Αισθητική

Από τον καιρό που έγιναν δημοφιλή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μάθαμε ότι η Αισθητική κατέχει κεντρική θέση στο πώς αξιολογεί ο μέσος χρήστης τους τον κόσμο, τους άλλους, τα πράγματα. Η Αισθητική, αν δώσουμε βάση σε όσα διαβάζουμε, είναι μείζων και της πολιτικής και της ηθικής. Επίσης, διαφέρει από την πολιτική και την ηθική στο ότι προσβάλλεται, καμμιά φορά πολύ εύκολα. Σε αυτό η Αισθητική μοιάζει με τις πεποιθήσεις.

Η Αισθητική κατά τους σοσιαλμηντιακούς χρήστες δεν είναι ανοιχτή στον διάλογο. Οι χρήστες των σοσιαλμήντια δίνουν πολλές φορές την εντύπωση σύναξης Γερμανών φιλοσόφων, κυρίως τεθνεώτων, αν κρίνει κανείς από το πόσο τους απασχολεί η Αισθητική. Είναι δε η Αισθητική όπως το δόγμα από καθέδρας ή εξ Οικουμενικής Συνόδου (ανάλογα με το πώς κάνετε τον σταυρό σας): αξιωματική και απόλυτη. Επίσης, η Αισθητική έχει κτήτορες, ιδίως όταν προσβάλλεται, πάλι όπως οι πεποιθήσεις. Η Αισθητική είναι η κατηγορία στην οποία εφεσιβάλλουμε όταν εξαντληθούν ή στομώσουνε τα πολιτικά και ηθικά επιχειρήματα.

Η Αισθητική είναι κάτι αιώνιο, αΐδιο κι απαρασάλευτο. «Στατικό», «αντιδιαλεκτικό» και «αγκυλωμένο» θα έλεγαν κάποιοι κακόπιστοι. Ξανά όπως το δόγμα, ή την έχεις την Αισθητική, άρα την έχεις στην ορθή εκδοχή της, ή δεν την έχεις.

Συνελόντι ειπείν, την Αισθητική την επικαλείσαι είτε επειδή την έχεις είτε επειδή σου την προσβάλλουν. Όπως η τιμή της κόρης: ανελαστική και άκαμπτη. Μοναδική και σπάνια, μακριά από Βαλκάνια.

Η Αισθητική στα σοσιαλμήντια διψάει για το υψηλό, το κομψό και το καλαίσθητο. Αν κάτι δεν πολυφαίνεται για τίποτε από τα παραπάνω, μπορεί να γίνει αποδεκτό ως ακραία ειρωνικό (παρά τοις αστοίς) ή ακραία σατιρικό (παρά τοις αριστεροίς). Βεβαίως, αυτό το κάτι δεν έχει ακριβώς Αισθητική, δεν είναι δόγμα, παρά είναι σαν τα μυστήρια που «τα ξέρει μόνον ο Θεός παιδί μου», όπως λεν οι πατέρες, οι γεροντάδες κι ο παπα-Ηλίας Ζερβός στη Μανταλένα.

Η Αισθητική στα σοσιαλμήντια αγωνιά για το γνήσιο: ποίηση κι όχι ποιητισμός, λαϊκό κι όχι σκυλέ, εργατιά κι όχι πρασινοφρουροί, Ευρώπη κι όχι Βαλκάνια, Ανατολή (καθ’ ημάς ή μη) και όχι κοραΐστικα. Η γνησιότητα είναι πολύ σημαντική υπόθεση, όπως και η τιμή της κόρης: δεν αρκεί κάτι να φαίνεται ότι έχει Αισθητική, πρέπει να την έχει an Sich. Άλλος ο Κοεμτζής κι άλλος ο θαμώνας του Καρρά, άλλο να μεταρσιώνεσαι με Μπουξτεχούντε και Γαμώ κι άλλο οι κυρίες του Μεγάρου, άλλο ο Γκόρπας κι άλλο ο Λειβαδίτης, άλλο η κομψή γκρίνια του Μάρκαρη κι άλλο ο λαϊκιστής Λουντέμης.

Η Αισθητική, όπως κάθε άξιο δόγμα, υπαγορεύει ασκητική πράξη: η δεξιά αισθητική αποζητεί το στωικό και απέχει ιουδαϊστί από το βδέλυγμα του «λαϊκισμού»: της ενασχόλησης με ψωμί και λάσπη, με το αίμα και το σάλιο, με τη θεματολογία ή τις χαρές της φτώχειας· απέχει από τους Τζακ Λόντον του κόσμου τούτου. Η αριστερή αισθητική αναζητεί καλβινιστί το καθαρά «λαϊκό», το ανόθευτο κι ενίοτε το παραδοσιακό, καταδικάζει εκζητήσεις κι ανιστορικότητες, απολίτικους μονολόγους κι αναχωρητισμούς· αναθεματίζει κάθε τι ποπ, συναισθηματικό και αφαιρετικά όμορφο.

