Μανιερισμοί στη Μακρόνησο

Στη Σχολή μάς έμαθαν ότι μετά την εξάντληση κάθε πρωτοπορίας στην Τέχνη ακολουθεί μανιερισμός: τα τεχνικά επιτεύγματα, οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες, οι τρόποι και οι μέθοδοι, ακόμα και κάποια τερτίπια και κλεισίματα του ματιού, όλα επιβιώνουν μόνον ως ύφος ψιλό, κενολόγο στυλ και διακόσμηση: ως μανιέρα. Μας έλεγαν πως η μανιέρα εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγάλης τέχνης (εικαστικής, μουσικής, του λόγου ή άλλης) ως παράδοση ακόμα και όταν προ πολλού έχει χαθεί το περιεχόμενό της ή έστω η δυνατότητά της να μπαίνει σφήνα μεταξύ όσων ξέρουμε και του κόσμου γύρω μας, φανερώνοντας όσα μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν.

Παρακολουθώντας από σχετική απόσταση τη συζήτηση για την επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά πολιτικού μανιερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώην κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που πλέον ασκεί τη συνεπέστερη κεντροδεξιά πολιτική που έχει δει ο τόπος από το 1944, κινείται από συλλογική ανάγκη να επικαλεστεί τη μνήμη με τον τρόπο που κάνουν τα γερασμένα και παραστρατημένα αριστερά κόμματα: ως μανιέρα, φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό τους για να δείξουνε πως δεν πέθαναν και ως συνεχιστές μιας παράδοσης έστω και μόνον ως προς τους τύπους.

Δυστυχώς η Μακρόνησος είναι ιερή και αυτή η επίδειξη πολιτικών συμβόλων και αριστερών τερτιπιών και κλεισιμάτων του ματιού αποτελεί πράξη σχεδόν βέβηλη. Το «δυσκολο κυβερνητικό έργο του» ας το συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να παριστάνει ότι συνεχίζει όσα σημαίνει η Μακρόνησος. Μπορεί να είναι αναγκαίο έργο, ίσως και ευεργετικό (…), αλλά με το Μακρονήσι έχει τόση σχέση όση ο Τζιανφράνκο Τσιμπαμπούτι με τον Μιχαήλ Άγγελο.

Από το The Greek Cloud.

Το χειρότερο

Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο σεξ;

Η πρώτη μας σκέψη είναι «να μη σου σηκωθεί». Πράγματι, μία ματαιωμένη ή καταργημένη στύση μπορεί να έχει δυσανάλογα βαρύ ψυχολογικό αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Αναμφισβήτητα είναι αρκετά βαρύ να μην μπορείς να σου σηκωθεί: νιώθεις ότι ακυρώνεσαι ως άντρας ή και ως άνθρωπος, όπως π.χ. στην περίπτωση της καρικατούρας που πρωταγωνιστεί στο Shame του McQueen. Μάλιστα αρκεί να μην μπορείς να κάνεις την έπαρση πριν από κρίσιμη ή κομβική φάση για να σε συνοδεύει η οδύνη, το όνειδος και, ενίοτε, η παραφορά της κατά Τσέχωφ αξόδευτης ζωής για βδομάδες, μήνες ή και χρόνια — κι αυτό είναι κάτι τόσο τρομακτικό και άσχημο, που αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο: να σε ψέξουν και να σε κοροϊδέψουνε κατά την ερωτοπραξία ή αμέσως μετά. Είναι μάλλον χειρότερο να σε χλευάσουν για το τι έκανες ή τι δεν έκανες ή πώς το έκανες από το να μην το κάνεις καθόλου. Άλλωστε, αν δεν σου σηκωθεί, έχεις πάντοτε το ελαφρυντικό του «ναι, αλλά αν μου είχε σηκωθεί…». Ενώ σε αυτή την περίπτωση, της επιτυχούς ολοκλήρωσης ή απλώς έναρξης της λαγνουργίας, τι δικαιολογίες μπορεί να προβάλει κανείς απέναντι στον ψόγο και στον χλεαυσμό; Καμμία. Υφίσταται την ταπεινωτική κοροϊδία. Και πάλι, καθόλου τυχαίο δεν είναι που η μετοργασμική χλεύη, πολλώ μάλλον ο διασυρμός, αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Άρα, ακόμα και από το να μη σου σηκωθεί, το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στο σεξ είναι να σε χλευάσουνε κατά τη διάρκειά του ή μετά.

