Η κομμουνιστική Ελλάδα του 2018

Ζούμε σε μια από τις πρώτες χώρες του Πρώτου Κόσμου στην οποία εφαρμόστηκε η νεοφιλελεύθερη συνταγή «λιτότητα και ξεπούλημα» και μάλιστα χωρίς Τσαουσέσκου και Πινοτσέτ ή άλλες τέτοιες τριτοκοσμικές ασχημοσύνες. Η εκτέλεση της συνταγής αυτής μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ, που αν θυμάστε θα έφερνε τον κομμουνισμό, σε κεντροδεξιό κόμμα — δείτε κι εδώ.

Υπάρχουν ωστόσο πάρα πολλοί που εδώ και τρία χρόνια διαμαρτύρονται ότι ζούμε σε σταλινικό καθεστως, το οποίο έχει ξεκινήσει πρόγραμμα θεμελίωσης του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ελλάδα.

Βεβαίως η πραγματικότητα τους διαψεύδει: δεν βλέπουμε ουρές για ψωμί και 450 γραμμάρια τυρί φέτα αλλά παντού μαγαζιά πολυτελείας· δεν μας κυβερνάν εργατικά συμβούλια παρά διάφοροι λεφτάδες και φιλάνθρωποι· δεν έχει κολλεκτιβοποιηθεί το σύμπαν (τρένα, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, υπηρεσίες) παρά έχει ξεπουληθεί σε ιδιώτες· δεν παρελαύνουν κομσομόλοι της Κουμουνδούρου στους δρόμους αλλά ναζί και χριστιανοεθνικιστές· δεν δείχνει η τηλεόραση αντάρτικα, ιστορίες από το αγροτοεργατικό κίνημα και ρεπορτάζ από τοπικές συνελεύσεις παρά προβάλλει καταναλωτικά προϊόντα που ενθαρρύνουν την κατανάλωση κι έναν αδιανόητα αντιδιανοητικό ατομικισμό.

Το μόνο κομμουνιστικό καθεστώς στο οποίο κάπως μοιάζουμε είναι αυτό του σ. Τσαουσέσκου (φίλου δεξιών κι αριστερών τότε), που εξαθλίωσε μια ολόκληρη χώρα για να αποπληρώσει το ΔΝΤ. Όμως είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν τον Τσαουσέσκου στο μυαλό τους όσοι θρηνωδούν για τον αποσοβιέτωσή μας.

Πολλοί δεν μπορούν καταπιέσουν τη θυμηδία τους όταν κάθε λογής δεξιοί και δεξιόστροφοι ισχυρίζονται ότι κατρακυλάμε προς τον κομμουνισμό ενώ η πραγματικότητα πηγαίνει αλλού. Γίνεται πολύς λόγος για «χαζούς» και «ιδεοληπτικούς» που σκιαμαχούν εμμονικά με το φάσμα του κομμουνισμού ακόμα και όταν αυτό διόλου δεν μετεωρίζεται πάνω από τα κεφάλια τους. Πλακίτσα γίνεται και γίνεται πολλή, γενικώς. Τα γέλια δυναμώνουν όταν κάποιοι από τους κατά φαντασία συμμοριτόπληκτους φωνασκούν ότι βρίσκονται υπό διωγμό. Γίνεται τότε λόγος για τζάνκια της εξουσίας ή κρατικών επιχορηγήσεων που στο παραλήρημά τους τρώνε φρίκη και υποκύπτουν σε μανία καταδίωξης.

Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Όσοι βλέπουν την επέλαση της κομμουνιστικής λαίλαπος στην Ελλάδα δεν είναι απαραιτήτως κουτοί ή απλώς εξουσιοστερημένοι. Πολλοί από αυτούς ξέρουνε τι λένε, πολλοί από αυτούς έχουν όραμα. Ό,τι δεν συντελεί ενεργά στην υλοποίηση του οράματός τους είναι «σταλινισμός».

Το όραμά τους περιλαμβάνει κουκλίστικα κέντρα πόλεων, συμμαζεμένα κι εύτακτα κατά τα πρότυπα των τουριστοπόλεων της Μεσευρώπης, στα οποία θα μπορούν να ψωνίζουν και να σουλατσάρουν και να πίνουνε ριστρέτο και σπριτς και να τρώνε κονφί πάπιας με κριθαρώτο τρούφας και στα παγκάκια των οποίων θα μπορούν να φλερτάρουν (αν θέλουν και μπορούν).

Θέλουν το χρήμα να ρέει προς αυτούς και τα παιδιά τους ώστε να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις που θα εντάσσονται μέσα στον ιστό αυτών των κουκλίστικων ιστορικών κέντρων. Σκουπίδια, φτωχοί, μη σέξι πλανόδιοι, μπανάλ πινακίδες, απεργοί, τηλεοπτικές κεραίες, μπαρμπάδες, άνεργοι, άσχημες προσόψεις, θείτσες, σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, φρικιά, πλαστικές καρέκλες, άπρακτοι μετανάστες που δεν φοράνε ποδιές ή δεν υποδέχονται χαμογελαστοί πελάτες να αποσκορακίζονται και να εξοστρακίζονται εκτός, εκεί, έξω, μακρια: στο μπανλιέ.

Θέλουν ζυγοσταθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες χωρίς δημοσίους υπαλλήλους, γραφικές εκκλησίες χωρίς παπάδες και ζητιάνους και χαροκαμένους που σταυροκοπιούνται διώχνοντας τους τουρίστες, κομψές διαφημίσεις στο μετρό, έτζυ φοιτητές που θα ξεδιπλώνουν το σέλας της νιότης σε προσεκτικά ψαγμένες πολιτιστικές παρεμβάσεις κι όχι αφισοκολλήσεις και καταλήψεις, θέλουν πανεπιστήμια και Τύπο που θα αμφισβητούν οτιδήποτε εκτός από το δόγμα ότι ο κόσμος τούς χρωστάει επειδή είναι γόνοι και διάδοχοι, επειδή είναι οικογενειακοί φίλοι με κάποιον κάπου ή με μουμιοποιημένο μέλος της λματ.

Ανηκουν σε μια σκιώδη Ευρώπη, η οποία γεωγραφικώς απαρτίζεται από μια ντουζίνα μνημεία, μια ντουζίνα ΚΥΕ και 5-6 λιθόστρωτους δρόμους και κανα-δυο γέφυρες, ενώ πολιτικώς είναι διευθυντήριο για απείθαρχους λαούς.

Το όραμα όσων τρέμουν τον κομμουνισμό και τον θυμιατίζουν στανικώς και σπασμωδικώς σαν καταπιεσμένα γυναικωτός διάκος είναι μια πόλη δική τους, για το 10 με 20%, και οι υπόλοιποι ας βρούνε κάποιον τρόπο να υπάρχουν κάπου αλλού και μακριά — ή και όχι. Θέλουνε μια χώρα να δουλεύει για αυτούς και να μην το πολυδείχνει, πολλώ μάλλον να μην παραπονιέται. Ό,τι αφήνει περιθώρια παραπόνων ή και διαμαρτυριών από τα συνήθη υποζύγια (μα δεν ξεχνιέται αυτή η διατύπωση!) είναι κομμουνισμός, σταλινισμός και αναξιοκρατία της νομενκλατούρας. Κι αυτά λέγονται από τους ίδιους κύκλους που θα στελέχωναν την κομματική νομεκλατούρα ή θα γίνονταν στυλοβάτης της αν είχε γίνει νικήσει ο ΔΣ, αν όντως είχαμε γίνει δορυφόρος της ΕΣΣΔ.

Ξυπνώντας ταξικώς λόγω του μνημονιακού εφιάλτη οι μη προνομιούχοι, πάντα σιωπηλοί και παραμυθιασμένοι, τελικά ξαναβυθίστηκαν στον ύπνο της Ελλάδας και της Παράδοσης και της Ορθοδοξίας κι Αντροσύνης — αν και κατά πολύ φτωχότεροι: έπεσαν από το 3 στο 1. Οι υπόλοιποι ελάχιστοι, άντε ένα 10 με 20%, αυτοί που από τα 9 έπεσαν στα 8, επίσης αφυπνίστηκαν ταξικώς και λυσσάνε στην ιδέα ότι ότι δεν έχουν ήδη καβατζώσει τα 11. Και σίγουρα γι’ αυτό φταίει ο σταλινισμός που ζούμε.

Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα ταξικές οι απαιτήσεις των ελίτ στην Ελλάδα, έστω και πλαισιωμένες από αντικομμουνιστική φρεναπάτη.

Υπέρ της πολυγαμικότητας

God, I’m fond of adultery. Aren’t you? […] The softness it brings to the hardness […] A world without adultery is unthinkable. The brutal inhumanity of those against it. […] To demand of human flesh fidelity. The cruelty of it, the mockery of it, is simply unspeakable.

Philip Roth — Sabbath’s Theater p. 336

Η πολυγαμικότητα δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ ιδανικό ή αρετή· ακόμα και αν υπήρξε εύσημο και άθλημα για τους άντρες, πάντως ποτέ δεν ήταν αποδεκτή για τις «τίμιες» γυναίκες. Βεβαίως πολλές φορές η τέχνη έχει άλλη γνώμη για αυτά τα θέματα, όμως στο σφυρί της τέχνης ξέρουμε να αντιστεκόμαστε όταν δεν κάνουμε νιανιά όσα μας δείχνει ή όσα μας ξυπνάει.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για την πολυγαμικότητα.

Ο έρωτας μάς δίνει διαφορετική χαρά, διαφορετικές χαρές και διαφορετικές χάριτες με διαφορετικούς ανθρώπους: με κάθε διαφορετικό άνθρωπο είναι αλλιώς η ερωτοπραξία. Αυτονόητο. Επίσης δεν υπάρχει ο ένας άνθρωπος με τον οποίο «όλα θα γίνουνε σωστά», ό,τι κι αν ισχυρίζεται η εποχή μας. Πολλώ μάλλον, ο ανθρώπινος πόθος δεν αποτελεί ένα οικονομίστικα δοσμένο κεφάλαιο το οποίο δεν πρέπει να σπαταλήσουμε δεξιά κι αριστερά παρά πρέπει να δαπανήσουμε «σωστά», όπως όταν αγοράζουμε σπίτι. Ο έρωτας είναι καινούργιος και ξεκινάει από την αρχή με κάθε καινούργια γνωριμία, ενώ αυτή η διαπίστωση καθόλου δεν συνεπάγεται ούτε εξιδανίκευση ούτε δαιμονοποίησή του.

Η μετά λόγου γνώσεως πολυγαμικότητα χορταίνει βαθιά την ψυχή και μιλάμε σαφώς για χορτασμό κι όχι για κορεσμό, μιλάμε για αποτέλεσμα πληρέστερο και οπωσδήποτε διαφορετικό από το να ξεκαυλώσεις απλώς.

Αυτός ο χορτασμός εν μέρει προέρχεται και από τις διαφορετικές λαγνικές εμπειρίες, αφού με κάθε διαφορετικό άνθρωπο ο έρωτας είναι διαφορετικός. Αυτό το εντελώς διαφορετικό που μας επιφυλάσσει κάθε καινούργιος εραστής και κάθε καινούργια ερωμένη δεν εξαρτάται σώνει και καλά από μαγικούς και μεταφυσικούς παράγοντες, παρά ξεκινάει από το ότι η καύλα βρίσκεται βεβαίως και στο μυαλό: είναι η επιθυμία για κάποιον, για κάποιον άλλο ή για κάτι. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι μια ερωτική στάση, μια συγκεκριμένη κατάσταση-φάση ή σκηνοθεσία ή ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος κ.ο.κ.

Επίσης η πολυγαμικότητα μάς ποντίζει βαθιά  μέχρι τον βυθό των ανθρώπινων σχέσεων. Όταν τον κοιτάμε από την κατοπτρικά ακύμαντη επιφάνεια ο βυθός μοιάζει μια πάρα πολύ απλή εικόνα, εξόχως στατική. Όταν όμως ποντιστούμε μέσα του αλλάζει το πράγμα και οι κόσμοι του πλέον αποκαλύπτονται. Η πολυγαμικότητα μας αναγκάζει να ζήσουμε — όχι απαραιτήτως να αναστοχαστούμε — την αλήθεια ότι έχουμε διαφορετική ποιοτικά σχέση με κάθε διαφορετικό εραστή ή διαφορετική ερωμένη, όχι απλώς διαφορετικούς λαγνικούς συσχετισμούς.

Η εμπειρία της πολυγαμικότητας μας εξοικειώνει και με μία δεύτερη αλήθεια, ότι μετά το πέρας τους, διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφηνουνε δεσίματα διαφορετικής έντασης: από το μείον του μίσους μέχρι το μηδέν της αδιαφορίας και έως τη φιλία ή και την αγάπη. Επίσης μας αναγκαζει να αντιμετωπίσουμε και ότι διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφήνουνε πίσω τους δεσμούς διαφορετικής ποιότητας και διαφορετικού χαρακτήρα.

Η πολυγαμικότητα δεν είναι μόνον γαμήσια, λιγότερο περισσότερο αξιομνημόνευτα και αξιομακάριστα, χαρές και γλέντια. Η πολυγαμικότητα είναι και ένας τρόπος να ανεύρουμε άλλους, να μάθουμε τον άλλο, αλλά και να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Μέσα από την πολλές φορές τυρβώδη πολυγαμικότητα μαθαίνουμε κυρίως τον εαυτό μας· τον σπουδάζουμε κοιτάζοντας τα βλέμματα των άλλων προς εμάς — όσο στρεβλά, τυραννικά, ζηλόφθονα ή φθονερά και αν είναι κάποτε. Επίσης μαθαίνουμε τον εαυτό μας μελετώντας τι βλέπουν οι εραστές κι οι ερωμένες όταν μας αντικρύζουν.

Σε γενικές γραμμές ισχύει πως η πολυγαμικότητα «μας εξασκεί στην ενσυναίσθηση αλλά και στα όρια, μας κάνει θαρραλέους και μας αναγκάζει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας».

Επαναλαμβάνω ότι προφανώς η πολυγαμικότητα μπορεί να γίνει τρομακτικά επώδυνη και σε αυτό μοιάζει με το πιοτό, την ψυχοθεραπεία, τη σωματική άσκηση και τη συστηματική μελέτη. Η εξάσκηση της πολυγαμικότητας είναι δύσκολη: απαιτεί λεπτότητα και βαθιά ευγένεια ώστε να μην καταντήσει χονδροειδής και ισοπεδωτική, αλλά να παραμείνει κάτι βαθιά ανθρώπινο κι εξανθρωπιστικό — πέρα από ιμερικό, μακάριο κι ιλαρό.

Εννοείται επίσης ότι η ταυτόχρονη ενασχόληση με διαφορετικούς ανθρώπους υπό διαφορετικούς όρους μπορεί να καταστεί από κυνική διαχείριση και ναρκισσιστική κούρσα μέχρι πρακτική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης και άσκηση στην ενσυναίσθηση.  Μαθαίνει κανείς, να συναναστρέφεται τους άλλους — ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι άλλοι χύνουν μαζί του ή τον έχουνε δει να βογγάει αναλόγως.

Οπωσδήποτε η πολυγαμικότητα και η πολλαπλότητα των ρόλων που εισάγει μάς καθαίρουν: μας ασκούν στην απόταξη της φρεναπάτης πως μας ανήκει οποιοσδήποτε άνθρωπος ή πως θα γίνουμε ο θεός του — όσο τρελός κι αν είναι ο έρωτάς μας, όσο βαθιά κι αν είναι η αγάπη μας.

Ανθρώπινη και εξανθρωπιστική είναι τέλος και μία παραγνωρισμένη χρήση της πολυγαμικότητας: η αποσυμφόρηση των σχέσεων Παρά την αναπόφευκτη παρενέργεια της ζήλειας, η πολυγαμικότητα ως επιλογή σώζει σχέσεις, ιδίως μακροχρόνιες: αντί να εγκαταλείπεις τον άνθρωπό σου γιατί σου λείπει κάτι ή γιατί του λείπει κάτι, του αφοσιώνεσαι ή του παραμένεις αφοσιωμένος ανοίγοντας τον εαυτό σου.