Στο παρελθόν, την Αισθητική την κράτησαν ψηλά οι δύο νταβάδες της νεοελληνικής σκέψης: ο γυμνασιάρχης, που κατηχεί κι εξουσιάζει, και ο παλαιοκνίτης, που καταπνίγει ό,τι εστετίστικο. Και οι δύο ευαγγελίζονται το πρωτείο της Αισθητικής, δηλαδή της τιμής της κόρης, του δόγματος. Ο μεν γυμνασιάρχης όμως, όταν λέει Αισθητική εννοεί «η δική μου κανονιστική ηθική». Ο δε παλαιοκνίτης κάνει αισθητικές κρίσεις που είναι πολιτικές δηλώσεις, αξιολογήσεις του κατά πόσον το ποίημα, το τραγούδι ή το κολάζ ευθυγραμμίζονται με τη δική του συγκεντρωτική και πατερναλιστική πολιτική.

Και οι δύο προστάζουν: μη συγκινείστε τζάμπα.

Λέει ο γυμνασιάρχης: μη συγκινείστε αν δεν «συνάδει» το θέμα της συγκίνησής σας με το κλάσμα δυτικού πολιτισμού που θεωρώ υψηλό και τον Κανόνα, τουρκοβαλκάνια μπάσταρδα του Αλέξιου Κομνηνού.

Λέει ο καθοδηγητής: μη συγκινείστε αν δεν έχετε διερευνήσει σε βάθος τους κοινωνικοπολιτικούς όρους μέσα στους οποίους συγκινείστε, γιουσουφάκια του θεάματος.

Αμφότεροι αφυψηλάτορες περιφρονούν τα μικρά, τα ευτελή και τα χθαμαλά, όσα κρύβουν για τους περισσότερους από εμάς τις μεγάλες μας χαρές.

Στις σύγχρονες εκδοχές τους, αυτές των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, οι καλλιεργημένοι διαθέτουν άφθονο και μισανθρωπικό χιούμορ. Είναι φορείς του δόγματος της Αισθητικής και υπερασπιστές τής τιμής της, συνεπώς δικαιούνται να κάψουνε στην πυρά και κανα σκουπίδι παραπάνω. Κι όμως αναρωτιέται κανείς εάν οι σπουδές ή το έργο των ιεροεξεταστών της Αισθητικής, χωροφυλάκων ή κομισάριων, δικαιολογεί τη στάση τους. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι απλώς μισούν το χθαμαλό, όπως το ορίζει ο καθένας τους, άραγε τι διάολο έχουνε σπουδάσει κι έχουνε δημιουργήσει για να τους ξινίζει τόσο η ανθρώπινη κατάσταση και το πώς την αγκαλιάζει η χθαμαλή κουλτούρα; Τόσο βαθιά χωμένοι είναι είτε στο vissi d’arte είτε στην καρδιά της λαϊκής έκφρασης τέλος πάντων;

Ψυχολογιοποιώντας λιγάκι, θα νόμιζε κανείς ότι η διαφύλαξη του δόγματος και της τιμής της κόρης της Αισθητικής καθώς και το γενικευμένο κι άσβεστο μένος των διανουμενέ ιεροεξεταστών, των αριστερομετρητών και των αγέλαστων τιμητών εκπορεύονται από ένα και μόνον ένα πράγμα: υποψιάζονται ότι οι κλαρινογαμπροί, οι σκυλοπόπ και όσοι θεωρούν περίτριμμα, οι τουρκοβαλκανίλες και το απολίτικο λουμπεναριό περνάνε πολύ πολύ καλύτερα από τους ίδιους.

Σε κάθε περίπτωση, ας ασχοληθεί ο καθένας με αυτό που αγαπάει: τον Διονυσίου ή τον Σοπέν ή και τους δύο, τον Λ. Φρόυντ, τη Λέιντι Γκάγκα ή τη Λαίδη Άντζι. Τον Μπόουι, τον Χρηστάκη, τον Λέμυ, τον Ντίο, τον Δαλιανίδη, τον Μπέλα Ταρ και τον Γιάντσο, τη Βιρτζίνια Γουλφ ή την Άννα Συνοδίνου, τους Κέλτικ Φροστ, τον Σπίλμπεργκ, τον Μπαγιαντέρα ή τους Νιου Όρντερ, τη Μελίνα ή τον Χορν ή τον Τερζόπουλο, τον Σεφερλή ή τον Ρέτση. Ας μας το δείξει αυτό που αγαπάει στα μεϊντάνια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κι ας μην αναθεματίζει τους άλλους. Αλλά, θα μου πείτε, και πώς θα κινηθεί η χολή στην Αγορά των σοσιαλμήντια; Κλέφτες να γίνουνε;

Πρώτη δημοσίευση στο The Greek Cloud.

Αν πρέπει να μιλάμε για Σοβιετία

Η διαφορά είναι στη διαφήμιση ίσως

Απολογητής της ΕΣΣΔ δε θα γίνω ποτέ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να εξηγεί κανείς γιατί. Εν πάση περιπτώσει, διαβάστε την Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, του αείμνηστου Κώστα Κάππου.

Τι θα μπορούσε να προσάψει λοιπόν ένας απλός άνθρωπος στον σοβιετικό τρόπο ζωής; Τουλάχιστον τρία:

Πρώτον, την απουσία έστω και προσχηματικά της ελευθερίας του λόγου, τη φίμωση των πάντων, την κυριαρχία της μαρξιστικής-λενινιστικής ορθοδοξίας στα πάντα: από τη μουσική μέχρι τις κάλτσες. Την ανελέητη μηχανή της προπαγάνδας.

