Εναντίον του έρωτα

Πολλά προβλήματα ξεκινούν όταν επιδιώκουμε να ρυθμίσουμε όψεις του ανθρώπινου βίου τζαμώνοντας ασφυκτικά πάνω τους ένα άκαμπτο σύστημα αρχών, σύστημα με απόλυτη εσωτερική συνέπεια.

Άλλα προβλήματα, διαφορετικά, προκύπτουν όταν αποθεώνουμε κι εξιδανικεύουμε όψεις και πτυχές του ανθρώπινου βίου, ανάγοντάς τες στο εν και το παν, ελεατικώ τω τρόπω ας πούμε. Για την αγάπη τα είπαμε. Για την πολιτική τα έχουνε πει κι άλλοι. Ας πιάσουμε τον έρωτα.

Είναι βαθιά προβληματική η αναγωγή του έρωτα στη μία αξία, στο ένα κινούν, στο παν. Είναι λίγο σαν να βγήκαμε από εκείνο το χαζούλι διηγηματάκι του Μπορίς Βιάν, τη Ροζ Ομίχλη, όπου όλοι παντού λαγνουργούν γιατί τους σκέπασε η αντάρα του τίτλου.

Δεν πρόκειται για ζήτημα προσωπικών κλίσεων και προτιμήσεων. Είμαι και παραμένω θιασώτης, ικέτης, ρέκτης, οικέτης του έρωτα — παίκτης του δεν έγινα και δεν σκοπεύω να γίνω — και μάλλον αυτό το καθεστώς θα παραμείνει μέχρι να γίνω κάποιου είδους κομψός πορνόγερος, ρεμβαστής ή σαρδανάπαλος.

Ποτέ όμως δεν χώνεψα τον ερωτοκεντρισμό. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον νιώσω. Επαναλαμβάνω, όχι ότι δεν με απασχολεί ο έρωτας, όχι ότι δεν απορώ με ανθρώπους που προτιμούνε την μπάλα ή τα σπα από το σεξ. Απλώς ο ερωτοκεντρισμός ως ιδεολογία — και όχι ως διάθεση — μού φαίνεται κωμικός, μονομερής κι ανεδαφικός. Με ξενίζει η ιδέα ότι ο έρωτας σώζει, λόγου χάρη. Ας πούμε ότι η αγάπη σώζει, γι’ αυτό είναι πολύ πιο σπάνια απ’ όσο παραδεχόμαστε.

Και πάλι: δεν σκώπτω την ερωτική μανία για κάποιαν, κάποιον, κάποιες, κάποιους — πείτε την και πάθος, λύτρωση, καύλα, τεπετακλάζ, τύφλα ή φώτιση, έστω και καψούρα. Αυτά είναι πράματα ιερά κι ανεξήγητα, υποθέσεις πνευματικές και ο μόνος τρόπος να σειστούν και να τρίξουν πολλοί άνθρωποι, και δη όσοι δεν σκαμπάζουν από τέχνες και φύση ή λεπτότητες.

Όμως ο έρωτας ως το παν και το εν και ως ιδεολογία; Ποιος έρωτας; Το ρομαντικό κατασκεύασμα; Μπορεί να χορτάσει αυτό το πράμα την ψυχούλα του ανθρώπου; — γιατί το πνεύμα του δεν το θρέφει με τίποτα. Είναι δυνατόν να αφιονίζουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κυνηγάει τον ρομαντικό-ιδανικό έρωτα, αυτή τη ζαχαρόπηκτη μαλακία για δύο, και να τον ρίχνουμε στη δυστυχία ξανά και ξανά και ξανά καθώς δίνει ευκαιρίες σε ακόμα έναν μαλάκα, σε ακόμα μία μαλάκω; Δεν γίνεται να προωθούμε τη λατρεία του ρομαντικού έρωτα με τις συμπληρωματικές προσκυνήσεις της χιμαιρικής αιώνιας νεότητας, της ανιαρής ακύμαντης συντροφικότητας, της μονομανούς αφοσίωσης. Αυτό θέλουμε να είναι όλα; Αυτό θέλουμε να είναι το κέντρο του κόσμου μας και το παλλάδιο της ζωής μας; Ένα happily ever after για δύο σε σπίτι στα προάστεια;

Μπορεί να είστε πιο ροκενρόλ, πιο οξειδωμένοι στη νοτιά των ανθρώπων και να εννοείτε τον έρωτα των άκρως αισθητών. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν γαμήθηκε με αγάπη — η αγάπη θα έρθει μετά, αν θα έρθει, που συνήθως δεν έρχεται, και πολύ καλά κάνει. Και πάλι, είμαι από τους τελευταίους ανθρώπους που θα στηλιτεύσουν τη μετά λόγου γνώσεως πολυγαμία (δηλαδή όχι στην πλάτη αθώων), τις αρπαχτές και τις τύφλες ή το φακμπαντιλίκι. Άλλωστε, το υπαινίχθηκα από πάνω, οι δύσκολοι έρωτες είναι δύσκολοι και οι εύκολοι καμμιά φορά δυσκολότεροι.

Δεν μπορεί λοιπόν αυτός ο έρωτας, των σωμάτων χωρίς τούρτες και σορόπια, να γίνει το παν και το εν και, που λένε, να είναι φιλοσοφία ζωής κι η μόνη σωτηρία; Σίγουρα το σεξουαλικό πάθος είναι ο «πυρήνας της βούλησης για ζωή«. Αλλά αν αντί για τη ζωή ασχολείσαι μόνο με τον πυρήνα της, το κουκούτσι της, και τον εξιδανικεύεις, μήπως έχεις πετάξει όλη τη σάρκα της ζωής στο μεταξύ; Δεν είσαι λιγάκι σαν τους ασκητάδες που πετούνε στα σκουπίδια αυτή τη ζωή σε αναμονή μιας άλλης καλύτερης αλλού;

Επαναλαμβάνω, «ο έρωτας όπως και η τέχνη, και η υψηλή, που μετακινεί, και η χθαμαλή, που παρηγορεί, αποτελούν παραμυθία, παραμυθία υγιέστερη από τον τρόμο και την έκσταση που τροφοδοτούν τις θρησκείες». Όμως «η εξιδανίκευση αλλά και το glamorisation του σεξ είναι μάλλον εξίσου πλανεμένα και στρεβλά με την απαξίωση και την περιφρόνησή του. Είναι χαρακτηριστικό πώς οι εξιδανικευτές και ωραιοποιητές του σεξ το παρουσιάζουν σαν μια δραστηριότητα όπου ο ιδρώτας γυαλίζει σαν μπέιμπι όιλ, το σάλιο απουσιάζει, όλα τα υπόλοιπα υγρά απλώς εξυπακούονται, ενώ τα σώματα είναι κουρδισμένα και σε λειτουργία σαν μηχανισμός ρολογιού, με τα γεννητικά όργανα να παραμένουν χρήσιμοι κι ακριβείς κομπάρσοι. Το σεξ εικονογραφείται σαν υπέροχος χορός, σαν κάτι εικαστικά πανέμορφο και ανεξαιρέτως, ίσως κι ατρέπτως, πνευματικό.

Παιδαγωγικά, κάτι τέτοιο είναι εξίσου βλαβερό με την απαξίωση και τη δαιμονοποίηση του σεξ. Αισθητικά αποτελεί παραμόρφωση κι ευτελισμό του, αφού το εξισώνει με γυμνικό περίπατο τροχάδην υπό ψιλή βροχή.»

