Πόρνη στο κρεβάτι αλλά, ε, χμ, εντάξει, όχι — εξαρτάται.

 

Στους περισσότερους άντρες η ερωτική επιδεξιότητα και η λαγνική προθυμία μιας γυναίκας προκαλούν αμηχανία και πολλές φορές καχυποψία.

Ο προφανής λόγος είναι ότι μια γυναίκα που «τα κάνει όλα» ενδεχομένως να έχει περάσει και καλύτερα απ’ ό,τι θα περάσει μαζί μας, ενώ σίγουρα είναι περπατημένη κι εξασκημένη. Με άλλα λόγια, αν κάνει κόλπα και «ανωμαλίες» και αν θέλει διάφορα δεν περιμένει από εμάς για να δει χαρά ενώ μάλλον έχει συμμετάσχει σε διάφορα έργα λαγνικά στα οποία ίσως δεν μπορούμε να αντεπεξέρθουμε.

Βεβαίως, αν δεν περιμένει από εμάς να της ανοίξουμε τα μάτια αλλά εντέλει επιλέγει εμάς, πάει να πει ότι εμάς θέλει κι ότι εμάς διάλεξε — και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι κολακευτικότερο για τον λεγόμενο ανδρικό εγωισμό, που πολλοί λένε κι ανδρισμό.

Παρ’ όλα αυτά συγκαταλέγεται σε κοινοτοπίες επιπέδου σεξολόγου της τιβί και ποιότητας «γυναικείων» σάιτ η επισήμανση ότι μεγάλο μέρος της πατριαρχίας είναι οργανωμένο ακριβώς γύρω από το να μοιάζουν οι γυναίκες παρθενικές και πειθήνιες στην ερωτοπραξία, ώστε π.χ. να μην «ευνουχίζουν» τον άντρα.

(Επαναλαμβάνω ότι προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μια γυναίκα που θα πέσει με τα μούτρα πάνω σου θα σε «ευνούχιζε», όμως εγώ είμαι ούφο.)

Ταυτόχρονα, οι άντρες θέλουμε πολύ να είναι ερωτικώς επιδέξια και λαγνικά πρόθυμη, κοινώς καυλιάρα, η γυναίκα· κατά πρότίμηση αφού την καβατζώσουμε και βεβαίως αποκλειστικά μαζί μας — εκτός εάν τρωγόμαστε για κανα τρίο οπότε και δεν πρέπει να φέρει πολλές αντιρρήσεις (σίγουρα να φέρει κάποιες, μην τυχόν και ψάχνεται ή μας βαρέθηκε) και δεν πρέπει να κάνει ζήλειες αν ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με το τρίτο πρόσωπο.

Κανείς άντρας, εκτός από οριακά νεκρόφιλους, δεν θέλει να λαγνουργεί πάνω σε ένα κομοδίνο ή σε μια χαλκομανία. Μια τσαχπινιά τη χρειάζεται η γυναίκα, σωστά; Να κάνει διάφορα. Πολλά από τα ζητήματα που τόσα χρόνια έρχονται και μου εμπιστεύονται φίλοι και λιγότερο γνωστοί είναι της κατηγορίας «πώς να την κάνω να μου κάνει / πάρει / δώσει / βάλει Χ», όπου Χ το αρεσούμενο του αντρός.

Και πάλι είναι προφανές πόσο αντιφατική κι οξύμωρη είναι η κατάσταση: η γυναίκα οφείλει να θέλει τόσα όσα και όπως θα ήθελε ο άντρας — αλλά να μη φαίνεται ότι του κάνει και χατήρια. Και ξανά, είναι κουρασμένα προφανές να τονιστεί ότι η πατριαρχία αποσκοπεί στο να εξοπλίσει τις γυναίκες με ένα μιλομανάρειο κουμπί που θα ρυθμίζει ανά πάσα στιγμή την ένταση της καύλας τους αλλά και, στα πιο προχωρημένα μοντέλα, τον τύπο της επιθυμίας τους και τον τρόπο εκπλήρωσής της.

Το σώμα που πάντοτε ήθελα

Έπρεπε να φτάσω 44 χρονών για να φτιάξω το σώμα μου όπως ήθελα πάντοτε. Εντάξει, όχι ακριβώς και όχι ακόμα, αλλά η αλλαγή είναι πλέον παραπάνω από ορατή.

Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα ξανά και ξανά. Αφού βρήκα μόνιμη δουλειά γράφτηκα σε γυμναστήριο. Άντεξα έξι χρόνια και με πενιχρά αποτελέσματα: δεν πήγαινα όσο τακτικά έπρεπε, δεν έμενα όσο έπρεπε και βαριόμουν αβάσταχτα. Άλλωστε βαριέμαι τα γυμναστήρια όπως βαριέμαι κάθε άθλημα και οτιδήποτε δεν έχει προορισμό ή χαρά στη διαδρομή — κάτι που μας αφήνει μόνο με το περπάτημα, την πεζοπορία και την ορειβασία (όχι τίποτε αναρριχήσεις).

Γιατί όμως δεν μπορούσα τόσα χρόνια να φτιάξω το σώμα που πάντοτε ήθελα υπερνικώντας τη βαρεμάρα; Νομίζω ότι μου λείπει η αποφασιστικότητα. Γενικώς. Όπως δεν θέλω να επιβάλλομαι στους ανθρώπους γύρω μου, κάτι που τουλάχιστον δις εισπράχθηκε ως αδιαφορία και το μετάνιωσα πικρά, έτσι δεν μπορώ να μείνω προσηλωμένος σε έναν Σκοπό. Θυμάμαι λ.χ. τον φίλο μου τον Π.: έφτιαξε δισκοθήκη όταν ηταν μαθητής βάζοντας στην άκρη τα λεφτά που του έδιναν για κολατσιό. Κι εγώ ήθελα να φτιάξω δισκοθήκη, αλλά τα έφαγα στις τυρόπιτες (γενικά, πόσα λεφτά θε μου έχω φάει στο φαγητό). Έτσι και με τα γυμναστήρια: άφηνα τη βαρεμάρα να με καταβάλλει, ειδικά όσον αφορά την αεροβική και τους διαδρόμους και τα ποδήλατα, με αποτελέσμα να φτάσω κάποια στιγμή να είμαι ένα θρεφτάρι με γράμμωση μεν, αλλά κυρίως θρεφτάρι. Μετά ξανακατάντησα απλώς θρεφτάρι.

Τι άλλαξε από εκείνη την εποχή; γιατί τελικα μάλλον τα καταφέρνω; Πρώτον, υπάρχουνε πια τα χρήματα. Ποτέ μην αποσυνδέετε ζητήματα υγείας και υγιεινής ζωής από το οικονομικό ζήτημα: στον κόσμο μας το εύκολο και το φτηνό είναι να κάθεσαι και να τρως σκατολοΐδια, όχι να τρως ψωμί κι ελιά και να γυμνάζεσαι τσαπίζοντας περβόλια. Δεύτερον, είμαι καλά και το ξέρω και θέλω να είμαι καλά και να νιώθω καλά, περικυκλωμένος από ενδεχόμενα ασθενειών και μέχρι τον επόμενο θάνατο, ο οποίος θα είναι ξέρω γω γονιού μου, αν είμαι τυχερός. Το είπα ανοιχτά στον εαυτό μου το φθινόπωρο που πέρασε: καλύτερα να μου τα φάνε τα γυμναστήρια παρά οι γιατροί. Τρίτον, βρήκα γυμναστήριο κατάλληλο για την τεμπελιά που με δέρνει. Τα υπόλοιπα απλώς προκύπτουν: βλέπεις το αποτέλεσμα της εκγύμνασης και ενθαρρύνεσαι, ενώ στο μεταξύ η γυμναστική σού κόβει την όρεξη να τρως το καταπέτασμα. Αρχίζεις να νιώθεις ότι τουλάχιστον η εικόνα σου συμβαδίζει με το πώς αισθάνεσαι.

Σιγά σιγά, όσο περισσότερο είσαι κι όσο λιγότερο γίνεσαι, τόσο περισσότερο ηρεμείς. Και τελικά πολλά πράγματα ειναι θέμα ηρεμίας.

Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς

Κάποιοι πολιτικοί και κοινωνικοί αναλυτές θεωρούν ότι για την κρίση ευθύνεται η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. Αυτό δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές μέχρι να ορίσει κάποιος τι είναι η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: είναι άραγε η δημαγωγία, η διαφθορά και το ρουσφέτι (αυτό που πια λέμε «διαπλοκή»); Βεβαίως και προϋπήρχαν. Εννοούμε μήπως ότι το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ διεύρυνε την κοινωνική ομάδα των «με οικονομική άνεση» πέρα από τις τάξεις των παλαιών αστών (καμμιά πενηνταριά οικογένειες), των κοτζαμπάσηδων (ή «δημογερόντων» επί το ελληνικότερον) και των απογόνων δοσιλόγων; Σίγουρα όμως το πρόβλημα είναι η διαφθορά και οι λοιπές παθογένειες και όχι αν όσοι μετέχουν σε αυτές είναι τρε μπανάλ πασοκογενείς ή τρε σικ μπουρζουά-και-σουαρέ-ντανσάντ ή ό,τι άλλο. Η λεγόμενη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης δεν είναι αναλυτική κατηγορία αλλά καραμέλα.

Άλλοι αναλυτές φρονούν ότι για την κρίση ευθύνεται η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς: η μουσική, οι τέχνες, η φιλοσοφία, οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, η λογοτεχνία βρίσκονται υπό την επιρροή του μαρξισμού ή και του ίδιου του ΚΚΕ. Εδώ τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα.