Επίσης, την άθλια δημόσια αισθητική του ολοκληρωτισμού, που μόνον ως κιτς φολκλόρ αντέχεται, πολύχρωμη και ντιρλαντά σε ό,τι αφορούσε το μονολιθικό Κράτος και το Κόμμα, σε αντιδιαστολή με την γκρίζα και σκυθρωπή καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τέλος, το πανταχού παρόν κράτος της ολοκληρωτικής καταστολής, που επιτηρούσε ασφυκτικά τις ζωές των άλλων και έλεγχε κάθε συνάθροιση επιβάλλοντας παντού την τάξη φυλακής.

Και πάμε τώρα σε μια αστική δημοκρατία των αρχών του 21ου αιώνα. Τι θα μπορούσε να προσάψει λοιπόν ένας απλός άνθρωπος στον τρόπο ζωής σε μια τέτοια δημοκρατία; Τουλάχιστον τρία:

Πρώτον, την προσχηματική ελευθερία του λόγου, τη φίμωση «ακραίων» απόψεων στο όνομα της ασφάλειας και της κοινωνικής ειρήνης (δε σεβόμαστε το Ισλάμ, τους γκέι ή τους Ασιάτες: να μην εξεγείρονται θέλουμε, να μη φωνάζουν καν), την κυριαρχία της νεοσυντηρητικής-νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας και των μονολιθικών πολυεθνικών στα πάντα: από τη μουσική μέχρι τις κάλτσες. Την ανελέητη μηχανή της προπαγάνδας.

Επίσης, την άθλια δημόσια αισθητική του καταναλωτισμού, που μόνον ως κιτς φολκλόρ αντέχεται, πολύχρωμη και ντιρλαντά σε ό,τι αφορά την κατανάλωση, σε αντιδιαστολή με την γκρίζα και σκυθρωπή καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τέλος, το πανταχού παρόν κράτος της ολοκληρωτικής καταστολής, που επιτηρεί ασφυκτικά τις ζωές των άλλων και ελέγχει κάθε συνάθροιση προσπαθώντας να επιβάλει παντού την τάξη φυλακής.

Κάτι λεσβίες εκεί πέρα… (γάμος για όλους)

Όταν το 2006 έγραφα για αόρατες λεσβίες, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα μίλαγα, τελικά. Ναι, ξέρω ότι θέλετε να διαβάσετε κάτι για τις εκλογές, αλλά εγώ δεν έχω διάθεση: κατ’ εμέ αυτές οι εκλογές έρχονται πολύ αργά και όχι όπως θα άρμοζε στην αθλιότητα των τελευταίων πέντε ετών, δηλαδή μετά από αναταραχή.
 
Λοιπόν, δεν είχα ιδέα. Μίλαγα με μία παλιά μου φίλη, είναι τώρα εκεί γύρω στα τριάντα, για το πώς την αντιμετωπίζει η οικογένειά της. Δε θέλω να δώσω λεπτομέρειες, αλλά να το θέσω έτσι: η οικογένειά της της χρωστάει και της χρωστάει πολλά. Η Γ είναι η κλασσική ελληνίδα θυγατέρα, που έχει σηκώσει στις πλάτες της τη συμπαράσταση προς τους γονείς, τη συνδρομή προς τους παππούδες και άλλα πολλά. Χάρη στην κρίση, και τις επιλογές της οικογένειας (που ποτέ δεν κάνει λάθος), έφτασαν να ξανασυγκατοικούν όλοι μαζί μετά από χρόνια. Πρόσφατα έγινε λοιπόν η μοιραία συζήτηση με τον πατέρα — γιατί η συζήτηση αυτή θα γίνει, όσο και αν τα γκέι παιδιά παίζουνε τις κουμπάρες, έστω κι αν θα γίνει βουβά και με δυο βλέμματα σαν γοργές βελονιές βοηθού μικροβιολόγου. Η αντίδραση του πατέρα στο «είναι η γκόμενά μου κι είμαι λεσβία» ήταν αντίστοιχη με αυτήν απέναντι στο «η αλήθεια είναι στους Σεξ Πίστολς, γκέγκε;». Θυμηδία κι απαξίωση, κουρασμένη γκριμάτσα πατέρα που ζητάει από τη μικρή να κόψει τις μαλακίες γιατί έχουμε και δουλειές. Αναρωτήθηκα μπροστά στη Γ, αν είχε γιο και του έλεγε «είναι ο γκομενός μου και είμαι __________» (δεν ξέρω ποιον όρο χρησιμοποιεί ο γκέι άντρας για να κάνει το πιο οδυνηρό κάμινγκ άουτ), θα αντιδρούσε έτσι ο πατέρας;
 
Η απάντηση μού δόθηκε, τυχαία, από μια άλλη παλιά φίλη, την Π. Όταν τις έπιασε πριν πολλά χρόνια ο πατέρας της γυμνές στο κρεβάτι εκείνη και την τότε κοπέλα της, με την κοπέλα της μάλιστα μονοσήμαντα τοποθετημένη ανάμεσα στα πόδια της και την ίδια στο χείλος του οργασμού, δεν έπαιξε καν το βλέφαρο του. «Κορίτσια, ακόμα δεν ντυθήκατε; Άντε.» ήταν η αντίδρασή του. Η πόρτα έκλεισε πίσω του και δεκαετίες μετά ο πατέρας ακόμα δεν προβληματίζεται, τουλάχιστον όχι μπροστά της, γιατί η κόρη του η Π δεν παντρεύτηκε. Ούτε καν γιατί δεν την έχει δει ποτέ με γκόμενο, παρά μόνο με φίλες.
 
