Το άσπρο και το μαύρο· το κέρατο, η ελευθεριότητα και η ατιμία

club life

Προοίμιο

Αν πρέπει να είναι κανείς αυτοβιογραφικός, χούι στο οποίο ενίοτε υποκύπτω, θα πρέπει να το επιδιώκει υπαινικτικά και ετεροχρονισμένα. Κανείς μα κανείς δεν θέλει να μάθει για τη ζωή μας και πολύ περισσότερο για τις γνώμες που εκλύει η εκάστοτε κατάσταση του βίου μας ― εκτός και αν θέλει να πηδηχτεί μαζί μας.

Όπως όμως είναι γνωστό, όταν γράφεις για κάτι για το οποίο ο κόσμος δεν μιλάει, εικάζεται ότι αυτοβιογραφείσαι, έστω και πλαγίως. Όταν έγραψα το Εγκώμιο του χωρισμού, έπαιρνα πολλά συλλυπητήρια ίνμποξ. Πού να ‘ξεραν.

Chewing gum

Μετά τον μοντερνισμό και τον δομισμό (και τον επιβλαβή εκχυδαϊσμό τους από κάτι Γάλλους) έχει τυποποιηθεί κι έχει διαδοθεί το να σκεφτόμαστε με αντιθετικά δίπολα: καλό-κακό, άσπρο-μαύρο. Τόσο πολύ έχουμε εκπέσει σε αυτή την ευκολία, που καμαρώνουμε όταν ανάμεσα στα δύο «άκρα» είμαστε ικανοί να δούμε μια ενδιαμέση περιοχή ή, ακόμα πιο προχωρημένα, κάποιο συνεχές τύπου «ενδιάμεσες αποχρώσεις».

Φυσικά τα αντιθετικά δίπλα προϋπάρχουν του μοντερνισμού, απλώς η σύγχρονη εποχή μάς έχει καλομάθει να αντιλαμβανόμαστε σχεδόν κάθε είδους διαφορά με όρους αντίθεσης, διαμετρικής συνήθως, με πολλά «αντίθετα», «τουναντίον», «καθέτως» και «απεναντίας».

Εκεί όπου δεν είναι εύκολο να δούμε δίπολα, αυτός ο κατά Πίνκερ ψηφιακός τρόπος σκέψης μάς βάζει να προσπαθούμε να κατηγοριοποιούμε και να ταξινομούμε τα πάντα σε σαφείς και διακριτές κατηγορίες. Αυτό κάποτε μάς βοηθάει, συνήθως όχι, αλλά είναι εν πολλοίς αναπόδραστο: η ανθρώπινη νόηση αγαπάει τις κατηγορίες και τις κατατάξεις, ενώ αντιλαμβάνεται τον κόσμο ωσάν να απαρτίζεται από αντικείμενα (κάτι που ο Βιτγκενστάιν μυρίστηκε πόσο λάθος είναι).

Στη σειρά Chewing Gum του Νέτφλιξ, η αδερφή της ηρωίδας ανακράζει κάποια στιγμή «δεν είναι το σεξ κακό, κακό είναι να πληγώνεις τον άλλο». Η σειρά αυτή είναι επιτηδευμένα απλοϊκή και κινείται μεταξύ σλάπστικ και υπαρξιακής αγωνίας, ενώ φαίνεται να προέκυψε μέσα από πολλή και επώδυνη ψυχανάλυση, με την αθώα μεν αλλά ψεύτρα, φτωχή μεν αλλά θαρραλέα και ασχημούλα μεν αλλά καλλίγραμμη πρωταγωνίστρια να λειτουργεί σαν συνοπτικό σχόλιο του τι σημαίνει εργατική τάξη αλλά και σχέσεις τη δεκαετία του ’10. Σε ένα πλήθος σειρών του Νέτφλιξ όπου η ελευθεριότητα παρουσιάζεται αποστρογγυλεμένη, ανώδυνη και χαριτωμένη, το ερώτημα που τίθεται είναι «πληγώνει η ελευθεριότητα»;

ἔχων κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα

Όπως έχει ήδη αντιληφθεί ο ψημένος αναγνώστης, η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί ούτε μέσα σε δίπολα, ούτε με λεπτές αλλά οριακώς αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις ― όσο και αν ένα σώμα σειρών του Νέτφλιξ προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Ούτε και το «ναι μεν αλλά» δουλεύει, πάντως. Το ερώτημα είναι αν η ελευθεριότητα πληγώνει. Η απάντηση είναι «συνήθως ναι», εκτός και αν ζούμε στο κωμικό σύμπαν του ζευγαριού στο Easy που και το τρίο του κάνει και τελικά δεν πηδιούνται με την κακομοίρα τρίτη της παρέας παρά μόνο μεταξύ τους κι έτσι όλα παραμένουν wholesome, ξεκάθαρα και τακτοποιημένα ― εκτός από την τρίτη της παρέας που παραμένει απλώς αγάμητη.

Ο ανθρώπινος βίος δεν είναι απλή υπόθεση, πολύ λιγότερο οι ανθρώπινες σχέσεις. Η πολυπλοκότητά τους δεν τιθασεύεται με απόλυτες απαγορεύσεις. Λαχταράμε και πεινάμε και θέλουμε· παράλληλα στέργουμε, νοιαζόμαστε, μεριμνούμε, αγαπάμε. Δεν μπορούν όλα να συμπίπτουν σε έναν άνθρωπο, σε έναν χρόνο, σε έναν τόπο. Η ζωή περνάει, ο πόνος καραδοκεί και ακόμα και στην απουσία του μεγάλου πόνου ο βίος είναι γεμάτος μικρά θλιβερά ζητήματα που ξανά και ξανά κάνουν την καρδιά κάθε ενσυναισθητικού παρατηρητή να σφίγγεται και να ραγίζει λιγάκι. Η χαρά είναι λίγη και χρειάζεται λίχνισμα ωκεανών χρόνου για να μας αποκαλυφθεί κάποιο ψήγμα της.