Αυτά αν δεν είσαι γυναίκα. Τώρα, αν είσαι γυναίκα…

Από το The Greek Cloud.

Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου

Δεν έχω τρανς φίλους ή φίλες. Δεν μπορώ με τίποτε να κατανοήσω πώς είναι ζεις ως διεμφυλικό άτομο στον υπέροχο κόσμο μας — δεν λέω «στην Ελλάδα» γιατί τα είδαμε και τα χαΐρια των Αμερικανών με τις τουαλέτες. Ό,τι γνωρίζω για το θέμα είναι από δεύτερο και τρίτο χέρι.

Επίσης αντιλαμβάνομαι ότι για πάρα μα πάρα πολύ κόσμο, κάθε ηλικίας, καταγωγής αλλά και μορφωτικού επιπέδου, δεν υπάρχουν γκέι, μπάι, ιντερσέξ, τρανς, ασεξουαλικοί κ.ο.κ. Δεν υπάρχουνε βεβαίως τρανς άντρες. Δεν υπάρχουν ούτε λεσβίες (κακάσχημες γεροντοκόρες, το δίχως άλλο). Υπάρχει μόνον ένας ενιαίος αξεχώριστος αντρικός πληθυσμός από αδερφές που τον παίρνουν από τον κώλο. Μέχρι εκεί πάει η αντίληψη και η διορατικότητα των πολλών, εκεί εξαντλείται η χρήση και το ενδιαφέρον τους για κάθε άντρα που δεν είναι ή δεν το παίζει στρέιτ.

Αυτός ο πολύς κόσμος, που σήμερα καταλαμβάνεται από αγανάκτηση και ηθικό πανικό, θα μάθει κάποια στιγμή και θα καταλάβει. Όπως έμαθε ότι κανείς δεν είναι φύσει δούλος ή ότι οι γυναίκες μπορούν να ψηφίζουν. Εμείς βεβαίως μάλλον θα έχουμε πάψει προ πολλού να χαιρόμαστε, όσο μας αφήνουν, αυτόν τον υπέροχο κόσμο.

Δίπλα στις λοιδωρίες, στις χυδαιότητες και στη στρεψοδικία πλέον υπάρχει και θα υπάρχει η διασφάλιση, με τον ατελή τρόπο των νόμων, μιας μικρής περιοχής ελευθερίας για μερικούς εφήβους και για κάποιους ενηλίκους, πολλοί από τους οποίους έφαγαν τη ζωή τους στη χλεύη, στον εξευτελισμό και στον καθαρό πόνο. Απέναντι από τη βοή της απροσμάχητης μοχθηρίας θα στέκονται αυτές οι εικόνες. Και κάποτε θα θυμούνται αυτούς τους ανθρώπους, μα και άλλους που δεν πρόφτασαν, όπως εμείς θυμόμαστε τις σουφραζέτες: χωρίς να κατανοούμε τι αντιπολέμησαν αλλά πάντως με δίκαιη συγκίνηση.