Δε λέω ότι δεν υπάρχει εξήγηση για αυτές τις συμπεριφορές. Δεν πέφτω από τα σύννεφα. Επίσης, κάποιοι γκέι άντρες φίλοι μου στάνταρ θα μου πουν ότι καλύτερο είναι να σε αγνοούν, να μην υπάρχεις και να καμώνονται ότι «απλώς» γεροντοκοριάζεις εκκεντρικά, παρά να σε δέρνουν, να σε κυνηγάνε, να σε χλευάζουν και να σε περιθωριοποιούν. Ειλικρινά, δεν ξέρω.
 
Αυτό που ξέρω είναι ότι η Γ δεν μπορεί να παντρευτεί στη φάση του «γιατί όχι», όπως παντρεύτηκα εγώ. Ξέρω ότι δε θα υπάρχει ένα ταίρι με τον νόμο δίπλα της για να της χορηγεί αντίδοτο στις τοξίνες που μας ποτίζει η ελληνική οικογένεια, η οικογένεια που ποτέ δεν κάνει λάθος, γιατί ό,τι κάνει το κάνει για το καλό μας.
 
Αυτό κατάλαβα τον Ιανουάριο του 2015: ο γάμος για όλους δεν είναι μόνο ζήτημα στοιχειώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Δε διασφαλίζει μόνον ότι δε θα σβήσεις σ’ ενα κωλονοσοκομείο μόνος με τον άνθρωπό σου να περιμένει στον διάδρομο την ελεημοσύνη κάποιας νοσηλεύτριας. Δεν τακτοποιεί πρακτικά θέματα και μόνο. Στην Ελλάδα, ο γάμος σε θωρακίζει επιπλέον απέναντι σε μια εξόχως ιμπεριαλιστική οικογένεια, η οποία ακόμα κι αν είσαι στρέιτ έγγαμος σαραντάρης, θα ορμήσει να σου πει για τη ζωή σου και να σου τραβήξει και το αυτί. Πολλώ μάλλον αν είσαι από αυτές που δεν είχανε καλή τύχη και τώρα τελευταία καμώνονται ότι είναι λεσβίες…
 
 Δημοσιεύτηκε στο Greek Cloud.

Τουρκόσποροι

Είμαστε οι Τουρκόσποροι. Είμαστε πια πεθαμένοι ή υπέργηροι. Ήμασταν πολλοί. Όταν λέμε «πατρίδα», πάντα εννοούμε εκείνη την αχανή χώρα πέρα από τη θάλασσά σας, εκείνη τη χώρα που δεν ήταν ούτε δική μας ούτε των Τούρκων. Ήρθαμε από πόλεις που δε διανοείστε και που δε θα χτίσετε ποτέ, ξεριζωθήκαμε από τοπία που δεν έχουνε καμμία σχέση με τους χείμαρρους και τα ξεροβούνια σας και τους λασπερούς σας κάμπους, μόλις προλάβαμε να μεγαλώσουμε σε κόσμους που χαλβαδιάζετε σε ταινίες Τούρκων και Ιρανών και με ωραία φίλτρα και σωστό φωτισμό.

Μας τσουβαλιάσατε και μας φέρατε. Μας βάλατε σε σαπιοκάραβα. Μας βάλατε να περπατάμε. Άλλους μας σφαγίασαν, άλλους μας έπνιξαν, άλλοι συνωστιστήκαμε στην προκυμαία της Μερσίνας. Πολλοί από εμάς χάθηκαν — μέχρι και τη δεκαετία του ’80 μια ήρεμη ραδιοφωνική φωνή θα έψαχνε κάποιους από εμάς με όνομα και επώνυμο στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Μας μετατρέψατε σε πλάνητες αλλογενείς, μας τάξατε αποζημιώσεις και μας δώσατε παλιόχαρτα που τίποτε δεν άξιζαν. Μας κάνατε εργάτες και γεωργούς.

Μας είπατε όλους «πρόσφυγες», μας φέρατε στη χώρα σας και μας βάλατε σε παραπήγματα και σε χωριά όπου οι ντόπιοι σταβλίζονταν δέκα μαζί σ’ έναν οντά και δεν πλένονταν ποτέ, για να μη φύγει το Άγιο Μύρον της βάφτισης από πάνω τους. Όσες ήμασταν γυναίκες μάς βγάλατε πουτάνες, είτε ήμασταν σωφρόνως πολυγαμικές Σμυρνιές, είτε αγέλαστες Πολίτισσες, είτε μητριαρχικές Καππαδόκισσες: πλενόμασταν πολύ, βάζαμε κολώνια, φοράγαμε νυχτικά. Μας φυτέψατε όπου πιστεύατε ότι θα προγκήξουμε τον Σλάβο και τον Αρβανίτη και τον Βλάχο, αλλά εμείς δε φέραμε μαζί μας τον ελληνισμό που ονειρευόσασταν, παρά κάτι πολύ μεγαλύτερο και εντελώς ακατάλληλο για τους σκοπούς σας. Απόπαιδα. Γιατί εσείς θέλατε να φτιάξετε τη μονόγλωσση μονόδοξη ελλαδική χαρά σας, το ζωντανό μαυσωλείο των αρχαίων προγόνων, κι εμείς μιλάγαμε τούρκικα, ποντιακά, καππαδόκικα, γαλλικά και μια σπασμένη καθαρεύουσα που μαθαίναμε στα σχολεία. Γιατί εμείς τρώγαμε μαντί και ιμάμ και καβουρμά και πληγούρι. Γιατί μολύναμε τη βαλκανική μουσική σας και τους μπάλλους σας με αμανέδες και καρσιλαμάδες και άσματα οθωμανικά.