Πρώτον πρέπει να ρωτήσουμε ποιοι θα ήταν οι φορείς της υποτιθέμενης αυτής ηγεμονίας. Η Ακαδημία Αθηνών; Τα Πανεπιστήμια; (το δαιμονοποιημενο Πάντειο δεν ήταν καν πανεπιστήμιο μέχρι τη δεκαετία του ’80.) Η μουσική βιομηχανία και οι δισκογραφικές εταιρείες; Το εκδοτικό κατεστημένο, πλην εξαιρέσεων; Το κινηματογραφικό ή το θεατρικό κύκλωμα; Ποιος λοιπόν διέδιδε την ιδεολογία και επέβαλλε την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς;

Αναλογιστείτε λόγου χάρη ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος συγκαταλέγονταν μεταξύ των μεγάλων πνευματικών μορφών της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Αναρωτιέται κανείς βάσει ποιου έργου θεωρούνται σοφοί, φιλόσοφοι και νέστορες οι δύο αυτοί και οι όμοιοί τους. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η πολιτική στράτευσή τους αλλά το πνευματικό έργο με βάση το οποίο στήθηκαν προτομές και ονομάστηκαν δρόμοι προς τιμή τους — άλλωστε στην Ελλάδα, όπου υποτίθεται ότι ηγεμονεύει η Αριστερά, στράτευση νοείται μόνο με το ΚΚΕ: η Δεξιά δεν στρατεύει αλλά μιλάει «με τη φωνή της λογικής«. Βεβαίως το ευρύ κοινό αγνοεί το όποιο φιλοσοφικό έργο του Τσάτσου ή το (μάλλον λογοκλεμμένο) έργο του Κανελλόπουλου όσο αγνοεί τον Καστοριάδη, τον Πουλαντζά και πολλούς άλλους. Πλην όμως οι μεν αναγνωρίζονται ως σοφοί, φιλόσοφοι και νέστορες ενώ οι δε ως «αριστεροί διανοούμενοι». Περίεργο· όταν ηγεμονεύεις αποτελείς αυθεντία με τρόπο απερίφραστο κι αυτονόητο, δεν χαρακτηρίζεσαι «διανοούμενος» με επιθετικό προσδιορισμό.

Δεν υπήρξε ποτέ «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Υπήρχε μόνον ένας σχεδόν ψιθυριστός αντίλογος στον πανοπτικό ελληνοχριστιανισμό του δοσιλογισμού και του παλαιοκαραμανλισμού. Στη συντηρητική Ελλάδα όμως και για την επαρχιώτικη δεξιά σκέψη μας ακόμα κι αυτός ο αντίλογος, πολλές φορές λιγότερο τολμηρός κι από τον πολιτικό λόγο ενός Ράσελ ή ενός Αϊνστάιν, ενοχλούσε κι ενοχλεί.

Μη συγχέουμε λοιπόν την «ηγεμονία«, η οποία για παράδειγμα θα μας φόρτωνε τον Ρίτσο ως ύπατο των ποιητών, Σεφέρη στη θέση του Σεφέρη, με αυτό που ο Σταντάλ αποκαλεί empire du génie. Συνέβη κάποια αστέρια του στοχασμού και της τέχνης να έχουν υπάρξει ελεύθερα πνεύματα και δημιουργοί που απεχθάνονταν τη δεξιά κλειστοφοβία και τον καθωσπρέπει επαρχωτισμό της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κάποια από αυτά εντάχθηκαν στο ΚΚΕ, κάποια τα οικειοποιήθηκε το ΚΚΕ, κάποια στράφηκαν προς τη γενική κατεύθυνση της Αριστεράς — και πώς αλλιώς σε μια χώρα που κυβερνούσαν χωροφύλακες, παπάδες, κότες, σχολάρχες και ταγματασφαλίτες.

Ακόμα κι έτσι, η επιρροή των πνευμάτων αυτών έχει διογκωθεί υπέρμετρα και έχει γίνει αντικείμενο ηθικού πανικού ή χλεύης. Ακόμα και σήμερα όποιος ασκεί οξεία κριτική στην πλέμπα, βεβαίως ασκεί διεισδυτική και καίρια κριτική, λέει αλήθειες που πονούν. Όποιος απεναντίας αρθρώνει οξεία κριτική στις ελίτ διασπείρει μίσος κι εχθροπάθεια, διχάζει. Η ιδεολογική ηγεμονία βρίσκεται πάντοτε στα χέρια του ελληνοχριστιανισμού ή της ελληνορθοδοξίας, που πραγματώνεται ως εθνικισμός, οικογενειοκεντρισμός, τοπικισμοί και  ξενοφοβίες.

Όσοι λοιπόν ακόμα συζητούν τη λεγόμενη ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς τη συγχέουν, μάλλον επίτηδες, με την αριστερή εικονογραφία που οικειοποιήθηκε το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Είναι πολύ ενδιαφέρον πάντως ότι το ΠΑΣΟΚ βεβαίως δεν οικοδόμησε τον σοσιαλισμό ακολουθώντας τον τρίτο δρόμο μεταξύ σοβιετικού και σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, παρά ανακύκλωσε ελληνορθοδοξία, εθνικισμό, κοινωνικό συντηρητισμό και ξενοφοβίες φορώντας τους αντάρτικα αμπέχονα και ειρηνιστικές ρητορικές.

Η μόνη ουσιώδης επιρροή της αριστερής διαλεκτικής όπως την ασκεί το ΚΚΕ στην κατασκευή ιδεολογίας στην Ελλάδα είναι ο ξέφρενος αναγωγισμός. Εάν για πολλούς μαρξιστές όλα μα όλα και πάντοτε κι αδιαμεσολάβητα ανάγονται στις σχέσεις παραγωγής, οι όποιοι δεξιοί στοχαστές, όσο τους φτάνει το μυαλό, ανάγουν κάθε κοινωνικό φαινόμενο σε ό,τι θέλουν και μπορούν: στο ότι δεν είμαστε λαός, στην κατάρα της φυλής, στο ότι δεν μας θήλασε η μάνα μας κι ότι είναι κοντή η γραβάτα μας — και σε άλλες παρόμοιες δοξασίες.

Εναντίον της τσόντας

Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω «μου αρέσει», μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν «ντύσου σαν σταρ». Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ’ άλλα είναι niche.

Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο — ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη «φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση «όλα στο φως» της αμερικάνικης εποχής μας«, ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,

διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες — ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες — πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

Friendzoned! Friendzoned?

Υποθέτω ότι οι συζητήσεις για το λεγόμενο friendzoning, το να ενδιαφέρεσαι για γυναίκα και να σου λέει «σε βλέπω σαν φίλο / φιλικά», είναι κάτι που αφορά μόνο «καλά παιδιά» και μάλιστα κάτω των 30, άντε 35 άμα μένουν ακόμα μαζί με τη μαμά.

Είμαι πρακτικός άνθρωπος όταν δεν είμαι επί της αρχής, οπότε ας το δούμε πρακτικά το ζήτημα.

Τα καλά παιδιά

Γιατί αφορά μόνον τα καλά παιδιά το friendzoning; Επιδή υποτίθεται ότι οι γυναίκες καβατζώνουν τα καλά παιδιά αποκλειστικά για παρέα, για υποστήριξη και αγνή συντροφιά, για επίδειξη εσωψύχων και για απάγκιο. Την ίδια ώρα πάνε και το δίνουν (ξέρουμε ποιο) σε κάτι μαλάκες ή ψυχάκηδες, γιατί οι μαλάκες είναι γαμιάδες ή είναι γαμιάδες και το ξέρουν κ.ο.κ. Όταν λοιπόν οι μαλάκες ή ψυχάκηδες τις πληγώσουν καταφεύγουν στο καλό παιδί που βρίσκεται στη friendzone. Και το μαρτύριο του Ταντάλου συνεχίζεται για το καλό παιδί, γιατί οι φίλοι δεν γαμούν ούτε κυριολεκτικά ούτε βεβαίως με την κακή έννοια.

Αυτό είναι το σενάριο. Το friendzone παρουσιάζεται ως φυλακή των καλών παιδιών, που ναι μεν δεν θέλουν μόνο μια ξεπέτα με την κοπέλα μα τελικά καταλήγουν να έχουνε λευκή σχέση μαζί της, αφού τη νοιάζονται βεβαίως την κοπέλα — καλά παιδιά γαρ.

Το ψέμα δεν το βλέπεις 

Πριν μιλήσουμε για το friendzone πρέπει να το ξεχωρίσουμε από την ατάκα «α, σε βλέπω σαν φίλο / σαν φίλο». Το οποίο είναι ψέμα και ξεφόρτωμα: το έχω φάει ως χυλόπιτα 4-5 φορές (πάνε και δεκαετίες, δεν θυμάμαι πια), δεν το έχω ρίξει ποτέ γιατί τέτοια ψέματα δεν λέω. Άρα, το friendzone δεν είναι η (όποια) ξήγα που εξαρχής αποκλείει το σεξ ή το σεξ με προοπτική σχέσης — άλλο το ένα άλλο το άλλο, να τα λέμε αυτά τώρα που γυρίσαμε στα φίφτιζ. Άμα σου πει «σε βλέπω σαν φίλο», λες σαν άντρας «έχω φίλους και φίλες που δεν προκαλούν, εσένα όμως σε θέλω» και την κάνεις με το κεφάλι σου ψηλά.

Συνεπώς στο friendzone το καλό το παιδί μπαίνει γιατί θέλει να μπει και με τη θέλησή του εισέρχεται και με τη θέλησή του παραμένει. Συνεταξάμην φάση. Και μπαίνει στη Ζώνη ενδεχομένως γιατί είναι σοσιαλδημοκράτης και πιστεύει ότι κύμα το κύμα η πέτρα λιώνει / το γκομενάκι αργά καυλώνει ― με καρμπονάρες και σειρές και φιλικά μασάζ. Ενδεχομένως πάλι είναι ασκηταράς και πιστεύει ότι την ταντάλεια στέρηση θα την εξαργυρώσει (σε αυτή τη ζωή) με ένα αποκαλυπτικό κι εκπάγλου δόξης πήδημα, με αυτή την προσδοκία μελλόντων αγαθών.