Μπορεί το κέρατο, εικόνα που παραπέμπει σε σατανικό θηρίο, εικόνα εξουσίας και πόνου και τυραννίας, να μη συνοδεύεται από σκληρότητα και εξευτελισμό; Ναι μεν

όσο κι αν σκούζει το Χόλυγουντ κι αν μινυρίζουν οι παπάδες, κοσμικοί και ένθεοι, η αφοσίωση δεν ταυτίζεται με την ερωτική αποκλειστικότητα.

Ωστόσο, σε κανέναν δεν αξίζει να κερατώνεται χωρίς να το θέλει και κατ’ εξακολούθηση, απροκάλυπτα κι ασυλλόγιστα. Δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε λόγω μαξιμαλισμών και αρχών αφηρημένων κι ανεδαφικών, αλλά σε σχέσεις που δεν είναι συναινετικά ανοιχτές το «απροκάλυπτα» και το «φάτσα φόρα» είναι που καθιστούν το κέρατο απεχθές.

Τα πράγματα όμως είναι ακόμα πιο πολύπλοκα. Αν το κέρατο γίνεται βδέλυγμα, και πολλές φορές της ερημώσεως, αυτό δεν οφείλεται τόσο στο ότι είναι απροκάλυπτο ή ασυλλόγιστο αλλά και στο ότι συνοδεύεται από μια γενικευμένη κατάσταση ατιμίας: τη σιωπή και τη διακριτικότητα τις αντικαθιστούν το ψέμα, το παραμύθι και το φούμαρο ― μια τέχνη που οι άρρενες μοιχοί μάλλον κατέχουν καλύτερα και την εφαρμόζουν προς πολλές κατευθύνσεις.

Μέσα σε αυτή τη διάθεση ατιμίας όλοι και όλες (σύντροφοι, σύζυγοι, εραστές, ερωμένες) γίνονται όχι βεβαίως «σκεύη ηδονής» ― πού τέτοια τύχη ― αλλά εργαλεία επιβεβαίωσης της σπουδαιότητας και της μεγαλοσύνης (με σκοπό την αναπλήρωση σε άλλα πεδία ή και όχι) του μοιχού. Το κέρατο γίνεται όπλο που στρέφεται εναντίον της κερατωμένης ή του κερατά ώστε να παραμένει ταπεινωμένος ή ταπεινωμένη και πειθήνιος ή πειθήνια, ή ώστε να καταστεί ψυχιατρική νοσοκόμα ή δεξιοτέχνισσα πόρνη, αν είναι γυναίκα, που πρέπει να «ξανακερδίσει» τον άντρα.

Το βάθος της ατιμίας και η πηχτή κολλώδης θλίψη που λιμνάζει εκεί όπου κατοικεί το θηρίο δύσκολα περιγράφονται. Ενίοτε ο μοιχός γίνεται υπερήφανος, κοκορεύεται και καυχάται, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ότι «ποτέ δεν εκτίθεσαι και μόνον εκθέτεις» (όπως περιεκτικά το διατύπωσε ο Π. Θεοδωρίδης).

Και το ερώτημα παραμένει: μπορεί να υπάρχει η ελευθεριότητα χωρίς να πληγωθεί κανείς; Μάλλον όχι: εδώ στον αποκλειστικό και αμοιβαίο και τρελό έρωτα και πληγώνεσαι. Μπορείς όμως να προσπαθείς να μην πληγώνεις κανέναν.

Μακριά από διά βίου στερήσεις και ασκητισμούς και μεγάλες ηρωικές αποφάσεις αυτοακρωτηριασμού, μπορείς να είσαι κύριος και να είσαι κυρία. Μπορείς να πασχίζεις να ανταποκρίνεσαι στα καθήκοντά σου και να μην κρεμάς όσους στηρίζονται πάνω σου. Μπορείς να μην είσαι μαλάκας. Μπορείς να μην είσαι άτιμος. Αυτό είναι κάτι, κι είναι κάτι σπουδαίο.

Μεταξύ προσδοκίας και νοσταλγίας

1400397_10207288948006813_2831776199836807173_o

Ι

Η νοσταλγία είναι αυτοτιμωρία επειδή ενώ τα ζούσαμε κοιτούσαμε αλλού.
Βέρα Ι. Φραντζή

Μίλαγα χτες με τον Φίλο μου· είμαστε 33 χρόνια φίλοι. Συζητάγαμε για τη ζωή, ως συνήθως. Τσακώσαμε μια γνωστή και κάπως τετριμμένη μεταφορά: η ζωή ως ανάβαση και ενίοτε ως αναρρίχηση.

Μου είπε ο φίλος μου ότι όταν αναρριχάσαι δεν είναι ούτε σκόπιμο ούτε εύκολο να σταματάς, παρά συνεχίζεις να σκαρφαλώνεις και προχωράς χωρίς να σταματάς να ανεβαίνεις. Όταν όμως βρεθείς σε κάποιο πλάτωμα, τότε μπορείς να σταματήσεις και να σταθείς. Να ακινητήσεις και να κοιτάξεις γύρω σου, να χαρείς όσα σου προσφέρει η αναπόδραστη αυθεντία της όρασης κι έτσι να ξαποστάσεις και ν’ ανασάνεις. Να αισθανθείς όσα φέρνει το αεράκι και να νιώσεις ότι ναι μεν είσαι ψηλά, πολύ ψηλά, αλλά ότι το έδαφος είναι ίσιο κάτω από τα πόδια σου. Μπορείς να σταθείς και να να χαρείς.