Από το The Greek Cloud

Το καλό της Εκκλησίας

Μετά τις δηλώσεις Ραγκούση ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι μητροπολίτες, διαβάζουμε ότι η Ιερά Σύνοδος με εξώδικο κράζει τον κ. Ραγκούση απαιτώντας με μια απρόσμενα BDSM διατύπωση να καταθέσει εντός πενθημέρου στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου τα σχετικά στοιχεία «άλλως θα υποστεί την ανάλογη δικαστική βάσανο». Είναι πολλαπλώς αστείο αυτό που αξιώνει η Σύνοδος, και μάλιστα με τρόπο τόσο προφανή, που δεν χωράει σχολιασμό ουσίας: υπάρχουν ομοφυλόφιλοι κληρικοί; μια κατάλληλα απάντηση είναι η σχετική ρητορική ερώτηση για τις λειτουργίες του πεπτικού των αρκούδων στο δάσος· κρύβονται; μόνον αν δεν είναι Αγγλικανοί· πρέπει να τους κράξει ο κ. Ραγκούσης; μάλλον άκομψο θα ήταν αυτό, αν όχι παράνομο.

Προσπερνάμε λοιπόν το άνωθι ανούσιο καλιάρντεμα εκ μέρους της Συνόδου. Προσπερνάμε και το θράσος των εσχάτως ξεθαρρεμένων δεσποτάδων που δηλώνουν ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να νομοθετεί μονομερώς, ζητώντας δημόσια διαβούλευση με δικούς τους όρους σε ζητήματα δικαιωμάτων και μέριμνας για τους μη-προνομιούχους ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται από χίλιες-δυο κρυφές τροπολογίες που τους βολεύουν, κι αυτούς και τα μοναστήρια.

Μένουμε σε αυτή τη δήλωση Ραγκούση:

«Συγκεκριμένα για την εκκλησία, είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι και αυτή πρέπει να βγει μπροστά σ΄ αυτόν τον αγώνα. Υποστηρικτικά. Γιατί αν θέλει να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, πρέπει να σταματήσει να υποκρίνεται.»

Η δήλωση θα ήταν πατερναλιστική αν δεν ήταν εκπάγλως αφελής: η Εκκλησία δεν χρειάζεται να χτίσει καμμία σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Μετά το 1991 και τον Μακαριστό της η Εκκλησία έχει την κοινωνία και, εσχάτως, την πολιτική εξουσία, για γιουσουφάκια της. Η Εκκλησία, αν θέλει να ενισχύσει περαιτέρω τη σχέση εμπιστοσύνης της με την κοινωνία δεν έχει μάλιστα κανέναν λόγο να σταματήσει να υποκρίνεται, όπως αποφαίνεται ο κ. Ραγκούσης. Ίσα ίσα, αν έχει ανάγκη περισσότερη επιρροή, εξουσία και λεφτά (η ανθρώπινη απληστία των λειτουργών του θείου διαφαίνεται ιστορικώς απεριόριστη), η Εκκλησία θα έπρεπε να γίνει ακόμα πιο χαρντκόρ. Άλλωστε ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της εκκλησίας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές: επικαλούμενη αδιασάλευτες αρχές να συνεχίσει να καλλιεργεί φοβικά και αντιδραστικά αντανακλαστικά χωρίς την ευτραπελία ταξικών καταγγελιών και κοινωνικών αναταραχών (πολλώ μάλλον πυρός, μαχαίρας και εμφυλίου πολέμου).

Η ελλαδική Εκκλησία δεν έχει καμμιά ανάγκη τη μέριμνα του κ. Ραγκούση, στελεχών του Κέντρου ή του ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα αγκαλιάσει την κοινωνία κτλ.: αγκαλιασμένη την έχει, και μάλιστα αρκούντως σφιχτά ώστε να ασφυκτιά μεν αλλά να μη στραγγαλίζεται.

Να το πω και αλλιώς, χρησιμοποιώντας την ποιμαντική ρητορική επί το νεορεαλιστικότερον: η ελλαδική Εκκλησία συμπεριφέρεται όντως σαν Μητέρα και Τροφός του Γένους, πλην όμως σαν βαριά διαταραγμένη μητέρα, η οποία ανέχεται τα τέκνα της να εξαθλιώνονται και να υποσιτίζονται αλλά φροντίζει επιμελώς μη τυχόν δείξουνε βυζί-μπούτι και μην τυχόν τα πουν αλήτες ή — τρισχειρότερα — πουτάνες ή πούστηδες.