Γιατί λοιπόν θυμώνει το καλό παιδί που μένει με το πουλί στο χέρι ενώ βλέπει τα άλλα τραίνα (τα τσογλάνικα, τα καγκούρικα, τα μεσήλικα και αλκοολικά) να περνούν; Γιατί η σοσιαλδημοκρατία και η θρησκεία απογοητεύουν πάντοτε· άλλωστε ο κόσμος μας είναι γεμάτος απογοητευμένους οπαδούς και των δύο που τους έχει στρίψει λιγάκι.

Γιατί οι άντρες δεν βάζουνε γυναίκες στο friendzone;

Ένα καλό κορίτσι που φτιάχνει καρμπονάρες, βλέπει Νάρκοζ και σου κάνει φιλικά μασάζ το παντρεύεσαι. Επίσης, αν σε πιάσει γυναίκα για την οποία ψήνεσαι και σου πει «Βασιλάκη θα με γλείψεις λίγο;» δεν της λες «σε βλέπω σαν φίλη», παρά είτε προσκυνάς τον Γιαραμπή που σε έλουσε με μπερεκέτια είτε φεύγεις πανικόβλητος από την κάργια: Ελληνική Πατριαρχία, μέρος 1ο. Παμ’ παρακάτω.

Γιατί ρε γαμώτο ποτέ δεν κερδίζω σε τούτο το λόττο του έρωτα εγώ;

Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Γιατί εγώ, Θεέ μου; Κακά τα ψέματα, όποιος είναι άνω των 23 ξέρει καλά ότι στη friendzone δεν μπαίνεις απλώς γιατί είσαι «καλό παιδί» αλλά μπαίνεις εκουσίως όπως μπήκε ο άλλος στη Ζώνη στο Στάλκερ: πας γυρεύοντας. Και μένεις εκεί γιατί ναι μεν είσαι αρκετά ευαίσθητος ώστε να καρτερείς και να σκάβεις λίγο λίγο πίσω από το πορτραίτο της Ρίτας της Χέιγουωρθ, αλλά δεν είσαι και τόσο αδερφή για να αποδεχτείς ότι με κάποιες γυναίκες εσύ θες να παραμείνεις φίλος κι ας μην τις γαμήσεις ποτέ. Γιατί τότε θα είσαι, εεε, αυτό ακριβώς: αδερφή.

Το ερώτημα παραμένει όμως: τόσα και τόσα καλά παιδιά πιάνουν οι γυναίκες, τα βάζουν κάτω (ή κάπου, τέλος πάντων) και βγάζουνε το θηρίο από μέσα τους — γιατί τα καλά παιδιά είναι μουλωχτά και κρυπτογρρρρ. Γιατί όχι εμένα, Θεέ μου;

Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Μια γυναίκα θα σε βάλει στο friendzone επειδή:

  1. Τη γνωρίζεις, πάτε για φαΐ και μέσα σε 45 λεπτά τής έχεις πει για τον ανείπωτο πόνο που σου προκάλεσε η πρώην σου. Ότι δεν σε κατάλαβε καμμία ποτέ. Πόσα έχεις να δώσεις. Και λέει η γυναίκα «Θε μου, είναι κολλιτσίδας και είναι και ψυχ — με την κακή έννοια, όχι την καυλωτική».
  2. Τονίζεις στο πρώτο ραντεβού — σε φάση captatio benevolentiae — ότι δεν είσαι σαν όλους τους άλλους, ότι δεν είσαι της ξεπέτας και ότι είσαι ευαίσθητος. Και λέει η γυναίκα «Αμάν, θέλει στεφάνι». Οπότε friendzone. Εκτός αν θέλει στεφάνι, οπότε εμπίπτει στην κατηγορία «κάργιες που θέλουνε να σε κουκουλώσουν» κι όχι «κάργιες φρεντζονίστριες».
  3. Απλούστατα επειδή δεν την καυλώνεις αλλά θεωρεί κατά τ’ άλλα ότι θα ήσουν καλή παρέα. Αλλά αυτό θα ήταν φιλία, άρα θα ήσουν αδερφή. Και μπαίνεις στη friendzone, που εκείνη (θέλει να) νομίζει ότι είναι φιλία κι εσύ ότι είναι προθάλαμος παστάδας ή, έστω, πίπας μετά από μαργαρίτες που της έφτιαξες για να δείτε τον πέμπτο κύκλο του Game of Thrones.

Δηλαδή δεν φταιν οι γυναίκες ποτέ ρε Σραόσα;

Φταίνε που δεν ακούνε πάντοτε αρκετό Γιώργο Μαργαρίτη, Έλλα Φιτζέραλντ, Έλβις Κοστέλλο, και Lady Gaga.

Ταμπού, λογοκρισία και πολιτική ορθότητα

Η πολιτική ορθότητα συγχέεται με τον ευφημισμό και με τη λογοκρισία («να μη λέμε κακές λέξεις») ή την κορρεκτίλα («να μην προσβάλουμε κανέναν / να μην ενοχληθεί κανένας»).

Η πολιτική ορθότητα, κατά τον ορισμό του Φ. Παναγιωτίδη, είναι η προσπάθεια να απαλλάξουμε «τον λόγο από λέξεις και εκφράσεις που φέρουνε το βάρος της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του σεξισμού και, γενικότερα, ιδεολογιών που νομιμοποιούν τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνανθρώπων μας».

Με άλλα λόγια, η πολιτική ορθότητα έχει νόημα και σκοπό ως πολιτική στάση, στον βαθμό που, ονοματίζοντας τους άλλους και τις πράξεις τους, τους πατρονάρουμε, τους καθορίζουμε, ή ασκούμε πάνω τους αυταρχικά την εξουσία μας: την εξουσία της ελίτ που καμώνεται την πλειοψηφία.

Πολιτική ορθότητα και ευφημισμός

Η πολιτική ορθότητα είναι στάση και πράξη πολιτική και καθόλου καλολογική. Άρα δεν μπορεί να είναι απλός ευφημισμός. Όπως σημειώνεται στο παραπάνω απόσπασμα του Παναγιωτίδη, «ποικίλοι φορείς, με προφανέστερους αλλά όχι μοναδικούς την πολιτική εξουσία και τη διαφήμιση, καταχρώνται τον ευφημισμό ως μηχανισμό για να πουν μισές αλήθειες, δηλαδή ψέματα, αφού η απόκρυψη συναφούς μέρους της αλήθειας αποτελεί ψέμα».

Στην πραγματικότητα, ο ευφημισμός έχει σκοπούς πολύ διαφορετικούς από την πολιτική ορθότητα, αφού πασχίζει να ωραιοποιήσει μια πραγματικότητα αλλάζοντας τις λέξεις: ονοματίζει παράπλευρες απώλειες τους αμάχους νεκρούς, σωφρονιστικό κατάστημα τη φυλακή, κ.ο.κ. Είναι πάγια πρακτική του νεοφιλελεύθερου απολίτικου και ρηχού δικαιωματισμού να προσπαθεί να καταστήσει αόρατη κάποια αδικία ή κάποιο κοινωνικό πρόβλημα καταφεύγοντας στον ευφημισμό και στην καλολογία, ορμώμενος από έναν αφελή οργουελισμό, κατά τον οποίο εξαφανίζεις την έννοια άμα απαλείψεις τη λέξη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν πάψω να λέω τους Τσιγγάνους Τσιγγάνους θα γίνουνε «Αθίγγανοι» (…) ή και Ρομά, άρα κανονικοί πολίτες και κανονικοί άνθρωποι και καθόλου θυματα αιώνων συνεχιζόμενου ρατσισμού.

Ο ευφημισμός προσπαθεί να υποκαταστήσει πραγματικούς κοινωνικούς αγώνες και πραγματική κοινωνική δράση. Η πολιτική ορθότητα απεναντίας εντάσσεται σε αυτούς τους αγώνες. Ο ευφημισμός ενδεχομένως αναγνωρίζει σιωπηλά τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας στον λόγο αλλά πασχίζει να τις κουκουλώσει ή και να τις ωραιοποιήσει. Ένα έμφυλο παράδειγμα είναι και το εξής: αν πω την πόρνη «ιερόδουλη», παριστάνω ότι οι γυναίκες με τη συγκεκριμένη εργασία και με συνήθως συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά, γυναίκες αποσκορακισμένες από την πατριαρχία αλλά και αναγκαίες για αυτήν, επιτελούν ιερό λειτούργημα όπως οι γυναίκες των ναών της Αφροδίτης. Απεναντίας, η πολιτική ορθότητα προσπαθεί (αποτελεσματικά ή όχι) να κάνει φανερές τις ταξικές πραγματικότητες και να σταθεί απέναντι στις ετικέτες που κολλάει η πατριαρχία, προτείνοντας το «εργάτρια / εργάτης του σεξ» ή και την επαναοικειοποίηση του όρου «πουτάνα» — δεν έχουμε να κάνουμε με φιλολογίες εδώ, παρά με μια δυναμική διαδικασία (εκ νέου) αυτοπροσδιορισμού.

Με δυο λόγια, η πολιτική ορθότητα αντιλαμβάνεται το πώς ασκούμε ηγεμονία πάνω στους αδύναμους και μη προνομιούχους ετεροκαθορίζοντάς τους και προσπαθεί να καταστήσει αυτή τη διαδικασία ορατή ή και να την ανατρέψει. Αντίθετα, ο ευφημισμός προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να κουκουλώσει: είναι το γλωσσικό αντίστοιχο των ψεύτικων προσόψεων του Ποτέμκιν.

Εδώ υπεισέρχεται το θέμα του ετεροκαθορισμού: κάθε κοινότητα δικαιούται να αποκαλείται όπως εκείνη επιθυμεί να αποκαλείται, ιδίως όταν υφίσταται καταπίεση ή διακρίσεις. Συνεπώς, η καούρα των Ελλήνων να αποκαλείται η χώρα μας Hellas (λες και φτάνει μέχρι τον Όλυμπο και τη Δωδώνη) είναι χαριτωμένος (;) ακκισμός, η απαίτηση όμως των τρανς να λέγονται τρανς είναι το λιγότερο στο οποίο μπορούμε να ανταποκριθούμε.

