, καταστολή όπως παλιά, καουμπόικες εξωτερικές πολιτικές, πατριδοκαπηλία α λα πατριώτα (που συγκινεί και τους κνίτες).

Ο Σύριζα είναι ένα κεντροδεξιό κόμμα που παριστάνει το κεντροαριστερό ενώ τα στελέχη του νοσταλγικώς ακούνε Βσταβάι και Κατιούσα πίσω από κλειστές πόρτες. Εξαιτίας του Σύριζα κανονικοποιήθηκε η κρίση και ολοκληρώθηκε η damnatio memoriae όσων παραμένουν αφανή κι άφωνα θύματά της αλλά και όσων προορίζονται να γίνουν θύματά της στο εγγύς μέλλον. Χάρη στον Σύριζα επικράτησε επιτέλους η κοινωνική σιωπή που τόσο λαχτάρησαν οι σαμαράδες και ο δένδιες, ηττήθηκε πρακτικά κάθε δοκιμή οργάνωσης από τα κάτω, πείσθηκαν όλοι πια ότι η μη επαναστατική αριστερά δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης εκτός από το ότι δεν φλερτάρει με τον φασισμό, όπως τα δεξιά κόμματα. Κι αυτό είναι σχεδόν έγκλημα.

Τρεις οπτικές μετά τη συνθηκολόγηση

Σχολιάζω τρεις κατηγορίες αντιδράσεων για το όνειδος που λέγεται «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά τη συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου».

Πρώτη αντίδραση: «Δεν περίμενα τίποτε»

Υπάρχει η σχολή του «δεν περίμενα τίποτε». Μερικοί από τα μέλη της δεν περίμεναν τίποτε γιατί ξέρουν ένα-ένα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πόσο αλαφροκάνταρα είναι, σε αντίθεση π.χ. με τη σοβαρότητα που διακρίνει άλλους πολιτικούς και άλλους πολιτικούς χώρους, π.χ. τη ΝΔ ή το Ποτάμι.

Άλλοι δεν περίμεναν τίποτε γιατί είναι ακραιφνείς κουκουέδες και δεν περιμένουν τίποτε από κανέναν ποτέ και άλλωστε δεν έκαναν τίποτε για τον εργάτη από το 2010 διότι πρέπει να το περάσουμε κι αυτό το στάδιο, που λέει κι ο Δεληβοριάς.

Άλλοι δεν περίμεναν τίποτε από την αλλοπρόσαλλη και παλαβή Αριστερά, όμως τα προγνωστικά τους τα επιβεβαίωσε η ίδια η Αριστερά μόνον αφού σοβαρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε και μωράνθηκε το άλας της.

Τέλος, κάποιοι δεν περίμεναν τίποτα γιατί είναι θυμόσοφοι και μπλαζέ, κουκουέδες χωρίς την μαρξιστική εσχατολογία. Από αυτούς συμπαθώ εκείνους που, όντας θυμόσοφοι και μπλαζέ, απλώς κλείστηκαν στο κουκούλι προνομίων που κληρονόμησαν ατενίζοντας μαρκοαυρηλιανώς τη ζούγκλα όπου πεθαίνει και πεινάει η πλεμπάγια.

Περιφρονώ όμως όσους υπήρξαν ακριβοί στα πίτουρα — κάνοντας σκοποβολή πάνω σε κάθε συριζαίικο πταίσμα, πλημμέλημα ή αμέλημα, έργω λόγω ή διανοία — ενώ υπήρξανε φτηνοί στο στάρι: όσους εθελοτυφλούσαν και εθελοτυφλούν ενώπιον του υπερθεάματος γελοιότητας, μισανθρωπίας, ημιμάθειας και χυδαιότητας που αδιαλειπτως παίζουνε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από το ’85 και μετά, συμμετέχοντας σε αυτή τη χλιδερή επιθεώρηση ως ταξιθέτες, κομπάρσοι, υποβολείς, φροντιστές σκηνής και σφουγγοκωλάριοι.