Από το The Greek Cloud

Τρομοκρατία και πουριτανισμός στο Ισλάμ και στον Χριστιανισμό

Όταν μιλάμε για την ισλαμική τρομοκρατία, ή ακόμα και για τον ισλαμικό μισογυνικό πουριτανισμό, θεωρούμε αυτονόητη τη διασύνδεση και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Ισλάμ, όπως είναι εύλογο. Ωστόσο πάμε ένα βήμα πιο πέρα και συνδέουμε την «ισλαμική βαρβαρότητα» και με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Ισλάμ. Δεν διαφωνώ οπωσδήποτε με αυτή την αντίληψη, αν και είναι ανοιχτή σε συζήτηση γιατί, όπως πάντοτε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες και πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.

Επιπλέον, οποιαδήποτε τρομοκρατική πράξη ή πράξη πατριαρχικής βίας από μουσουλμάνο (π.χ. «εγκλήματα τιμής») εμπίπτουν αυτομάτως στην κατηγορία της «ισλαμικής τρομοκρατίας» ή «βαρβαρότητας». Αυτή η ταύτιση, όταν δεν είναι εκ του πονηρού, είναι συνήθως προϊόν ασύγγνωστης ευκολίας.

Όταν πάλι δεν μιλάμε για χριστιανική τρομοκρατία, από τις σταυροφορίες της Παλαιστίνης και της Βαλτικής, μέσω αποικιοκρατίας, μέχρι τους θεόληπτους σφαγείς στις ΗΠΑ, και όταν πολύ περισσότερο δεν μιλάμε για τον θηριώδη και στεγανό χριστιανικό πουριτανισμό, μισογυνικό ή μη, παραγνωρίζουμε τη σύνδεσή και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Χριστιανισμού. Πολλώ μάλλον αρνούμαστε να κάνουμε οποιαδήποτε διασύνδεση με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Χριστιανισμού, όπως την εσχατολογία («έρχεται συντέλεια, θα σας πάρει ο διάολος»), τη θεοδικία («θα πάτε στην Κόλαση»), την αντίληψη της ανθρώπινης ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης ως προϊόντων μιας Πτώσεως («we are born sick») κτλ. Επιμένουμε να εξετάζουμε αποκλειστικά άλλους παράγοντες και παραδεχόμαστε ότι πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.

Ειδικά στην περίπτωση του χριστιανικού πουριτανισμού, η εθελοτυφλία μας αυτή σχετικά με τη σχέση του με τη χριστιανική θεολογία είναι ασύγγνωστη: ο χριστιανικός πουριτανισμός έχει στέρεες θεολογικές αρχές που ζέχνουν ασκητισμό, νεοπλατωνισμό και στωικισμό, αρχές οι οποίες συμπλέχθηκαν ατρέπτως και με αγροτοποιμενικές αιδημοσύνες και με την αντίληψη περί οικογενείας στο ρωμαϊκό δίκαιο. Απεναντίας, ο ισλαμικός πουριτανισμός είναι πιο κοντά στο «τι θα πει ο κόσμος» και στα πατριαρχικά αντανακλαστικά αγροτοποιμένων: είναι λιγότερο επί της θεολογικής αρχής και πιο κοινωνικός.

Αυτή η εφαρμογή δύο μέτρων και σταθμών, και αυτή μάλλον, λέγεται Οριενταλισμός.

Από το The Greek Cloud

Υποτουρίστας, τουρίστας, περιηγητής ή ταξιδιώτης;

Από τότε που ήμουν παιδί γινόταν διαχωρισμός αυστηρός μεταξύ τουρίστα και ταξιδιώτη (ή και ταξιδευτή). Ο τουρίστας ήταν άβουλο πρόβατο που φωτογραφίζει αλλά δεν βλέπει, που περιεργάζεται και ξεναγείται χωρίς να κατανοεί, που επικονιάζει προορισμούς αλλά αγνοεί τις διαδρομές. Απεναντίας, ο ταξιδιώτης προσπαθεί, λέει, να ζήσει έναν τόπο, να μπει μέσα του, να τον κατανοήσει και να βρει τις — ας πούμε — ειδοποιούς διαφορές του.