Επίσης, το ζήτημα του ετεροκαθορισμού είναι και υπόθεση περικειμένου, κόντεξτ: ο Ρομ που επιθυμεί να αποκαλείται «Τσιγγάνος» (επανοικειοποιούμενος τον όρο) ή «Ρομ» έχει ως εναλλακτική ετικέτα το υβριστικό «Γύφτος» ή το πατερναλιστικό «Αθίγγανος». Ο Έλληνας όμως που θέλει να λέγεται Hellene έχει ως εναλλακτικό ετικέτα το τιμημένο Greek. Επίσης, το Άτομο με (Ειδικές) Ανάγκες — όρος που υπογραμμίζει την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στις ανάγκες του και δεν αξιολογεί τις ανάγκες καθεαυτές — έχει ως εναλλακτικές ετικέτες τα «ανάπηρος», «προβληματικός» και άλλα χειρότερα, ή το χυδαία ευφημιστικό ψεύδος του «Άτομο με Ειδικές Ικανότητες»…

Πολιτική ορθότητα και κορρεκτίλα

Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υπόθεση ίσων αποστάσεων: ο λόγος ύπαρξής της είναι να χειραφετήσει όσους καταπιέζονται· μέρος του «καταπιέζω κάποιον» είναι και το «τον ονομάζω όπως θέλω κι όχι όπως θέλει» και το «οικειοποιούμαι τη φωνή του». Συνεπώς, το να αποκαλείς τις γυναίκες συλλήβδην «μουνιά» δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλείς συλλήβδην τους άντρες «ψωλές» — δείτε και μόνοι σας πόσο άκυρο είναι το δεύτερο ως απόπειρα προσβολής ή σβησίματος.

Τα παραπάνω αποσιωπώνται συχνά κι έτσι καβάλα πάνω στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας πάνε διάφορες καλολογίες. Άλλοτε αγνοούμε τη διάσταση της εξουσίας και της ανισότητας, άλλοτε (όπως είδαμε) καμωνόμαστε ότι μπορούμε να απαλείψουμε αυτή τη διάσταση αν δεν την κουβεντιάσουμε. Και στις δυο περιπτώσεις καταλήγουμε να καλολογούμε· από την πολιτική ορθότητα εκπίπτουμε στην κορρεκτίλα, στη λογοκρισία της καλολογίας.

Κι έτσι φτάνουμε να προγράφουμε κάθε προσβολή και κάθε λέξη-ταμπού, κάθε «κακή λέξη». Η «πολιτική ορθότητα» — που σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πια καθόλου political αλλά σκέτη correctness — καταντάει να ασχολείται με trigger, δηλαδή με όρους και αναπαραστάσεις ταμπού: με οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει ή να αναστατώσει οποιονδήποτε. Δυστυχώς όμως, ό,τι και να πει και ό,τι και να δείξει κανείς θα προσβάλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Το ζήτημα δεν είναι να ειμαστε όλοι αγαπημένοι και να μη μαλώνουμε· ποσώς. Το ζήτημα είναι, επαναλαμβάνω, πολιτικό: να μην στοχοποιούνται με τον λόγο ομάδες και μέλη τους χωρίς φωνή και χωρίς εκπροσώπηση (ή, εννοείται, εξουσία).

Η επέλαση της κορρεκτίλας έχει τρεις συνέπειες: μας εθίζει στο προφανές, νομιμοποιεί τη λογοκρισία και βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας.

Το προφανές

Η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο προφανές κι επιδερμικό, γίνεται σταδιακά η νόρμα: «αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες». Αν μια φωτογραφία δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος. Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά κάθε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους «ναι μεν αλλά»: από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.

Η κορρεκτίλα παραγνωρίζει επίσης ότι όλοι οι όροι κι όλες οι αναπαραστάσεις λειτουργούνε μέσα σε συμφραζόμενα: τι λέει από πάνω και τι λέει μετά, και μέσα σε ποιο περικείμενο βρίσκεται. Η κορρεκτίλα δηλαδή αγνοεί μια θεμελιώδη διάσταση της επικοινωνίας: ποιος και πότε λέει τι και γιατί, ως τι και με ποιον σκοπό, από ποια θέση κτλ Η κορρεκτίλα αγνοεί τις διαφορές κυριολεξίας, χιούμορ, σάτιρας, παραθέματος, μεταφοράς, του να βάζεις λόγια στο στόμα άλλου κ.ο.κ. … Η αγνόηση των συμφραζομένων και του ευρύτερου περικειμένου οδηγεί π.χ. το ελεεινά πουριτανικό Facebook, το οποίο πασχίζει να μη δημιουργεί αντιπάθειες φιμώνοντας ό,τι δεν αφορά γάτες και καρδούλες, να μπλοκάρει κάθε ανάρτηση που περιέχει τη λέξη nigger, ακόμα και αν είναι το τραγούδι του Λέννον ή κάτι που ανεβάζει ένας μαύρος πιτσιρικάς στη Βαλτιμόρη…
 
Λογοκρισία και προκατάληψη

Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να μην ασκείς γλωσσική ηγεμονία και του να λογοκρίνεις «για χάρη» των μη προνομιούχων. Δυστυχώς για πολυ κόσμο, αυτή η διαφορά δεν είναι ευδιάκριτη: πολλοί λοιπόν λένε «χαλάλι η λογοκρισία άμα προστατεύει τους μη προνομιούχους». Ωστόσο, όσο πεφωτισμένα και καλοπροαίρετα και να ασκείται η λογοκρισία (για μένα η πεφωτισμένη λογοκρισία είναι οξύμωρο), όσο και να γίνεται προς όφελος των αδύναμων και κατατρεγμένων, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι με το πέρασμα του χρόνου καταλήγει να γίνει ξανά όπλο στα χέρια της εξουσίας. Αν η λογοκρισία είναι λ.χ. DDT, καθόλου τυχαία επιλογή εντομοκτόνου, ενδεχομένως να σκοτώνει κουνούπια αλλά όχι όλα τα κουνούπια, ενώ στο μεταξύ σκοτώνει και πολλά άλλα…

Συνεπώς, ενώ με ευκολία μπορούμε να λογοκρίνουμε κάποιον που είπε «αράπηδες βουλευτές» ή «πουτάνα δημαρχίνα», σκεφτείτε ένα σεξιστικό «πρέπει να τη βάλουνε κάτω να τη γαμάνε δεκα με το στανιό» που απευθύνεται σε κάποια γυναίκα χωρίς εξουσία και άντε να αποδείξετε ό,τι θέλετε στα περισσότερα δικαστήρια αυτού του πλανήτη εν έτει 2017. Ταυτόχρονα, θα έχετε κανονικοποιήσει τη λογοκρισία προς όφελος και λευκών βουλευτών, ανδρών δημάρχων κ.ο.κ.

Γενικότερα, όταν την πολιτική ορθότητα, την αναίρεση κακοδοξιών και τους αγώνες τούς υποκαθιστά η λογοκρισία και η κορρεκτίλα, έχουμε τέρατα. Δείτε για παράδειγμα την υπό θεσμοθέτηση σε πολλές χώρες ταύτιση του αντισημιτισμού με την κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση, δείτε επίσης σε συμβολικό επίπεδο την εξίσωση σφυροδρέπανου και σβάστικας ως απαγορευμένων εμβλημάτων στην Ουγγαρία και αλλού.
Επί της ουσίας, όποιος θέλει να αγωνιστεί κατά του σεξισμού, του φασισμού, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, κτλ. κτλ. καλό είναι να μη λησμονεί πως οι νόμοι και οι δίκες (πρέπει να) έπονται των κινητοποιήσεων και των αγώνων από κάτω: θυμηθείτε τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ του ’60 ή αναλογιστείτε γιατί χρονίζει η δίκη των ναζί δολοφόνων μας.

Ανοίγοντας τη συζήτηση, είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου όταν δεν υποκινεί ανοιχτά σε βιαιοπραγία κατά των μη προνομιούχων. Με άλλα λόγια: «φάτε τους πλουσίους», οκέι. «Οι Εβραίοι είναι σατανικοί», οκέι. «Φάτε τους Εβραίους», μάντρωμα. Βεβαίως, η ελευθερία του λόγου δεν συνεπάγεται ανοχή ή συναίνεση: θα αντιτάξω τον δικό μου λόγο στο μιαρό «οι Εβραίοι είναι σατανικοί» και θα χλευάσω ακόμα και το «φάτε τους πλουσίους», αφού δεν τρώγονται με τίποτα.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι ούτε να λογοκρίνουμε ούτε να αυτολογοκριθούμε. Παράλληλα, πλανώμαστε αν πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο· τουναντίον. Η πλάνη μας όμως αυτή προκύπτει από την απολίτικη ταύτιση τριών παραγόντων: της ελευθερίας του λόγου, της πολιτικής ορθότητας (η επίκληση της οποίας εισάγει στη συζήτηση τις παραμέτρους της αυθεντία και της εξουσίας) και των «ανθρωπιστικών αξιών», ιδίως όταν γίνονται αντιληπτές με το αίτημα να είμαστε όλοι καλά και να μη στενοχωριέται κανείς.
 
Ως συνήθως, το βαθύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις.  Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) ενώ καταντήσαμε να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με εμμονικές απόπειρες να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.).

Κι αυτό τελικά βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας

Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού από την άλλη, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας.