Πληθωρισμοί

Δεν χρειάζεται να είναι όλα ναζισμός.
Δεν είναι όλα Ολοκαύτωμα. Δεν είναι καν γενοκτονία.
Δεν είναι κάθε αυταρχισμός φασισμός.
Δεν είναι κάθε κρατισμός σταλινισμός.
Δεν είναι κάθε συντηρητισμός νεοφιλελευθερισμός.

*

Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να είμαστε ακριβείς σε έναν κόσμο στον οποίο η ραθυμία στην ανάγνωση και η ακηδία στη γραφή πλέον σκοτώνουν. Ο πολτός των εννοιών και οι ακυρολεξίες θαμπώνουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, όμως αυτή την πολυτέλεια την έχουμε προ πολλού στερηθεί. Η ευκολία των γενικεύσεων και των εξισωτισμών δηλητηριάζει την ερμηνεία του κόσμου περισσότερο και από τα fake news.

Η Νότια Αφρική δεν ήτανε ναζιστικό κράτος. Ήταν όμως ένα από τα απεχθέστερα τυραννικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Οι κυβερνήσεις του Ισραήλ δεν είναι ναζιστικές, εφαρμόζουν όμως απαρτχάιντ στυγνότερο από το νοτιοαφρικανικό. Είναι φρικώδες να εξισώνεται το απαρτχάιντ με τον ναζισμό, όχι γιατί το ένα είναι «καλύτερο» από το άλλο.

Η γενοκτονία των Αρμενίων δεν ήταν το Ολοκαύτωμα. Ήταν όμως ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα του 20ου αιώνα: γενοκτονία. Η αποικιοκρατία δεν ήταν το Ολοκαύτωμα, αλλά φονικότερη από το Ολοκαύτωμα· επίσης η αποικιοκρατία είναι λιγότερο αναγνωρίσιμη ως γενοκτονία και σίγουρα πιο δικαιωμένη. Η μνημονιακή άλωση της Ελλάδας δεν είναι γενοκτονία. Αποτελεί τρομακτική προσβολή στα θύματα γενοκτονιών να μιλάμε με τέτοιους όρους για τη δήωση που υφιστάμεθα από το 2010.

Ο Περόν εγκαθίδρυσε ένα προσωποπαγές αυταρχικό καθεστώς έχοντας προσεταιριστεί και καθυποτάξει τα αργεντίνικα συνδικάτα αλλά δεν ήτανε φασίστας: αν μη τι άλλο ο ίδιος και οι εκλεκτοί του κέρδιζαν αβέρτα εκλογές. Αν ο φασισμός είναι πολιτική λατρεία θανάτου με θεό το κράτος — και ο ναζισμός με θεό τη φυλή — οι δικτάτορες της Κεντρικής Ασίας είναι πολύ πιο φασίστες από τον Περόν.

Ο Τίτο δεν ήτανε σταλινικός, κι όχι μόνο γιατί δεν ανήκε στο ανατολικό μπλοκ. Η Βενεζουέλα δεν είναι σταλινική. Αν ο συγκεντρωτικός κρατισμός ήτανε σταλινισμός, τότε η Γαλλία θα ήταν πιο σταλινική από την αποκεντρωμένη Κούβα της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης.

Οι πατρίς-θρησκεία-οικογένεια δεξιοί ανά τον κόσμο δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ο Τραμπ δεν είναι, η Χίλαρυ ήταν.

*

Δεν είναι κάθε κακό ανταλλάξιμο με κάποιο άλλο. Η ζωή στην Ουγγαρία του ’70 είναι εξίσου χάλια με αυτή στην Αυστρία του μέλλοντος — αλλά μιλάμε για διαφορετικά καθεστώτα. Ο Ερντογάν και ο Κάστρο δεν το έχουν με την ελευθερία του Τύπου αλλά δεν μοιάζουν.

Τέλος, δεν είναι καλό ένα καθεστώς μόνο και μόνο επειδή το υποστηρίζουν οι όποιες ελίτ του. Όταν πηγαίνουμε πέρα από αυτό το αντανακλαστικό αρχίζουμε να έχουμε αυτό που λέμε δημοκρατία. Όταν προστατεύουμε όσους μειοψηφούν, τότε έχουμε δημοκρατία.

Ναι, αυτονόητα πράγματα.

Αλλάζει ο κόσμος, μπρε;

Ο παππούς μου, μεταμελημένος κομμουνιστής, προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα. Επιπλέον προσπαθούσε να μου παρουσιάσει αυτή του την πεποίθηση ως νόμο της φύσης περίπου, ως κάτι αναπόφευκτο. Καταλάβατε, στο πνεύμα του βοτανιού «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα» που καλύπτει μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις των σοσιαλμήντια.

Εννοείται πως αυτή η πολιτική μοιρολατρία ενθαρρύνεται από όσα βλέπουμε γύρω μας, με τον τρόπο που καταλήγουμε να τα βλέπουμε. Εννοείται πως μπορείτε να τη βαφτίσετε κοινωνική εντροπία αν ξέρετε και λίγη Φυσική. Ό,τι κι αν εννοείται, βεβαίως, είναι ψευδές: ο κόσμος αλλάζει.

Ο κόσμος όμως αλλάζει προς το καλύτερο σε πολλούς τομείς, σε εκείνους ακριβώς τους τομείς στους οποίους οι ελίτ δεν έχουνε καταφέρει ακόμα να στήσουνε το παιχνίδι ώστε να τζογάρουν ανενόχλητες το μέλλον της ανθρωπότητας με σκοπό να αυξήσουν τα κέρδη τους την επόμενη πενταετία και να συσσωρεύσουν περισσότερο μπανάλ πλούτο. Ο επισιτισμός, τα φάρμακα, η εκπαίδευση, κάποιες απλές τεχνολογικές λύσεις σώζουν εκατομμύρια ζωές και βελτιώνουν τη διαβίωση σε τόπους που δεν φτάνουν στις ειδήσεις.

Ο κόσμος επίσης αλλάζει προς το χειρότερο, με τις μηχανές του πολέμου να αναπτύσσονται και να κάνουν τη φονική δουλειά τους, με τη σε εξέλιξη περιβαλλοντική συντέλεια (κλιματική αλλαγή, τοξικά απόβλητα, πλαστικοπλημμύρα…), με την υποχώρηση ελευθεριών κι εργασιακών δικαιωμάτων και με τους φασισμούς στο προσκήνιο του ανεπτυγμένου κόσμου. Με άλλα πολλά.

Άρα, ως φαταλισμός και ΤΙΝΑ, ως απολίτικη πολιτική μοιρολατρία, γαμιέσαι Κεμάλ (μετά συγχωρήσεως). Ο κόσμος αλλάζει, οι ελίτ και η θεομηνία της απληστίας τους δεν αλλάζουν.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο κόσμος αλλάζει λοιπόν προς το χειρότερο: τα σύνορα κλείνουν για μια ακόμα φορά στην ανθρώπινη ιστορία παρά το πρόσχημα (ή με το πρόσχημα) του ανώτερου πολιτισμού μας, τα εργασιακά δικαιώματα συρρικνώνονται, οι ελευθερίες κατακερματίζονται και αντιμετωπίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση, ανορθολογισμοί από ταυτοτικοί μέχρι ανοιχτά φασιστικοί κερδίζουν το παιχνίδι του δημόσιου λόγου ονλάιν κι οφλάιν, η θλιβερή ομοιομορφία και ο χαρωπός αυταρχισμός νεοφιλελεύθερων σοβιετιών εξαπλώνονται.

Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, τα ίδια και λίγο χειρότερα: ναζί βουλευτής υπόδικης οργάνωσης καλεί σε πραξικόπημα και σε ανατροπή του πολιτεύματος, διαφεύγει, καταδιώκεται (;), συλλαμβάνεται, αφήνεται ελεύθερος. Τι συμβαίνει με την Ηριάννα και τι συνέβη παλιότερα με τον Θεοφίλου ή τον Σακκά να μην τα υπενθυμίσω. Θυμάται κανείς την Combat 18; (εγώ ο ίδιος δυσκολεύτηκα)

Προφανώς οι φασίστες εχθροί της δημοκρατίας είναι λιγότερο επικίνδυνοι γι’ αυτήν από τους αναρχικούς πολέμιούς της. Το οπλοστάσιο κάποιας αριστερής οργάνωσης επιμολύνει όσους αγγίξουν κάποιον που ίσως το άγγιξε — περίπου όπως οι διατάξεις περί του μιάσματος της εμμηνόρροιας στον μωσαϊκό νόμο. Τα οπλοστάσια των φασιστών είναι συλλογές και η ύπαρξή τους είναι χρήσιμη σε περισσότερους από όσους θα το παραδέχονταν. Αυτή η κραυγαλέα μεροληψία, που καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, είναι επιλογή του ελληνικού κράτους κι εδράζεται στα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας: ο αναρχικός είναι αλήτης, ο φασίστας νοικοκύρης που αγανάκτησε (ενίοτε κι οι γκάνγκστερ νοικοκυραίοι είναι). Μέχρι εδώ καλά. Μόνο που ο νόμος και τα δικαστήρια δεν επιθυμούν να πάνε κόντρα σε αυτά τα αντανακλαστικά: προφανώς εδώ δεν μας χρειάζεται κράτος δικαίου. Ενδεχομένως οι φασίστες είναι πιο χρήσιμοι από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε.

Και πάμε στην έξοδο από τα μνημόνια — ή όπως αλλιώς θέλετε να πείτε αυτό που αποφασίστηκε χτες. Πέρασαν οχτώ χρόνια αυταρχισμού και αστυνομικής βίας κατα τα οποία εξαθλιώθηκαν ή πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και καταληστεύτηκε ο εθνικός πλούτος. Πράγματι, αν δεν αισθανθήκατε τις συνέπειες της εξαθλίωσης μάλλον κακώς διαβάζετε αυτό το κείμενο: είτε ανήκετε στις ελίτ (μην ταράζεστε, παρά τις διαβεβαιώσεις λματ και κωστόπουλων στην Ελλάδα δεν τις διακρίνει γκλαμουριά), είτε ζείτε εκτός Ελλάδας. Στην Ελλάδα πάντως, τα όργανα των ελίτ με ιεραποστολικό ζήλο προσπάθησαν τρία πράγματα:

  • να πείσουν την ελληνική κοινωνία για τη χρησιμότητα μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν ποτέ ή που έγιναν με οθνεία αποτελέσματα, συνήθως κολοβώνοντας εργασιακά δικαιώματα·
  • να πείσουν όσους δεν ανήκουν στις ελίτ ότι εκείνοι ακριβώς ευθύνονται για τη Μνημονιοκρατία και, 
  • να μη θιγούν ποσώς τα ντήλια, τα προνόμια και ο τρόπος ζωής των ελίτ.

Τα πέτυχαν και τα τρία, ενώ χάρη στο νοβοκαϊνικό μούδιασμα της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ’15, εξουδετερώθηκαν οι κοινωνικές αντιστάσεις και τα κοινωνικά κινήματα, ακόμα και τα συστημικά συνδικάτα, αφήνοντας την όποια αντιμνημονιακή αντίσταση σε εθνικιστικές αταξικές φαιδρότητες τύπου ΛΑΕ και Πλεύσεις ή στο ξεκούτικο και ζαβλακωμένο ΚΚΕ. Με δυο λόγια, το έτος 2018 ξέρουμε ότι μπορείς να πάρεις μια μικρού μεγέθους ανεπτυγμένη χώρα και να της αλλάξεις τον αδόξαστο στο εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι.

Μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα. Αν το ΠΑΣΟΚ έπαθε pasokification, η Νέα Δημοκρατία άντεξε ενόσω έπειθε τις ελίτ και τους θεράποντές τους ότι είναι κεντροδεξιό κόμμα. Όμως έχει πάψει από καιρό να είναι. Σήμερα πλέον μπορεί κανείς να πει ότι λίγο οι άψογες κεντροδεξιές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο το φλερτ της ΝΔ με φασίστες, παλιοημερολογίτες και θιασώτες του αγροτοποιμενισμού εγγυώνται ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα μας κυβερνάει ο Παππάς για τα επόμενα 10 χρόνια και βάλε. Το παραδέχεται ή το ελπίζει και η πατρίδα μας η Ευρώπη.

Συνοψίζοντας, όπως έγραψε και η Καλυψώ Λάρα στο φέισμπουκ πριν λίγο, «Οι κρίσεις τελειώνουν μόνο όταν οι φασίστες ντρέπονται να πουν δημόσια αυτά που σκέφτονται. Προς το παρόν ο πλανήτης βρίσκεται σε προηγούμενο λέβελ.»

Η εικόνα από το κόμικ Fascista του Τάσου Αναστασιάδη.

Ζήσε τ’ όνειρο και be yourself

Η γενιά μου, είμαι 44, μεγάλωσε εγκλωβισμένη στην αυταπάτη ότι τη ζωή μας τη φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι όπως τη θέλουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες του εαυτού μας, εμείς ορίζουμε τη μοίρα μας. Αν η ζωή δεν μας έρχεται όπως τη θέλουμε, τότε μπορούμε και οφείλουμε να την αλλάξουμε. Η αλλαγή στον κόσμο δεν ήταν υπόθεση συλλογικών προσπαθειών, πέραν των πιο ανώδυνων και αποστασιοποιημένων όπως οι εκλογές, η συλλογή υπογραφών και η αγορά προϊόντων από τους σωστούς εμπόρους και παραγωγούς.

Η αυταπάτη μας είχε συνέπειες. Αν κάποιος ξέφευγε από τη μιζέρια, τη δυστυχία ή τη χλιαρότητα στον βίο του, ήμασταν βέβαιοι ότι το πέτυχε γιατί τον διέκρινε θάρρος ή τόλμη, τρέλα καλή, δεν ήταν μίζερος και συμβατικός. Ενδεχομένως ήτανε μποέμ και ασυμβίβαστος, όχι σαν εμάς τα καλά παιδιά που κοιτάγαμε προσεκτικά πού θα βρίσκεται το επόμενο πάτημα, που δεν κοιμόμασταν σε σταθμούς τρένων όταν ταξιδεύαμε, που δεν τα τινάζαμε όλα στον αέρα για μια τέχνη ή για έναν έρωτα ή για το όνειρό μας.

Δεν ρωτάγαμε βεβαίως αν είχε δίχτυ ασφαλείας ο τολμητίας, ο τρελός, ο αντισυμβατικός. Όχι μόνο δεν ρωτάγαμε, δεν το αναρωτιόμασταν καν. Θα ήταν μικροπρεπές εκ μέρους μας, τρανή απόδειξη ακριβώς του πόσο δειλοί και ξενέρωτοι ήμασταν, ανίκανοι να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να γίνουμε κύριοι της μοίρας μας κι αφέντες της ψυχής μας.

Φυσικά τα χρόνια πέρασαν και αυτό το μπανάλ σώμα γνώσης που λέγεται πείρα σωρεύτηκε πάνω μας. Είδαμε ότι το τρελιάρικο καλλιτεχνάκι ζούσε από δυο νοίκια, ότι ο υπεργαμιάς είχε καβάντζα να πληρώνει αμβλώσεις αν ο μη γένοιτο, η μις από πάρτυ σε πάρτυ είχε μαμά φραγκάτη, ο Κώστας είχε μηχανή γιατί του την αγόρασαν, η Μίνα τραβιόταν με τον αδιάφορο γι’ αυτήν καθηγητή της από πρωτεύουσα σε Πρίνστον γιατί διέθετε τον ναύλο, το χίπικα ζωσμένο παιδί του ατέρμονου ιντερέιλ τράβαγε ντάλαρς σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό, η ατίθαση ζωγράφος που μας υποσχόταν ελευθερία στο διαμέρισμα-στούντιό της ήταν οικονόμος της μαμάς της που έλειπε 5 μήνες τον χρόνο στο νησί ταΐζοντας τουρίστες — δεν έχει νόημα να συνεχίσει κανείς.