Δεύτερη αντίδραση: οι γονείς και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία τους

«Η κοινωνία (ή «ο λαός») δεν ήταν άξια για τίποτε άλλο πέρα από τη διαδικασία ανάθεσης. Μόνο γι’ αυτό ήταν άξια: όταν την απογοήτευσαν τα άλλα κόμματα, ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει τη δουλειά τους. Επανάσταση κι εξέγερση και ρήξη υπήρχε μέσα στο μυαλό ενός, π.χ., 3%.»

Αυτή η αντίδραση διανθίζεται δεξιόθεν με διάφορα «δεν είμαστε λαός» και «τέτοιοι είμαστε», τα οποία καλούνται διάφοροι διανοούμενοι — από αυτούς τους στοχαστάς που δεν χρησιμοποιούν βιβλιογραφία γιατί όλα τα ξέρουν από εφημερίδες, περιοδικά και συζητήσεις ή τα έχουν από μόνοι τους σκεφτεί. Οι εξ αριστερών αρκούνται να μπινελικώνουνε μικροαστούς και νοικοκυραίους — και μέχρι εκεί πάνε.

Βεβαίως, όσοι μιλάνε για ανάξιο λαό φρόντισαν να τον βοηθήσουν ή να τον αφήσουν να συμπεριφερθεί έτσι: είτε προπαγανδίζοντας την αναξιότητά του και την αναγκαιότητα του νεοφιλελεύθερου πειράματος της χρεοκρατίας, είτε και περιφρονώντας βαθύτατα τον λαό, αφού η επάνασταση θα επισυνέβαινε χάριτι δεν-ξέρω-ποιου και μετά τη δημοσίευση της μπροσούρας τους.

Θυμίζουν όλοι τους κάτι γονείς που ευνουχίζουν και φορτώνουν ενοχή και δυσλειτουργίες τα βλαστάρια τους, που τα κακομαθαίνουν ή τα κακοποιούν, και μετά τα καταγγέλλουν που δεν βρίσκουνε ταίρι και που η ζωή τους είναι σκατά και που βολοδέρνουν κτλ. Πρώτα θέτουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις, μετά τις υπονομεύουν οι ίδιοι με τις πράξεις και τα λόγια τους, στο τέλος καταδικάζουν το ανάξιο τέκνο που δεν μπόρεσε να αντεπεξέρθει και να σταθεί αντάξιο.

Τρίτη αντίδραση: μα είναι και θεός που βλέπει από ψηλά

Διαβάζω αυτό:

Μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, τις περαιτέρω περικοπές συντάξεων, την παραχώρηση αεροδρομίων, το καθ’εξακολούθησιν appropriation της Εκκλησίας και εθνοπατριωτικών συμβόλων, τις ουσιαστικά εν μία νυκτί αλλαγές στο μιντιακό σύστημα της χώρας, την χρήση ΠΝΠ και διαδικασιών του κατεπείγοντος – όλα χωρίς να ακουστεί κιχ, χωρίς να ανοίξει μύτη, χωρίς να σπάσει βιτρίνα και με πανηγυρική επανεκλογή – ελπίζω να είναι αντιληπτό το ότι το 90% των υποτίθεται ιδεολογικών συγκρούσεων της τελευταίας εξαετίας ήταν εκτός θέματος. Η όξυνση, η πόλωση και η αντίσταση δεν βασίζονταν σε ιδεολογικά θεμέλια και αρχές αλλά στην (απολύτως θεμιτή και βαθύτατα πολιτική) ανάγκη κατάκτησης της εξουσίας. Το ενοχικό σύνδρομο των μνημονιακών, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, ανέδειξε απλώς την δική τους απόλυτη πολιτική φτώχεια, κόπωση και έλλειψη πίστης στο τι κάνουν, γιατί υπάρχουν και τι θέλουν.