Η χονδροειδής ταύτιση πολιτικής ορθότητας, κορρεκτίλας και «ανθρωπιστικής καλοσύνης» σε συνδυασμό με την ανοχή μας στη λογοκρισία επιτείνει τον ηθικό πανικό που επικρατεί γύρω από την πολιτική ορθότητα. Για πολύ κόσμο το «PC» είναι πλέον συνώνυμο της (αυτο)λογοκρισίας και του ευφημισμού και από πολιτική στάση η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή ως ηθική κορρεκτίλα: κωμικοί φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να λένε χοντρά ανέκδοτα, γυναίκες αναρωτιούνται αν είναι πρέπον να κραυγάσουν «γάμα με!» και άντρες ορρωδούν μπροστά στη ροπή να ανακράξουν «καριόλα!», ρέκτες του ύφους και της ακριβολογίας αγανακτούν με νεολογισμούς και άκομψες καινοτομίες, Εβραίοι καταλήγουν να αποκαλούνται «self-hating Jew», λάτρεις της τέχνης βλέπουν να έρχονται παπικά βρακάκια και ετικετούλες Parental Advisory… Αυτοί και όλοι μας (θα έπρεπε να) μισούμε τη λογοκρισία.

Άρα;

Τι να κάνουμε λοιπόν; Νομίζω ότι υπάρχει μια απλή συνταγή: πρώτα σκέφτομαι ποια σχέση προνομίων, ιεραρχίας ή κι εξουσίας έχω με εκείνον στον οποίο θα απευθυνθώ ή (χειρότερα) με εκείνον εξ ονόματος του οποίου θα μιλήσω. Αντιστρέφω αυτή τη σχέση και μπαίνω στη θέση του. Αν στο ίδιο περικείμενο θα έλεγα τα ίδια ή παρόμοια (αστεία, σκωπτικά, χυδαία, διδακτικά, βαρύγδουπα, εξυπναδίστικα, ζουμερά, στεγνά, κτλ. κτλ.), είμαι μια χαρά και προχωρώ.

Το ουσιώδες είναι να μη συγχέουμε τον νεοσυντηρητικό ηθικισμό (για την αναίρεση του οποίου απαιτούνται μεταμέλειες κι εξιλεώσεις κτλ.) με μια πολιτική στάση, η οποία υπόκειται σε κριτικό και διαλεκτικό έλεγχο μέσα στην κοινότητα και μέσα στην κοινωνία. Εκεί ακριβώς τελικά διαφέρει η πολιτική ορθότητα από τις ηθικιστικές και λογοκριτικές διαστρεβλώσεις της.

Ναζισμός, σταλινισμός και ιστορίες για αγρίους

Τι ακριβώς καταδικάζουμε όταν καταδικάζουμε τον ναζισμό και τον σταλινισμό;

  • Την κατά Άρεντ βιομηχανοποίηση της γενοκτονίας; Τότε καταδικάζουμε μόνο τον ναζισμό και τον φασισμό που τον συμπλήρωσε και τον στήριξε, και τώρα και όσο υπάρχουν άνθρωποι.
  • Την ποσότητα των εγκλημάτων και την ευρηματικότητα της βαρβαρότητας; Τότε καταδικάζουμε και τους δύο αλλά και την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ — όπως και κάθε κρατική οντότητα η οποία (υπό κλίμακα) έκανε τις εθνοκαθάρσεις και σφαγές που πέρναγαν από το χέρι της (τσαρικά πογκρόμ, γενοκτονία των Αρμενίων, σφαγές απεργών κτλ. κτλ.).
  • Την αιτιοκρατική σύνδεση ιδεολογίας-αρχών και εγκλημάτων; Τότε πρωτοστατούν ο ναζισμός και ο φασισμός σε απόλυτο βαθμό, έπεται η αποικιοκρατία και ακολουθεί μόνον υπό συγκεκριμένες ερμηνευτικές παραδοχές ο σταλινισμός. Άλλωστε το μονοπώλιο της νόμιμης βίας το λαγνεύονται και οι φιλελευθερες (ή «αστικές») δημοκρατίες.

(Παρένθεση: οι νοσταλγοί του σταλινισμού ισχυρίζονται ότι ο σταλινισμός δεν είναι σύστημα αρχών, παρά «μέρος του ιστορικού προτσές» και ετικέτα μιας εποχής και ενός ηγέτη. Όχι βέβαια· ο σταλινισμός δεν τελείωσε το ’53: σταλινικές ήταν η Βουλγαρία, η Αλβανία, η ΛΔΓ, σταλινικός ήταν ο Πολ Ποτ. Ας μην παίζουμε με τις λέξεις: οι ρίζες του σταλινισμού βρίσκονται στις πρώτες μέρες της Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν ο Λένιν κατάργησε κάθε ίχνος ελευθεροτυπίας — όπως καταγγέλλει η Ρ. Λούξεμπουργκ. Σταλινισμός είναι η εγκαθίδρυση ενός διαρκούς καθεστώτος απολυταρχίας που συντηρεί ένα συγκεντρωτικό-γραφειοκρατικό κράτος στο όνομα της επανάστασης και του σοσιαλισμού εγκαθιδρύοντας μια νομενκλατούρα. Ο σταλινισμός είναι ιδεολογία (με την μαρξιανή έννοια) και έχει τόση σχέση με τον κομμουνισμό όση τα auto da fé με την επί του Όρους Ομιλία.)

Καταδικάζουμε μήπως με την αναφορά στον «σταλινισμό» την εποχή 1945-1968; Ήτανε μια σκατά εποχή παντού: μακαρθισμός, μαζικές σφαγές κομμουνιστών στην Ινδονησία, Κορέα, Βιετνάμ, σταλινισμός, Φράνκο (μπα! τον ξέχασαν τον σκούληκα), μακρονήσια-ξερονήσια-χαφιέδες-ανωμαλία στην Ελλάδα, εξουσία παπά και καραμπινιέρου στη Νότια Ιταλία, η Γαλλική Δημοκρατία δήωνε την Αλγερία, ενώ η μεγάλη δημοκρατία του Ηνωμένου Βασιλείου έκανε τον νταβατζή του Σουέζ, κρέμαγε Κυπρίους κατά συρροή, έσφαζε «μαύρους» και γενικά πάσχιζε να κρατήσει ζωντανή την αγαθοεργή αυτοκρατορία της. Καταδικάζουμε; Κάργα: ποτέ ξανά!

Η συζήτηση καταντάει ανόητη. Πιο ανόητη είναι η προθυμία της «αριστεράς» να συμμετάσχει σε αυτή με τους όρους που θέτει η παραδοσιακά ανιστόρητη και ημιμαθής ελληνική Δεξιά — όπως κάνει ξανά και ξανά. Πιο γόνιμο θα ήταν να πάει σε αυτό το συνέδριο των Εσθονών και, αφού απαιτήσει να ξεκαθαριστούν οι όροι με τους οποίους ναζισμός και σταλινισμός γίνονται αντιληπτοί ως ομοειδείς, να ζητήσει να μπει και η αποικιοκρατία στη συζήτηση — άλλωστε όλες οι σημαντικές αποικιοκρατικές δυνάμεις του 20ου αιώνα (η Πορτογαλία μέχρι το 1975) είναι μέλη της ΕΕ. Γιατί όχι;

Κλείνοντας, σχετικά με τους ανατολικούς εταίρους της ΕΕ: είτε μας αρέσει είτε όχι, η «επιρροή» της ΕΣΣΔ μεταξύ 1945 και 1991 γίνεται αντιληπτή από τους λαού τους ως κατοχή. Αυτό δεν είναι ρεβιζιονιστικό παραμύθι: το επισήμαιναν μη σοβιετοεξαρτώμενοι μαρξιστές επί δεκαετίες. Είναι αναμενόμενο να θέλουν αυτές οι χώρες, ιδίως τώρα που τις κυβερνούν νεοφιλελεύθερα ξόανα, να επαναπροσδιορίσουν αυτήν την περίοδο ως ρίζα κάθε κακοδαιμονίας τους, όπως κάνουμε εμείς με την Τουρκοκρατία, π.χ. Τουλάχιστον εμείς, που δεν χρειάστηκε να πολεμήσουμε στο πλευρό του Γερμανού κατά του Ρώσου (κι όχι «των ναζί κατά των κομμουνιστών») θα έπρεπε να έχουμε στείλει στον διάολο ταγματασφαλίτες, δοσίλογους και μαυραγορίτες από τις 13 Οκτωβρίου 1944 — όπως τα υπόλοιπα δυτικά έθνη…

Αριστεία και πάλι

Αν θα πρέπει να μιλήσω εγώ για αριστεία θα πρέπει να γίνω κάπως μελό και ελαφρώς Ξανθόπουλος.

Οι ικανότητές μου ήταν αδιαμφισβήτητες από την πρώτη δημοτικού. Οι δάσκαλοι, πάντα πρόθυμοι να γίνουν Αριστοτέλης εκ των υστέρων, έστω και από την πορεία κάποιου Αλεξανδρέως, με ανακήρυσσαν διάνοια και «παιδί θαύμα». Υπερβολές· καλόπιστες μεν, αλλά υπερβολές. Στην τρίτη δημοτικού η δασκάλα ρώτησε τον πατέρα μου αν θα έπρεπε να ζητήσει από το Υπουργείο να προαχθώ κατευθείαν στην πέμπτη, «όπως κάνουνε στην Αμερική». Άλλες εποχές τότε, είχαμε ΠΑΣΟΚ κι όλα ήτανε δυνατά, ακόμα και τάξη μπορούσες να πηδήξεις.

Η οικογένειά μου είχε σχετική άνεση τότε (έτσι νομίζαμε) αλλά ο πατέρας μου βασανιζόταν από τη σκέψη ότι αν ζούσαμε «στην Κουμμούνα», το Κράτος θα αναλάμβανε την εκπαίδευσή μου και δεν θα εξαρτιόταν αυτή από την οικονομική άνεση της οικογένειας. Κι είχε δίκιο να ανησυχεί γιατί όταν έγινα δεκαπέντε άρχισε η οικονομική κάτω βόλτα.