Και ναι, υπήρχε κόσμος που ζούσε στην αλητεία και πενόταν και έτρωγε μυική μάζα για να θρέψει την τέχνη ή το όνειρό του — αλλά αυτός ο κόσμος βρισκόταν κάπου αλλού και πριν το ίντερνετ το «κάπου αλλού» παρέμενε βολικά αόρατο.

Υπήρχαμε κι εμείς βεβαίως, που λεφτά για ναρκωτικά δεν είχαμε, ούτε καν για αλκοόλ, πολλώ μάλλον για γκράντε καταχρήσεις που θα μας καθιστούσαν κι εμάς επιτέλους μαγικούς και καταραμένους.

Με άλλα λόγια, μάθαμε σιγά σιγά ότι τα «ζήσε τ’ όνειρό σου», «be yourself, no matter what they say» και «μην ακούς κανέναν και προχώρα» είτε προϋποθέτουν καβάντζα, είτε απαιτούν να το λέει η περδικούλα σου και να το λέει πολύ.

Τέκνα του Ισραήλ

Έχω γνωρίσει πολλούς Ισραηλινούς μέχρι τώρα. Στη χώρα έχω πάει μια φορά μα δεν τρελαίνομαι να ξαναπάω.

Εδώ θα πω για πέντε από τους ισραηλινούς που γνωρίζω, ενδεχομένως οι ιστορίες τους να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τη χώρα περισσότερο κι από τον Άμος Γκιτάι ή την ταινία The Bubble. Απλώς σπεύδω να προειδοποιήσω ότι το The Bubble μιλάει για τον κόσμο του Τελ Αβίβ, που έχει τόση σχέση με το υπόλοιπο Ισραήλ όση σχέση έχει, ξέρω γω, η παρρησία και η τόλμη της Ha’aretz με τις περισσότερες «καλές εφημερίδες» της Ευρώπης.

Ο Ιτσάκ ήταν ο πρώτος ισραηλινός που γνώρισα. Μετακόμισε δίπλα μου το 2000, όταν έμενα στην Αγγλία. Χημικός. Πολύ ντροπαλός και χαμηλόφωνος άνθρωπος. Έφυγε από το Ισραήλ γιατί «ο Νετανιάχου έχει κάνει τεράστια ζημιά» αν και «αυτόν θέλει ο κόσμος». Παραπονιόταν ότι όλοι έχουνε γίνει νταήδες κι επιθετικοί στο Ισραήλ, ότι η κοινωνία κατρακυλάει προς τα δεξιά, ότι ο τσαμπουκάς και η ξενοφοβία θα είναι η ταυτότητα της ισραηλινής κοινωνίας τον 21ο αιώνα. Με τις πενιχρές μου γνώσεις για την πατρίδα του τον ρώταγα αν εννοεί την περίφημη στροφή του 1967, όταν το Ισραήλ κέρδισε τον πόλεμο και το τρόπαιο της Ιερουσαλήμ αλλά, όπως λεν, έχασε την ψυχή του. Όχι: για τον Ιτσάκ τη ζημιά την έκαναν οι Αμερικάνοι έποικοι, οι Ρώσοι μετανάστες («βασιλικότεροι του βασιλέως, αντικομμουνιστές και αραβοφάγοι») και το πόσο βλάκας και λίγος αποδείχτηκε ο Μπαράκ (ο Εχούντ) κι ότι «κάτι τέτοιοι που θέλουν με όλους να τα έχουνε καλά καταστρέφουν την Αριστερά». Ο Ιτσάκ δεν ήταν αριστερός, δεν άντεχε όμως και να ζει σε μια κοινωνία που το νταηλίκι κι ο τσαμπουκάς βασιλεύουν και στην οποία «ευημερούμε στην πλάτη των Παλαιστινίων». Τον ρώταγα αν αυτή η κουλτούρα της μαγκιάς συμβαδίζει με αυτό που οι εθνικοί προσλαμβάνουμε ως ευγενή κληρονομιά του εβραϊσμού: «Μα οι Ισραηλινοί περιφρονούμε τους Εβραίους της Διασποράς, είναι φλώροι κι αδερφές και βλάκες του βιβλίου. Μέχρι μια εποχή έως και τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος χλεύαζαν, που έκατσαν σαν μαλάκες ανάμεσα στους εθνικούς να υφίστανται πρώτα τα πογκρόμ και μετά το Ολοκαύτωμα, που κάθονταν να τους σφάξουν» — μια κουβέντα που με ανατρίχιαζε, με την κακή έννοια. Συνέχιζε: «ξέρεις τι έλεγε η Γκόλντα Μέιρ; Ότι οι Παλαιστίνιοι δεν υπάρχουν. Αυτό θα είναι στο εξής το πρόγραμμα του κράτους του Ισραήλ.» Εγώ βέβαια ζούσα ακόμα στις αγκαλιές και τις χειραψίες του 1993 στο Όσλο και σκεφτόμουν «υπερβολές, τον φρίκαρε ο ματσίσμο κι ο τσαμπουκάς των Ρώσων».

Ο Άβι κι εγώ κολλήσαμε αμέσως. Βγήκαμε από μια παμπ στο Μπέλφαστ γκαρίζοντας μεθυσμένοι στον δρόμο «είμαστε Εβραίοι, είμαστε Έλληνες, όλος ο πολιτισμός σας είναι το τσιφλίκι μας». Παραμερίζοντας αυτή τη μάλλον αμήχανη στιγμή, να πω ότι ο Άβι έχει κάνει πολλή φυλακή. Πάρα πολλή φυλακή. Πλέον κάθε χρόνο σχεδόν. Γιατί οι Ισραηλινοί πάνε στον στρατό κάθε χρόνο. Κι όταν του έρθει φύλλο πορείας για κάπου μέσα στα σύνορα του ’49, πάει κανονικά: «Είναι καθήκον μου». Όταν όμως του έρθει φύλλο πορείας για τα Κατεχόμενα (που σχεδόν απαγορεύεται να τα λες έτσι), αρνείται να πάει: «Να σφάξουν Παλαιστίνιους στη Ζζενίν χωρίς εμένα, να κάνουνε μόνοι τους την κατοχή τους, οι γαμιόληδες.» Στρατοδικείο και στρατιωτική φυλακή, για 1-2 βδομάδες, «νταξ, όχι πολύ». Το κακό είναι ότι όσο περνάνε τα χρόνια, η IDF του βγάζει φύλλο πορείας σχεδόν αποκλειστικά για τα Κατεχόμενα: Γκολάν και Δυτική Όχθη. Για να τον σπάσει. Που σημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια ο Άβι πάει κάθε χρόνο φυλακή. Δυστυχώς ο εργοδότης του είναι μια εταιρεία πολύ του καθεστώτος και αποφάσισε να περικόπτει από τον μισθό του τις εβδομάδες που λείπει «χωρίς άδεια». Αλλά ο Άβι στα Κατεχόμενα δεν υπηρετεί.

Ο Ντοβ κι η Σόνια ζουν στο Σικάγο, έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους το 2005. Πιστεύουν στην καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Την οποία οι Παλαιστίνιοι αποκήρυξαν το ’93. Δεν έχει σημασία. Ο Ντοβ κι η Σόνια είναι Εβραίοι που μισούν το Ισραήλ. Σαν αυτούς τους υπερορθόδοξους που ανεμίζουνε σβάστικες και θέλουν να καταλυθεί το κράτος του Ισραήλ γιατί μόνον ο Μεσσίας θα αναστήσει τον Ισραήλ; Όχι. Είναι Εβραίοι που μισούν το Ισραήλ γιατί φοράνε πράσινες κεφίγιες και γιατί οι ισλαμιστές θα φέρουν την ταξική επανάσταση και θα ανατρέψουν τις εβραϊκές αλλά και τις παλαιστινιακές ελίτ στην Παλαιστίνη. Που ενδεχομένως να βγάζει νόημα αν ζεις στο Σικάγο ή και στα Εξάρχεια, δεν ξέρω.