Κι εγώ σκέφτηκα ότι όταν βρεθείς στο πλάτωμα είναι κρίμα κι αμαρτία να σηκώνεις το βλέμμα χαμηλότερα από τον ουρανό με τ’ άστρα και ψηλότερα από ό,τι στέκεται απέναντί σου και γύρω σου ― μην πω για το ποιος και τι στέκεται δίπλα σου. Είναι κρίμα κι άδικο και σπατάλη της ζωής σου να προσηλώνεσαι σε ό,τι βρίσκεται σε κάποια κορυφή ή σε κάποιο πλάτωμα ψηλότερα από εκεί όπου βρίσκεσαι, να σε τρώει η επαγγελία του κάθε μέλλοντος αιώνος. Εκείνη την ώρα που τα πόδια σου πατούνε την terra firma με σιγουριά και σταθερότητα πρέπει να σταθείς και να κοιτάξεις είτε πολύ ψηλά, πέρα από το τα επόμενα ορόσημα που το μυαλό σου βάζει μπροστά σου, είτε κάτω και δίπλα σου.

ΙΙ

Κοίταγα το κενό στα σαράντα εκατοστά απέναντί μου το πρωί. Και σκεφτόμουν ότι le tendre et dangereux visage de l’amour είναι πράγματι εφήμερο. Όχι βεβαίως γιατί όλα φθείρονται κι όλα περνούν κι όλα σβήνουν ― ματαιότης, καπνός, ατμός και τέτοια. Όχι. Όχι. Nothing passes. Εκτός από τις ζωές μας, αλλά όταν συμβεί αυτό, τι σημασία έχει αν χαθούν κι όλα τα υπόλοιπα, αν επέρχεται ο θερμοδυναμικός θάνατος του σύμπαντος;

Ο λόγος που ο έρωτας είναι εφήμερος είναι επειδή πρόκειται για κατάσταση υψηλής ενέργειας που μόλις και μετα βίας ισορροπεί, ενώ διαρκώς ταλαντώνεται αγρίως και τείνει να μεταπέσει σε κάτι άλλο. Όχι να εκπέσει απαραίτητα, δεν λέω κάτι τέτοιο.

Ο έρωτας τείνει να μεταπέσει, να υποστεί μετάπτωση σε μια πιο σταθερή κατάσταση: σε απλή συντροφικότητα, σε ανόθευτη καύλα, σε αγάπη, σε μίσος, σε μια παλιά ιστορία με διδακτική και καθαρτική αξία ως αφήγηση και ως ανάμνηση αλλά τίποτε παραπέρα.

Ή πάλι μπορεί να συνεχίσει να τρέφεται από το άφθονο καύσιμο του εντός μας ζόφου και να μεταπηδήσει σε μια υψηλότερη ενεργειακή κατάσταση. Δεν μιλάω για εξιδανικεύσεις και πλατωνικές φρεναπάτες. Μιλάω για κάτι που μάλλον δεν έχουμε όρους να το περιγράψουμε.

Για να επαληθεύσω τις πρωινές αυτές σκέψεις μου άκουσα το Je crois entendre encore και το Gretchen am Spinnrade. Αυτό το δεύτερο ενδέχεται να είναι ένα από τα ομορφότερα ερωτικά τραγούδια που έχουνε ποτέ γραφτεί. Η επαλήθευση ήρθε ρητά κι αβίαστα.

ΙΙΙ

Υπάρχει ο θάνατος του χωρισμού, υπάρχει και η αυτοεξορία. Υπάρχει και το Ausgleich, όσο ψυχρό και αν ακούγεται, όσο και να μας θέλγουν σαν ιδέα κάθε λογής επικολυρικές καψούρες και οι αιώνιες φωτιές της Κόλασης που τάχα τις συνοδεύουν. Το ζητούμενο είναι όλα να γίνονται με τιμή, ακόμα και μέσα στον κλαμένο εξευτελισμό του πάθους, ακόμα και στην ασθμαίνουσα αποταγή της επιθυμίας. Με τιμή.

 

Singularities

bodies

Κάθε σκέψη και κάθε φαντασία λαγνική είναι κίνηση είτε προς ένα μέλλον επιθυμητό, είτε νοσταλγικά προς το παρελθόν. Ως γνωστόν στο γαμήσι, την ώρα εκείνη, δεν σκέφτεσαι ποσώς αλλά υπάρχεις μόνο και, αν σκέφτεσαι, σκέφτεσαι με τον τρόπο της μέθης και στον ρυθμό της περίπτυξης: είτε σε αντιχρονισμό με τον ρυθμό της περίπτυξης είτε με τρόπο σόλο τζαζ ή άριας αν δεν έχει έρθει ακόμα ή ώρα της περίπτυξης. Αλλά το ουσιώδες στο γαμήσι δεν μπορεί να είναι η όποια σκέψη, είναι ότι υπάρχεις. Καθαρή ύπαρξη, που λέμε.

Κι ενώ η φαντασίωση είναι προσδοκία, όσο απίθανη κι αν είναι, ακόμα και αν δεν σου την επιφυλάσσει το μέλλον του κόσμου τούτου, ακόμα κι αν διαδραματίζεται σε έναν πιθανό κόσμο στον οποίο δεν θα ζήσεις ποτέ, η νοσταλγία είναι το ακριβό φαρμάκι.

Φαρμάκι σε μικρές αλλά δραστικές δόσεις, φαρμάκι που σπανίως χορηγείται σαν ταινία ή σαν αφήγηση, παρά ως αναλαμπές και στιγμές και αισθήσεις και κάποια οσμή ευωδίας σωματικής που σε πλήρωσε ή ως φως αποπληκτικό ή ως αίσθηση κενωτική όλο πλησμονή ή απλώς και μόνο ως το ρίγος της τριβής ολίσθησης ή και ως ρίγος μόνο του, σκέτο.

Αλλά βεβαίως δεν είναι μόνον αυτό η νοσταλγία κι η προσμονή. Είναι το ωραίο ψέμα του καυλωμένου βλέμματος που περιέχει όλη την προσήλωση του κόσμου και κάμποσα αδιανόητα τραγούδια επίσης, είναι η προσμονή και η ανακούφιση, είναι η κατάφαση του σώματος — όλες αυτές οι αφηρημένες έννοιες που είναι αποστάγματα της πιο επιτακτικής πραγματικότητας, του πιο διαυγούς τρόπου να υπάρχουμε: στο παρόν, γυμνοί, ολόκληροι κι άχρονα.