Με την έλευση των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων στο γύρισμα του αιώνα δημιουργήθηκε μια κατηγορία τουρίστα, ας τον πούμε υποτουρίστα, που δεν ενδιαφέρεται ποσώς πού πάει αλλά μόνο ποια είναι η χρήση του προορισμού του: ήλιος και θάλασσα, όμορφες διαδρομές για ποδηλασία ή οδήγηση, φτηνό αλκοόλ, καλό φαγητό, φτηνό ή επισφαλές σεξ. Αυτό δεν είναι όμως ιδιαιτέρως ενδιαφέρον· ενδεχομένως οι περισσότεροι τουρίστες αλλά και πολλοί τουπίκλην ταξιδιώτες κατά βάθος αντιμετώπιζαν χρηστικά τους προορισμούς ανέκαθεν. Στην εποχή του χιψτερισμού πάντως όλο και περισσότεροι θέλουν να καμώνονται πως είναι ταξιδιώτες.

Ενδιαφέρον είναι ότι πλέον αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχουνε τελικά και δύο είδη ταξιδιωτών: ο ταξιδιώτης και ο περιηγητής.

Ο ταξιδιώτης, στην ιδανική ενσάρκωσή του, θέλει να μάθει και να ζήσει έναν τόπο, να φάει τα φαγητά του και να πιει τα ποτά του, να περπατήσει τις γειτονιές του και τις εξοχές του — γιατί Ταξίδι χωρίς να περπατήσεις δεν υφίσταται. Ο ταξιδιώτης είναι καλόπιστος και δεκτικός, προσπαθεί να δει πέρα από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, προσπαθεί να χαρεί τον τόπο που επισκέπτεται και να τον κατανοήσει. Πρώτα ρωτάει και παρακολουθεί και μετά κρίνει. Αυτός εδώ ο τύπος είναι χαρακτηριστικός, νομίζω.

Ο περιηγητής, στη μεγάλη παράδοση των περιηγητών από τον Εβλιά Τσελεπή και τους Εγγλέζους της Grand Tour, μέχρι τη Μάγδα Τσόκλη και τους συμμετέχοντες στις εκδρομές της Μαριάννας Κορομηλά, είναι συνήθως πολύ πιο διαβασμένος. Ξέρει εκ των προτέρων πού πάει και τι θα δει, επιλέγει προορισμούς εκτός πεπατημένης και κάνει έφοδο στα αξιοθέατα με τρόπους εναλλακτικούς: όχι με ξεναγό αλλά συνοδεία κάποιου ντόπιου αιρετικού π.χ. Το πιο σημαντικό, οι περιηγητές κουβαλούν μαζί τους τα στερεότυπα και τις βεβαιότητές τους και επικεντρώνουν ακριβώς στους τόπους, στους ανθρώπους, στις ιστορίες και στις συνήθειες που θα επιβεβαιώσουν τα στερεότυπά τους και θα επικυρώσουν τις βεβαιότητές τους. Ο περιηγητής ήδη κατανοεί και απλώς τσεκάρει ότι όσα «ξέρει» ισχύουν. Ο περιηγητής ρωτάει μόνον όταν ξέρει ότι θα πάρει την κατάλληλη απάντηση.