Εδώ έχουμε μια κατά πολύ πιο σοβαρή σύνθεση των δύο προηγούμενων αντιδράσεων: ο ΣΥΡΙΖΑ έσκουζε κι ανακάτευε τον κόσμο γιατί ήθελε την εξουσία. Την πήρε και όλα επέστρεψαν στην κανονικότητα: τα νήματα τα κινούσε εξαρχής ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η αντιμετώπιση παραγνωρίζει την ανήκεστη (πλέον) συμφορά που έχει επιπέσει στους φτωχούς και τους φτωχότερους αυτού του τόπου μετά το 2010. Ο λόγος είναι ότι η αντιμετώπιση αυτή (και οι παρόμοιές της) γίνεται όχι μόνον από την ασφάλεια των προνομίων αλλά και από πολύ ψηλά, από ολύμπια ύψη. Από αυτό το ύψος μπορείς, αν θες, να βλέπεις μόνον πολιτικά παιχνίδια. Αυτή η αντιμετώπιση επίσης επιλέγει να αγνοήσει ακόμα και το ταξικό Σχίσμα που έφερε η κρίση, και το οποίο αποτύπωσε ανάγλυφα το Δημοψήφισμα, δηλαδή η πιο σημαντική Πράξη της Μνημονιοκρατίας μετά τα συλαλλητήρια του Φεβρουαρίου του ’12. Σε πιο πρακτικά θέματα, λησμονεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έφερε την κρίση, δεν πρωταγωνιστούσε στην αντίσταση κατά της Μνημονιοκρατίας, ενώ μέχρι πρόσφατα δεν ήξερε καν πώς να επωφεληθεί κομματικά από αυτήν.

Γενικότερα, η οιονεί γεωπολιτικού χαρακτήρα στόχευση και η αντιμετώπιση της πολιτικής ως κλειστού παιχνιδιού εξουσίας παραγνωρίζει τα θύματα της κρίσης: τους άνεργους, τους αυτόχειρες, τους υπό έξωση (πλέον), τους φτωχούς και τους νεόπτωχους, του εξαθλιωμένους συνταξιούχους και τους αναίτια νεκρούς εκεί όπου στραγγαλίστηκε το κράτος πρόνοιας. Το έγκλημα συνεχίζεται. Το γιατί λούφαξε ο κόσμος πρέπει να αναζητηθεί, όμως να αναζητηθεί αλλού, άλλωστε το κρίσιμο 10% των ιδεολογικών συγκρούσεων της τελευταίας εξαετίας υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει και είναι πολύ καίριο: είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Από τον Μεταξά στην μπαϊντούσκα

Με αφορμή την κρυφή αγάπη που εκφράζεται όχι πια τόσο κρυφά κάθε χρόνο τέτοια μέρα για τον φασίστα δικτάτορα Μεταξά.

Ι.
Η ελληνική κοινωνία είναι πράγματι μια κοινωνία που ανησυχεί περισσότερο για τους πούστηδες (κι ας τους λέει «γκέι» πια) που έχουνε πιάσει όλα τα πόστα και αλληλοϋποστηρίζονται, είναι οι νέοι Εβραίοι της άλλωστε, παρά για τους πρόσφυγες που κρυώνουν και πεθαίνουν κατά συρροή. Η νησιωτική χώρα έχει γίνει ένα απέραντο Φαρμακονήσι όπου πνίγεται κόσμος σχεδόν μέρα παρά μέρα πια, ο φράχτης παραμένει στη θέση του, αλλά το πρόβλημά μας είναι οι γυμνές γάμπες και τα τακούνια των μαθητριών που συμμετέχουν σε μιλιταριστικές τελετουργίες διάθεσης και έμπνευσης Ιωάννου Μεταξά.