Το πρόβλημα με την εξιδανικευση του έρωτα των σωμάτων δεν βρίσκεται όμως μόνο στο επίπεδο της αναπαράστασής του, αλλά και στο ότι τελικά τον μετατρέπει σε κάτι που βρίσκεται απέναντί μας, σε ιδανικό αλλά και σε πράγμα έξω από εμάς. Καταλήγουμε να  αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα ως κάτι που ναι μέν αφορά ψωλές και μουνιά και τα υπόλοιπα κορμιά μας αλλά στην εξιδανικευμένη και φαντασιακή εκδοχή τους, ως ζήτημα επίδοσης που συνοδεύεται από το αιτημα διαρκούς ανάπτυξης ή νέων ρεκόρ: την επόμενη φορά περισσότεροι και δυνατότεροι οργασμοί, αεροπλανικότερες κινήσεις, νέες στάσεις, μεγαλυτερες διάρκειες, καινούργια αξεσουάρ — ντε και καλά.

Η εξιδανίκευση του σεξ συνδέεται στενά με την αναγωγή της πορνογραφίας από εκτόνωση, βοήθημα, ψυχαγωγία κι ανταρσία (που είναι και θα είναι) σε λεπτομερείς οδηγίες χρήσεως, σε σαβουάρ βιβρ (ή σαβουάρ μπαιζέ), σε οδηγό και κριτήριο. Κάθε θρησκεία ψάχνει τις γραφές της και τις κωδικοποιεί εκ των υστέρων πάντα, και οι γραφές είναι πάντοτε ρυθμιστικές και κομματάκι απάνθρωπες.

Νομίζω λοιπόν ότι αντί να αποθεώνει κανείς τον Έρωτα, καλύτερο είναι να κάνει έρωτα, ή να ζει τον έρωτα, όπως δύναται κι επιθυμεί. Κι αν θέλει μετά, ας μιλήσει γι’ αυτόν. Αλλά ακόμα μια θρησκεία, η ερωτολατρία, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε.

Ζήλεια

Πριν χρόνια έγραψα για τη ζήλεια:

Στην εποχή μας όμως, εποχή ονομαστικής χειραφέτησης, εύκολης και διαδεδομένης αντισύλληψης αλλά και της ύπαρξης τεστ DNA έχει απομείνει μόνον ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της επιβεβλημένης ερωτικής αποκλειστικότητας: η ζήλεια.

Δε χλευάζω, δεν παραγνωρίζω και σίγουρα δεν περιφρονώ τη ζήλεια. Είμαστε άνθρωποι, πληγωνόμαστε ποικιλοτρόπως κι εύκολα, αισθανόμαστε αποκλεισμένοι, παραμελημένοι, στην απ’ έξω – ιδιαιτέρως όταν εγείρονται θέματα ερωτικής επάρκειας. […]

Βεβαίως, η ζήλεια πειθώ δε γνωρίζει. […] η ζήλεια είναι σαν την οργή. Ναι, βεβαίως πρέπει να τη λαμβάνουμε υπόψη μας στις ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά ας το δούμε κι έτσι: ο Νόμος αναγνωρίζει ελαφρυντικά στην οργή, αλλά η περί φόνου ηθική μας δεν είναι θεμελιωμένη πάνω στην πραγματικότητα του θυμού, του βρασμού ψυχής. Αντίστοιχα, η ερωτική ελευθερία κατά κανόνα συνοδεύεται από εχεμύθεια, τουλάχιστον ώστε να μην προκαλείται ζήλεια. Όμως η περί έρωτα ηθική μας δεν μπορεί να είναι θεμελιωμένη πάνω στην πραγματικότητα της ζήλειας.

Η ζήλεια δεν είναι απλώς σαν την οργή, είναι θηριώδης και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, ούτε καν στην πραγματικότητα. Μάλλον, η ζήλεια πρωτίστως στην πραγματικότητα δεν δίνει λογαριασμό. Το πρόβλημα στην ζήλεια δεν είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, το πρόβλημα στη ζήλεια είναι ότι ζηλεύεις. Η ζήλεια δεν ενδιαφέρεται για τα εμπειρικά δεδομένα και για ενδείξεις αποχρώσες, αλλά μπορεί βεβαίως να τα χρησιμοποιήσει εκ των υστέρων για να δικαιωθεί. Αλλά να μη γελιόμαστε: η ζήλεια είναι αυτεξούσια κι υπάρχει από τον εαυτό της και για τον εαυτό της. Γιατί η ζήλεια δεν είναι ούτε έρωτας, ούτε γκαύλα, ούτε τίποτα τέτοιο. Η ζήλεια είναι το εκτόπλασμα του ερωτικού πάθους: μπορεί να ζει μέσα του και να καμώνεται ότι ταυτίζεται με αυτό, μπορεί και να είναι απλώς ό,τι απομένει αφού το πάθος πεθάνει.

Η ζήλεια στέκεται στην κόψη ανάμεσα στον εξευτελισμό της περιφρόνησης και στον αυταρχισμό της ιδιοκτησίας και του ετεροκαθορισμού.Από τη μια ο εξευτελισμός της περιφρόνησης: όσο κι αν σκούζει το Χόλυγουντ κι αν μινυρίζουν οι παπάδες, κοσμικοί και ένθεοι, η αφοσίωση δεν ταυτίζεται με την ερωτική αποκλειστικότητα. Παράλληλα, σε κανέναν δεν αξίζει να κερατώνεται χωρίς να το θέλει και κατ’ εξακολούθηση, απροκάλυπτα κι ασυλλόγιστα. Δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε λόγω μαξιμαλισμών και αρχών αφηρημένων κι ανεδαφικών, αλλά σε σχέσεις που δεν είναι συναινετικά ανοιχτές το «απροκάλυπτα» και το «φάτσα φόρα» είναι που καθιστούν το κέρατο απεχθές. Η ζήλεια σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι παρά η άναρθρη κραυγή, η εξεγερτική μανία εναντίον του εξευτελισμού και της ταπείνωσης.

Από την αλλη μεριά, η επιθυμία να κατέχουμε τον άλλο, να γίνουμε ιδιοκτήτες του και ως πυγμαλίωνες να τον λαξέψουμε στα μέτρα τα δικά μας και να τον ορίζουμε. Εδώ η ζήλεια εντάσσεται στα πλαίσια του ελέγχου του άλλου, ορίζει τους τοίχους ενός αόρατου κλουβιού ή χαρεμιού μέσα στο οποίο πρέπει να περικλείεται η λίμπιντο, ο βίος και η σκέψη του άλλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ζήλεια αποτελεί απλώς το τεατράλε και ψυχαναγκαστικό θέατρο που υπενθυμίζει στο άμοιρο ταίρι πόσο κοντό ή μακρύ είναι το λουρί του. Πολλές φορές το θέατρο περιέχει και μονολόγους σπάνιας δραματικής χάρης περί εμπιστοσύνης, τιμής, ακεραιότητας, σταθερότητας, αφοσίωσης, αξιοπρέπειας, συνέπειας, ωριμότητας, αξιοσύνης και — βεβαίως — τιμής και προσκύνησης προς τον θηλυκό ή αρσενικό Πυγμαλίωνα κι ιδιοκτήτη.