Όταν ετοίμαζα το μηχανογραφικό για τις εξετάσεις μού έγινε σαφές ότι δεν υπήρχανε χρήματα να με στείλουνε Σαλονίκη κι ότι αν δεν δεν πέρναγα Αθήνα απλώς θα ξανάδινα. Εγώ ήθελα να πάω να σπουδάσω στη Σαλονίκη γιατί εκεί ήτανε καλύτερο το πανεπιστήμιο (αληθεύει) αλλά αυτή ήταν η ες το φανερόν λεγομένη αιτία: ήθελα να φύγω από το πατρικό αλλά όχι να χωθώ σε κανα χωριό όπως η Πάτρα ή (θεμουσχώραμε) τα Γιάννενα. Ήθελα να φύγω ένεκα κυρίως το σεξ — όμως τι άλλο περιμένατε από μένα;

Πέρασα στην Αθήνα δέκατος από το τέλος γιατί η έκθεσή μου ήταν αναβαθμολογημένη με 15/20. Οι σπουδές μου ήταν κυρίως απογοήτευση, με εξαίρεση κάποιους δασκάλους. Αμέσως μετά την αποφοίτηση δούλεψα σε φασφούντ για εννιά μήνες, μαζεύοντας λεφτά για το μάστερ. Ευτυχώς δεν ήξερα τότε ότι οι 500.000 δρχ που κατάφερα να βάλω στην άκρη θα έφταναν για να επιβιώσω περίπου δυόμισυ μήνες στο Λονδίνο.

Πήρα την υποτροφία του ΙΚΥ ως επιλαχών. Έκανα το μάστερ. Ξεκίνησα διδακτορικό. Στο τρίτο έτος κόπηκε η υποτροφία. Ζούσα με διδασκαλία δώθε-κείθε και με τη φροντίδα κι υποστήριξη της κοπέλας μου. Δύο απόπειρες να δουλέψω ως ερευνητής δεν ευοδώθηκαν, η δεύτερη λόγω κάποιας γραμματέως στο Καίμπριτζ που δεν έκανε σωστά τη δουλειά της κι έτσι πήγε όλη η πρόταση στον βρόντο.

Μετά το διδακτορικό, 74 κιλά (τώρα είμαι 95), έψαχνα οποιαδήποτε δουλειά: για βιομηχανικός εργάτης δεν είχα αμάξι, για δούλος που περνάει δεδομένα σε βάσεις δεδομένων ήμουν overqualifed. Επειδή δεν είχα λεφτά να πηγαίνω σε συνέδρια κατά τη διάρκεια του σύντομου (ακριβώς τρία χρόνια) διδακτορικού μου, κανείς δεν με ήξερε για να μου δώσει δουλειά στον τομέα μου, «you have no exposure whatsoever». Το διδακτορικό μου ήτανε σύντομο γιατί δεν είχα, όπως είπαμε, άλλα λεφτά. Τουλάχιστον ακόμα τσιτάρουν τη διατριβή μου, δεν με χάλασε.

Μετά ανεργία. 82 αιτήσεις συνολικά για δουλειά, 5 συνεντεύξεις, 2 δεύτερες θέσεις. Μετά βρήκα δουλειά στα Τρίκαλα στα δυο στενά, χαμαλεύοντας και παριστάνοντας και δύο χρόνια το middle management· μετά από 5 χρόνια βρήκα μια πολύ καλύτερη. Κι έτσι έγινα ο Αρχηγός που είμαι τώρα. Βεβαίως, όπως λέει και φίλος χειρουργός: «ό,τι έκανα στα 41 το κάνω και στα 51, τότε όμως ήμουν ‘νεαρός’ τώρα πια ‘θεός’: έτσι πάει». Περιμένω λοιπόν να πάω 51 κι εγώ, ξέροντας πόσο τυχερός υπήρξα, αφού κανονικά έπρεπε μόλις να είχα διοριστεί στην Κίμωλο, έχοντας φάει τα νιάτα μου κι άλλα πολλά σε φροντιστήρια.

Τι δηλοί ο μύθος; Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ευγενικά: «η αριστεία είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα και ο ταξικός παράγοντας είναι ενδεχομένως ο σημαντικότερος». Λιγότερο ευγενικά: «όποιος έρθει να σταθεί μπροστά μου να μου μιλήσει για αριστείες και πίπες θα του πάρει ο διάολος το κορόλλα».

Η φωτογραφία του Lee Materazzi.

Η αβάσταχτα κολωνακιώτικη ποίηση της Λίνας Νικολακοπούλου

Είναι κάπως αλλόκοτο που κάθε τόσο κράζουμε τον Σαββόπουλο, και δικαίως τον κράζουμε, αλλά ότι η Λίνα Νικολακοπούλου βρίσκεται στο απυρόβλητο. Η προαναγγελία αυτού εδώ του σημειώματος στο φέισμπουκ αντιμετωπίστηκε και με συγκατάβαση και με απορία για τη στριφνότητα ή και την αμάθειά μου.

Αλλά πάμε από την αρχή.

Ανοικείωση all over my body

Η Λίνα Νικολακοπούλου έχει γράψει τραγούδια που επάξια κέρδισαν τη θέση τους μέσα στον Κανόνα της ελληνικής στιχουργίας. Ποια είναι και πόσα είναι αυτά τα τραγούδια ούτε με νοιάζει ούτε με αφορά. Πολλά τραγούδια της, συνήθως τα λιγότερα γνωστά και όχι απαραιτήτως ερωτικής θεματολογίας, είναι λυρικά με τρόπο μετριασμένο και ψύχραιμο στα όρια του ρίγους.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι επίσης επίγονος του Νίκου Γκάτσου, στη διαρκή προσπάθειά της να στοκάρει το κενό μεταξύ λαϊκού στίχου, ποπ στίχου, ελαφρού στίχου και μελοποιημένης ποίησης. Η μέθοδός της στο στοκάρισμα θυμίζει παλιό καλό Cole Porter και λέγεται ανοικείωση: σπάσιμο των συμφράσεων («παραδέχτηκα ζωή και θάνατο», το σχεδόν πια δόκιμο «θα πάθεις έρωτα»), διάψευση κειμενικών προσδοκιών («ηφαίστειο… εφτά γενιές σβηστό»), απρόσμενες παρηχήσεις και ρίμες («βύσματα / πείσματα», «λοιπόν / ντεπόν»).

Η μέθοδός της βασίζεται τόσο στέρεα στην ανοικείωση, που πριν χρόνια ο Μπαμπινιώτης επαίνεσε την ποίησή της ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Σε αυτό ο δάσκαλος ακολούθησε τους Ρώσους φορμαλιστές που θεωρούσαν ότι η λογοτεχνική έκφραση ισούται με την ανοικείωση. Αν αυτό βεβαίως ίσχυε, αν λογοτεχνία ήταν η ανοικείωση, τότε η Κική Δημουλά, που ανοικειώνει κατά κόρο και κατ’ εξακολούθηση, θα ήταν η δύσθεώρητη κορυφή της ελληνικής ποίησης, γνώμη που δεν συμμερίζονται όλοι. Επειδή όμως ο τελευταίος που εκίνησε την πτέρναν κατά της Δημουλά βρέθηκε στες κάμαρες τες κρυφές (όχι της ηδονής δυστυχώς), ας το θέσω ως εξής: αν η ανοικείωση συνεπαγόταν λογοτεχνία, τότε αυτό θα ήταν ποίηση:

Μοιραία σού αποστέλλω μυθοποίηση
μα εσύ αναμηρυκάζεις απόξεση,
λαξεύω τις στιγμές τις βαρθολίνειες
με σύκα για να πήξω νέα ποίηση·
στον δρόμο κατευνάζονται δικαιοπραξίες πειθήνιες
που βρίσκουν τις ζωές μας με πρόστυχη τόξευση.

Βεβαίως το παραπάνω μπορεί και να περάσει για ποίηση, αλλά κάνω μια στάση εδώ, παίρνω μιαν ανάσα και σας παραπέμπω στον miglior fabbro για τα περαιτέρω.

Η μανιέρα λοιπόν στη Νικολακοπούλου έχει τρεις λειτουργίες. Την πρώτη την υπαινίχθηκα: υποκαθιστά με γλωσσικά μέσα τα ποιητικώς λοξά κεντήματα της μελοποιημένης ποίησης: αντί για φέρτε μου ένα μαντολίνο και μετά θα γίνω κρίνο, για μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο, για τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου ή και αντί για η οθόνη βουλιάζει έχουμε να ‘ταν η χαρά οικόπεδο, έχουμε εγώ το φως μετάλαβα κι εκεί σε πάει η καρδιά συνήθως, έχουμε μια πίστα από φώσφορο. Με άλλα λόγια: η ανοικείωση σε επίπεδο λεξιλογικό και συντακτικό υποκαθιστά, εν μέρει επιτυχώς, τη λοξή ματιά της ποίησης.

Η δεύτερη λειτουργία της ανοικειωτικής μανιέρας είναι να «ανοίγει» το τραγούδι ώστε ο καθένας να ακούσει και να βρει μέσα του αυτό που τον τρώει ή έστω αυτό που του ταιριάζει. Βεβαίως όσοι θέλουν να ανοίγουν πολύ όσα γράφουν και να εξακτινώνουν το νόημα των κειμένων τους πρέπει να προσέχουν μην τους ξεφύγει από την πολλή εξακτίνωση και το νόημα από πανανθρώπινο καταντήσει ασαφές ή από χρησμός καταντήσει ωροσκόπιο. Επίσης, στην περίπτωση της Νικολακοπούλου, ενίοτε δεν βγάζεις άκρη από την πολλή ανοικείωση:

Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο
θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο
με δώδεκα διαδρόμους
δώδεκα τρόμους
με βύσματα κι εντάσεις φορητές
με πείσματα κι αεροπειρατές
Πίστα χορού, αεροδρομίου ή παιχνιδιού; τρόμους, βύσματα (η πίστα) και εντάσεις φορητές;
κοιμήσου εδώ προσωρινά
κι αν ρίξει χιόνι στα ορεινά
θα πούμε το πιστεύω.
 Ε; Γιατί;
Το φεγγάρι απ’ τη μια
και του κόσμου η ζημιά
βάλαν βέρες
Τι δηλοί εδώ το φεγγάρι;

Και πάει λέγοντας.