Η ελληνική κοινωνία ασχολείται με το μάθημα των Θρησκευτικών και τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους δεσποτάδες, όταν δεν αγανακτεί με την εμφάνιση των υπουργών της, αλλά δεν φαίνεται να την απασχολεί η ίδια η κυβέρνηση που συνεχίζει τις πολιτικές λιτότητας και υποτέλειας που αφάνισαν αυτόν τον τόπο, παρότι αυτή τη δουλειά ήξεραν μια χαρά να την κάνουν και οι παλιοί, των οποίων η γραμμή διαδοχής πάει πίσω στον Ιωάννη Μεταξά.

Η ελληνική κοινωνία ανοικοδομήθηκε μετά την Κατοχή με χρήματα που μαυραγορίτες υπεξαίρεσαν από την αμερικάνικη βοήθεια και με λεφτά των νεκρών (και επιζώντων) Εβραίων. Οι δοσίλογοι στελέχωσαν τον χαφιεδομηχανισμό, πήρανε ταξί και περίπτερα, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες πύκνωσαν τις τάξεις του στρατεύματος. Είναι να μη θέλουμε να τους δικαιώσουμε; Για τον Βασιλιά και κατά του Στάλιν πολέμησαν, δίπλα στους ναζί στην ανάγκη, τι να γίνει. Ελλάδα, η χώρα όπου οι φασίστες θεωρούνται λίγο πιο ζωηροί και ευέξαπτοι Δεξιοί. Όπως ο Ιωάννης Μεταξάς.

Η ελληνική κοινωνία θα εορτάσει αύριο τη νίκη μας κατά του φασισμού παρά τον φασισμό που μας ξανάρθε, ες το φανερόν πια, τον φασισμό που δεν μας άφησε ποτέ, τον φασισμό που κάτιαζε μέσα στη Μεγάλη Δεξιά και που κορυβαντιούσε επί Χούντας, τον φασισμό του μπασκίνα, του χωροφύλακα, του μπάτσου. Θα εορτάσουμε το C’est la guerre (που ο λαός που πήγε στην Αλβανία και φαγώθηκε από ψείρες και κρυοπαγήματα μετέτρεψε σε Όχι) κατά του φασισμού, που είπε ο φασίστας Ιωάννης Μεταξάς.

ΙΙ.
Να μη γελιόμαστε: η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά συντηρητική. Γι’ αυτό και το ΚΚΕ δεν ψοφάει με τίποτα, αφού αποτελεί τη βαθιά συντηρητική (άρα εντελώς νεοελληνική) εκδοχή του Μαρξισμού-Λενινισμού. Άλλωστε, είναι γνωστό: κάθε τι όμορφο και ιδανικό και σπουδαίο που βγάζει αυτός ο τόπος τα τελευταία 200 χρόνια, κάθε τέχνη και ηρωισμό και νοστιμιά και ομορφιά, θα σπεύσει να τα οικειοποιηθεί και να τα σκυλεύσει η Εκκλησία, η Δεξιά και το ΚΚΕ. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ έχει τον αψόφητο: δημιούργησε έναν κώδικα διαχείρισης και των τριών μαζί, μια χίμαιρα με σώμα Δεξιάς, κεφάλι ΚΚΕ και μια ουρά νεορθόδοξου πατριωτισμού.

Τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας ήτανε και είναι συντηρητικά. Σε κάθε διχογνωμία ή διαμάχη ο πιο καθεστωτικός, ο πιο συντηρητικός, αυτός που εκλαμβάνεται ως αυθεντία κερδάει. Αυτός έχει πάντοτε προβάδισμα: ο γυμνασιάρχης, ο μπάτσος, ο άντρας, η θεούσα, ο τσέλιγκας, ο μεσήλικας, ο πρωτευουσιάνος, ο νοικοκύρης, ο παπάς, το πεθερικό, ο κτηματίας. Είμαστε βαθιά ιεραρχικοί, παντού και μέχρι τα κόκαλα, από τα οποία είναι πια βγαλμένη η Ελευθερία. Και πάει μακριά η συντηρητική κοσμοθεωρία, το ηθικό προνόμιο της αυθεντίας. Σκεφτείτε λ.χ. μια συκοφαντία. Μια οποιαδήποτε συκοφαντία. Κολλήστε την σε κάποιον δεξιό, νοικοκύρη, κληρικό. «Συκοφαντίες / τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του / θέλουνε να τον σπιλώσουν» κτλ. Κολλήστε την σε κάποιον «ιδεολόγο», καλλιτέχνη, κοινωνικό αγωνιστή και τον απαξιώσατε πάραυτα.