Όλα τα παραπάνω όμως τελικά αφορούν όποιον την υφίσταται τη ζήλεια. Τι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του αμφίδρομου καθρέφτη που λέμε ζήλεια; Βρισκόμαστε εμείς οι ζηλιάρηδες, που όμως το ελέγχουμε το πράγμα και ξέρουμε ότι ζήλεια είναι, και μόνο. Άλλωστε αν δεν ζηλεύεις καθόλου και ποτέ, αν δεν ανεβαίνει βραστή χολή στο λαρύγγι, ε, είναι σαν να λες ότι δεν θυμώνεις: μπορεί να είσαι μποντισάτβας, αδιάφορος για τον άλλο ή απλώς ψυχοπαθής. Στην άλλη πλευρά του αμφίδρομου καθρέφτη να παρακολουθούν ψυχαναγκαστικά βρίσκονται και οι ζηλότυποι, καρτερώντας αφορμή να τσακώσουν τον άλλο. Οι ζηλότυποι έχουν υπεραναλυθεί σαν ανθρωπότυπος κι έχουνε γίνει καρικατούρα. Δεν έχω ζευγαρώσει ποτέ με ζηλότυπη γυναίκα, οπότε δεν έχω να συνεισφέρω κάτι πέρα από γενικές γνώσεις. Οι ζηλότυποι άντρες θα πρέπει να είναι το κάτι άλλο, πάντως· με την κακή έννοια.

Όσοι ξέρουν περισσότερα από εμένα με διαβεβαιώνουν ότι η ζήλεια είναι σαν το αλκοόλ: άλλοι πίνουν και φτιάχνονται, άλλοι πίνουν πολύ κι ανεξέλεγκτα και καταστρέφονται. Δεν μου φαίνεται άστοχη παρομοίωση.Πάντως η ζήλεια ασχημαίνει, αυτό στάνταρ.

Μιλώντας για το σεξ

Πώς περιγράφουμε τις ερωτοπραξίες μας; Πώς τις περιγράφουμε στον εαυτό μας ή στους άλλους, αν είμαστε προικισμένοι με τόλμη και παρρησία, ή αν απλώς είμαστε κάπως πιο επιδειξίες;

Η προφανής απάντηση είναι ότι οι άντρες τείνουν να γίνονται επικοί και οι γυναίκες λυρικές. Φυσικά πρόκειται για απριορισμό και αφέλεια, όταν δεν μαρτυρεί άγνοια των γεγονότων.

Να το κάνω λιανά: μια ζωή κάθονται και μου λένε οι άλλοι για τα γαμήσια τους. Και ναι, υπάρχουν επικές αφηγήσεις (όχι αποκλειστικά από άντρες), υπάρχουν και λυρικές περιγραφές (όχι αποκλειστικά από γυναίκες). Παράλληλα υπάρχουν όσοι κι όσες μένουνε στη λεπτομέρεια και στα τεχνικά ζητήματα («άτιμη δεκαετία του ’70 και τσόντες μαζί!» — ή μήπως όχι;), υπάρχουνε κι εκείνοι που επιμένουν στις διαθέσεις και στα αισθητηριακά ζητήματα («άτιμο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα!» — ή μήπως όχι;). Άλλοι χαίρονται το σενάριο και τα ντεκόρ θεωρώντας το ψητό δεδομένο και όχι άξιο λόγου, με την ίδια λογική που όταν περιγράφεις ένα ωραίο γεύμα δεν λες ότι μάσαγες την τροφή σου. Οι πιο καμένοι κάνουν υπερανάλυση των πάντων: τεχνικών, εκφράσεων, διαθέσεων, φαινόμενης προθυμίας, γκαρνταρόμπας, εφίδρωσης και λίπανσης, βλεμμάτων, διαρκειών κτλ. — την ίδια την ώρα της λαγνουργίας στις χειρότερες περιπτώσεις.

Το ζήτημα βεβαίως είναι αν καταλαβαίνει κανείς κάτι για τον άνθρωπο και τη διάθεσή του για τον (τουλάχιστον ένα) άλλο άνθρωπο από το πώς περιγράφει τη μεταξύ τους κλινοπάλη. Δηλαδή, είναι αποστασιοποιημένη από τον άλλο μια γυναίκα που μένει στα τεχνικά; Είναι αδιάφορος ο άντρας που αφηγείται το πήδημα σαν να είναι η Διομήδους Αριστεία; Τι μας φανερώνει άραγε λ.χ. μια θολή εξιστόρηση που απλώς εξυπακούει γεγονότα και καθέκαστα; Τι καταλαβαίνουμε από κάποια που παρουσιάζει το σεξ μαζί σας σαν επιτεύγματα; Για να μη μιλήσουμε για όσους σωπαίνουν και επιλέγουνε να πουν με αβάσταχτη περιεκτικότητα 3-4 λέξεις το πολύ ή απλώς «καλό ήταν αυτό» ή τίποτε απολύτως.

Η απάντηση είναι μάλλον αποκαρδιωτική για τους ψυχολόγους του ποδαριού: το πώς θα μιλήσει ο άλλος ή η άλλη για την εκάστοτε ερωτοπραξία δεν μας λέει τίποτε για τη σχέση μέσα στην οποία εκτυλίχθηκε, σχέση των 20 λεπτών, των 20 ημερών ή των 20 ετών. Αν μας λέει κάτι, ενδεχομένως μας φανερώνει κάτι σχετικό με το πώς αυτός ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ίδιο το σεξ γενικά. Κι αυτό δεν είναι λίγο.

Ρεμβασμός

Αυτές τις μέρες της αποκάρωσης σκέφτομαι τις συγκεκριμένες χαρές που κάθε γυναίκα μού χάρισε. Πόσο υπέροχο είναι να σιγά η γλώσσα και να αφήνεσαι στον χαρακτήρα της άλλης, στο πώς πράγματι αισθάνεται στο ποια αληθινά είναι. Να μη χρειάζεται να σου περιγράψει ποια είναι ή να σου μιλήσει για τον εαυτό της ή να σου διηγηθεί καθοριστικά γεγονότα της ζωής της. Πόσο ευφρόσυνο αυτή που είναι να γίνεται φανερό και ταυτόχρονα ηδονή, η μόνη ηδονή περιωπής σε έναν κόσμο που καμώνεται πως μπορείς την υποκαταστήσεις με διαλογισμό, αριστεία, ακτιβισμό, παραγωγικότητα ή — τρισχειρότερα — εξουσία. Χιλιοειπωμένο, αλλά αυτό το έγνω στη μετάφραση τον Εβδομήκοντα, η ιδέα ότι το σεξ είναι γνώση του άλλου, είναι από τα ομορφότερα δώρα της ιουδαϊκής θεολογίας στην ανθρωπότητα. Ο έρωτας των άκρως αισθητών είναι όντως γνώση και φανέρωμα, και ας μην ξέρουμε συνήθως να την ερμηνεύσουμε ή, συνηθέστερα, να τη διαχειριστούμε αυτή τη γνώση.