Κι έτσι κάποτε η προσμονή και η ανάμνηση μπορούν να ταυτιστούν. Και σίγουρα ταυτίζονται την ώρα της ερωτοπραξίας: είναι ό,τι πρόσμενες και αυτό που θα αναπολείς. Είναι σώματα και αχρονία, είναι η τρελή αμοιβαία έλξη. Είναι η κατάργηση του έξω και η απόταξη των καθεκάστων και η αποθέωση των άκρως αισθητών.

Κι έτσι κάθε φορά που ακούτε για τη μανία κάποιου εκδικητικού θεού σκεφτείτε ότι όλες αυτές οι ενέργειες και οι κεραυνοβόλες πράξεις οργής είναι αναμνήσεις ορμής και βαθειά νοσταλγία της, ή και θρηνος για την ερωτική απουσία: κάποιος κάπου ένιωσε τον χρόνο να καταργείται πριν και μετά τη φιδίσια τριβή ή τον ακανόνιστο καλπασμό του γαμησιού και ίσως ένιωσε λίγο την παρουσία ενός θεού· ή μπορεί να τα αποζητάει έχοντάς τα χάσει ή μη έχοντάς τα γευτει ποτέ και να νιώθει έναν θεό οὗ τὸ βλέμμα ξηραίνει αβύσσους καὶ ἡ ἀπειλὴ τήκει ὄρη. Και τότε, στην παραφορά της αξόδευτης ζωής, στην απουσία της μόνης έκστασης που δεν είναι μοναχική ανεβαίνουν μέσα στον περιδεή ένθεο απειλές για τον τόπο τον πνευματικώς καλούμενο Σόδομα και Βέλγιο.

Υπέρ της πολυγαμικότητας

God, I’m fond of adultery. Aren’t you? […] The softness it brings to the hardness […] A world without adultery is unthinkable. The brutal inhumanity of those against it. […] To demand of human flesh fidelity. The cruelty of it, the mockery of it, is simply unspeakable.

Philip Roth — Sabbath’s Theater p. 336

Η πολυγαμικότητα δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ ιδανικό ή αρετή· ακόμα και αν υπήρξε εύσημο και άθλημα για τους άντρες, πάντως ποτέ δεν ήταν αποδεκτή για τις «τίμιες» γυναίκες. Βεβαίως πολλές φορές η τέχνη έχει άλλη γνώμη για αυτά τα θέματα, όμως στο σφυρί της τέχνης ξέρουμε να αντιστεκόμαστε όταν δεν κάνουμε νιανιά όσα μας δείχνει ή όσα μας ξυπνάει.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για την πολυγαμικότητα.

Ο έρωτας μάς δίνει διαφορετική χαρά, διαφορετικές χαρές και διαφορετικές χάριτες με διαφορετικούς ανθρώπους: με κάθε διαφορετικό άνθρωπο είναι αλλιώς η ερωτοπραξία. Αυτονόητο. Επίσης δεν υπάρχει ο ένας άνθρωπος με τον οποίο «όλα θα γίνουνε σωστά», ό,τι κι αν ισχυρίζεται η εποχή μας. Πολλώ μάλλον, ο ανθρώπινος πόθος δεν αποτελεί ένα οικονομίστικα δοσμένο κεφάλαιο το οποίο δεν πρέπει να σπαταλήσουμε δεξιά κι αριστερά παρά πρέπει να δαπανήσουμε «σωστά», όπως όταν αγοράζουμε σπίτι. Ο έρωτας είναι καινούργιος και ξεκινάει από την αρχή με κάθε καινούργια γνωριμία, ενώ αυτή η διαπίστωση καθόλου δεν συνεπάγεται ούτε εξιδανίκευση ούτε δαιμονοποίησή του.

Η μετά λόγου γνώσεως πολυγαμικότητα χορταίνει βαθιά την ψυχή και μιλάμε σαφώς για χορτασμό κι όχι για κορεσμό, μιλάμε για αποτέλεσμα πληρέστερο και οπωσδήποτε διαφορετικό από το να ξεκαυλώσεις απλώς.

Αυτός ο χορτασμός εν μέρει προέρχεται και από τις διαφορετικές λαγνικές εμπειρίες, αφού με κάθε διαφορετικό άνθρωπο ο έρωτας είναι διαφορετικός. Αυτό το εντελώς διαφορετικό που μας επιφυλάσσει κάθε καινούργιος εραστής και κάθε καινούργια ερωμένη δεν εξαρτάται σώνει και καλά από μαγικούς και μεταφυσικούς παράγοντες, παρά ξεκινάει από το ότι η καύλα βρίσκεται βεβαίως και στο μυαλό: είναι η επιθυμία για κάποιον, για κάποιον άλλο ή για κάτι. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι μια ερωτική στάση, μια συγκεκριμένη κατάσταση-φάση ή σκηνοθεσία ή ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος κ.ο.κ.

Επίσης η πολυγαμικότητα μάς ποντίζει βαθιά  μέχρι τον βυθό των ανθρώπινων σχέσεων. Όταν τον κοιτάμε από την κατοπτρικά ακύμαντη επιφάνεια ο βυθός μοιάζει μια πάρα πολύ απλή εικόνα, εξόχως στατική. Όταν όμως ποντιστούμε μέσα του αλλάζει το πράγμα και οι κόσμοι του πλέον αποκαλύπτονται. Η πολυγαμικότητα μας αναγκάζει να ζήσουμε — όχι απαραιτήτως να αναστοχαστούμε — την αλήθεια ότι έχουμε διαφορετική ποιοτικά σχέση με κάθε διαφορετικό εραστή ή διαφορετική ερωμένη, όχι απλώς διαφορετικούς λαγνικούς συσχετισμούς.