Σας δώσαμε παραβατικότητα και σας δώσαμε γράμματα. Σας φέραμε φαγητό και χασίσι. Σας υπενθυμίζαμε τι υπήρχε πίσω από τη Μυτιλήνη και τη Χίο, πίσω από τον κολοβό ορίζοντα των οραμάτων σας. Μετά, όταν πάψαμε κάποτε να είμαστε οι αούντηδες που «ούι, ρι συ, πίνουν νιρό!» στη βρύση του χωριού σας μετά από πεζοπορία ημερών, αναλάβατε εξ ονόματός μας να πάρετε την Πόλη και την  Αγια Σοφιά. Συμβολικώς πάντα. Γιατί συμβολικώς μόνο ζείτε και συμβολικώς σκοτώνεστε και συμβολικώς αφήνετε άλλους πρόσφυγες και αλλογενείς να πνίγονται και να ξεπαγιάζουν στα σύνορα της ελλαδικής χαράς σας.

Εμείς πεθαίνουμε πια, όσοι απομείναμε, τουλάχιστον πεθαίνουμε ειρηνικά. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας είναι σαν κι εσάς, είναι εσείς. Γιατί είναι μεγάλο μαύλισμα να είσαι Έλληνας. Έστω και συμβολικώς. Κι ας πνιγούνε κι ας πεθάνουν κι ας ξεπαγιάσουν όσοι χρειαστεί.

Δημοσιεύτηκε στο Greek Cloud.

Ας κρατήσουν οι χοροί

Χτες, ανήμερα του Πάσχα, ο Μελωδία προσπαθούσε όλη μέρα να μας πείσει ότι είναι Β’ Πρόγραμμα (που τόσο μας λείπει). Κάποια στιγμή, μεταξύ γεύματος και καφέ, έπεσε το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Θυμήθηκα πως, όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι, μου είχε κάνει εντύπωση στους στίχους η λέξη «Ορθοδοξία»: δεν νομίζω να την είχα ξανακούσει. Γενικά, το τραγούδι μού είχε φανεί αλλόκοτο, άλλωστε στο ράδιο, στην κουζίνα δηλαδή, έπαιζε μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα: «τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό», «πουθ’ έρχεσαι; απ’ τη Βαβυλώνα», «αύριο πάλι θα ‘ρθω να σε δω», «γιε μου, οι αρχόντοι ειν’ εμπόροι του πολέμου», «να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη», «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» — και τέτοια. Στο πικάπ ακούγαμε Διονυσίου και Θεοδωράκη (Κάντο Χενεράλ και, δυστυχώς, Στην Ανατολή) και Χαμόγελο της Τζοκόντας. Με δυο λόγια, τι έλεγε αυτό το τραγούδι; Και πού να το καταλάβει ένα μανιφέστο ένα παιδί;

Τώρα, που είμαι σε μια ελαφρώς λιγότερο τρυφερή ηλικία, είχα την ευκαιρία να ξανακούσω και να ερμηνεύσω το τραγούδι: ένα American Pie για τη νεορθόδοξη γενιά σχεδόν αποστατών Ρηγάδων, που τους άρεσε ο Σίμων Καρράς κι ο Κόντογλου και ανακάλυπταν το Άγιον Όρος αλλά δεν ήθελαν ούτε τον χαντούμικο ψευτοασκητισμό των παπάδων (και ποιος τον ήθελε τότε), ούτε τον πουριτανισμό του σ. Φαράκου.
Το «ας κρατήσουν οι χοροί» ήταν μανιφέστο όταν βγήκε: κοινοτισμός (τα Αμπελάκια ως παράδειγμα), Ορθοδοξία (ως ιδεολογική ιδιοσυστασία), αντιθεσμικότητα των άγριων κλαν του χωριού («φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες»).
Το «ας κρατήσουν οι χοροί» στα 2014 είναι η περιγραφή του Τέρατος, του χριστοδουλικού-σαμαρικού σωβινισμού, όπου συνυπάρχουν το τσαγανό του Έλληνα, η απαξίωση του πολιτικού και η παρανόησή του ως υπόθεση «αγάπης», ο Θεός της Ελλάδας, τσάμικα-καλαματιανά (χοροί κυκλωτικοί), ένας τόπος κλειστός, το Άγιο Φως, η μαυρομαντιλούσα μάνα στην Ήπειρο — ενώ ο πλούτος παραμένει στα χέρια αυτών που πρέπει. Με δυο λόγια: «Ανάσταση», ως ένα ατομικό γεγονός αυτοβελτίωσης, ως ένα ιδιωτικό καταφύγιο παρηγόριας και καραγκιοζικής-σεφερλίδικης σάτιρας, και καθόλου μα καθόλου Επανάσταση.  Παραμένουμε ασφαλείς μέσα στο κουκούλι της ανωτεροτητας και της εντός συνόρων ιδιοσυστασίας μας, επαρχιώτες που αδυνατούμε να δούμε τον παγκόσμιο αντίκτυπο όσων συμβαίνουν εδώ. Κι έτσι, ο εξανδραποδισμός, η πολιτικοκοινωνική εκβαρβάρωση και η εξαθλίωση ενός ευρωπαϊκού λαού για να σωθούν η BNP, η Deutsche Bank και το ευρώ θα περάσουν στην ιστορία ως μια σειρά από ακατανόητα ασυνάρτητα γεγονότα (όπως για μας το κίνημα στο Γουδί ή η Δίκη των Εξ), και όχι ως κάτι σαν τον ισπανικό εμφύλιο, η πρώτη μάχη μεταξύ ελευθερίας-δημοκρατίας-διαφωτισμού και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Χωριό αυτόνομο, τίποτα δεν είμαστε βρε. Εθνική Ελλάδος, γεια σου. Τι να φταίει η Βουλή.