Ποια είναι η άλλη με την οποία γαμιέσαι φανερώνεται αβίαστα και σχεδόν ολοκληρωτικά, άλλωστε είμαστε οι κρυφές ουλές και το αποτύπωμα της ζωής όσο είμαστε και η όψη της ομορφιάς ή τα παιχνίδια που παίζουμε. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στον οίνο, αλλά στη βίνευση. Δεν διατυπώνεται βεβαίως η αλήθεια αυτή μέσω τεχνικών και προτιμήσεων, ούτε υπάρχουν λεξικά και τσελεμεντέδες τύπου «αν ζητάει αυτό τότε είναι τέτοια· αν λέει αυτά άρα είναι έτσι· αν κάνει το άλλο τότε είναι δείνα”. Δεν είναι κείμενο η λαγνουργία, να ψάχνεις να βρεις σημεία και γραμματικές, είναι γεγονός: το κατεξοχήν γεγονός. Η αλήθεια του γεγονότος θα εκφραστεί υπόρρητα, επεξεργασμένη όχι από τη γλώσσα αλλά από κάτι μου μπορούμε να πούμε “διαίσθηση”. Είναι δύσκολη η διαπίστωση ότι φανερωνόμαστε όταν γαμιόμαστε κι αυτός είναι ένας λόγος που συνήθως γαμιόμαστε κρυφά.

Εννοείται ότι από εκεί και πέρα προσπαθούμε να οριοθετήσουμε την ιμερική μας συμπεριφορά ως κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή, από την υπόλοιπη συμπεριφορά, από τον υπόλοιπο χαράκτηρά μας, επιδιώκουμε να περιχαρακώσουμε την ερωτοπραξία ως κάτι που “απλώς” αφορά τη φυσιολογία και τις όποιες ανατομικές ιδιαιτερότητές μας με ολίγη από ψυχανάλυση της πλάκας και να το αφήσουμε εκεί. Κι όμως, στο γαμήσι (και στο καυλάντισμα μετά τις πρώτες 5-10 ερωτοπραξίες) είμαστε ελεύθεροι και ο εαυτός μας ή είμαστε τραγικοί, τραγικοί ακριβώς επειδή δεν μπορούμε ή δεν αφηνόμαστε να είμαστε ο όποιος εαυτός μας.

Η γνώση που έρχεται μέσα από τους καταγλωττισμούς, τους μηκυθμούς, τις λαβές, τους ιδρώτες, τους μορφασμούς και τα χαμόγελα, τις στοναχές, την αθλητική προσπάθεια και τα χύσια δεν είναι ούτε ευτελής, ούτε καν απλή: ήδη είπα ότι δεν ερμηνεύεται και δεν κουμαντάρεται εύκολα. Βεβαίως, όπως κάθε γνώση, δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα ευχάριστη. Δεν υπονοώ ότι θα κάτσουμε να διαβάσουμε την άλλη για να βρούμε “θέματα” ή “προβλήματα”, ούτε ότι θα κάνουμε τη λίστα μας για να την κράξουμε μετά τον χωρισμό για το πόσο τσουλάρα είναι. Με τίποτα τέτοιες αηδίες. Λέω κάτι πολύ απλό, όπως παραπάνω: μέσα από το σεξ, με σχετική βεβαιότητα μετά τις πρώτες 5-10 επαναλήψεις αλλά και νωρίτερα, πράγματι γυμνώνεται η άλλη μπροστά σου, και δεν μιλάω καν για σωψυχίδια και τέτοια αλλά για τη δυνατότητα θέασης κι ενατένισης της άλλης.

Ένα παράδειγμα: μιλούν με λεπτομέρειες όσοι ξέρουν, εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια εμπειρία, για την τρομακτική εμπειρία να το κάνεις με ρηχό άνθρωπο — δεν λέω “απλοϊκό”, λέω “ρηχό», που είναι περιγραφή χαρακτήρα επιμολυσμένου με δόλο και με ναρκισσισμό. Ό,τι κι αν λέει, όποιες κι αν είναι οι προϊμερικές και οι μετοργασμικές μανιέρες του ανθρώπου, στο γαμήσι βγαίνουν πάρα πολλά — για να το πω απλά.

I wan’na be like you

Η διασκευή του ντισνεϋκού τραγουδιού από τους Big Bad Voodoo Daddy ακούγεται στην ταινιάρα Swingers. Η ταινία μιλάει για την εναγώνια αναζήτηση του έρωτα εκ μέρους ενός άντρα που δεν είναι τόσο παίκτης όσο «θα έπρεπε”. Συνεπώς η ταινία είναι κωμωδία. Μάλιστα, πρόκειται για όντως αστεία κωμωδία.

Θέλω να πιστεύω ότι η ανάσυρση του τραγουδιού για να συμπεριληφθεί στην ταινία δεν είναι τυχαία. Η πρώτη του εκτέλεση χρονολογείται από τη δεκαετία του ’40, στη σκηνή ο βασιλιάς των πιθήκων απευθύνεται στον Μόγλη και του λέει ότι και θέλει και μπορεί να του μοιάσει και να γίνει σαν κι αυτόν. Με άλλα λόγια, στο I wan’na be like you εντοπίζουμε μια βασική διάθεση και τάση που μας πυροδοτεί ο έρωτας: να μοιάσουμε με αυτόν ή με αυτήν που έχουμε ερασθεί. Αν το να μοιάσουμε στον ίδιο τον εαυτό μας, το να πάψουμε να γινόμαστε και να αρχίσουμε να είμαστε, αποτελεί διαδικασία που συναπαρτίζει μερικές πορείες αυτοπραγμάτωσης, η μίμηση του άλλου είναι διαδικασία του να ερωτεύεσαι. Όχι πάντοτε, αλλά πολλές φορές.

Βεβαίως, αποτελεσματική μίμηση — κι όχι απλοϊκότητες τύπου Νόρμαν Μπέιτς — επιτελείς όταν προσπαθείς να ανακαλύψεις και κατά κάποιον τρόπο να αναπαραγάγεις αυτό που συνιστά τον άλλο. Συνεπώς η μίμηση δεν περιορίζεται στην αντιγραφή σουσουμιών, συμβεβηκότων κι εξωτερικών γνωρισμάτων· μίμηση είναι η μεθοδική βάσανος του να αποκαλύψεις και να δουλέψεις από μόνος σου τους μηχανισμούς του άλλου, του εραστή, της ερωμένης: δεν τζαμώνεις τον άλλο παρά προσπαθείς να βρεις τα στοιχεία του ρυθμού εκείνης ή εκείνου που σε μαγεύει για να (ξανα)χτίσεις κάτι από τον εαυτό σου.

Εννοείται βεβαίως πως όταν μιλάμε για ερωτική μίμηση δεν συζητάμε για ναρκισσιστές και μαλαγάνες (“χειριστικούς” τους λένε πια) πυγμαλίωνες που θέλουν εκείνοι να σε πλάσουν εσένα κατά τα κέφια και κατά τη βολή τους, κατά τα όποια ιδανικά τους ή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους.

Πάντως η μίμηση του άλλου δεν περιορίζεται στην περίπτωση που είσαι γορίλας και να θες να γίνεις mancub, Μόγλης. Μίμηση δεν συνεπάγεται ούτε “βελτίωση”, ούτε καν να ανέβεις αναβαθμό. Κι ας λένε πολλοί “ο έρωτάς σου με κάνει καλύτερο άνθρωπο”, μάλλον “ζωντανό” θέλουν να πούνε. Γενικότερα, δεν μας κάνει “καλύτερους» ο έρωτας, μας κάνει κάτι διαφορετικό και ίσως κάτι καινούργιο και πιο μεγάλο, καθώς μιμούμενοι χτίζουμε προσθήκες κι επεκτάσεις του εαυτού μας.