Η εμπειρία της πολυγαμικότητας μας εξοικειώνει και με μία δεύτερη αλήθεια, ότι μετά το πέρας τους, διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφηνουνε δεσίματα διαφορετικής έντασης: από το μείον του μίσους μέχρι το μηδέν της αδιαφορίας και έως τη φιλία ή και την αγάπη. Επίσης μας αναγκαζει να αντιμετωπίσουμε και ότι διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφήνουνε πίσω τους δεσμούς διαφορετικής ποιότητας και διαφορετικού χαρακτήρα.

Η πολυγαμικότητα δεν είναι μόνον γαμήσια, λιγότερο περισσότερο αξιομνημόνευτα και αξιομακάριστα, χαρές και γλέντια. Η πολυγαμικότητα είναι και ένας τρόπος να ανεύρουμε άλλους, να μάθουμε τον άλλο, αλλά και να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Μέσα από την πολλές φορές τυρβώδη πολυγαμικότητα μαθαίνουμε κυρίως τον εαυτό μας· τον σπουδάζουμε κοιτάζοντας τα βλέμματα των άλλων προς εμάς — όσο στρεβλά, τυραννικά, ζηλόφθονα ή φθονερά και αν είναι κάποτε. Επίσης μαθαίνουμε τον εαυτό μας μελετώντας τι βλέπουν οι εραστές κι οι ερωμένες όταν μας αντικρύζουν.

Σε γενικές γραμμές ισχύει πως η πολυγαμικότητα «μας εξασκεί στην ενσυναίσθηση αλλά και στα όρια, μας κάνει θαρραλέους και μας αναγκάζει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας».

Επαναλαμβάνω ότι προφανώς η πολυγαμικότητα μπορεί να γίνει τρομακτικά επώδυνη και σε αυτό μοιάζει με το πιοτό, την ψυχοθεραπεία, τη σωματική άσκηση και τη συστηματική μελέτη. Η εξάσκηση της πολυγαμικότητας είναι δύσκολη: απαιτεί λεπτότητα και βαθιά ευγένεια ώστε να μην καταντήσει χονδροειδής και ισοπεδωτική, αλλά να παραμείνει κάτι βαθιά ανθρώπινο κι εξανθρωπιστικό — πέρα από ιμερικό, μακάριο κι ιλαρό.

Εννοείται επίσης ότι η ταυτόχρονη ενασχόληση με διαφορετικούς ανθρώπους υπό διαφορετικούς όρους μπορεί να καταστεί από κυνική διαχείριση και ναρκισσιστική κούρσα μέχρι πρακτική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης και άσκηση στην ενσυναίσθηση.  Μαθαίνει κανείς, να συναναστρέφεται τους άλλους — ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι άλλοι χύνουν μαζί του ή τον έχουνε δει να βογγάει αναλόγως.

Οπωσδήποτε η πολυγαμικότητα και η πολλαπλότητα των ρόλων που εισάγει μάς καθαίρουν: μας ασκούν στην απόταξη της φρεναπάτης πως μας ανήκει οποιοσδήποτε άνθρωπος ή πως θα γίνουμε ο θεός του — όσο τρελός κι αν είναι ο έρωτάς μας, όσο βαθιά κι αν είναι η αγάπη μας.

Ανθρώπινη και εξανθρωπιστική είναι τέλος και μία παραγνωρισμένη χρήση της πολυγαμικότητας: η αποσυμφόρηση των σχέσεων Παρά την αναπόφευκτη παρενέργεια της ζήλειας, η πολυγαμικότητα ως επιλογή σώζει σχέσεις, ιδίως μακροχρόνιες: αντί να εγκαταλείπεις τον άνθρωπό σου γιατί σου λείπει κάτι ή γιατί του λείπει κάτι, του αφοσιώνεσαι ή του παραμένεις αφοσιωμένος ανοίγοντας τον εαυτό σου.

Let the night take the blame

Το τραγούδι αυτό ταυτίζεται με εφηβικά πάρτυ μου. Βεβαίως βγήκε το 1984, όταν ήμουν πιτσικόνι, τη χρονιά που μας έσκασε το AIDS. Όμως τότε τα ποπ τραγουδάκια στην Ελλάδα φτούραγαν λίγο παραπάνω, ενώ οι στίχοι τους διέθεταν ένα κάποιο τσαγανό. Μέχρι που μας σκέπασαν ο Ρέιγκαν και το AIDS.

Το τραγούδι είναι το απολυτίκιο της αρπαχτής, του one night stand· είπαμε, λίγο πριν το AIDS γίνει αφορμή να δοξαστεί η οικογένεια ξανά και να μας ξαναπλασαριστεί η μονογαμία ως καθεστώς κι όχι ως επιλογή. Λέει λοιπόν το τραγουδάκι τα εξής:

For the magic of these few hours
I’m ready to say

Let the night take the blame
And if tomorrow love’s not the same
We took our chance, we tasted the flame
Our hearts run free, you and me

[…]

I don’t wanna cheat my feelings
Lock ’em deep inside
Keep my emotions secret, I just can’t hide
These moments we spent together
That oh-too-precious time
I pretend these will last forever
Make believe that you’re mine

Μεγαλώναμε τότε με την προσμονή της αγάπης αλλά και με τη μαγική πραγματικότητα της λαγνείας. Ξέραμε, λίγο αδέξια και κάπως μέσα από δοκιμή και πλάνη, να ξεχωρίζουμε το ένα από το άλλο, όσο κι αν η πλάνη υπερίσχυε πολλές φορές και μας απογοήτευε, όσο κι αν έβγαζαν τα ατελή τεστ μας την καύλα για έρωτα και τον έρωτα για αγάπη. Ο συμφυρμός των τριών και ο θρίαμβος του μονογαμικού και μονοθεματικού forever που τότε μαγείρευε το Χόλλυγουντ αργούσε ακόμα.