Η τρίτη λειτουργία της ανοικειωτικής μανιέρας και του παιχνιδιού με τη γλώσσα είναι να ξεσκίζει (με την κακή έννοια) ωραία κατά τα άλλα τραγούδια, για να γίνει το ρεφραίν πιο διανοητικά τσαχπίνικο. Παράδειγμα, το Υπερωκεάνειο, το οποίο ξεκινάει με ένα από τα πιο ιδιοφυή κουπλέ που έχουνε γραφτεί ποτέ στα ελληνικά:

Τόσο καπνό που πίνω μέσα μου
άμα τον είχα ταξιδέψει,
θα ‘χα γυρίσει όλη τη γη
από τη νύχτα ως την αυγή
παρά που λες πως μ’ αγαπάς
να ‘χα πιστέψει.
Και μετά…
Γιατί τώρα είναι σπάνιο
να ξοφλήσω το δάνειο
που ‘χα πάρει απ’ το χθες
για να ελπίζω

Ο σολοικισμός, προκειμένου να της βγει ο ακκισμός, είναι τρομακτικός. Τι διάολο σημαίνει «είναι σπάνιο να ξοφλήσω το δάνειο»; Πώς κατάφερε να συντάξει αυτόν τον αχταρμά με το μη-εξακολουθητικό ξοφλήσω να κάνει παρέα στο σπάνιο; Γιατί; Γιατί; Και μετά τι γυρεύουν στο τραγούδι οι Παναγιές του Νοτιά, εκτός από βλαστήμιες αγανακτισμένου ακροατή; Γιατί;

Άλλο ένα παράδειγμα μόνο, αφήνοντας στην άκρη περιπτώσεις όπως το είτε ευτελές είτε μυστηριώδες ρεφραίν «Το πάθος που διώκεται / δεν πάει να επιδιώκετε / εσείς θα βγειτε λάθος»: στο κατά τ’ άλλα οκέι ερωτικό τραγούδι «Καρδιά μου εγώ» υπάρχει πάλι ένα ρεφραίν ογκόλιθος:

Καρδιά μου εγώ, φωτιά μου εγώ
στεριά μου εγώ, νύχτες βουνά.
Φιλιά μου εγώ, σταλιά μου εγώ
παλιά μου εγώ, παντοτινά.

Οκέι, αν το πιάσει κανείς φιλολογικώς βγάζει άκρη με «τα παντοτινά παλιά εγώ», ως αντιλογία τον Λύκο της Στέππας του Έσσε, ξέρω γω. Το υπόλοιπο; σουρεάλ νηών κατάλογος: εγώ καρδιά και φωτιά (νταξ), στεριά (!), νύχτες βουνά (;;;). Φιλιά εγώ (οκέι πάλι), σταλιά (από τι;).

Ε και;

Η ανοικειωτική μέθοδος της Νικολακοπούλου, που πατάει κυρίως στη γλώσσα κι όχι στα νοήματα, στις εικόνες κτλ., είναι η μανιέρα που έχουνε ξεσηκώσει πολλοί από το έντεχνο καθώς και στρατιές ποιητιζόντων μπαλαντιστών και σοφτροκάδων (που δεν θα κατονομάσω, αλλά τους ξέρετε). Στο κενό, ή τη ρωγμή, μεταξύ λαϊκού στίχου, ποπ στίχου, ελαφρού στίχου και μελοποιημένης ποίησης που έκανε το στοκάρισμά της η Νικολακοπούλου ήρθανε και κάρφωσαν κορνίζες και (δυστυχώς) εικονίσματα ένα σωρό παιδιά που δεν έχουν τη μαστοριά της στο στοκάρισμα. Για αυτό δεν φταίει η ίδια, παρά η τεράστια επιτυχία της.

Πού οφείλεται όμως η επιτυχία της; Σίγουρα και στους υπόλοιπους συντελεστές των τραγουδιών της. Σίγουρα επειδή κάλυψε με στόκο το κενό μεταξύ των πρωτεϊκών μπουζουκονταγλάν, της αφρώδους ποπ σάχλας και του Άξιον Εστί. Αλλά και γιατί έπιασε μια άλφα διάθεση, το ιδεώδες μιας συγκεκριμένης εποχής.

Η διάθεση αυτή είναι αυτή της χωρισμένης μεσοαστικής ψυχής που κυκλοφορεί στη Σκουφά. Σκεφτείτε το Διθέσιο. Κάποιος ή κάποια αγοράζει ένα διθέσιο και του πειράζει κινητήρα και πλαίσιο (άρα γκαφρά) και μετά οδηγεί μάλλον αεροπλανικά και ίσως αλκοολικά μα πάντως επικίνδυνα. Γραμμένο το 1997, αυτό το τραγούδι μάς μεταφέρει στην καρδιά της Εποχής του Σημίτη. Παρόμοιους συνειρμούς δημιουργεί το Μακό του 1991: κάποια ή κάποιος κλείνεται σπίτι λόγω χωρισμού (άρα δουλεύει π.χ. στο γραφείο της μαμάς ή στο μαγαζί του μπαμπά, οπότε μπορεί να λουφάρει), πληγώνει το καινούργιο παρκέ (το έχω πάθει κι εγώ με τακούνια) και παίρνει κομμένο ντεπόν για να κοιμηθεί — εδώ μάλλον υπνωτικά, πονστάν ή μπουσκοπάν ήταν, εξού και οι δυο φωτιές στο ταβάνι όταν την ακούς, αλλά δεν έβγαινε η ρίμα με το «λοιπόν».

Αυτή η φωνή είναι απαράλλαχτη στη μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών της Νικολακοπούλου: κολωνακιώτικοι καημοί ανθρώπων που συχνάζουν στα σεμινάρια της Μαριάννας Κορομηλά και πάνε να δούνε τον Τζούμα να πίνει καφέ στο Φίλιον (πρώην Ντόλτσε), ασχολούνται με γκομενικά, μετοχές κι εκσυγχρονισμό ενώ βρίσκονται σε μια διάθεση λίγο πέρα από το Νίτρο, το Κλικ και το Μαξ.

Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια σπουδαία τραγούδια της Νικολακοπούλου (όπως η Ζελατίνα ή το Σίδερο με ατμό) μιλάνε για κάτι έξω από αυτή την άθραυστη φούσκα.

Για την (ελληνική) οικογένεια

Μέσα σε ένα ασθενοφόρο που τρέχοντας ανέβαινε τη Συγγρού, στις 21:38 της 1ης Ιουλίου κράταγα το χέρι της μητέρας μου, που προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκεται και τι της συμβαίνει. Εκείνη τη ώρα αναρωτήθηκα:

Είναι η οικογένεια ο προνομιακός χώρος της αγάπης;

Η απάντηση είναι βεβαίως ναι. Η οικογένεια είναι προνομιακός χώρος της αγάπης. Όμως αυτή η παραδοχή ισχύει με τον τρόπο που η τροπική ζούγκλα είναι προνομιακό οικοσύστημα για πεταλούδες: όχι πάντοτε, όχι ολόκληρη και όχι για όλα τα είδη πεταλούδας.

Μπορεί κανείς να σταματήσει να διαβάζει εδώ.

Συνεχίζω εγώ.

Θέλω να μιλήσω για την οικογένεια κατά μέρος τις εξιδανικεύσεις για τη συζυγία, που τάχα εκπορεύεται από την αγάπη, την οποία τάχα γεννά ο έρωτας, ο οποίος είναι ή θα έπρεπε να είναι απαύγασμα ερωτικού πάθους. Μιλώντας για «οικογένεια» θέλω να ασχοληθώ με αυτό που πονάει, αυτό που δεν θέλουμε να αγγίξουμε — πολλώ μάλλον να αποδομήσουμε: τη σχέση γονέων και παιδιών.

Η γονική αγάπη

Η γονική αγάπη, όπως η ερωτική αγάπη, θεμελιώνεται σε σωματικότατα και βιολογικότατα θεμέλια. Από αυτή την άποψη είναι πολύ γερά θεμελιωμένη.

Ωστόσο, δεν πρέπει συμπεραίνουμε αυτομάτως ότι όπου υπάρχει γέννα και σεξ, το δυνάμει θεμέλιο, υπάρχει και οικοδομή, δηλαδή η γονική και η ερωτική αγάπη αντιστοίχως. Αυτή η διάκριση είναι πια λίγο-πολύ κατανοητή όσον αφορά την ερωτική αγάπη, είναι όμως συνήθως αδιανόητη όταν σκεφτόμαστε τη γονική αγάπη. Θεωρούμε δεδομένη τη γονική αγάπη δεδομένη, μια σταθερά που αναγκαία θα μεσολαβεί σε κάθε σχέση μάνας και παιδιού (και, λιγότερο, πατέρα και παιδιού). Όταν η σταθερά αυτή εμφανώς απουσιάζει θα επικαλεστούμε ανωμαλία, διαστροφή, ψυχασθένεια ή και ψυχοπάθεια. Αυτή η σταθερά, η αυτόματη αγάπη καθιστά τη σχέση γονέα-παιδιού a priori προνομιακή, αν όχι και ιερή.

Γνωρίζουμε στην πράξη πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι: οι μανάδες δεν είναι η Παναγία. Δεν αγαπούν όλες οι μάνες τα παιδιά τους. Υπάρχει στοργή, υπάρχει αφοσίωση, υπάρχει προσκόλληση, υπάρχει μέριμνα και φροντίδα, υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει αποστασιοποίηση — υπάρχει ολόκληρη η πολυδιάστατη γκάμμα της ανθρώπινης σχεσιακής κατάστασης. Δεν υπάρχει σώνει και καλά αγάπη στη σχέση γονέα και παιδιού.