Από το The Greek Cloud

Δεν υπάρχει τυφλοσούρτης

Γενικές συνταγές και τυφλοσούρτες που θα καθορίσουν τι είναι «προσβλητικό» και τι όχι δεν υπάρχουν. Δεν θα συνταχθούν ποτέ τοπογραφικά που θα αποτυπώνουν τα όρια προσβολής, χαβαλέ και κριτικής. Οι κατάλογοι με τα λεγόμενα trigger (τα οποία ελπίζω να παραμείνουν προσωρινή και αμετάφραστη αβελτηρία των Αμερικανών) πρέπει κανονικά να περιλαμβάνουν τα πάντα — είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που λ.χ. η θέα (και η μυρωδιά) του πατσά τούς προκαλεί ταραχή κι αποστροφή: όχι, δεν γίνεται να μην προσβάλουμε ποτέ κανέναν και η προσπάθεια για κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνα λογοκριτική.

Η πολιτική ορθότητα είναι πολιτική και δεν μπορεί να υποκαθίσταται από ηθικολογική αποφυγή λέξεων και εικόνων ταμπού. Η πολιτική ορθότητα είναι κριτική των σχέσεων εξουσίας και αποκλεισμού μέσα από τον λόγο, όχι πρόσχημα για λογοκρισία· παράλληλα, η κριτική δεν είναι λογοκρισία. Όλα ξεκινούν από τη μεν επίγνωση σχέσεων ιεραρχίας και εξουσίας, που είναι το δύσκολο, αλλά και από την κατανόηση των συμφραζομένων μέσα στα οποία λέμε ή δείχνουμε κάτι, που είναι το ακόμα δυσκολότερο. Συνεπώς, το γυμνό δεν είναι ούτε αυτομάτως αγαθό ούτε αυτοδικαίως προσβλητικό· λέξεις όπως «πούστης», «μουνάκι»,  «νέγρος» καθεαυτές δεν είναι ταμπού, αλλά μπορούν να γίνουνε μέχρι και φονικές σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

Δείτε την εικόνα, για παράδειγμα. Δείχνει μια κοπέλα που χορεύει raqs sharki (χορό της κοιλιάς) και το χαίρεται; Δείχνει μία γυναίκα-αντικείμενο παραδομένη στο αρσενικό βλέμμα μέσα σε οριενταλιστικό περιτύλιγμα; Δείχνει μια χειραφετημένη γυναίκα που ορίζει το σώμα της και το παρουσιάζει όπως επιθυμεί η ίδια μέσα από την τέχνη της; Δείχνει κάτι άλλο; Δείχνει κάτι πιο σύνθετο; Δεν μπορεί να απαντήσει κανείς χωρίς να μελετήσει τα πλαίσια ιεραρχίας/εξουσίας και το περικείμενο: πού; πότε; γιατί; πώς; με ποιους; κτλ.

Από το The Greek Cloud

Αυτή δεν είναι η φωνή της Μάγδας Φύσσα

Στη σελίδα left.gr αναρτήθηκε ένα κείμενο της Ελένης Μπέλλου, το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται «υποθετικό» και είναι γραμμένο «σε α’ πρόσωπο, με στοιχεία από όσα η Μάγδα Καραϊσκάκη – Φύσσα έχει καταθέσει στον Τύπο και στη δίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του γιου της Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά».

Πρώτον, υποθετικό κείμενο είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να γραφεί αλλά ακόμα δεν έχει γραφεί. Αλλά ας μη γίνομαι σχολαστικός.

Δεύτερον, το συγκεκριμένο κείμενο είναι βαριά κακογραμμένο. Αλλά αυτή είναι η γνώμη μου και μόνο.

Τρίτον, ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και μάλιστα στο ίντερνετ, κραυγάζει και παρακαλάει να αποδοθεί αποκρύφως στον υποθετικό συντάκτη του. Αυτό ήδη συμβαίνει στα σχόλια ανάρτησεων που αναδημοσιεύουν το κείμενο, παρεμπιπτόντως. Κι εδώ ήδη υπάρχει τρομερό πρόβλημα.