Και έτσι ξεκινήσαμε τη ζωή μας μετρημένα αλλά με θάρρος, λίγο σαν το δειλο αλλά με τσαγανό we took our chance, we tasted the flame:

Οι προσδοκίες ήταν απλές: φιληδονία, βιβλία, μουσικές, ταινίες, δίσκοι, ταξίδια.

Ούτε οι γάμοι μάς απασχολούσαν: αγάπη θέλαμε· ούτε πελώριες καριέρες και λεφτάρες γουστάραμε: μας αρκούσε να κάνουμε μια δουλειά υποφερτή· ούτε τα στεγαστικά δάνεια μάς φτιάχνανε: ένα μικρό διαμερισματάκι δικό μας με κρεβάτι, βιβλιοθήκες κι ηχοσυστηματάκι θέλαμε, να έχει και μπαλκόνι στην κουζίνα ίσως.

Ακούγονται ευτελείς ενδεχομένως αλλά αυτές ήταν οι προσδοκίες μας. Δεν μιλάμε για όνειρα, άλλο τα όνειρα. Και στο κάτω κάτω, ο τυφλοσούρτης που ίσχυε και ισχύει για τα όνειρά μας ήταν και παραμένει το εξόχως αμφίσημο fuck your dreams, this is heaven.

Στο μεταξύ οι ζωές μας, σκεπασμένες από τον Ρέιγκαν και το AIDS, ράφτηκαν πάνω στα πατρόν του αμερικανικού ονείρου: παντού μονογονία, «η ανάγκη να είναι όλα μοναδικά στη ζωή μας: ένας προορισμός, μία ιδέα, μία σχέση, ένας ήρωας, ένα κέντρο, μία κατεύθυνση, ένας φίλος, ένας σκοπός, μία ειδίκευση, ένα μεγάλο ταξίδι».

Ευτυχώς, λίγο από πείσμα, λίγο από φτώχεια, λίγο γιατί δεν μπορεί μια ζωή να ζεις μέσα σε ένα σάβανο ραμμένο για τους άλλους από τα αφεντικά τους, μάθαμε κι εμείς τα βασικά.

  • Ότι ανθρώπινες σχέσεις που δε δοκιμάζονται είναι ή εμμονικές ή αβασάνιστες ή αδιάφορες.
  • Ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν χτίζονται στο διαρκώς και στο συνέχεια: ανταλλαγές και ισοζύγια ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται δεν έχουν θέση, μόνο δόσιμο υπάρχει από τον ένα στον άλλο, όσο μπορεί και όταν μπορεί και αν μπορεί ο καθένας.
  • Ότι άνθρωποι που αγαπιούνται δεν το πολυλένε. Αυτά τα «σ’ αγαπώ» είναι ωραία επιφωνήματα για την κλινοπάλη, αλλά ελάχιστα ειλικρινή — κι υπάρχουν τελικά και πιο τελέσφορα επιφωνήματα.
  • Ότι από την άλλη, ένα «σ’ αγαπώ» αληθινό αρκεί για κανα-δυο ζωές.

Ε, και μετά το ρίξαμε στα αποφθέγματα, κοιτάζοντας με λοξό χαμόγελο την ανθρώπινη κατάσταση, αγκαλιάζοντας περιδεώς αλλά πάντοτε με τσαγανό και την αγάπη αλλά και την πολυπλοκότητα της ζωής, το χάος της αγάπης.

Πληθωριστικές κουβέντες

cmnf 2

Υποτίθεται ότι ένας από τους λόγους που αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν οι γλωσσικοί πρόγονοι του ανθρώπου και κατακυρίευσαν τους άγλωσσους του γένους homo είναι ότι είχανε στη διάθεσή τους ένα υπερόπλο: τη δυνατότητα να κάνουνε ψηστήρι, να αποπλανήσουν με κουβέντες, να καυλαντίσουν.

Στον κόσμο μας η ιεραρχία σεξ < έρωτας < αγάπη είναι εδραία, πακτωμένη και μονολιθική σαν πυραμίδα — αλλά και αντίστοιχου περιεχομένου: είτε περιέχει μούμιες είτε είναι συλημένη.

Ο σύγχρονος αρσενικός άνθρωπος λοιπόν χρησιμοποιεί το υπερόπλο, την καυλάντα και το λακριντί, για να πείσει τον θηλυκό άνθρωπο ή τον αρσενικό άνθρωπο ότι δεν θέλει απλώς σεξ, αλλά ότι είναι ερωτευμένος μαζί του. Πουλάμε έρωτα (και βάλε).

Προσπαθούμε να φέρουμε την αποπλάνηση και το φλερτ σε πέρας υποκρινόμενοι ότι παίζουμε σε (τουλάχιστον) ένα επίπεδο πάνω από αυτό στο οποίο πραγματικά βρισκόμαστε και στο οποίο ζοριζόμαστε.

Κι έτσι η επιθυμία αποκαλείται έρωτας, η καύλα πεπρωμένο, η προσδοκία του λαγνέματος βασίλειο του έρωτα, το μουνί καρδιά, η καψούρα μάγεμα και σάστισμα — και πάει λέγοντας και λέγοντας.

Έχουμε πόθο και τον πουλάμε για έρωτα. Θέλουμε να γαμήσουμε και λέμε πως θέλουμε το μαγικό δέσιμο του έρωτα. Είμαστε ερωτευμένοι και διακηρύσσουμε αγάπη.

Θα μου πείτε, ναι, έτσι πέφτουνε τα γκομενάκια. Εννοείται. Επίσης έτσι πουλιούνται και οι κρέμες με βάση τη λανολίνη: ως ελιξήρια νεότητας· έτσι πλασάρεται η Βίβλος: ως λόγος του Θεού· έτσι εξαπατώνται τα εκλογικά σώματα.

Θα σας ρωτήσω λοιπόν αν θέλουμε να βάλουμε το παραμύθιασμα και το ψέμα και ανάμεσα στα σώματά μας, giving love a bad name.