Η πλάνη της καψούρας

Κατά τον Theodore Zeldin, ο εξιδανικευμένος έρωτας επινοείται από τους Άραβες και τους Πέρσες και μεταλαμπαδεύεται μέσω αραβικής Ισπανίας στους τροβαδούρους της Προβηγκίας. Με το πέρασμα των αιώνων έφτασε σχεδόν κάθε μορφή έρωτα να ταυτιστεί στανικώς κι εκ των υστέρων με τον ρομαντικό έρωτα· μόνον ο έρωτας των άκρως αισθητών αντιστέκεται ακόμα. Ο ρομαντικός έρωτας για τους θιασώτες και τους αρχιερείς του υπερβαίνει περιγραφές κι ορισμούς: όντας τα πάντα, ταυτόχρονα ο ρομαντικός έρωτας δεν είναι τίποτα.

Η καψούρα ως όρος επινοείται μάλλον από τους Έλληνες της δεκαετίας του 1960, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα έφτασε σχεδόν κάθε μορφή έρωτα μέσα στον ελληνοφωνο κόσμο να ταυτιστεί εκ των υστέρων με την καψούρα, ιδίως αν αφορά έρωτα των άκρως αισθητών. Η καψούρα για τους αφιερωμένους σε αυτή και για τους κήρυκές της υπερβαίνει περιγραφές κι ορισμούς: όντας σχεδόν τα πάντα (υπάρχει άλλωστε και η αγάπη), ταυτόχρονα δεν είναι τίποτα.

Αλλά να επιμείνουμε. Τι είναι καψούρα; Δεν είναι πάντως η καθαρτική φωτιά του πόθου που καίει σκοτάδια και κάνει τους ατμούς να κινούν πιστόνια και φτερωτές. Δεν είναι καν η τυφλή έπειξη της επιθυμίας, κάτι που λεγόταν τύφλα και τυφλοβδομάδα και πια λέγεται καύλα.

Καψούρα είναι η διαβρωτική εκδοχή της φωτιάς του πόθου, που καίει σκοτάδια και αφήνει στάχτες και καπνιά. Η καψούρα είναι φλόγα που τελικά αναλίσκεται και ξεψυχάει.

Το χρονολόγιο, η ιστορία, της καψούρας περιλαμβάνει ενδεχομένως την απόρριψη (τη χυλόπιτα) και το ανεκπλήρωτο, και αν δεν υπάρξει απόρριψη οπωσδήποτε την αποστέρηση (ιδανικά λόγω του ότι υπάρχει και τρίτος ή και τέταρτος ή και πέμπτος άνθρωπος). Καψούρα πάντως δεν νοείται δίχως εγκατάλειψη και κακό χωρισμό. Από αυτήν την άποψη η καψούρα αποτελεί μια επιμέρους και πολύ πλατωνική εκδοχή του έρωτα: ο έρωτας είναι κάτι που θα μας βγει σε κακό κι άτεγκτος δυνάστης, είναι αυτοκαταστροφική μανία.

Στην καψούρα δεν ασχολούμαστε με τις άγριες χαρές της λαγνουργίας, ούτε με τη μη αλκοολική μέθη του πόθου (άλλωστε η καψούρα συνοδεύεται από φτηνά ουίσκια). Η καψούρα παραγκωνίζει ή σνομπάρει την χαρά της συντροφιάς, το παιχνίδι με τα βλέμματα, χαμουρέματα και κρυφές κινήσεις, αφοσίωση ή το μειδίαμα του χορτασμού και τη ραστώνη της χάλασης. Η καψούρα πραγματώνει την επιθυμία και θριαμβεύει με την απόρριψη («δεν σε θέλει η γκόμενα»)· η καψούρα πλαισιώνει τις ερωτοπραξίες ως στέρηση και πόνος (ώστε οι ερωτοπραξίες, τα γαμήσια, να είναι απλώς διαλείμματα κι ανάπαυλες στην καψούρα)· η καψούρα δικαιώνεται και θριαμβεύει με τον χωρισμό («σε παράτησε η γκόμενα»).

Η καψούρα δεν ξέρει από ζευγάρια (της μισής ώρας, του μισού μήνα, του μισού χρόνου…) μόνον από άντρες μονάχους, που είναι επιρρεπείς στο να προδίδονται. Η καψούρα παραγνωρίζει και αγνοεί την όποια ερωτική χαρά. Οι γυναίκες που οι άντρες καψουρεύονται είναι ανάξιες, άπιστες και αναξιόπιστες — σπανίως όμως «πουτάνες»: επειδή η καψούρα είναι υποκατάστατο και της οργής, οπότε δεν φτάνουνε μέχρι τα κόκκινα οι βελόνες της, αρκείται στο να υπάρχει θόρυβος, έκο και γρέζι στον «πόνο».

Η καψούρα, πλατωνική και στωική, απεχθάνεται τελικά τον έρωτα, αφού τον ταυτίζει με την απουσία ή με τον θάνατό του. Η καψούρα είναι αρσενική (όπως υπαινίχθηκα πριν), αρσενική και στο ότι ψάχνει να εκτονωθεί: σε ξύδια, με συμβολικούς αυτοχειριασμούς, παρέα με αδερφοποιτούς, ξεστομίζοντας μεγάλα κούφια λόγια ή και μαχαιρώνοντας καναπέδες και στερεοφωνικά. Η καψούρα τελικά πασχίζει να υποκαταστήσει το σεξουαλικό πάθος ως «τον πυρήνα της βούλησης για ζωή», αν και η ίδια αποτελεί ενός είδους συμβολικό Todestrieb. Πάντως εικάζω πως όταν οι γυναίκες λένε ότι «καψουρεύονται» είτε ποθούν άγρια κι αμείωτα, είτε φουρτουνιάζουν από οργή και μανία, είτε μαραίνονται σιγοβράζοντας μέσα σε καθαρή θλίψη· μπορεί απλώς να ακυρολεκτούν.

Άντρες

Άραγε γιατί σαλτάρουν οι άντρες τόσο πολύ τώρα τελευταία; Κι αν με ρωτήσετε γιατί μιλάω για τους άντρες, η απάντηση είναι απλή: άντρας είμαι, για τους άντρες μιλάω.

Τι εννοώ ότι σαλτάρουν οι άντρες; Εννοώ ότι ανοιχτά και ξεδιάντροπα πλέον φέρονται σκατά στις γυναίκες μέσα στις σχέσεις και πριν τις σχέσεις και μετά τις σχέσεις και εκτός σχέσεων. Εννοώ ότι λίγοι πια φέρονται σαν κύριοι. Και με το «κύριοι» ποσώς νοσταλγώ παλιοκαιρίσια πατριαρχία ή αστικές αβρότητες κι υποκρισίες (π.χ. χειροφιλήματα στις κυρίες και κλωτσιές στις πουτάνες). «Φέρομαι σαν κύριος» σημαίνει πρώτα πρώτα συμπεριφέρομαι με στοιχειώδη ευγένεια, με κατανόηση και με ενσυναίσθηση, όση επιτρέπει το ενδεχόμενο πάθος έστω. Εννοώ ότι φτύνουν εκεί που γλείφουν και όχι με τρόπο λάγνο και διεγερτικό. Οι άντρες πια έχουμε αναλάβει τον ρόλο που παλιά είχαν οι φαρμακόγλωσσες, οι γκιόσες και οι στρίγγλες: να καταγγέλλουμε την «πουτανιά» όποιας δεν μας κάνει, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν δεν μας κάνει.