ΙΙΙ.
 Η ιδιοφυής συμμαθήτριά μου Σ, καθηγήτρια πανεπιστημίου πια, που την έχω σαν αδερφή μου, οργάνωσε πριν πολλά χρόνια μια γιορτή στο Λύκειο για την 28η Οκτωβρίου. Ήθελε να την κάνει τη γιορτή γλέντι με ελληνικούς χορούς. Η θεούσα λυκειάρχισσα (την οποία σε άλλη περίπτωση είχε ξεφτιλίσει με λεπτότατο σαρκασμό και φίνα υπεροψία ο πατέρας μου, ευχαριστώ μπαμπά!) έκοψε τη Φραγκοσυριανή («χορός καταγωγίων ο χασάπικος») και άφησε μόνο δημοτικούς. Της ξέφυγε όμως η μπαϊντούσκα, ίσως γιατί δεν είχε αρχίσει ακόμα η οπερέτα του Μακεδονικού. Όταν πήρε χαμπάρι ότι θα χορεύαν λυκειόπαιδες ντόπικο εαμοσλάβικο χορό, αφήνιασε. Τελικά κατάφερε να βρει το επίμαχο τραγούδι χωρίς λόγια ώστε να το βάλει να χορευτεί έτσι, μην ακουστούνε σλαβομακεδονικά και μαραθούν τα ελληνικά αυτιά μας, που τα σκέπει κατά Σλάβων και λοιπών βαρβάρων ο Άγιος ο Δημήτριος.

Αποκάλυψη τώρα

Δεν θέλω να γράψω για αυτό το θέμα. Πρέπει να δουλέψω μέχρι αργά, αλλά και να μην έπρεπε να δουλέψω θα ήθελα να γράψω κάτι άλλο, ακόμα ένα Πορτραίτο μάλλον. Ωστόσο, από το πρωί δεν μπορώ να σκεφτώ και πολλά άλλα.

Τι μας έφερε η Μνημονιοκρατία; Προφανώς ανυπολόγιστη καταστροφή: απώλεια ζωών, αρρώστεια, θνησιμότητα, εξαθλίωση, δυστυχία. «Ε όχι και σαν πόλεμος», είπε ένας φίλος. Οι αριθμοί άλλα λένε, τα επιστημονικά άρθρα για την αύξηση των καρδιακών νοσημάτων και την έξαρση στις ψυχικές νόσους σκιαγραφούν συνθήκες πολεμικές. Η ίδια η εικόνα της καταστροφής πρέπει να είναι λαγαρά διακριτή σε όποιον δεν ζει μέσα στα προνόμια, όσο πενιχρά κι αν είναι.

Αλλά οι περισσότεροι που έχουμε την ευχέρεια να διαβάσουμε αυτό το πράμα που γράφω τώρα ζούμε μέσα σε προνόμια, απλώς σε λιγότερα και ισχνότερα προνόμια από πριν. Το λέει πικρά και ο Χάουαρντ Ζινν: οι ανατροπές δεν έρχονται όταν εξαθλιώνονται και καταπιέζονται οι φτωχοί, αυτοί πάντα ποδοπατούνται, πάντα πεθαίνουνε τζάμπα, πάντα — θα πρόσθετε κανείς — αποτελούν πρόσφορο στόχο σκοποβολής του κάθε μπάτσου. Οι ανατροπές έρχονται, συνεχίζει ο Ζινν, όταν θιγεί η μεσαία τάξη, όσοι υποστηρίζουν και υπηρετούν και θεραπεύουν τις ελίτ.