Τέταρτον, το να γράφεις ένα κείμενο (εύστοχο, φλύαρο, περιττό ή διδακτικό — αδιάφορο) με το οποίο οικειοποιείσαι τη φωνή της Μορφής του αντιφασιστικού αγώνα είναι επιεικώς ευτελές· θυμίζει κάτι ταλαίπωρους αρχαίους και βυζαντινούς που έγραφαν διάφορα και, για να τα απαθανατίσουν, ψευδεπιγράφως απέδιδαν την πατρότητά τους σε ποιητές, φιλοσόφους, ευαγγελιστές — μείζων των οποίων (εδώ και τώρα που βρισκόμαστε) η Μάγδα Φύσσα.

Από το The Greek Cloud

Η σωστή εποχή

Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσα σε ενδιαφέρουσα εποχή.

Όταν ήμουν πολύ παιδί, αναρωτιόντουσαν οι μεγάλοι τι επώνυμο θα παίρνουν τα παιδιά που γεννιούνται σε «ελεύθερες σχέσεις», δηλαδή εκτός γάμου. Οι απαντήσεις σε τέτοια δυσεπίλυτα τότε ζητήματα δόθηκαν το 1982 με το νέο οικογενειακό δίκαιο.

Μετά αναρωτιόντουσαν όταν έβλεπαν ζευγάρια αντρών «ποιος από τους δύο κάνει τη γυναίκα». Εδώ οι απαντήσεις δόθηκαν παρακολουθώντας τα βάσανα του Στηβ Κάρινγκτον στη Δυναστεία — διότι μέγα το της ποπκουλτούρας κράτος.

Κατόπιν αναρωτιόντουσαν πώς τη βγάζουν τα ζευγάρια γυναικών χωρίς φαλλό. Μάλλον ακόμα την ψάχνουν την απάντηση οι μεγάλοι, οι μεγάλες βεβαίως τη γνώριζαν ανέκαθεν.

Τώρα που είμαι εγώ μεγάλος αναρωτιόμαστε πώς θα επιλύουν το θέμα της ζήλειας και της κτήσης όσοι συνάπτουν πολυσυντροφικές σχέσεις. Εκ πείρας όμως πλέον ψυλλιαζόμαστε ότι μάλλον ήδη γνωρίζουν την απάντηση οι ίδιοι.

Από το The Greek Cloud

Η φωτογραφία είναι του Itzhak Ben-Arieh

Ο κυκλικός χρόνος

Ο κύκλος φέρνει τις ίδιες έννοιες κάθε φορά, τα ίδια ερεθίσματα και τις ίδιες διαθέσεις, με κανονικότητα ρολογιού. Ενός ρολογιού που κάνει τους κύκλους του από τα βυζαντινά χρόνια, αν και οι ώρες έχουνε πλέον ελαφρώς διαφορετικά ονόματα και ενώ κάπως διαφορετικοί κούκοι και τραγουδάκια σημαίνουν την κάθε ώρα.
 
Χριστούγεννα: Ξεκινούν νωρίς. Θεάνθρωπος και αγάπη. Ψώνια για δώρα και για τραπέζι. Σωτήρας και φάτνη. Τουλάχιστον χαίρονται τα παιδιά. Φορτωνόμαστε κλιματικές φαντασιώσεις βορείως των Άλπεων και πέριξ των Μεγάλων Λιμνών. Τον Άη Βασίλη, που είναι ο Άη Νικόλας, που είναι τευτονικό τελώνιο. Φαΐ. Πολύ φαΐ. Φαΐ για ανθρώπους που περπάταγαν πολύ ακόμα κι αν δεν μοχθούσαν, μέσα σε κρύα σπίτια χωρίς ψυγεία. Μια αγρυπνία χωρίς περιεχόμενο, με λαμψη και πρασινοκόκκινα στολίδια, εκτός και αν εκκλησιάζεσθε νωρίς, οπότε και κατά το ρεβεγιόν ακόμα νηστεύετε. Φωτάκια. Καμπάνες που δεν ακούγονται.
 