Όσο και αν βομβαρδιζόμαστε ανελέητα με ρητορικές ότι η μητρότητα ολοκληρώνει τη γυναίκα, ότι την πάει τρεις (ή και τέσσερις) υπαρκτικούς αναβαθμούς ψηλότερα, ότι μεταμορφώνει και εξαϋλώνει τη γυναίκα καθιστώντας την Αγάπη και Φως κτλ., οι ρητορικές αυτές διατυπώνουν ενδεχόμενα, υπέροχα και θεοτικά ενδεχόμενα ίσως, αλλά ενδεχόμενα και μόνο: η γκάμμα και εδώ είναι πολυδιάστατη, όχι δίπολο, και ευρύτατη.
Αυτά τα ενδεχόμενα όμως («κάνε παιδί να γίνεις γυναίκα») πλασάρονται ως ιδανικά κι ιδεώδη ή — χειρότερα — ως αυτονόητες καταστάσεις που μαγικώς κι ατρέπτως επιφέρει ο τοκετός. Σε αυτό οι ρητορικές περί ολοκλήρωσης της γυναίκας με τη μητρότητα θυμίζουν το ατελείωτο μπούρου-μπούρου για την ερωτοπραξία που θα μετουσιωθεί σε έρωτα, αφού η ηδονή και ο οργασμός δεν μπορούν παρά να αποτελούν σκιές ή προοικονομίες πνευματικών και οπωσδήποτε ισοβίων προσκολλήσεων.

Οι ρητορικές αυτές, όταν δεν είναι κανονιστικές και τυραννικές, πηγή ενοχών και αισθημάτων ανεπάρκειας και μειονεξίας, επαναλαμβάνω ότι περιγράφουν κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, κάποια ενδεχόμενα· και πάλι όμως με τρόπο στρεβλό: αν πρέπει να καταγράψω τη γνώμη μου, κάποιες ολοκληρωμένες κι αυτοπραγματωμένες γυναίκες μπορεί να γίνουν υπέροχες μητέρες, άλλες γυναίκες μπορεί να ωριμάσουν μέσω της μητρότητας — ή και όχι. Και πάει λέγοντας.

Για την ίδια τη γονική αγάπη τελικά δεν έχω να πω τίποτα εκτός από το ότι δεν είναι δεδομένη και ότι δεν πρέπει να θεωρείται σταθερά στη συζήτηση περί οικογένειας.

Η οικογένεια ως φυτώριο, ως πρότυπο και ως καβάτζα σχέσεων.

Ακόμα και όταν δεν θεωρούμε την οικογένεια χτισμένη πάνω στη σταθερά ή στην επιδίωξη της γονικής αγάπης, αντανάκλασης της αγάπης του θεού-πατέρα ή της μητέρας-θεάς κτλ., υπάρχουνε λόγοι που εντός μας ανακηρύσσουμε ιερή την οικογένεια:

Η δεμένη οικογένεια παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Αυτοί ακριβώς οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταφράζονται συνήθως εκ του προχείρου σε «αγάπη»: αν κάτι αποτελεί «αγάπη», τότε είναι κάτι που μοιάζει με τους συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια. Έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την οικογένεια και φυτώριο της αγάπης αλλά και θησαυροφυλάκιο όπου φυλάσσονται τα χρυσά μέτρα και τα επακριβώς ζυγισμένα σταθμά της αγάπης: τα κριτήρια και οι ιδανικές εκδοχές της αγάπης.

Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι παροχή της «δεμένης οικογένειας» που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ’ ό,τι σε άλλους: στον μεσογειακό κόσμο λόγου χάρη. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά· εφοδιάζεσαι με σόι να αγαπάς και να σε αγαπάει, σόι έκτασης και σύνθεσης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Η οικογένεια δεν είναι λοιπόν μόνο το εκκολαπτήριο της αγάπης και το μέτρο της: είναι και μια καλή καβάτζα αγάπης. Η συνέπεια του να έχεις αυτό το εφόδιο είναι και η νοοτροπία κατά την οποία δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο με ξένους: έχεις τους δικούς σου ανθρώπους προεγκατεστημένους.

Βεβαίως, η καβάτζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα, π.χ. «οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;«.

Η δεμένη οικογένεια ισχυρίζεται επίμονα πως έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.

Και πού είναι το κακό;

Με δυο λόγια, όταν αντιμετωπίζουμε την οικογένεια με τον παραπάνω τρόπο, εξοικειωνόμαστε με ψυχαναγκαστικές, ανταλλακτικές, κυριαρχικές, εκβιαστικές ή και κακοποιητικές σχέσεις μόνο και μόνο γιατί αναπτύσσονται και λειτουργούνε μέσα στην οικογένεια. Αν καταπιέζουμε ή καταπιεζόμαστε, αν υλοποιούμε σε διαπροσωπικό επίπεδο κοινωνικές συμβάσεις και ετεροκαθορισμούς, κανένα πρόβλημα και μια χαρά αφού βρισκόμαστε μέσα στην οικογένεια.

Στη χειρότερη περίπτωση εκπαιδευόμαστε στο να αναγνωριζούμε κάθε λογής μανιπουλάρισμα, καταπίεση κι υστεροβουλίες ως σχέσεις αγάπης. Στην καλύτερη περίπτωση εξοικειωνόμαστε με την ιεραρχική καταπίεση (που πολλές φορές οδηγεί τη συμπεριφορά των γονέων) ή με τον εκβιασμό και τον μη οριοθετημένο ετσιθελισμό (όπως πολλές φορές συμπεριφέρονται τα παιδιά) και καταντούμε να τις θεωρούμε αποδεκτές, ενίοτε γνήσια αγαπητικές, συμπεριφορές.

Συνεπώς η οικογένεια νομιμοποιείται ως φυτώριο, μέτρο και καβάτζα (ή παρακαταθήκη αν προτιμάτε) αγαπης και παράλληλα οικειοποιείται τη μητρική αγάπη, την πατρική στοργή και την αφοσίωση των τέκνων — ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν εκ των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν θεμελιώνει η οικογένεια την αυθεντία της: στην επίκληση της αγάπης, και μάλιστα της αγάπης στην ευγενέστερη μορφή της, στην αγάπη που αφορμάται (αλλά με καμμία παναγία δεν περιορίζεται σε αυτή) από τη βιολογική ανάγκη να φροντίσεις τον άλλο: το παιδί ή τον γονιό.

Η φροντίδα είναι κομβική έννοια: η φορτική φροντίδα μέσα στην οικογένεια καθίσταται διαπίστευση αγάπης. Και η φροντίδα είναι αμφίδρομη, πάει και από τους γονείς προς τα τέκνα αλλά και από τα τέκνα προς τους γονείς. Βεβαίως η φροντίδα καθεαυτή δεν είναι πρόβλημα: τουναντίον, λίγες ανθρώπινες εκδήλώσεις είναι τόσο απαράμιλλα ευγενείς όσο η φροντίδα και η μέριμνα για τα γονικά σου ή για τα παιδιά σου. Όμως, όπως κάθε ευγενές μέταλλο, στο τέλος η φροντίδα αποκτά ανταλλακτική αξία: η απαίτησή της εξαργυρώνει «αγάπη», η προσφορά της εξαγοράζει φροντίδα προς την αντίθετη κατεύθυνση — και ούτω καθεξής, με συνέπειες που πολλοί από εμάς ζούμε.

Περιττεύει να επισημάνω πόσο πληγώνει και τραυματίζει και αλλοιώνει το να κατανοείς κάθε λογής σχέσεις και συναλλαγές ως αγάπη. Γι’ αυτό και από την τριάδα της τυραννίας η οικογένεια είναι ο ισχυρότερος εξουσιαστικός μηχανισμός, ο πιο βαθύς — γιατί τη σημαία του (που τη λεν αγάπη) την κρατάει μια μάνα στο όνομα του πατρός. Μάνα έχουν και οι άθρησκοι και οι απάτριδες. Κι έτσι, την πατρίδα την πολεμάς, την απομυθοποιείς, τη χλευάζεις, την αποκηρύσσεις, την ξεφορτώνεσαι (τάχα) με εξορία ή (τέλος πάντων) πολεμάς να την αλλάξεις — κάτι. Τη θρησκεία, πάλι, τη διαγράφεις, την αποσυναρμολογείς, τη μεταμορφώνεις ή την υποτάσσεις. Αλλά την οικογένεια μπορεί να σου την ξεριζώσει μόνο με τανάλια κανας ψυχαναλυτής. Και μάλιστα, παίρνει καιρό το ξερίζωμα, και χρειάζεται αντοχή στον πόνο, καθώς η τανάλια κουνιέται πέρα δωθε με βία.

Άρα;

Άρα είναι αναγκαίο να απομαγευτεί η οικογένεια ως θεσμός, ως χώρος de facto αγάπης και μάλιστα ιδανικής αγάπης.

Ενόσω αγωνιζόμαστε για ισότητα στον γάμο, παράλληλα ερχόμαστε σταδιακά σε επίγνωση — όσο μας το επιτρέπει η ατροφία των ανθρωπιστικών σπουδών — ότι δεν πρόκειται για ιερό και ισόβιο δεσμό με υπερβατικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, ενώ οι οικογενειακοί δεσμοί, έστω και ως προς το θεμελιώδες βιολογικό και γενετικό σκέλος τους, είναι ακατάλυτοι, ωστόσο ούτε αυτοί είναι ιεροί ή a priori αγαπητικοί, ούτε αυτοί είναι υπερβατικά δοσμένοι και αναλλοίωτοι. Άλλωστε τίποτε στα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι υπερβατικό και αναλλοίωτο πολλώ μάλλον όταν γίνεται εκκολαπτήριο και χώρος εξουσιαστικών σχέσεων, πολλώ μάλλον όταν το πώς λειτουργεί τραυματίζει ανθρώπους διά βίου — όπως πολλές φορές συμβαίνει μέσα στην οικογένεια. Και από εκεί ακριβώς θα ξεκινήσουμε να συζητάμε τα προβλήματά της.

Η εικονογράφηση από πόστερ ανώνυμου καλλιτέχνη στην Καλλιρρόης.