Ανέβηκε στο The Greek Cloud, στις 21.IV.2014

Μετά (περίπου) δέκα έτη

Μέσα από τα μπλογκ αναδύθηκαν γραφές και προσωπικότητες στις οποίες εγώ ως αναγνώστης χρωστάω πολλά, χρωστάω ευ ζην και απόλαυση και πολλαπλές μετακινήσεις των οπτικών γωνιών μου. Ανάμεσα στα μπλογκ βρίσκονται σπουδαία κείμενα και κάποιες φωνές που, χωρίς την αυτόματη αυτοέκδοση, θα έμεναν συσκευασμένες και ξεχασμένες μέσα σε συρτάρια ή μέσα σε σκληρούς δίσκους. Κάποιοι πάλι χρησιμοποίησαν τα μπλογκ ως μέσο, ως πλατφόρμα, για να πουν τα σπουδαία δικά τους, είτε αυτά ήταν πρακτικά και τεκμηριωμένα, είτε ποιητικά, είτε συναρπαστικά, είτε ό,τι άλλο. Τελικά, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτές οι φωνές, αυτά τα κείμενα, αυτές οι προσωπικότητες ξέφυγαν ή θα ξεφύγουν από την πλατφόρμα των μπλογκ.
Τα μπλογκ όμως στην πλειοψηφία τους ανέδειξαν τελικώς ένα ύφος, έναν άλφα τρόπο γραφής: αποσπασματικό και θυμόσοφο, υπαινικτικό, με αποσιωπήσεις και με πολλά αποσιωπητικά, ελαφρώς μεθυσμένο και ζαβά προυστιανό… Τα μπλογκ ποτίστηκαν από την αμεσότητα και την τεχνητή προφορικότητα της σχολής Κλικ, από τον υποκειμενισμό του χρονογράφου, από τον συναισθηματισμό και τη χαμηλή οπτική γωνία του ερωτοχτυπημένου στιχουργού και του ημερολογιογράφου. Κύλησαν χαμηλόφωνα, υποκειμενικά ή και αλαλάζοντας — συνήθως ομφαλοσκοπώντας, πάντως. Άλλα ήταν ανοιχτά ημερολόγια, άλλα ήτανε σαν μικρές εισηγήσεις περί τα κοινά σε οικογενειακά τραπέζια. Ακκίστηκαν τα μπλογκ ότι το μικρό, το στιγμιαίο και το καθέκαστο θα εξακτινωνόταν ανεξαιρέτως στο μεγάλο, στο γενικό, στο πολιτικό, στο πανανθρώπινο. Στις εκβολές των μπλογκ βρίσκουμε τα φρη πρες και τη νέα μυθιστοριογραφία του Λιβάνη και του Ψυχογιού.
Στην κληρονομιά των μπλογκ βρίσκεται λοιπόν ο μεγάλος ορθολογίζων υποκειμενισμός του φρη πρες, βρίσκεται και ο συναισθηματισμός που ζούληξε κι έπνιξε τον λυρισμό. Στα τελειώματα των μπλογκ υπάρχει η κενολογία που, είτε μιλάει για το προσωπικό είτε για το συλλογικό, καμώνεται ότι λέει κάτι μόνο και μόνο επειδή περπατάει με ρυθμό και επειδή είναι ντυμένη με καλολογία ή ρητορική ευχέρεια.
 

Διασύροντας την πατρίδα μου μπροστά στους ξένους

«Δε μου αρέσουν οι Γερμανοί. Έκανα στρατό στη Γερμανία το ’47: κανένας δεν είχε υπηρετήσει στο Δυτικό Μέτωπο. Κανένας δεν ήξερε πού τους πάνε τους Εβραίους. Κανένας δεν ήξερε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γενικά, κανείς δεν είχε καταλάβει.»
«Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας. Κανείς δεν ξέρει για τις νάρκες στα σύνορα και τους πνιγμένους στο Αιγαίο. Κανείς δε μιλάει για βασανιστήρια και εκτελέσεις στις φυλακές. Κανείς δεν ασχολείται με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εντάξει, η κλίμακα είναι μικρότερη, αλλά είμαστε μικρή χώρα.»
[…]
«Ιδέα δεν είχα. Χρειάζεστε μηχανισμούς αντιπροπαγάνδας.»
(Συζήτηση που ξεκίνησε με θέμα «αγαπάμε την Ελλάδα, αγαπάμε τους Έλληνες».)