Τα τελευταία πέντε χρόνια η μεσαία τάξη χτυπήθηκε άγρια: το βιοτικό της επίπεδο αλλού έπαθε καθίζηση και αλλού κατέρρευσε, ενώ η δημοκρατία της μετατράπηκε σε μια προσχηματική τελετουργία που φρουρούν απροκάλυπτα αυταρχικές αστυνομικές δυνάμεις. Ενώ τα πρώτα δύο χρόνια φάνηκε ότι και εδώ η χτυπημένη μεσαία τάξη θα έφερνε την ανατροπή, μετά την ανελέητη κτηνωδία του Φεβρουαρίου του ’12 αναδιπλώθηκε με τρεις τρόπους. Μια πλειονότητα των νοικοκυραίων ανέθεσε τα πάντα στην επικείμενη Βασιλεία του Σύριζα. Μια επίσης μεγάλη μερίδα τους εναγκαλίστηκε με μετάνοια και ανακούφιση την παμπάλαια νεοελληνική τακτική του «σώπαινε να περάσουμε», με ολίγη από νεοφιλελεύθερη σάλτσα και σουσουδικό ευρωπαϊσμό κεμαλικού: προνόμια ας είναι, κανονικότητα τα λένε, κι ας είναι και λειψά. Άλλοι, τέλος, ξανάπεσαν στον φασισμό (ναζιστικό ή μη), ο οποίος και στο παρελθόν έχει ξελασπώσει μέρος της μεσαίας τάξης με τον άκομψο και βάρβαρο αλλά πάντοτε αποτελεσματικό του τρόπο — τρεισίμιση φορές μέσα στον εικοστό αιώνα,  με τη μισή να ανήκει στο πολιτικό μη-κομματικό κίνημα του Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου.

Γνωστά τα παραπάνω, λίγο-πολύ. Γνωστός ο ρόλος των ΜΜΕ, τα οποία μεταμορφώθηκαν από μέτριας νοημοσύνης, υψηλών αξιώσεων και αστάθμητης πιστότητας κουτσομπόληδες σε κλώνους του Ριζοσπάστη. Μόνον που υπηρετούν την ασυδοσία, τη βαρβαρότητα, τον ψόφο για τους αδύναμους — κι ας μην αναγράψουν ποτέ τον όρο «ψόφος» στις πολύχρωμες από διαφημίσεις σελίδες τους. Άλλωστε η λεκτική βία δεν είναι απαραίτητη όταν απλώς σου ζητείται να δικαιολογήσεις την ταξική βία, που δεν κάνει πάταγο, και την παντοειδή καταστολή.

Κι αυτά γνωστά. Πάντως, από τη 12η Ιουλίου είδαμε να πραγματοποιείται η εσχατολογική φαντασίωση χιλιάδων χιλιαστών και φανατικών: ο συριζαϊκός Μεσσίας συνθηκολογεί με τον Διάολο, καθίσται Αντίχριστος και γίνεται εγγύηση ότι κανείς δεν θα γλυτώσει. Τώρα πια και διά της εις άτοπον απαγωγής η υποτέλεια και η εξαθλίωση είναι πια μονόδρομος. Και έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου κληθήκαμε να επιλέξουμε την κατοχική κυβέρνηση που θα μοιράσει την μπομπότα δικαιότερα ή πιο φιλάνθρωπα έστω, κρατώντας το έθνος υπερήφανο και ενωμένο, νυν και αεί υπό τα αναχρονιστικά λάβαρα των Σαλαμινομάχων και εστεμμένο με τις μίτρες των επισκόπων μας, όλοι εκ των οποίων είναι τουλάχιστον μητροπολίτες.

Η μεγάλη απώλεια των πέντε ετών, μετά τους ανθρώπους, τις ζωές, τις χαμένες ευτυχίες και τις ακυρωμένες ευκαιρίες, είναι λοιπόν ο πολιτικός λόγος της ελευθερίας.