Με την Αβίβα γνωρίστηκα το 2009. Την έχω μέσα στην καρδιά μου και τη θαυμάζω. Γενναία. Γλυκύτατη. Προτού πείτε «ωωωπ, να τη η Jewish princess του Σραόσα» να σας πω ότι η Αβίβα είναι λεσβία και κανονικότατα ενταγμένη μέσα στο κουίρ κίνημα. Ναι ναι, από αυτές που δεν γούσταραν καθόλου το ξέπλυμα της χοντρούλας Μπιορκ στη Γιουροβίζιον, από αυτές τις άσχημες ρε παιδί μου, όχι σαν τις λεσβιάρες Τζέσικα Ράμπιτ της πορνογραφίας. «Επιβιώνω γιατί ζω στο Τελ Αβίβ, παραέξω θα με έπαιρναν με τις πέτρες.» Μαζί της πήγα στην Ιερουσαλήμ το ’11. Μου έλεγε ότι κάποτε επισκέφθηκε στη Χεβρώνα τον Τάφο του Αβραάμ με κάτι φίλους Άραβες (δηλαδή μέλη της παλαιστινιακής κοινότητας που ζει στο εντός των συνόρων του 1949 Ισραήλ και έχει ισραηλινή ιθαγένεια: το 20% του πληθυσμού, που εκπροσωπείται στην Κνεσέτ), άντρες και γυναίκες. Ο Τάφος του Αβραάμ είναι σούπερ μουσουλμανικό προσκύνημα και άπιστοι δεν μπαίνουν, η Αβίβα φόρεσε μαντήλα, κοίταζε χαμηλά (είχε και μακριά μαλλιά τότε), την έβαλαν στη μέση οι υπόλοιποι της παρέας και προσπάθησαν να μπουν όλοι μαζί. Τους σταμάτησε ο φύλακας: «περάστε όλοι κι όλες εκτός από την Εβραία στη μέση». Αν κρίνω από τη σαύρα-καλόγερο στον Πανάγιο Τάφο, αυτή είναι μια φάρα που τους μυρίζεται τους αλλόθρησκους, ό,τι κι αν είναι.

Το πρώτο βράδυ στην Ιερουσαλήμ ανεβήκαμε στο εστιατόριο του Ιδρυματος Νταγιάν να φάμε. «Έκανε Ίδρυμα για να εξιλεωθεί ο καριόλης», γέλαγε η Αβίβα. Από τον εξώστη του εστιατορίου βλέπεις την Παλιά Πόλη, βλέπεις τη Σιών, βλέπεις τον Φράχτη και τα παλαιστινιακά παραπήγματα που κρύβει. Στην Ιερουσαλήμ πάντα φυσάει αύρα λεπτή το βράδυ, χτισμένη καθώς είναι στα 900 μέτρα υψόμετρο, αλλά το αεράκι μετά τον καύσωνα της μέρας είναι αρκετό να σου βάλει ιδέες ότι αυτή τη φρικτά αιματοκυλισμένη πόλη την αγαπάει ο Θεός. Ξαφνικά με διακόπτει η Αβίβα, που βρίζεται στα εβραϊκά με τον σερβιτόρο. Ο σερβιτόρος την κοιτάει με ένα «μη σου γαμήσω» ύφος, η Αβίβα τον κοιτάει με το αγέρωχο αλλά πεισματικά συναρμολογημένο κουράγιο των κουίρ, αντρών και γυναικών. Ο σερβιτόρος φεύγει. Ρωτάω τι έγινε. «Τον ρώτησα από πού είναι το κρασί και μου είπε από τη Γαλιλαία, το αρχίδι.» Κατάλαβα ότι δεν ήθελε να πάρουμε κρασί από το κατεχόμενο Γκολάν. «Και;» τη ρώτησα. «Ε ρε συ, λένε Γαλιλαία για να μην πουν Γκολάν. Του το είπα και με έβρισε.» Τσίμπησα το ορεκτικό, κάτι με μελιτζάνα, και σκέφτηκα τι θα έπρεπε να πω τώρα. Ένας συνδαιτυμόνας μού έδειξε το μοντερνιστικό ξενοδοχείο στο ΄Όρος των Ελαιών, που οι Ιορδάνοι έχτισαν ξεχώνοντας εβραϊκούς τάφους (ποιος ξέρει πού το βρήκαν το νόου-χάου): «Από εκεί οι Ιορδανοί ελεύθεροι σκοπευτές έκαναν σκοποβολή πάνω στους Εβραίους πριν το ’67». Η Αβίβα τον κοίταξε πάρα πολύ ήρεμα και του είπε πολύ στιφά να μην ανησυχεί: «Τώρα που ξεκουμπίστηκαν κι αυτοί θα φέρουμε τους έποικους να κάνουν σκοποβολή πάνω στους Παλαιστίνιους».

Η φωτογραφία από παλιότερη επιχείρηση ‘αυτοάμυνας’ του IDF.

Προς τους φίλους του Σιν Μπετ που διαβάζουν: άλλαξα τα ονόματα και τις λεπτομέρειες. Βεβαίως ήδη ξέρετε για ποιους μιλάω…

Η τσόντα σήμερα δεν έχει σύνορα

… κι αυτό είναι και καλό και κακό.

Η πορνογραφία σήμερα δεν είναι αυτό που θυμούνται όσοι ήταν νέοι πριν είκοσι χρόνια, ή παλιότερα. Δεν περιορίζεται πια στη μία εξάδα βιντεοκασέτες που έχεις φυλαγμένη ή στη συλλογή από τραπουλόχαρτα με γυμνές ή στα περιοδικά πίσω από τα βιβλία των αγγλικών ή στις γαλλικές καρποστάλ σου. Παραθέτω σχεδόν αυτούσιο σχόλιο του Φανούτο Κουσουράκι — και συνιστώ να διαβαστεί ολόκληρο.

Πριν 10-15 χρόνια βλέποντας βιδεάκια στο YouPorn ήσουν στην υπεραιχμή της πορνικότητας, και γελούσες με τον μεσήλικα που νοίκιαζε βιντεοκασέτες DVD για να την παίξει. Σήμερα το pornhub που θα ανοίξεις σε ανώνυμη περιήγηση για να την παίξεις πριν την πέσεις για ύπνο, είναι αντίστοιχη φάση με τον μεσήλικα με την καπαρντίνα στο βιντεοκλαμπάδικα.

Το πορνό ακολουθεί όπως κάθε βιομηχανία νέες διεξόδους και τεχνολογίες. Self-produced παραγωγές, monetization σε instagram και twitter accounts, η μετεξέλιξη των συνδρομητικών sites σε συνδρομητικό personal / private stream, subscriber snapchat, από τα cams και τα chat rooms μπορείς πλέον να μπεις σε πριβέ κανάλι πορνοστάρλετ στο Discord! Crowdfunding για πορνό, Patreon για τσονοφωτοσετ, γενικά οτιδήποτε μπορείς να βάλεις από τη μία μια πιστωτική και απο την άλλη να ανοίξει ένα μικρόφωνο και μία κάμερα, μέχρι και ένα application code για να ρυθμίζεις το ρυθμό που δονείται το κωλοφτιαγμένο Hitachi πάνω στην κλειτορίδα της.

Συνελόντι ειπείν: η πορνογραφία σήμερα είναι μαζική και εύκολα προσβάσιμη· δεν είναι αποκλειστικά προϊόν στούντιο και ηθοποιών. Ταυτόχρονα, η πορνογραφία το 2018 είναι εξατομικευμένη, όπως πρέπει να έγινε σαφές πιο πάνω, και εν πολλοίς ιδιωτική υπόθεση: τι άλλο είναι η ανταλλαγή βίντεο φωτογραφιών (δικών μας ή όχι) στα διάφορα ίνμποξ;

Τώρα πια λοιπόν τρομάζει και απωθεί για τρεις λόγους:

Ο πρώτος και ο πιο σοβαρός είναι επειδή μέρος της πορνογραφίας που παράγεται σε αφθονία καταγράφει και ενδεχομένως ενισχύει την κουλτούρα του βιασμού και τον μισογυνισμό με ιδιαίτερα στυγερούς τρόπους. Με άλλα λόγια, επειδή αφθονούν απροσχημάτιστα κακοποιητικές πορνογραφικές αναπαραστάσεις. Αυτό φυσικά ισχύει για κάθε πεδίο του ανθρώπινου βίου, εκτός πορνογραφίας απλώς τηρούνται (;;;) κάποια προσχήματα. Και πάλι είναι σημαντικό να έχει κανείς υπόψη του ότι οι τσόντες με κακοποιητικές καταστάσεις που δεν παρουσιάζονται ως παιχνίδι ή ως μέρος συναινετικού σεναρίου δεν είναι τόσο διαδεδομένες όσο νομίζει κάποια ή κάποιος άνω των 30 (καλή ώρα εγώ), που μπορεί να πέσει πάνω τους, άθελά του ή και όχι, σε ανώνυμη περιήγηση. Αφήνω φυσικά κατά μέρος παραλογισμούς τύπου «η σεξεργασία είναι βιασμός, άρα κάθε επαγγελματική τσόντα είναι βιασμός και κακοποίηση», η άποψή μου βρίσκεται εδώ.