Nymphomaniac II

Είδα χτες και το δεύτερο μέρος της ταινίας (εδώ οι εντυπώσεις μου απο το πρώτο) και μπορώ πια να πω ότι πραγματικά πρόκειται για αριστούργημα. Με εντυπωσίασε ότι τελικά όλο αυτό το πανόραμα της ανθρώπινης κατάστασης είναι αρθρωμένο πάνω σε μία ιστορια παραδόξως ανικανοποίητου έρωτα, της Τζο για τον Τζερόμ: δε διατρέχεται απλώς από αυτό το λαβ στόρυ. Με συγκίνησε βαθιά η σκηνή σπαραγμού στην οποία η Τζο ανακαλύπτει τελικά το δέντρο της: εδώ μιλάμε για σκηνή ανθολογίας. Προσέξτε επίσης τη μακρινή αντανάκλαση του φωτός πάνω στον θλιβερό τουβλότοιχο προς το τέλος της ταινίας, αντανάκλαση από κάποιο μακρινό κτήριο.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος (αν και η ταινία είναι σαφώς ενιαία) ο νέρντικα διακειμενικός σχολιασμός του Σέλιγκμαν αναιρείται πια συστηματικά και με σαρκασμό («αυτή σου η παρέμβαση ήταν η πιο αδύναμη», θα του πει κάποια στιγμή η Τζο). Ακόμα και η κριτικη του Σέλιγκμαν με βάση τις πραγματικότητες του σεξισμού και της πατριαρχίας ανατρέπονται, αφού η Τζο επιλέγει να δει όλόκληρη την αφήγησή της με όρους ανθρώπινης κατάστασης τελικά. Παράλληλα, όσο προχωράει η ταινία, ενισχύεται η ίδια η φωνή της Τζο — ιδίως στη σκηνή με την απόπειρα ομαδικής ψυχοθεραπείας. Εκεί μπαίνει και ρητά η προφανής ερώτηση: ως ποιο βαθμό η ψυχοθεραπεία θέλει να μας απαλλάξει από τη δυστυχία και από πού ξεκινάει η λειτουργία της ως κάτι που θα μας συμμορφώσει με την κοινωνία. Επίσης, κατά πόσον η καθαρή ελεύθερη βούληση (η Τζο δεν είναι «σαν τις άλλες» στο γκρουπ ψυχοθεραπείας) είναι πηγή δυστυχίας, είτε χειραφετεί τις επιθυμίες μας είτε τις καταπιέζει, όπως του παιδεραστή; — μια ερώτηση που θα επανέρχεται ξανά και ξανά, για όσο ακόμα θα υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι. Και άλλες πολλές λεπτομέρειες επιβραδύνουν την πλοκή καθώς την εμβαθύνουν μέχρι το σχεδόν αναπόφευκτα διπλό τέλος.
Το χιούμορ υποχωρεί και ενισχύεται η αγωνία: αυτό το δεύτερο μέρος γίνεται όλο και πιο ψυχοβγαλτικό όσο προχωράει ο κινηματογραφικός χρόνος, κι ας ξεκινάει από τη συγκινητικά ακαδημαΐζουσα και προσποιητά αφελή απεικόνιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως εκκλησίας της χαράς και του φωτός: άλλωστε έχει προηγηθεί το Θαβώρ του γυναικείου οργασμού, το οποίο επανέρχεται οπτικά όταν με το αίμα της (άρα, α λα Δυτικά) η Τζο ξανακερδίζει τον φωτισμό-οργασμό που απώλεσε όταν ερωτεύτηκε. Και μετά μετατρέπεται σε κάτι άλλο, σε τιμωρό και σε μέντορα.
Τέλος, ίσως τα σχόλια που κάνει για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η ταινία να είναι από τα πιο καίρια που έχουν αρθρωθεί από την εποχή του Καμύ. Πρώτα διά στόματος Σέλιγκμαν: «και η θρησκεία και το σεξ είναι συναρπαστικά, αλλά δεν αφοσιώνομαι σε κανένα από τα δύο». Μετά διά στόματος Τζο: «κάθε φορά που η κοινωνία απαγορεύει μία λέξη, παραδέχεται την αδυναμία της να δικαιώσει τη μειονότητα που προσβάλλει η λέξη».
 

Führe mich (πέρα από το προφανές)

Από το oeuvre του Φον Τρίερ έχω αποξενωθεί εδώ και χρόνια: το Dancer in the Dark μού είχε φανεί μελό αιμοβόρο και άσκηση στη σκληρότητα, ενώ το Dogville υβρίδιο δοκιμίου, σινεμά και θεάτρου (και αναφανδόν αιμοβόρο και μοβόρικο). Μετά βαρέθηκα.

Το Nymphomaniac πήγα να το δω επειδή

  1. Το έθαψε ο Δανίκας, και δη ως ψυχρό σκανδιναβικό πορνό. Θα πρέπει να είναι αδαής από πορνό: το σκανδιναβικό πορνό είναι το μόνο στο οποίο οι ηθοποιοί μορφάζουνε και χαμογελούν σχεδόν πηγαία,
  2. Το υμνούν κριτικοί που κανονικά απεχθάνονται τον Φον Τρίερ, το κινηματογραφημένο σεξ, ή και τα δύο,
  3. Έχει θέμα το σεξ,
  4. Έχει σεξ.