Κοιτάξτε γύρω σας: οι κήρυκες της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας νιώθουνε δικαιωμένοι που δεν παρασάλεψαν από τα δόγματά τους επί πενταετία. Οι πανταχόθεν οχυρωμένοι καθεστωτικοί γραφιάδες συνεχίζουν το μισανθρωπικό κήρυγμά τους, στη χειρότερη παράδοση του χρονογραφήματος και της κάθε λογής χρηστομάθειας, ακλόνητοι και βαθιά αδιάφοροι. Οι ναζί δολοφόνοι και οι συνεργοί τους αναβαπτίζονται σε επαναστατικά υποκείμενα. Η κοσμικότατη Εκκλησία θριαμβεύει παντού. Ο αριστερός λόγος εκφυλίζεται ξανά σε ιερεμιάδες για ακόμα μία ήττα ή παραβλαστάνει σε περίπλοκες στρεψοδικίες που θα ζήλευε και ο δεινότερος ιεροκήρυκας, όταν δεν χάνεται σε σχολαστικότατες διαπραγματεύσεις ζητημάτων λίγο-πολύ μετατοπισμένων από τη σημερινή ταξική πραγματικότητα. Στον πολύ κόσμο μένουνε συνθήματα μόνο, μένει και σάτιρα ξεθυμασμένη και ατελέσφορη, διακωμώδηση σχημάτων και προσχημάτων αλλά όχι μαστίγωμα της εξουσίας.

Γίνεται λοιπόν ολοένα και πιο δύσκολο να μιλήσεις από τον Ιούλιο και μετά. Όποιον τρόπο, όποιο κειμενικό είδος και αν διαλέξεις, ό,τι και να υποστηρίξεις, είναι από χέρι χαμένη υπόθεση. Αυτό δεν οφείλεται, όπως ακούγεται, στο ότι όλα γίνονται πια πολτός στο μπλέντερ. Ίσα ίσα, κάθε τι που λέγεται πλέον διαθέτει μοναδική καθαρότητα και αξιοζήλευτη σαφήνεια, ακόμα και όταν πρόκειται για δικανισμούς και καζουισμούς ή για αναίσχυντη προπαγάνδα και επονείδιστο ψεύδος.

Δυστυχώς όμως πια δεν μπορείς να ελπίζεις ότι όσα λες και γράφεις διαθέτουν την παραμικρή ικανότητα να παρακινήσουν οποιονδήποτε να πράξει οτιδήποτε: ξαναβουλιάξαμε στη θρησκεία των βεβαιοτήτων, στο κουτσομπολιό προθέσεων, στο φιλοσοφικό λακριντί, στην ατελείωτη κωζερί για τα πάντα. Η αντίσταση και η αλληλεγγύη απογυμνώνονται κι αυτές από την δράση τους, την ουσία τους δηλαδή, καταντάνε συνθήματα και δηλώσεις καλών προθέσεων στα διάφορα φόρα.

Αργά καταβυθιζόμαστε στην άβυσσο, πετσιά άδεια από κόκαλα και μύες, όπως οι δαπανημένοι άντρες στο Under the skin.

Ανταποκρίσεις από την Ελλάδα

No

Όψεις ενός ταξικού πολέμου πριν και μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, όπως αποτυπώθηκαν στο φέισμπουκ:

25/6/2015
Βασική πλάνη: να νομίζεις ότι ο άλλος είναι απλοειδής ή απλοϊκός επειδή είναι φτωχός. Επίσης, εσύ που το πιστεύεις είσαι μπούλης. Όχι, δεν είναι αμένσιοτο.

*

//platform.twitter.com/widgets.js*

30/6/2015
Επί δεκαετίες ακούω τη διακριτική αγανάκτηση θυμόσοφων κεφαλών για το ότι «τρωγόμαστε για τα πολιτικά», για τον διχασμό που είναι «στο αίμα του Έλληνα» (δεν είχαμε DNA παλιά) κ.ο.κ.