Γιατί όμως;

Μέχρι πριν 40-50 χρόνια στον Δυτικό Κόσμο από θηλυκά μόνον η Μητέρα στεκόταν ως ένα κάποιο αντίπαλον δέος απέναντι στην αντρική εξουσία. Οι γυναίκες όφειλαν είτε να συμμορφώνονται είτε να κρύβονται καλά. Αυτές που κρύβονταν καλά δημιουργούσαν, κατά την ωραιοποιητική κι εξιδανικευτική διατύπωση κάποιων θεωρητικών του κοινωνικού φύλου, «μικρούς χώρους ελευθερίας» — περίκλειστους βεβαίως. Η γυναίκα ήταν υπό, που λέμε. Και όφειλε να είναι υπό.

Ωστόσο, εδώ και 40-50 χρόνια στον Δυτικό Κόσμο, οι άντρες αναμετριόμαστε και με ελεύθερες γυναίκες. Γυναίκες που ορίζουν τα εισοδήματα, τις ζωές, τους εαυτούς και τις ορέξεις τους περισσότερο από όσο οι γυναίκες από καταβολής πατριαρχίας — αν και όχι αρκετά. Οι γυναίκες έχουνε γνώμη και λόγο, έστω και αν φιμώνονται ακόμη. Πολλές γυναίκες δεν τα περιμένουν όλα από εμάς και δεν περιορίζονται στους ρόλους που εκάστοτε διανέμουμε στην καθεμία από αυτές: μάνα, τροφός, νοσηλεύτρια, πόρνη, μαγείρισσα, οικονόμος, μάγισσα, μαντείο.

Οι γυναίκες λοιπόν μπορούν πια να διεκδικήσουν ελευθερία. Οκέι, σε κάθε στάδιο του βίου, δημόσιο και ιδιωτικό, ξεκινούν 400 μέτρα πίσω από τους άντρες αντίστοιχων προσόντων, ικανοτήτων και προδιαγραφών. Όμως πια είναι ελεύθερες, πιο ελεύθερες έστω, έστω σε ένα μικρό μέρος του Δυτικού Κόσμου, έστω μέσα σε ένα σμικρότατο χρονικό πλαίσιο.

Η ελευθερία των γυναικών εκνευρίζει πάρα πολλούς άντρες, εκείνους που πλήρως ταυτίζονται με τα ιδεώδη της πατριαρχίας τουλάχιστον. Τα όπλα των αντρών είναι γνωστά: η ταύτιση της ελευθερίας με την πουτανιά και, αν χρειαστεί, η ταύτιση αυτής της πουτανιάς (όπως και αν εκφράζεται: υπέρμετρη επιθυμία, πολυγαμία, απροθυμία για γάμους και μητρότητες) με κάποιου είδους ψυχολογική αναπηρία, τώρα που η καύλα δεν έχει πέραση για αμαρτία.

Η ελευθερία των γυναικών αναστατώνει τους άντρες, που είμαστε ξέρω γω 70% κατασκευές της πατριαρχίας και 30% αρσενικοί άνθρωποι, με τον τρόπο που οι σπουδαγμένοι αποικιοκρατούμενοι έβαζαν τους αποικιοκράτες σε σκοτούρες: τι να τους κάνεις δαύτους; Αντίστοιχα προβληματιζόμαστε τα αρσενικά: ναι μεν δεν θέλουμε να τις ευνουχίσουμε, αλλά πασχίζουμε να έχουμε την αποκλειστική επικαρπία της λίμπιντό τους. Κι όσο αυτό δεν γίνεται να το πετυχαίνουμε πάντοτε, γιατί και οι γυναίκες είναι άνθρωποι με αυτεξούσιο και δικά τους όνειρα, χούγια και γούστα, σαλτάρουμε. Και έτσι τους φερόμαστε σαν μαλάκες: πότε παριστάνοντας τους πατεράδες και τους πυγμαλίωνες, πότε με καθαρή εξουσιαστική βία, πότε παριστάνοντας τις γκιόσες όλο κουτσομπολιά και λαχτάρα να πομπέψουμε.

Και τι να κάνουμε οι άντρες; να καταργήσουμε το πάθος και την κτητική λύσσα του, ναούμ; να γίνουμε μεγαλόψυχοι κερατάδες; να μη σκεφτόμαστε εμμονικά ότι δεν είναι παρθένες όσες είναι μαζί μας; να χαιρόμαστε που είμαστε μαζί τους αντί να μετράμε τους πρώην και τους επόμενούς τους και τα εκατοστά των ψωλών τους; τι πρέπει να κάνει κι ο άντρας ο λευκός ο στρέιτ, που είχε το 90% των προνομίων κι έχει ξεμείνει στο 85%;

Η γνώμη μου είναι, κι είναι η γνώμη μου και μόνο, ότι υπάρχει κάτι πολύ δυνατό και ζωογόνο στο πάθος, στην αφοσίωση χωρίς προϋποθέσεις. Και δεν μιλάω για ισόβια δεσμά και τέτοια, μιλάω για το να μη θέτεις στο πάθος όρους και προϋποθέσεις (π.χ. την προϋπόθεση της μονογαμίας, αλλά όχι μόνο). Μιλάω για το να μη σε βασανίζει η προοπτική της μακράς διαρκείας αλλά να την αφήνεις να ξεδιπλωθεί από μόνη της, εάν πρέπει και εάν μπορεί να εκδηλωθεί. Άλλωστε με το στανιό μόνον ο σωφρονισμός λειτουργεί και με τον πειθαναγκασμό σχεδόν τίποτε. Αλλωστε η καύλα είναι το τυράκι που μάς φέρνει κοντά αλλά το σεξ από μόνο του δεν μπορεί να μας κρατήσει μαζί. Άλλωστε το «βλέποντας και κάνοντας» είναι σαφώς καλύτερη μέθοδος από τα αμέτρητα ματαιωμένα LFE του κόσμου τούτου.

Ενας θαμπός κι αμφίθυμος Βαλεντίνος

Πρέπει να τελειώνουμε. Ο κόσμος κινείται προς μία κατεύθυνση, εμείς πρέπει να κινηθούμε προς μια διαφορετική. Ο κόσμος προσπαθεί να κανονικοποιήσει όσο δυνατόν περισσότερες ερωτικές συμπεριφορές, αυτές που μπορεί να αντέξει και να εντάξει, παραγκωνίζοντας και περιθωριοποιώντας τις υπόλοιπες, δηλαδή τις περισσότερες.

Με αυτή τη βάναυση και γενικευμένη ροπή για ρύθμιση και ποδηγέτηση δεν συνδιαλέγεσαι. Δεν της απαντάς. Όπως και σε άλλα θέματα, δεν περιορίζεσαι στα πλαίσια του διαλόγου που επιτρέπει και ανέχεται η Εξουσία ή η Αυθεντία: την αμφισβητείς, αρνείσαι να την αναγνωρίσεις και αρθρώνεις τον δικό σου λόγο.