Η ταινία ήταν αποκαλυπτική. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό Μαγικό βουνό, όπου ένας διάλογος ξετυλίγει διαλεκτικά μια πάλη ιδεών. Των ιδεών του Σέλιγκμαν απέναντι στο βίωμα (και την ερμηνεία του) της Τζο. Στο κέντρο της διαλεκτικής αυτής διαδικασίας βρίσκεται, βεβαίως, η ανθρώπινη κατάσταση. Το διαλεκτικό στοιχείο πράγματι δεσπόζει: ο ακροατής-ψυχαναλυτής Σέλιγκμαν ψέγει την ηρωίδα που από τη θρησκεία επέλεξε το πιο άνοστο στοιχείο, την ενοχή. Η ηρωίδα αναιρεί τη θέση με την αφήγησή της. Ο ακροατής-ψυχαναλυτής προτείνει ότι στο κυνήγι και στο ψάρεμά της η ηρωίδα δεν έβλαψε κανέναν, ίσα ίσα, η ηρωίδα αντικρούει με μια άλλη αφήγηση. Και ούτω καθεξής.

Ο Σέλιγκμαν απηχεί απόψεις, στάσεις και ένα γενικότερο πλαίσιο σκέψης που μοιραζόμαστε πολλοί: είμαστε όλοι ελεύθεροι και υπεύθυνοι, η ενοχή είναι είτε ναρκισσισμός είτε πρόσκομμα κι εκούσια αναπηρία, η επιθυμία και η ηδονή είναι — ας πούμε — καθαρές an sich. Η Τζο αναιρεί με λελογισμένη αγριότητα και μια καλή δόση χιούμορ αυτές τις στάσεις ως μάλλον ακαδημαϊκές και ιδεαλιστικές: ως στάσεις ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες, πλην όμως αποστειρωμένες από ανθρωπίλα.

Το χιούμορ πάντως δεσπόζει στην ταινία, αλλά πρόκειται για δανέζικο χιούμορ, που δεν το πιάνουνε καλά καλά οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί: λ.χ. οι σκηνές στο τρένο, με τον χορό των βλεμμάτων και εκφράσεων, είναι γνήσια αστείες, ενώ τα κειμενικά σχόλια επί της οθόνης τις φέρνουν στα όρια της φάρσας.

Η σύνθεση είναι απίστευτα σφιχτοδεμένη, μορφικά το έργο πάει πολύ πιο πέρα από τις προηγούμενες ταινίες του Φον Τρίερ. Οι συζητήσεις για τα δέντρα και τα φύλλα, δηλαδή τη φύση, τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, τα διάφορα μοτίβα (το ψάρεμα, ο Μπαχ…) που δουλεύονται μέχρι να πάψουνε να είναι ορατά, οι όψεις της σωματικότητας, οι εκδοχές του σπαραγμού, οι αποπλανήσεις — όλα τρέχουνε παράλληλα και πολυφωνικότατα συνθέτοντας άγρια κινηματογραφική ποίηση.

Η ταινία πραγματεύεται αλλά και δείχνει την ανθρώπινη κατάσταση και αλήθειες που δεν αντέχουμε, κάνει ποίηση άγρια με αφορμή τον σεξουαλικό εθισμό μέσα στα συμφραζόμενα της ανάγκης, της επιθυμίας και της ελευθερίας. Ποιες αλήθειες που δεν αντέχουμε; Πέρα από την περίφημη (πια) εικασία για τα εγκλήματα από έρωτα και για τα εγκλήματα από σεξ (που είναι, λέει, πολύ λιγότερα), έχουμε τον προβοκατορικό ορισμό του έρωτα ως ‘ζήλεια συν πόθος’. Έχουμε και το σπαρακτικό επεισόδιο με τον θάνατο του πατέρα, που ξεκινάει με aequanimitas, λόγο γνώσεως και Επικουρο και τελειώνει με ουρλιαχτά, πόνο, σκατά αλλά και την Τζο να καυλώνει. Υπάρχει και το όχι λιγότερο σπαρακτικό επεισόδιο με την εγκαταλελειμμένη σύζυγο (αρτυμένο με χιούμορ, ίσα ίσα για να καίει περισσότερο). Υπάρχει και η ανία του σεξουαλικού αθλητισμού, σαν μια μονότονα επαναλαμβανόμενη διαδρομή σε κάποιο πάρκο, αλλά και η κριτική της χίμαιρας της (όποιας) ερωτικής αποκλειστικότητας, εκεί όπου εκτυλίσσεται η πολυφωνική σύνθεση τριών εραστών (αφού ο ένας από μόνος του δεν αρκεί — έστω και αν είναι ο Cantus Firmus του έρωτα).

Και η τσόντα; Κομμένη βεβαίως, υποτίθεται, αλλά και εδώ η μορφή ακολουθεί το περιεχόμενο, που λένε: σεμνή στη μηχανικότητά της, αφού π.χ. το κοντινό σε πίπα στην οθόνη του Ιντεάλ αφήνει ασκίρτητο και τον πιο ζωντανό θεατή, μέχρι να σμίξει τελικά η ηρωίδα με αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη, όπου δικαιώνεται η παράδοση του σκανδιναβικού πορνό — αν και όχι για καλό.

  Ανέβηκε στο The Greek Cloud, στις 15.II.2014