Εναντίον της τσόντας

Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω «μου αρέσει», μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν «ντύσου σαν σταρ». Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ’ άλλα είναι niche.

Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο — ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη «φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση «όλα στο φως» της αμερικάνικης εποχής μας«, ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,

διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες — ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες — πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

Η σωστή εποχή

Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσα σε ενδιαφέρουσα εποχή.

Όταν ήμουν πολύ παιδί, αναρωτιόντουσαν οι μεγάλοι τι επώνυμο θα παίρνουν τα παιδιά που γεννιούνται σε «ελεύθερες σχέσεις», δηλαδή εκτός γάμου. Οι απαντήσεις σε τέτοια δυσεπίλυτα τότε ζητήματα δόθηκαν το 1982 με το νέο οικογενειακό δίκαιο.

Μετά αναρωτιόντουσαν όταν έβλεπαν ζευγάρια αντρών «ποιος από τους δύο κάνει τη γυναίκα». Εδώ οι απαντήσεις δόθηκαν παρακολουθώντας τα βάσανα του Στηβ Κάρινγκτον στη Δυναστεία — διότι μέγα το της ποπκουλτούρας κράτος.

Κατόπιν αναρωτιόντουσαν πώς τη βγάζουν τα ζευγάρια γυναικών χωρίς φαλλό. Μάλλον ακόμα την ψάχνουν την απάντηση οι μεγάλοι, οι μεγάλες βεβαίως τη γνώριζαν ανέκαθεν.

Τώρα που είμαι εγώ μεγάλος αναρωτιόμαστε πώς θα επιλύουν το θέμα της ζήλειας και της κτήσης όσοι συνάπτουν πολυσυντροφικές σχέσεις. Εκ πείρας όμως πλέον ψυλλιαζόμαστε ότι μάλλον ήδη γνωρίζουν την απάντηση οι ίδιοι.

Από το The Greek Cloud

Η φωτογραφία είναι του Itzhak Ben-Arieh

Η άχαρη γυμναστική του σεξ

Όταν ήμουν μικρός το γαλλικό μυθιστόρημα έχαιρε πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης απ’ όσο σήμερα. Ιδίως κάτι μυθιστορήματα με ήρωες εύπορους αστούς που τους κατατρύχουν ασαφή υπαρξιακά αδιέξοδα — πολύ πριν τις εστέτ μισανθρωπίες του Ουελμπέκ δηλαδή.

Όταν ήμουν μαθητής είχε πέσει στα χέρια μου η Οικογένεια Εγκλετιέρ του Ανρί Τρουαγιά. Η υπόθεση ήταν απλή σε γενικές γραμμές αλλά θυμάμαι μόνο την ατάκα πατέρα προς γιο να μη σιχαίνεται το αίμα γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο καθαρό από το αίμα, μια θεία σε ρόλο μητρικής φυσιογνωμίας και μια πιστή καθολική φοιτήτρια που τα είχε με ένα πιστό καθολικό παλληκάρι και πήγαιναν μαζί σε περιπάτους κι εσπερινούς (κάτι που θα ζούσα αργότερα με μια λουθηρανή αλλά τεσπά). Το ζεύγος, στο πρότυπο των αγνών νιάτων, δεν είχε ερωτικές σχέσεις, μάλιστα τότε δεν έκαναν ζαβολιές με δακτυλισμούς και καταγλωττισμούς τα αγνά νιάτα. Βεβαίως η πιστή κοπέλα τελικά κερατώνει τον ευσεβή νέο με κάποιον εμιγκρέ καθηγητή της — ή κάτι τέτοιο. Μετά την πλησμονή και κένωση παραπονιέται για την «άχαρη» ή «κωμική» γυμναστική που είναι η ερωτοπραξία — και γενικώς μελαγχολεί μετά.

Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που αισθάνονται ότι η ίδια περίπτυξη, το old in-and-out, το γαμήσι τέλος πάντων, έχει κάτι το αντιαισθητικό καθεαυτό. Και για αυτούς η ερωτική πράξη μοιάζει σαν αντιαισθητική γυμναστική, την αντιλαμβάνονται σαν το σπασμωδικό κι επαναλαμβανόμενο μπρος-πίσω που κάνουν οι φιγούρες στο θέατρο σκιών ή, άλλοι, ως κάτι δεμένο πάνω στα κρουστά ρυθμικώς αφελούς μουσικής. Οι διατάσεις και οι επικύψεις, οι τανύσεις και οι εκτάσεις, οι γονυκλισίες και τα σπαγγάτα τούς θυμίζουν όντως άχαρη γυμναστική. Χώρια όλα τα άλλα βεβαίως: τα σάλια και τα λοιπά υγρά, οι λαβές και οι θηλασμοί και χώρια όσα λέγονται κι ακούγονται.

Δεν πρόκειται απαραιτήτως για ανθρώπους που φοβούνται ή σιχαίνονται τη λάγνευση και τις συνέπειές της. Πολύ περισσότερο δεν μιλάμε για ανθρώπους με κάποιο «πρόβλήμα», όπως συνηθίζουμε να διαγινώσκουμε τους διαφωνούντες και αλλόνιωθους. Μάλλον όσοι βρίσκουνε το σεξ κωμικό κι άγαρμπο συνήθως προτιμούν όσα γίνονται αλλά δεν λέγονται ή και δεν αναπαρίστανται γενικότερα. Όπως δεν θα ήθελαν να ξέρουν πώς αντιδρούν ή τι γκριμάτσες κάνουν όταν παρακολουθούν κάτι που τους συναρπάζει, άλλο τόσο δεν θέλουνε να ξέρουνε πώς παράγονται μαζί τους ηδονές και οργασμοί. Ανθρώπινο κι αυτό, βεβαίως.