Ο δεύτερος λόγος που η τσόντα τρομάζει κι απωθεί είναι επειδή το επαγγελματικά παραγόμενο μέρος της, και μάλιστα ούτε το πιο ενδιαφέρον ούτε το πιο συναρπαστικό ούτε το πιο ανατρεπτικό, διαμορφώνει τη δημόσια αισθητική και το γούστο μας όσον αφορά την αναπαράσταση του εαυτού μας και του έρωτα. Επειδή πλέον δεν έχει σύνορα, πολλή τσόντα χαμηλής ποιότητας και πρωτοτυπίας (η τζάμπα βιομηχανική, κλεψίτυπη ή μη) διαποτίζει την ποπ κουλτούρα. Όπως έλεγα εδώ, το πρόβλημα μας είναι ότι

Η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που […] δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, […] αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Τέλος, η πορνογραφία μάς φρικάρει και θα μας φρικάρει επειδή ανάλογα με τις προτιμήσεις μας, τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες μας, μας διεγείρει στα ίσια, απροσχημάτιστα και απροκάλυπτα: άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός της. Και τότε ακριβώς αρχίζει και γίνεται ανατρεπτική. Στο μεν προσωπικό επίπεδο, γίνεται ο καθρέφτης επιθυμιών που είτε θέλουμε να εκπληρώσουμε, είτε αρκούμαστε να ικανοποιούμε μπανίζοντας ― κι είναι κοινός τόπος ότι δεν θέλουμε πάντοτε να αντικρύσουμε αυτό που μύχια επιθυμούμε. Σε επίπεδο κοινωνικής παρατήρησης, όταν δηλαδή μπανίζουμε το μπανιστήρι σε φάση μέτα, η πορνογραφία αναδεικνύει την ασύλληπτη και ατίθαση ποικιλομορφία της ερωτικής επιθυμίας και της σεξουαλικής χαράς ― πάντοτε ως θέαμα ή και ως τσίρκο, βεβαίως.

Από αυτή την άποψη, εφόσον πια η πορνογραφία παράγεται εν πολλοίς κατ’ ιδίαν και χειροποίητα και εφόσον είναι πολλές φορές στοχευμένη σε συγκεκριμένο, έως και μονοπρόσωπο, κοινό και μακριά από τα όποια βιομηχανικά πρότυπα, είναι καλό που δεν έχει σύνορα: πλέον αποτυπώνει «το αρεσούμενο του ανθρώπου» με τρόπους που ελέγχει ο αυτόνομος μικροπαραγωγός της.

«Καθώς γίνεσαι μαλάκας» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Εάν πράγματι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες, ποια είναι η διαφορά βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων; Η διαφορά είναι μάλλον απλή: οι βεβαιότητες δεν μεταβάλλονται, δεν αναθεωρούνται, δεν αναιρούνται και, βεβαίως, δεν καταρρίπτονται. Ήδη νιώθει κανείς να σχηματίζεται το προφίλ του ιδανικού μαλάκα: εκείνου που δεν θα σαλέψει ούτε ρούπι από τις βεβαιότητές του, που μερικά χρόνια πριν θα σου έλεγε κιόλας το παλιακό «ου με πείσεις καν με πείσης».

Οι βεβαιότητές σου σε κάνουνε σιγά σιγά μαλάκα καθώς αμφισβητούνται ή καθώς ο κόσμος ή ο εαυτός σου σε εξαναγκάζουνε να τις αναθεώρησεις. Αυτό που σε καθιστά σιγά σιγά μαλάκα είναι η άρνηση: η αντίστασή σου στην πραγματικότητα· επιπλέον, η αντίστασή σου στον ίδιο σου τον εαυτό, στις ιδιαιτερότητες και στους περιορισμούς του, μπορεί να σε κάνει δυστυχισμένο ή μαλάκα.

Εδώ κάνουμε μια πρώτη διάκριση σε δύο τύπους μαλάκα:

  1. εκείνου που αντιστέκεται στην πραγματικότητα και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον κόσμο γύρω του (και συνεπώς και για τον εαυτό του) και
  2. εκείνου που αντιστέκεται στον ίδιο του τον εαυτό και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον εαυτό του — αφού τον κόσμο γύρω του τον έχει εντελώς γραμμένο.

Αυτή η δεύτερη κατηγορία μαλάκα είναι η πιο επιδραστική, αφού περιλαμβάνει ανθρώπους που ναι μεν είναι μαλάκες απροσχημάτιστα αλλά εντοπίζονται δύσκολα γιατί δεν σε προειδοποιεί κανενός είδους κενοδοξία, μεγαλαυχία, αμετροέπεια, επιδειξιομανία, στόμφος κ.ο.κ. Πολλοί λοιπόν προτιμούν την ατραπό του μαλάκα τύπου 2 από εκείνη της δυστυχίας, αγκιστρωμένοι επώδυνα και οριακά στο τσιγκέλι των βεβαιοτήτων τους. Άλλωστε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, όταν είσαι μαλάκας βλάπτεις μόνο τους γύρω σου, όχι τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν εύλογο να προτιμάει κανείς να είναι μαλάκας παρά δυστυχισμένος.

Έχοντας ακλόνητες βεβαιότητες έχεις λοιπόν πάντοτε δίκιο. Πάντοτε. Δεν είναι δυνατόν να έχεις άδικο. Έτσι ξεκινάει η διαδικασία και έτσι εξελίσσεται. Καθώς λοιπόν γίνεσαι μαλάκας διαπιστώνεις επιπλέον ότι οι βεβαιότητές σου για τον κόσμο ή για τον εαυτό σου σε θωρακίζουν από τη δυστυχία και από την ενοχή. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του μαλάκα: δεν φταίει ποτέ.

Το πλεονέκτημα αυτό υφίσταται ακόμα και αν ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία μαλάκα του οποίου οι βεβαιότητες έχουν χαρακτήρα αυτομεμψίας ή και αυτοκαταστροφικό. Και σε αυτή την περίπτωση, που η δυστυχία καταφέρνει τελικά να σε διαποτίσει παρότι είσαι μαλάκας, βρίσκεσαι σε καλύτερη μοίρα από τον απλώς δυστυχισμένο: με τη βεβαιότητά σου ότι είσαι άχρηστος, ένοχος γενικώς, ανίκανος και λούζερ, συνελόντι ειπείν χάλιας, και πάλι απαλλάσσεις τον εαυτό σου από κάθε ευθύνη. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες σου, γίνεσαι μια ωραία αυτοεκπληρούμενη δυσοίωνη προφητεία ενώ, όπως κάθε μαλάκας, εσύ δεν φταις και δεν ευθύνεσαι για τίποτα.

Καθώς ανεβαίνει κανείς τούς αναβαθμούς του μαλάκα, συνήθως εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους γύρω του εκτός και αν α) εξασφαλίσει την ανοχή τους με ταλέντα κι ικανότητες ή β) την εκβιάσει με ψυχαναγκασμό, δόλο, χειρισμό ή και βία ή γ) την εξαγοράσει με εξουσία, σεξ ή χρήμα. Ωστόσο, όπως είδαμε, ο μαλάκας είναι βλαπτικός για τους γύρω του και συνήθως ανυπόφορα βλαπτικός — ακόμα και όταν δεν είναι εξόφθαλμα αντικοινωνικός. Περιττό να πούμε ξανά ότι βεβαίως ο μαλάκας δεν έχει καμμία επίγνωση του ότι φταίει ο ίδιος που εγκαταλείπεται και αποξενώνεται από τους άλλους: εξυπακούεται ότι φταιν εκείνοι.