Την Πρωτοχρονιά έχουμε μια ανάπαυλα: χαρτοπαίγνια, μεθύσι, ξενύχτια. Μια σύντομη και κάπως στημένη αναμέτρηση με τον χρόνο, όπως στα γενέθλια. Νοσταλγία. Ελπίδα. Τετραψήφιες ευχές, η συμπύκνωση ενός χρόνου πριν κι ενός χρόνου στο μέλλον μέσα σε ώρες, σε ευχές, σε προσδοκίες, σε resolutions. Κέρμα μέσα σε κέικ που δεν θα φας, κέρμα τυχερό του οποίου ο οιωνός έχει λησμονηθεί μέσα σε μια βδομάδα το πολύ. Τσιφτετέλια σε συνοικιακά μπαρ-καφετέριες-κλαμπ.
 
Απόκριες. Μασκαρέματα και τσικνιστή κρεωφαγία σ’ έναν κόσμο που το ζαμπόν είναι πιο προσιτό προσφάι από τις ελιές. Χημικοί αφροί, σερπαντίνες που ποτέ δεν ξετυλίγονται σωστά. Παρενδυσίες. Ανούσια άρματα αφελούς κ ιανώδυνης σάτιρας, στολές για να γίνεις άλλος αλλά όχι πολύ, λάτιν και ντίσκο — μουνάτα Δόμνας Σαμίου, αν είστε του Παντείου. Πλαστικά ρόπαλα. Κάτι για Διόνυσο. Εκδηλώσεις των δήμων. Ξενογαμίες κι αρπαχτές στην Πάτρα μόνο, άντε κι αλλού.
 
Καθαρά Δευτέρα. Πολύ φαΐ. Χαρταετοί κινέζικοι κι αζύγιαστοι από τα Τζαμπο. Κακό κρασί. Λάθος θαλασσινά και υδατάνθρακες πολλοί. Ευχές για τη Σαρακοστή. Τι είναι η Σαρακοστή; Δεν έχουν αίμα τα χταπόδια.
 
Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή. Μετάληψη drive through. Κατάνυξη. Πάθη. Πένθος. Νύστα και λιβάνι και καμπάνες. Κρύο υγρό. Κεριά και βαρειά λουλουδίλα, πηγμένοι καράφλες οικογενειάρχες μπανίζουν μυροφόρες με καλαθάκια. Θεία Πάθη. Σωτήριο Πάθος. Κατάνυξη ξανά κι Ορθοδοξία. Βραχεία νηστεία. Νυμφίος. Ψαλτικά μινυρίσματα, παράφωνα εγκώμια. Ελληνισμός-Παράδοση-Σταυρός που ακολουθεί η
 
Ανάσταση. Παρά πέντε μπαίνεις, στο και πέντε βγαίνεις. Σαρκί υπνώσας ως θνητός; Πάσχα! Εντόσθια, αρνιά, κατσίκια, άντερα, συκώτια, νεφρά και καρδιές, αθώα αρνάκια και κατσικάκια που δεν μυρίζουν, πέτσα που στάζει λίπα. Ξύγκι στο χώμα. Κόκκινα αυγά που δεν τρώγονται παρά σε σαλάτα. Δημοτικά και σκυλοπόπ. Νοτισμένο χώμα. Αγιάζι. Νάρκη. Τσουρέκια καουτσούκ εδώδιμο. Φορσέ χαρά. Φορσέ γλέντι. Έλληνες, Ρωμιοσύνη, Χριστός. Η πρέζα της Ανάστασης για τις ευαίσθητες ψυχές ή για κείνες που πενθούν.
 

Μετά ανάπαυλα. Μετά η ευλογημένη καθημερινότητα: μέρες που είναι Τρίτη και Σάββατο και 6 και 20 του μηνός χωρίς να είναι και κάτι άλλο. Η μεγάλη έρημος των εμποροϋπαλλήλων και των μισθωτών. Μέχρι την άδεια και το Μεγάλο Ραμαζάνι του Θέρους & των Κυκλάδων, αλλά αυτά τα είπαμε αλλού.

Πρώτη δημοσίευση στο The Greek Cloud.