Ξεκινάμε λοιπόν: Ο απλούστατος κανόνας περί τα ερωτικά, αυτός της συναίνεσης μεταξύ ενηλίκων, ο μόνος που έχει οποιοδήποτε ηθικό χαρακτήρα, καταστρατηγείται καθώς φορτώνεται με κάθε λογής υποσημειώσεις και τροπολογίες: επικλήσεις στο φυσιολογικό ή αποφάνσεις για το τι αντανακλά ψυχική υγεία και τι νόσο,  μέχρι δισταγμούς για το κοινωνικά ωφέλιμο. Είναι όμως ο μόνος κανόνας: ό,τι κάνουνε συναινούντες ενήλικοι μεταξύ τους κι ανάμεσά τους είναι άμεμπτο και αυτοδικαίως ορθό.

Για θέματα συμβίωσης δεν μιλάω: επί της αρχής δεν αφορά την κοινωνία η ερωτική ζωή όσων επιλέγουν να συμβιώσουν και όλοι έχουνε δικαίωμα να επιλέξουν με ποιον άνθρωπο θα μοιραστούν τις μέρες, τις ώρες, τις μπουγάδες, τις δυστυχίες, τις χαρές και την πλήξη τους.

Συνεχίζω. Έχοντας ημιτελώς και σχεδόν ανεπιτυχώς εξοστρακίσει τους θεούς από την ερωτική μας ζωή, έχοντας απαλλαγεί από χαράμ, καντός, αμαρτίες, κρίματα, κοσέρ, ευλογίες και νηστείες, ήρθε η ώρα να στείλουμε κατά διαόλου και τον ίδιο τον διάολο, τον σατανά. Είναι αναγκαίο να μουτζώσουμε πια την εικονογραφία και τη μεταφορά του διαβόλου στο κορμί και του σατανά που γαμά υπέροχα, που και καλά does this thing with his tongue. Δεν πρόκειται απλώς για ακόμη ένα κατάλοιπο μαγικής σκέψης που μας λερώνει, παρά για λίβελλο και κηλίδωση της ανθρώπινης φύσης, για την πιο ρυπαρή κληρονομιά του βικτωριανισμού μετά την πεφωτισμένη αποικιοκρατία. Το ερωτικό πάθος, η καύλα (ο τεχνικός όρος της μόδας), η παραφορά της κλινοπάλης και η θηριωδία του ίμερου είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Δεν είναι ούτε ο διάολος που μας καβαλάει, ούτε ο δαίμονας που μας καυλώνει.

Ούτε δαίμονας ο έρωτας, ούτε κτήνος. Είμαστε άνθρωποι (ή δελφίνια) γιατί ασχολούμαστε διαρκώς με τον έρωτα και με το γαμήσι, όπως ο καθένας το παλεύει και μπορεί. Απεναντίας, τα ζωάκια ζούνε ανέραστες και τακτοποιημένες ζωές δέκα-έντεκα μήνες τον χρόνο και απλώς κάνουνε τη δουλειά της μάνας φύσης την εποχή του οίστρου τους, γόνιμα κι αποτελεσματικά. Ζωώδες δεν είναι να ζεις και ανάμεσα στα σκέλια σου, ζωώδες είναι να αποσκωρακίζεις με έδικτο και με στυγνή πειθαρχία αυτή την όψη του κόσμου εντός σου και του βίου σου, στη μεγάλη σου πλάνη ότι έτσι αγνίζεσαι και μεταρσιώνεσαι.

Κι αφού ξεμπλέξουμε με θεούς, δαίμονες και τους τάχα ζωώδεις έρωτες, πρέπει να επιτεθούμε στις κόκκινες ζαχαρόπηκτες παραμύθες της αγάπης που κυβερνάνε την ποπ κουλτούρα και που μας ζορίζουν να ερμηνεύουμε τον έρωτα σαν κάτι που θα καρποφορήσει αγάπη — λες και δεν αρκεί ο έρωτας, όταν αρκεί, σαν να είναι ο έρωτας προνύμφη της αγάπης. Ας βγούμε να κράξουμε, έστω και φάλτσα ρε γαμώτο, την πλάνη ότι το σεξ είναι συνεκδοχή ή, έστω, προοίμιο της αγάπης. Πρέπει κάποτε να γυρίσουμε την πλάτη στον ιδεασμό ότι η ερωτική προσκόλληση, η εμμονή του πάθους και οι άγριοι έρωτες ωριμάζουν και τελεσφορούν ως αγάπες ιερές και καθαγιασμένες — ή ότι οδηγούν αναπόδραστα είτε προς την αγάπη είτε προς τον γκρεμό και στη δυστυχία.

Τέλος, μια και πήραμε φόρα, να ξεμπερδεύουμε και με την εξιδανίκευση του γαμησιού, με την αναγωγή του σεξ σε αυταξία και σε ευεργετική δύναμη που όλα τα επανορθώνει και όλα τα ανακουφίζει. Μάλλον για υπόλειμμα εφηβικής αδιάκοπης διέγερσης είναι αυτή η αντίληψη, ότι δηλαδή το σεξ είναι εγγενώς και απολύτως καλό, κάτι εξ ορισμού όμορφο, ένα απόλυτο αγαθό. Το σεξ είναι αυτό που το κάνουν όσοι το κάνουν — και όπως κάθε συνεργατική προσπάθεια, απαιτεί πολλά περισσότερα από ευτυχείς φυσιολογίες και καλή διάθεση.

Αν ο Βαλεντίνος είναι γιορτή του έρωτα, ας τη γιορτάσει όποιος θέλει. Αλλά να θυμόμαστε ότι είναι λίγο σαν γενέθλια, που μαζί με τη γιορτή φέρνουν ίσως και αναμνήσεις απώλειας, προοικονομία θανάτου ή τη διάθεση είτε να ξεκινήσει κανείς κάτι καινούργιο είτε να τιμήσει ό,τι θεωρεί κατακτημένο. Ας είναι θαμπός και ιριδίζων Βαλεντίνος, ούτε εξαϋλωμένος, ούτε γλασαρισμένος κόκκινος με σκέτη σοκολάτα — ούτε καν εξιδανικευτικό πανηγύρι του ξεκαυλώματος.

Γυναίκες

Με ξετρελαίνει, μ’ αρέσει πώς μας ποθούν οι γυναίκες: ήσυχα, έξυπνα, μονολεκτικά. Με λεπτότητα και ακρίβεια: μας βουτάνε από τον σβέρκο, ή από αλλού, την καίρια στιγμή και μόνο. Χωρίς σάχλες, χωρίς παπάντζες, δίχως κουβέντες μεγάλες, δίχως προκαταβολικές αγάπες και παντοτινότητες. Οι γυναίκες κρατούν το ουσιώδες, είτε βογκητό είτε ιμερικά λόγια, για την ώρα του οργασμού τους. Και μετά πράττουν αναλόγως. Οι γυναίκες πράττουν· εμάς η τρυφηλή εξουσία και τα αόρατα προνόμια 5 χιλιετιών πατριαρχίας μάς έχουνε κάνει καραγκιοζάκια της εξαγγελίας, της αυτοπροβολής και των μεγάλων λόγων. Μπλαμπλαμπλά και πούτσα.

Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις μια γυναίκα να χάνει τον χρόνο της. Για κανέναν λόγο. Ο χρόνος των γυναικών είναι πολύτιμος και μετρημένος. Αντιλαμβάνομαι ότι οι σεξιστές αμέσως θα χαμογελάσουν σαρκαστικά, θα πέσουν και αστειάκια με τα «σε 5 λεπτά είμαι έτοιμη». Όμως όσοι άντρες στερεοτυπικά χασομεράμε με τσόντες και μπάλα είμαστε οι τελευταίοι που θα έπρεπε να τολμάμε να αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα του χρόνου των γυναικών. Οι γυναίκες ξέρουν και το πότε, ξέρουνε και το για πόσο — ενώ εμείς πάλι καθόμαστε και βαυκαλιζόμαστε: πάμε, ερχόμαστε, διστάζουμε, τσαμπουκαλευόμαστε, χασομεράμε, επιστρέφουμε και τελικά χανόμαστε. Γιατί είναι τόσο ικανές με τον χρόνο; Δεν ξέρω. Οι γυναίκες ξέρουν γιατί ξέρουν· κάτι εικασίες που συνδέουν την αίσθηση του χρόνου που έχουν με τον μηνιαίο κύκλο τους και με το ελαστικό όριο της εμμηνόπαυσης είναι μάλλον το πώς τα εξηγούνε σ’ εμάς, μπας και καταλάβουμε: με όρους κυνηγιού και ματς.

Οι γυναίκες ξέρουν αλλά κάνουνε πως δεν καταλαβαίνουν. Οι άντρες θα σπεύσουμε συνήθως να δείξουμε πόσα καταλαβαίνουμε για τον κόσμο. Όσοι από εμάς είναι αισθαντικάριοι θα επιμείνουν και στο πόσο βαθιά και πλήρως τις καταλαβαίνουμε τις ίδιες τις γυναίκες, έστω κι όταν απλώς ιχνηλατούμε τη σκιά του εαυτού μας που προβάλλεται πάνω τους. Μετά από πέντε χιλιετίες υπό, οι γυναίκες έχουνε μάθει να κρύβουν όσα πρέπει σε λαγούμια και αβύσσους — σύμβολα και τα δύο του αρσενικού άγχους για τον κόλπο, που είναι η μόνη πραγματική μας Ωγυγία και Αιαία. Επίσης έχουνε μάθει να κρύβουνε  σε δημόσια θέα όσα τις κάνουν ευάλωτες, ποντάροντας στην παροιμιώδη αντρική στραβομάρα. Το μυστικό είναι να τις ακούς, που είναι και το πιο δύσκολο.

Οι άντρες προστατεύουμε τον δικό μας χώρο με σύνορα, πακτώνουμε ψυχολογικά και χρονικά ορόσημα, κάτι nec plus ultra όλο φιγούρα και φαλλό. Είμαστε προνομιούχοι: μεγαλωμένοι φεουδάρχες, ορίζουμε τον κλήρο μας και τον διαφεντεύουμε. Οι γυναίκες προστατεύουν τον δικό τους χώρο κουβαλώντας τον εντός τους και αποτυπώνοντάς τον πάνω τους, γι’ αυτό και είναι αναπαλλοτρίωτος, εάν βεβαίως δεν τις σπάσεις και δεν τις υποτάξεις και δεν τους μάθεις να μισούν τη φύση τους. Το οποίο και συχνά συμβαίνει.

Η φωτογραφία είναι του Bernard Boujot.

Ερωτολογίες

Πάμε σιγά σιγά. Ο κόσμος δεν θέλει πια να διαβάζει, σίγουρα δεν θέλει να διαβάζει πολλά. Ο κόσμος δεν θέλει να σκέφτεται, έχει απωλέσει ακόμα και τη χαρά της κουβέντας του καφενέ.

Διάβασα πρόσφατα το παραπάνω παράθεμα από συνέντευξη του Χ. Παπακαλιάτη. Είναι κοινός τόπος αυτό που λέει, είναι μια ιδέα σε κυκλοφορία τουλάχιστον από την εποχή του «οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει». Νομίζω όμως ότι είναι πολλαπλά άστοχο το παράθεμα στο οποίο «επιμένει ο δημιουργός»: Βεβαίως και ο έρωτας μπορεί να βρεθεί πέραν της πολιτικής, όπως άλλωστε και η τέχνη. Ο έρωτας όπως και η τέχνη, και η υψηλή, που μετακινεί, και η χθαμαλή, που παρηγορεί, αποτελούν παραμυθία, παραμυθία υγιέστερη από τον τρόμο και την έκσταση που τροφοδοτούν τις θρησκείες.

Ο έρωτας είναι όντως και παρηγοριά, ιδίως όταν η πολιτική λανθάνει ή αποτυγχάνει. Αλλά δεν είναι υπερπολιτικός, δεν ξεπερνάει το πολιτικό. Μπορεί μεν να μην ταυτίζονται τα δύο τελικά, ο έρωτας και η πολιτική, όμως συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοσυμπληρώνονται και χωρίς να αλληλοεξουδετερώνονται: δύο δυνάμεις που πράγματι απορούν και δυσπιστούν και επαναδιαπραγματεύονται ιδεολογίες και ταυτότητες. Ιδίως όταν βρεθούν στην αγκαλιά της τέχνης, υψηλής ή χθαμαλής.

Παράλληλα, η εξιδανίκευση αλλά και το glamorisation του σεξ είναι μάλλον εξίσου πλανεμένα και στρεβλά με την απαξίωση και την περιφρόνησή του. Είναι χαρακτηριστικό πώς οι εξιδανικευτές και ωραιοποιητές του σεξ το παρουσιάζουν σαν μια δραστηριότητα όπου ο ιδρώτας γυαλίζει σαν μπέιμπι όιλ, το σάλιο απουσιάζει, όλα τα υπόλοιπα υγρά απλώς εξυπακούονται, ενώ τα σώματα είναι κουρδισμένα και σε λειτουργία σαν μηχανισμός ρολογιού, με τα γεννητικά όργανα να παραμένουν χρήσιμοι κι ακριβείς κομπάρσοι. Το σεξ εικονογραφείται σαν υπέροχος χορός, σαν κάτι εικαστικά πανέμορφο και ανεξαιρέτως, ίσως κι ατρέπτως, πνευματικό.

Παιδαγωγικά, κάτι τέτοιο είναι εξίσου βλαβερό με την απαξίωση και τη δαιμονοποίηση του σεξ. Αισθητικά αποτελεί παραμόρφωση κι ευτελισμό του, αφού το εξισώνει με γυμνικό περίπατο τροχάδην υπό ψιλή βροχή.

Μεταξύ του «φυσική ανάγκη, προς πλησμονή και κένωση» και του σεξ ως μυστικής εμπειρίας κάπου θα έχει παραπέσει αυτό που είναι, δηλαδή το εργαλείο που φτιάχνει ανθρώπους και που μας κάνει ανθρώπους, μαζί με τη γλώσσα. Και όταν λέω «ανθρώπους», εννοώ ανθρώπους, όχι Ανθρώπους.

Και ο έρωτας τι είναι; Τι κάνει; Δεν ξέρω, δύσκολα είναι αυτά τα θέματα, γελοιοποιούν τις εξιδανικεύσεις αλλά δεν χωρούν και αναγωγισμούς.

Η δεύτερη φωτογραφία είναι της Irella Konof.