Ο υπαινιγμός ήταν ότι την πολιτική έπρεπε να την αντιμετωπίζουμε σαν πατρίκιοι, στα πλαίσια του ευ αγωνίζεσθαι και της sportsmanship. Λόγου χάρη, οι προεκλογικές εκστρατείες δεν θα έπρεπε να εξάπτουν πάθη αγριότερα από αυτά που δημιουργεί μια καλή παρτίδα γκολφ. Οι απεργίες θα έπρεπε να διέπονται από τεννιστικό ήθος. Και ούτω καθεξής. Ίσως και η μετατροπη της πολιτικής σε θέαμα να βοηθήθηκε από την αντιμετώπισή της ως αθλήματος και ως συμβολικού (και μόνο) πολέμου.

Τα παραπάνω περί αθλητικού ήθους ισχύουν βεβαίως για όσους (πατρικίους συνήθως) επιλέγουν την πολιτική ως καριέρα, επωνύμως και με κολλαριστούς γιακάδες ή με κομψά ταγιέρ. Αυτό που αποσιωπάται όμως είναι ότι για πολλούς (πάρα πολλούς) και συνήθως ανώνυμους, η πολιτική είναι πεδίο αγώνων για την επιβίωση. Ως κατάσταση, περισσότερο κάτι σαν τη βάρκα του δουλέμπορου που μπάζει πριν φτάσεις στην κάθε άλλο παρά ασφαλή ακτή, παρά σαν παρτίδα γκολφ.

*

2/7/2015
Και με το όχι και με το ναι η διαπραγμάτευση συνεχίζεται. Με το ναι όμως συναινούμε σε μνημόνια σαν αυτά που μας αφανίζουν. Όσους μας αφανίζουν. Τόσο απλά.

*

Βλέπετε κι εσείς πώς η διενέργεια δημοψηφίσματος ήδη αναδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα της μνημονιοκρατίας; Βλέπετε τις τρελές εξελίξεις που πυροδοτεί μετά από πέντε μήνες κολοκυθιά και πέντε χρόνια υποτέλεια; Θυμάμαι έναν όρο τώρα, συνειρμικά: «λαϊκή κυριαρχία».

*

4/7/2015
Ήδη η προκήρυξη δημοψηφίσματος έκανε δουλειά: κινητοποίησε εξελίξεις και αφύπνισε συνειδήσεις. Ωστόσο ένα Ναι θα νομιμοποιήσει τη μνημονιοκρατία και την υποτέλεια. Και η τρομοκρατία του Ναι συνεχίζεται, άλλωστε μια χαρά δούλεψε το ’12…

*

5/7/2015
Ό,τι κι αν βγάλει η κάλπη: Καμμία συζήτηση βάσει αρχών δεν μπορεί να γίνεται με τους διαφημιστές («επικοινωνιολόγους» και δημοσιολογούντες) και τους καζουιστές στρεψοδίκες (αμπελοφιλοσόφους και ψευδολογίους) της Δεξιάς («φιλελευθερισμού» — my royal arse). Γι’ αυτούς η επίκληση σε λιποθυμίες πεινασμένων παιδιών και σε αυτόχειρες είναι λαϊκισμός, ενώ σε λιποθυμίες συνταξιούχων στις ουρές των ΑΤΜ επιχείρημα. ‪#‎savres

*

Και πανηγυρίζουμε για το αποτέλεσμα και χλευάζουμε τον ταξικό εχθρό, εκείνο το 5%, που χρησιμοποίησε δόλο και προπαγάνδα και τρομοκρατία για να καθυποτάξει τη χώρα με το Ναι. Καμμιά αβρότητα απέναντι σε όσους πάσχισαν να συντρίψουν και de jure τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, τα συνήθη υποζύγια, ώστε να συνεχίσουνε τον «τρόπο ζωής» τους.