Αν είναι μαλάκας τύπου 1, γνωρίζει ότι φταιν οι άλλοι που φεύγουν τρέχοντας να σωθούν από την ευθυκρισία του και από το ότι έχει πάντα δίκιο. Αν είναι μαλάκας τύπου 2 διαισθάνεται πως οι δραπέτες από το μεγαλείο του είναι μάλλον είτε ανήθικοι, είτε λίγοι, είτε (απλούστατα) βλάκες. Σε αυτό ο μαλάκας τύπου 2 θυμίζει σταλινικά καθεστώτα και κάθε λογής θεοκρατίες: αν δεν αντέχεις φταις εσύ που είσαι είτε δόλιος, είτε βλαξ, είτε λίγος, είτε — απλούστατα — τρελός. Κι έτσι όσο ανεβαίνει την κλίμακα του μαλάκα ο μαλάκας μαθαίνει να δουλεύει με αυτούς που τον ανέχονται, με αυτούς που εκβιάζει και με αυτούς που εξαγοράζει. Ενδεχομένως δεν τους θεωρεί αντάξιούς του αλλά — ως έρμαιο των βεβαιοτήτων του — ο μαλάκας συμπεραίνει ότι η μοναδικότητά του ευθύνεται για τη σχετική μοναξιά του και όχι που είναι μαλάκας.

Η εισαγωγή του «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες. Όσο περισσότερες και όσο πιο στέρεες είναι οι βεβαιότητές σου, τόσο αυξάνεται η προδιάθεσή σου να γίνεις μαλάκας. Μαλάκα δεν σε κάνει η μαλακία, αυτή είναι κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Επίσης, παρά όσα θρυλούνται, δεν σε κάνουνε μαλάκα οι αρχές, οι πεποιθήσεις ή τα ιδεώδη σου: αυτά στη χειρότερη περίπτωση σε καταντούν αφελή, στην καλύτερη σε ζωοποιούν ώστε να είσαι Άνθρωπος.

Οι βεβαιότητες δημιουργούν την προδιάθεση να γίνεις μαλάκας όχι μόνον επειδή σε αναγκάζουν να σκέφτεσαι και να ζεις με έναν συγκεκριμένο και κλειστό τρόπο — έναν τρόπο που είναι η οδός η απάγουσα στη μαλακία — αλλά κι επειδή σε αναγκάζουν να τον επιβάλεις τον τρόπο αυτό στους άλλους στανικώς και χωρίς πολλά πολλά. Κι αυτή είναι η ουσία του μαλάκα: κάποιου που ζει με ανεξέταστες παραδοχές τις οποίες λόγω τεμπελιάς ή αλαζονίας έχει λαξέψει σε βεβαιότητες που προσκυνάει και που ψάχνεται να τις επιβάλει και στους άλλους.

Σε αυτό το βιβλίο θα δούμε πρακτικούς… [cetera desunt]

Η φωλιά του φιδιού

Η υπόθεση «συλλαλητήρια για το Μακεδονικό» δεν είναι αστεία και σίγουρα δεν είναι καρναβάλια. Όπως οι πλατείες εκφράσανε την απολίτικη αγανάκτηση στο μνημονιακό καθεστώς, έτσι και αυτά είναι η ώρα που σαρκώνεται ένα μεγάλο πρωτοφασιστικό-εθνικιστικό κίνημα. Και αν το απολίτικο κίνημα των πλατειών ήταν θνησιγενές, ο πρωτοφασισμός-εθνικισμός στην Ελλάδα έχει εκκολαφθεί σε ζεστή φωλιά και γι’ αυτό έχει μέλλον.

Το κίνημα των ταυτοτήτων, που κατάφερε να ξανακάνει τους δεσποτάδες πολιτικούς παράγοντες, ξεκίνησε από μια χούφτα ιεροκήρυκες στη Θεσσαλία και αλλού τη δεκαετία του ’80· προσωπικά ξέρω τον ηγούμενο Αθανάσιο στη Μονή Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο του Κισσάβου, είναι κι άλλοι. Αυτοί οι ιεροκήρυκες έπεισαν πολύ κόσμο ότι η τριλογία του Αντιχρίστου είναι βιβλικές προφητείες, χέρι χέρι με τρελούς Αμερικάνους Ευαγγελικούς και ψευδοπροφήτες. Ο Αντίχριστος, που θα είναι Εβραίος (φυσικά) θέλει να μας σφραγίσει με το 666 και οι ταυτότητες ήτανε το πρώτο βήμα στο να δεχτούμε το Χάραγμα.

Αστειότητες, ναι, αλλά μερικά χρόνια μετά ο αδίστακτος Χριστόδουλος (αδίστακτος ήδη από τον καιρό που ήτανε δεσπότης στον Βόλο: «εργαστείτε για να πλουτίσουμε» έλεγε στις συνάξεις νεολαίας στα στάδια) χρησιμοποίησε ακριβώς αυτό το μέγα πλήθος για να αναδειχθεί σε κάτι σαν Εθνάρχη. Συνέπεια του κινήματος εκείνου είναι ότι κληρονομήσαμε το φάσμα της ελληνορθοδοξίας σε επίπεδο ιδεών και τους δεσποτάδες ως πολιτικά πρόσωπα σε επίπεδο ηγεσίας. Και γελάμε ακόμα και με τα δύο γιατί ζούμε στη φούσκα μας ενώ στα αποκαΐδια της (όποιας) αριστεράς χτίζονται οικισμοί ολοκληρωτικών χριστιανοφασιστικών ιδεολογιών, όπως και αλλού στην Ευρώπη.

Το κίνημα του Μακεδονικού ξεκινάει από μερικούς Έλληνες Βλάχους και από τον Φλωρίνης Αυγουστίνο, τον περιβόητο Καντιώτη, μπροστά στον οποίο οι Άνθιμοι και οι Αμβρόσιοι φαντάζουνε γατάκια του γιουτιούμπ. Ο Αυγουστίνος κυβέρναγε τη Φλώρινα, κατέστρεφε σλαβονικές επιγραφές στις εκκλησίες με το πρόσχημα της συντήρησης κι αποκατάστασης ενώ κυνήγησε απηνώς και τους ζωηρούς (Σλαβο)Μακεδόνες της Φλώρινας και κάθε ίχνος της γλώσσας τους. Αν θυμάστε, έκανε ανταρτοπόλεμο στον Αγγελόπουλο που «τόλμησε» να γυρίσει το Μετέωρο Βήμα στη Φλώρινα, στο οποίο ακούγονται σλαβομακεδονικά — όπως παντού στα τρένα και στα ΚΤΕΛ για Φλώρινα. Ο Αυγουστίνος ήτανε τόσο ισχυρός και γιατί είχε τη δική του παρεκκλησιαστική οργάνωση, τους ταλιμπάν του Σταυρού με γραφεία στη Ζωοδόχου Πηγής. Οι υπόλοιποι δεσποτάδες, όταν δεν τον θαύμαζαν, τον θεωρούσανε γραφικό, άλλωστε τότε τους περισσότερους μόνον τα λεφτά και τα γκομενικά τούς ενδιέφεραν, και τον άφηναν να παίζει μέσα στο τσιφλίκι-επισκοπή του και με την οργανωσή του.

Η ώρα του Μακεδονικού ήρθε λίγο μετά, με τον λαμπρό ηγέτη Αντώνη Σαμαρά, τον γητευτή του Ελύτη και των τότε νεοφιλελεύθερων. Τη συνέχεια, το τι θα χτίσει αυτός ο αντισημιτικός-εθνικιστικός-πρωτοφασιστικός οίστρος θα τη δούμε σύντομα.

Εν ολίγοις: αν θέλετε να μάθετε τι μας περιμένει σε είκοσι χρόνια, ακούστε τι συζητάει ο κόσμος γύρω από ενορίες, κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής, συνάξεις νέων, παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, «σωματεία» κτλ. Αυτές είναι οι φωλιές που αφήνει το φίδι τα αυγά του.