Αν και δεν ανήκω στους παραπάνω, αλλά και χωρίς να εξιδανικεύω το σεξ σαν Ιταλός σκηνοθέτης σοφτ πορνό, τους νιώθω τελικά: δεν είμαστε πολύ εξοικειωμένοι με την εικόνα ή την αλληλουχία του γαμησιού (ούτε καν με την ορολογία του), ενώ η σωματικότητα παραγκωνίζεται ακόμα και από τα εξόχως αισθητά, αφού η αναπαράσταση του έρωτα περιορίζεται συνήθως στο πριν, στην αλληγορία ή τη μετωνυμία και στο μετά. Επίσης σχεδόν κανείς μας δεν αισθάνεται απολύτως ικανοποιημένος με την εικόνα του σώματός του — εκτός βεβαίως από κάτι απάλευτα πληκτικούς νάρκισσους, αρσενικούς και θηλυκούς, που περιπτύσσονται σαν γκιφάκια ή σαν κουρδιστά κουνέλια καθώς μπανίζουν την κορμάρα τους σε καθρέφτες κι οθόνες.

" … and even thou art a little queer"

Πολλές φορές, ως μέρος του αγώνα τους για δικαιώματα, χειραφέτηση και αυτό που λέμε «ορατότητα», δηλαδή αξιοπρέπεια πιο παλιομοδίτικα, πολλοί γκέι καταφεύγουν σε μια σειρά επιχειρημάτων που πάνε ως εξής: όλοι οι στρέιτ άντρες είναι κατά βάθος γκέι ή δοκιμάζουνε σποραδικά τον αντρικό έρωτα ή κατά βάθος θέλουνε να τον δοκιμάσουν αλλά ζορίζονται ή κιοτεύουν. Αυτά συνήθως λέγονται όχι ως μέρος κάποιας στρατηγικής παρά μάλλον αυθόρμητα (και πολλές φορές μετά λόγου γνώσεως): ο γκέι άντρας θα τονίσει σε μια συζήτηση πόσοι κατ’ όνομα στρέιτ άντρες ζουνε διπλές ζωές, ή παίρνονται περιστασιακά (προσθέτοντας καλαμπουράκια για το πώς η αντρίλα και το ματσιλίκι τους συνυπάρχουν με πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις και ροπές). Άλλοι, και πάλι συνήθως βασισμένοι στην εμπειρία τους, θα προσπαθήσουνε να καταδείξουν ότι οι περισσότεροι άντρες είναι αμφισεξουαλικοί, όρος που πάντως αντιπαθούν κάποιοι ακραιφνείς queer ακτιβιστές, ή ότι οι περισσότεροι άντρες είναι bicurious και heteroflexible ή δεν ξέρω τι όρο θα χρησιμοποιήσουν προερχόμενο από την πορνογραφία, που τόσο απροκάλυπτα κι απενοχοποιημένα — μέχρι και σε επίπεδο θεωρητικής συγκρότησης — στέργει το γκέι κίνημα.

Φρονώ ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν επιθυμήσει, έστω και μια φορά, κάποιον άντρα, ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν έστω μισοκαυλώσει στην όψη άλλου αντρικού σώματος. Όταν λοιπόν δω τέτοια σχόλια να αντιμετωπίζονται με αγανάκτηση συνήθως συμπεραίνω είτε ότι έπεσα στην περίπτωση είτε ότι τέτοιες επιθυμίες μάλλον καταπιέζονται απηνώς. Σε γενικές γραμμές, δεν ξετρελαίνομαι για στεγανά και, όπως είπα αλλού, «νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες».

Ωστόσο το επιχείρημα «όλα τα αγοράκια κατά βάθος είμαστε λίγο αδερφές, άρα αποδεχτείτε εμάς τα εντελώς γκέι αγόρια» πάσχει βαριά· μιλάω για τα αγόρια επειδή με τα κορίτσια που θέλουνε (και) κορίτσια τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, βασικά λόγω πατριαρχίας: οι αδερφές είναι εξωμότες, οι λεσβίες είναι κάτι βλαμμένες που είτε δεν βλέπονται είτε δεν τους κόβει να βρουν άντρα είτε δεν έχουνε κανονιστεί δεόντως ακόμα.

Γιατί όμως «πάσχει» το επιχείρημα;

Πρώτον, κανένας αγώνας δεν κερδήθηκε με το να πείσεις τον προνομιούχο (τον στρέιτ άντρα στην περίπτωσή μας) ότι μετέχει της φύσης σου. Το ζήτημα των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων είναι πολιτικό, δεν είναι πρόβλημα του να νιώσουμε όλοι την αγάπη (ή τον φαλλό). Αν οι αγώνες κερδίζονταν με το επιχείρημα «είσαι κι εσύ, προνομιούχε, λιγάκι σαν κι εμένα που με στιγματίζεις», το ισχυρότερο επιχείρημα του φεμινισμού θα ήταν οι μαντράχαλοι που ντύνονται «γυναίκες» (πουτάνες συνήθως) τις Απόκριες.

Δεύτερον, οι δεινότεροι και πιο ακατάβλητοι πολέμιοι των δικαιωμάτων των γκέι αντρών (για να το περιορίσω σε αυτούς) είναι ακριβως κάτι ενοχικές κρυφές αδερφές, αφού «μισούμε με πάθος και εμμονικά ό,τι ποθούμε ανεξέλεγκτα, ό,τι ξέρουμε πως θα μας απορροφήσει, θα μας εξουθενώσει και ίσως θα μας αφανίσει εάν του αφεθούμε. […] μισούμε όχι τόσο γιατί φοβόμαστε αλλά γιατί φθονούμε». Δεν ξέρω λοιπόν τι εξυπηρετεί να πείσεις ακόμα περισσότερους άντρες ότι θα ήθελαν να παίρνονται κυρίως ή αποκλειστικά με άντρες, μήπως τελικά μάλλον στρατολογείς εχθρούς των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων; — δεν χρησιμοποιώ τον όρο «ομοφοβία» γιατί όπως δεν είπε ο Μόργκαν Φρήμαν: «Δεν είναι φοβία. Δεν είσαι φοβισμένος, αρχίδι είσαι.»