Ελληνική πεζογραφία

Το μέιλ το γκέιζ

στον M. Hulot

Ελάχιστοι εχέφρονες Βρετανοί θα ισχυρίζονταν ότι η βρετανική μουσική τον 18ο και τον 19ο αιώνα would be anything to write home about. Όσο κι αν ακκίζονται και καυχιούνται για τα πραγματικά, παραφουσκωμένα ή ανύπαρκτα επιτεύγματα της αυτοκρατορίας τους που άφησε εκατόμβες νεκρών, την ειδεχθή κληρονομιά της αποικιοκρατίας και την επίφαση χρηστής διοίκησης στην οικουμένη αλλά επιδερμικούς συγκρητισμούς κι ελαττωματικές υποδομές στο τρυφηλό και νεφοσκεπές νησί τους, οι Βρετανοί το ξέρουν: British classical music (well, until Elgar) is not much to write home about.

Στη δική μας την έτι ενδοξότερη γωνιά της βαλκανικής χερσονήσου, τέτοια ζητήματα δεν τίθενται για συζήτηση: είμαστε το λίκνο του (ενός) πολιτισμού (που χαμπαριάζουμε), η φιλοσοφία τελείωσε με τον Επίκουρο και τους Στωικούς (όχι πολύ καλά δηλαδή), οι επιστήμες (όπως τις αντιλαμβάνονταν οι Άραβες σοφοί του 10ου αιώνα) μάς χρωστάνε τα πάντα, ενώ κάπου μέσα στην εικόνα κρύβεται κι ένα ένδοξο Βυζάντιο, δηλαδή μια συνεχώς μεταβαλλόμενη «Οικουμένη» που κράτησε πάνω από 1000 χρόνια. A propos, ελπίζω στο μέλλον να μην τσουβαλιάζομαι μαζί με τον Ιάκωβο Πιτζιπίο ή με τον Αγάπιο Λάνδο, από τους οποίους απέχω λιγότερο από 500 χρόνια πάντως. Πέρα από τις όποιες φαντασιώσεις υστεροφημίας, τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας χωρίζονται σε αυτά στα οποία η Ελλάδα (νομίζει ότι) διαπρέπει και σε αυτά που δεν είναι ακριβώς επιτεύγματα.

Φρονούμε λοιπόν ότι είναι υπέροχη η νεοελληνική πεζογραφία. Πράγματι, μετά τη δεκαετία του ’60 η νεοελληνική πεζογραφία ανθεί και φέρει κι άλλο και ― αν μη τι άλλο ― δεν είναι για τα μπάζα. Δυστυχώς (φιλαράκια μου), με το ζόρι μπορεί κανείς να ισχυριστεί το ίδιο για τη νεοελληνική πεζογραφία πριν τη δεκαετία του ’60. Θα έλεγα μάλιστα πως ένας λόγος που ακόμα κάνουμε ανούσιες συζητήσεις για π.χ. τον Καραγάτση είναι επειδή κανείς σχεδόν δεν θέλει να παραδεχτεί πως πριν από τη δεκαετία του 60, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πεζογραφία μας είναι για πέταμα ή γουτουπού.

Για την αρτηριοσκληρωτική ευτέλεια και τη δουλοπρεπή απομίμηση γαλλικών φυλλάδων της πεζογραφικής παραγωγής που κυριαρχούσαν μέχρι περίπου τη γενιά του ’30 έχουν μιλήσει αναλυτικά ακόμα και κάτι κρυπτοχουντικοί πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, από αυτούς που δημοσίευαν σε περιοδικά εξωραϊστικών συλλόγων και των οποίων το opus magnum ήταν η διδακτορική διατριβή τους.

Δεν είναι τυχαίο που μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα (see what I’ve done here?) ο Ροΐδης φάνταζε γίγαντας αλλά και ότι ο χαντακωμένος Βιζυηνός με σκορ 5/7 προσέφερε στα ελληνικά γράμματα τα αριστουργηματικότερα πεζά τους μετά την απαράμιλλη Γυναίκα της Ζάκυθος. Κάπου εκεί βρήκε και χώθηκε κι ο Παπαδιαμάντης γιατί, κακά τα ψέματα, η ξινίλα-ποδαρίλα και η μπαγιάτικη κλεισούρα θυμίζουνε στον Έλληνα (άντρα) τη γιαγιά του (την ενίοτε Φραγκογιαννού)· κι ο Έλληνας τη γιαγιά του την αγαπάει, όλα κι όλα. Πέρα από την πλάκα, η Φόνισσα λάμπει εκεί εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον Θώμας Άρντυ με τον Θεόδωρον Δοστοϊέφσκην, εκεί όπου το όποιο ταλέντο του Παπαδιαμάντη εύρε τον θάνατον πολύ πριν την ενηλικίωσή του.

Και μετά; ίσως ο Πέδρο Καζάς του Κόντογλου. Έπρεπε να μας σαρώσει η τρομακτική δεκαετία του ’40 για να βγούμε από γλωσσικές ομφαλοσκοπήσεις, βυθομετρήσεις της ελληνικότητας α λα γαλλικά, ανούσιες ηθογραφικές επανεπινοήσεις, ψευτομπουρζουά σαχλαμπούχλες και κάθε λογής Άγγελο Τανάγρα και Νίκο Καζαντζάκη για να αρχίσουμε να έχουμε πεζογραφία.

Με το απρόσμενο ξεκίνημα της Κρανάκη σιγά σιγά αρχίσαμε τότε να κατανοούμε ότι πρέπει να χτιστεί πεζογραφική παράδοση, ότι δεν γίνεται να επιστρέφει στανικώς κι επανειλημμένα η πεζογραφία στην ποίηση, ότι η ηθογραφία πέθανε μαζί με την αγνή ελληνική επαρχία στον Εμφύλιο, ότι πεζά γράφονται και σε γλώσσες πλην της γαλλικής και της γερμανικής, ότι ο Μάξιμ Γκόρκι δεν είναι Τολστόι κι ότι ο Τολστόι προέρχεται λ.χ. από έναν κόσμο ομόδοξο (…) μεν, πολλαπλάσια πιο σημαντικό και ευρύ δε.

Βρισκόμαστε, νομίζω, ακόμα σε μια διαδικασία απόδρασης από τον επαρχιωτισμό. Έργο με το έργο, και με πολλά πισωγυρίσματα, γινόμαστε όλο και λιγότερο επαρχιώτες ομφαλοσκόποι, εμπεδώνοντας αυτό που ωραία είπε ο Κούντερα στο Rideau: «How to define provincialism? As the inability (or the refusal) to see one’s own culture in the large context.»

Επίμετρο: Ο Άρης Αλεξάνδρου (το Κιβώτιο είναι το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα), ο Ταχτσής, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Χατζής, ο Πεντζίκης, η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρρή (κι ας τις σνομπάρετε), ο Βασιλικός (που τα 3/4 των γνωστών μου απεχθάνονται) και άλλες και άλλοι μετά από αυτούς κι αυτές αγαπήθηκαν και επειδή δεν παρέπαιαν διαρκώς μεταξύ τερζακικής ανίας και καζαντζακικής μανίας.

Σχολιάστε